0
Your Καλαθι
Από το εργοστάσιο της ζάχαρης
Έκπτωση
10%
10%
Περιγραφή
Κύβοι και βουνά από ζάχαρη, φυτείες ζαχαροκάλαμου στην Καραϊβική, αποικιοκρατία, η εξέγερση των σκλάβων στην Αϊτή. Η Έλεν Ουέστ, νοσηλευόμενη με διάγνωση νευρικής ανορεξίας το 1921, ο πρώτος Ελβετός εκατομμυριούχος του λόττο το 1979 και η πορεία του από τη φτώχεια στα πλούτη και πάλι πίσω. Σημειώσεις, συζητήσεις με φίλους, αναρίθμητες διακειμενικές αναφορές, το φως πότε πέφτει εδώ, πότε εκεί, σε μια πορεία που δεν αφήνει αμέτοχη την κεντρική αφηγήτρια? η ερωτική περιπέτειά της με τον Φ. στο Μόντοκ του Λονγκ Άιλαντ, ο ανεκπλήρωτος έρωτας με τον Τ. Ένα ιδιότυπο μυθιστόρημα μέσα από θραύσματα αφήγησης που καθρεφτίζουν συγκρουόμενες επιθυμίες και φιλοδοξίες, μέσα και σχέσεις παραγωγής, συνθήκες και διαθέσεις γύρω από το σώμα, όλα περιστρέφονται γύρω από το σώμα? τα πάθη, το χρήμα, το φαγητό, η απληστία και η ερωτική πείνα. Ένα κολάζ, μια χειροτεχνία, με κεντρικό μοτίβο τη ζάχαρη, καθώς συμβολίζει την εθιστική σχέση του σώματος με τα πράγματα, τη ζωή και τον θάνατο, ένα μοτίβο, που εξελίσσεται, χάνεται και επιστρέφει πάντοτε γοητευτικά μέσα στο βιβλίο.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ:
Ταξίδι στη Γερμανία. Μάνχαϊμ, Κολωνία, Μύνστερ. Καταγάλανος ουρανός πάνω από τη Βεστφαλία. Στα περίχωρα του Ρεκλινγκχάουζεν, τα θεόρατα δέντρα ορθώνονται σύρριζα στις σιδηροτροχιές, με τα φύλλα τους να ασημοκοπούν στο ζεστό φως του Οκτωβρίου.
Την παραμονή του ταξιδιού μου, όταν βγαίνω από το σπίτι γύρω στη μία μετά τα μεσάνυχτα, βλέπω ξάφνου εκατοντάδες νυχτερίδες να στροβιλίζονται σαν δαιμονισμένες γύρω από τους προβολείς του άδειου σταδίου της Ζυρίχης. Και μολονότι το δυνατό φως μοιάζει να τις τραβάει σαν μαγνήτης, πότε η μια, πότε η άλλη καταφέρνουν να αλλάξουν πορεία, για να βουτήξουν στο σκοτάδι περνώντας ξυστά από πάνω μου. Σηκώνω το κεφάλι ψηλά και βλέπω ολοκάθαρα το λευκό χνούδι που σκεπάζει την κοιλιά τους να ξασπρίζει μες στη νύχτα. Έξω από το Lion Bar είναι σταθμευμένη μια κόκκινη Lamborghini Aventador, με τις ορθάνοιχτες πόρτες της να θυμίζουν σηκωμένες φτερούγες.
Και, μεμιάς, σκέφτομαι ότι τόσο οι νυχτερίδες όσο και το αυτοκίνητο δεν μπορεί παρά να είναι οιωνοί που έχουν να κάνουν με τον Τ., λες και μεταφέρουν το μήνυμα που περίμενα εδώ και κάμποσο καιρό (J’ai faim. / Je t’aime.), αν και είμαι σχεδόν βέβαιη ότι αυτή την ώρα ο Τ. κάθεται ανυποψίαστος στο κρεβάτι του και ακούει το άλμπουμ Persian Surgery Dervishes.
Όταν μπαίνω στο άδειο δωμάτιο του ξενοδοχείου, νιώθω ξελιγωμένη από την πείνα. Από το ανοιχτό παράθυρο φτάνει στ’ αυτιά μου το βουητό των διερχόμενων αυτοκινήτων, που περνούν καμιά διακοσαριά μέτρα παραπέρα από τον ομοσπονδιακό γερμανικό αυτοκινητόδρομο και διασχίζουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα την επαρχία του Μύνστερ, καθ’ οδόν για τη Βαλτική θάλασσα ή το Λεβερκούζεν, τον ανισόπεδο τριγωνικό κόμβο του Βουλκάν-Άιφελ ή τη δασική περιοχή του Ζάαρ-Κόλενβαλντ.
Οι μακριές σκιές των αλόγων που τρέχουν στα λιβάδια του πάρκου.
Κάποια στιγμή, αργά τη νύχτα, η οθόνη του κινητού μου φωτίζεται και ξανασβήνει (Roaming Info).
Νωρίς το άλλο πρωί, περιπλανιέμαι με βρεγμένα μαλλιά στους σκοτεινούς διαδρόμους του ξενοδοχείου αναζητώντας απεγνωσμένα την έξοδο. Δεν ξέρω πώς να πνίξω την έντονη επιθυμία μου να μιλάω συνεχώς για τον Τ., να αφήνω σε κάθε μου φράση υπαινιγμούς για τον Τ., για παράδειγμα, ακόμα και όταν η ρεσεψιονίστ με ρωτάει αν πήρα κάτι από το μίνι μπαρ. Στο λεωφορείο για τον σιδηροδρομικό σταθμό, γυναίκες με μεγάλα καλάθια, λες και πηγαίνουν να μαζέψουν άγρια μανιτάρια.[...]
Όταν πρωτοείδα τον Τ. στο τρόλεϊ, κρατιόμασταν και οι δύο από την μπάρα πάνω από το κεφάλι μας. Αργότερα, τον ξαναπήρε το μάτι μου στις κυλιόμενες σκάλες του εμπορικού κέντρου Letzipark. Θυμάμαι πως τότε, και τις δύο εκείνες φορές, ήταν λες κι ένα εκτυφλωτικό φως είχε απλωθεί σαν φωτοστέφανο πάνω από την πλάση, το ίδιο άγιο φως που φανερώνεται στην τυφλή προσκυνήτρια και την οδηγεί μαζί με χιλιάδες άλλους πιστούς στο μικρό πευκοδάσος, όλοι τους σε κατάσταση έκστασης, αν όχι στα πρόθυρα της αλλοφροσύνης.[...]
Πόσο ανούσια βρίσκω τη μεταμόρφωση του κόσμου σ’ ένα μικρό πευκοδάσος! Έστω και αν το δάσος είναι, ομολογουμένως, πανέμορφο.[...]
Έχω βγει για καφέ με την Έρικα, τη γειτόνισσά μου από τον δεύτερο όροφο. Παλιότερα εργαζόταν στην καντίνα της Maag, μιας βιομηχανίας που κατασκεύαζε γρανάζια στη Ζυρίχη, αλλά φαλίρισε στη δεκαετία του 1990. Καθώς κουβεντιάζουμε, πιάνω τον εαυτό μου να ξεμακραίνει κρυφά, για να βουτήξει και πάλι στο μικρό πευκοδάσος. Οι γυαλιστεροί, κρεμαστοί κρίκοι στ’ αυτιά της Έρικα στραφταλίζουν από μακριά ανάμεσα στους κορμούς των δέντρων. Όλα τα πουλιά κελαηδούν χαρωπά.
Κι όλα αστράφτουν και λαμποκοπούν, λες και μου τάζουν τον ουρανό με τ’ άστρα:
Πλαγιάζω σε στρώματα από βρύα, παρατηρώ τα πάντα με ορθάνοιχτα μάτια. Εκείνος, ο Τ., βρίσκεται παντού, στο καθετί, γι’ αυτό και αγαπώ παράφορα τα πάντα.[...]
Πρώτη φορά βλέπω δάσος να λούζεται σ’ ένα τόσο εκτυφλωτικό φως, λέω στους φίλους μου. Να γιατί έχω να κλείσω μάτι εδώ και ενάμιση χρόνο.
Μέρες ολόκληρες ξαπλώνω νωχελικά στη σκιά των δέντρων ή σκαρφαλώνω από πλάτωμα σε πλάτωμα και, λίγο προτού φτάσω στην κορυφή, βλέπω κατάπληκτη ένα σμήνος πουλιά να πετούν σε σχηματισμό V μέσα από το κέντρο του ήλιου.
Παρεμπιπτόντως, οι σεξουαλικές κορυφώσεις στον Εραστή της λαίδης Τσάττερλυ αποκαλούνται «κρίσεις».
Ναι, είναι αλήθεια ότι κι εγώ πλαντάζω στο κλάμα σ’ αυτό το δάσος, λέω στους φίλους μου, που δεν κρύβουν τις επιφυλάξεις τους. Πολλές φορές, πεθαίνω της πείνας, νιώθω κουρασμένη και μόνη, προπάντων σε στιγμές έκστασης, όταν δεν ξέρω πού έχω βάλει τα μολύβια μου.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ:
Ταξίδι στη Γερμανία. Μάνχαϊμ, Κολωνία, Μύνστερ. Καταγάλανος ουρανός πάνω από τη Βεστφαλία. Στα περίχωρα του Ρεκλινγκχάουζεν, τα θεόρατα δέντρα ορθώνονται σύρριζα στις σιδηροτροχιές, με τα φύλλα τους να ασημοκοπούν στο ζεστό φως του Οκτωβρίου.
Την παραμονή του ταξιδιού μου, όταν βγαίνω από το σπίτι γύρω στη μία μετά τα μεσάνυχτα, βλέπω ξάφνου εκατοντάδες νυχτερίδες να στροβιλίζονται σαν δαιμονισμένες γύρω από τους προβολείς του άδειου σταδίου της Ζυρίχης. Και μολονότι το δυνατό φως μοιάζει να τις τραβάει σαν μαγνήτης, πότε η μια, πότε η άλλη καταφέρνουν να αλλάξουν πορεία, για να βουτήξουν στο σκοτάδι περνώντας ξυστά από πάνω μου. Σηκώνω το κεφάλι ψηλά και βλέπω ολοκάθαρα το λευκό χνούδι που σκεπάζει την κοιλιά τους να ξασπρίζει μες στη νύχτα. Έξω από το Lion Bar είναι σταθμευμένη μια κόκκινη Lamborghini Aventador, με τις ορθάνοιχτες πόρτες της να θυμίζουν σηκωμένες φτερούγες.
Και, μεμιάς, σκέφτομαι ότι τόσο οι νυχτερίδες όσο και το αυτοκίνητο δεν μπορεί παρά να είναι οιωνοί που έχουν να κάνουν με τον Τ., λες και μεταφέρουν το μήνυμα που περίμενα εδώ και κάμποσο καιρό (J’ai faim. / Je t’aime.), αν και είμαι σχεδόν βέβαιη ότι αυτή την ώρα ο Τ. κάθεται ανυποψίαστος στο κρεβάτι του και ακούει το άλμπουμ Persian Surgery Dervishes.
Όταν μπαίνω στο άδειο δωμάτιο του ξενοδοχείου, νιώθω ξελιγωμένη από την πείνα. Από το ανοιχτό παράθυρο φτάνει στ’ αυτιά μου το βουητό των διερχόμενων αυτοκινήτων, που περνούν καμιά διακοσαριά μέτρα παραπέρα από τον ομοσπονδιακό γερμανικό αυτοκινητόδρομο και διασχίζουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα την επαρχία του Μύνστερ, καθ’ οδόν για τη Βαλτική θάλασσα ή το Λεβερκούζεν, τον ανισόπεδο τριγωνικό κόμβο του Βουλκάν-Άιφελ ή τη δασική περιοχή του Ζάαρ-Κόλενβαλντ.
Οι μακριές σκιές των αλόγων που τρέχουν στα λιβάδια του πάρκου.
Κάποια στιγμή, αργά τη νύχτα, η οθόνη του κινητού μου φωτίζεται και ξανασβήνει (Roaming Info).
Νωρίς το άλλο πρωί, περιπλανιέμαι με βρεγμένα μαλλιά στους σκοτεινούς διαδρόμους του ξενοδοχείου αναζητώντας απεγνωσμένα την έξοδο. Δεν ξέρω πώς να πνίξω την έντονη επιθυμία μου να μιλάω συνεχώς για τον Τ., να αφήνω σε κάθε μου φράση υπαινιγμούς για τον Τ., για παράδειγμα, ακόμα και όταν η ρεσεψιονίστ με ρωτάει αν πήρα κάτι από το μίνι μπαρ. Στο λεωφορείο για τον σιδηροδρομικό σταθμό, γυναίκες με μεγάλα καλάθια, λες και πηγαίνουν να μαζέψουν άγρια μανιτάρια.[...]
Όταν πρωτοείδα τον Τ. στο τρόλεϊ, κρατιόμασταν και οι δύο από την μπάρα πάνω από το κεφάλι μας. Αργότερα, τον ξαναπήρε το μάτι μου στις κυλιόμενες σκάλες του εμπορικού κέντρου Letzipark. Θυμάμαι πως τότε, και τις δύο εκείνες φορές, ήταν λες κι ένα εκτυφλωτικό φως είχε απλωθεί σαν φωτοστέφανο πάνω από την πλάση, το ίδιο άγιο φως που φανερώνεται στην τυφλή προσκυνήτρια και την οδηγεί μαζί με χιλιάδες άλλους πιστούς στο μικρό πευκοδάσος, όλοι τους σε κατάσταση έκστασης, αν όχι στα πρόθυρα της αλλοφροσύνης.[...]
Πόσο ανούσια βρίσκω τη μεταμόρφωση του κόσμου σ’ ένα μικρό πευκοδάσος! Έστω και αν το δάσος είναι, ομολογουμένως, πανέμορφο.[...]
Έχω βγει για καφέ με την Έρικα, τη γειτόνισσά μου από τον δεύτερο όροφο. Παλιότερα εργαζόταν στην καντίνα της Maag, μιας βιομηχανίας που κατασκεύαζε γρανάζια στη Ζυρίχη, αλλά φαλίρισε στη δεκαετία του 1990. Καθώς κουβεντιάζουμε, πιάνω τον εαυτό μου να ξεμακραίνει κρυφά, για να βουτήξει και πάλι στο μικρό πευκοδάσος. Οι γυαλιστεροί, κρεμαστοί κρίκοι στ’ αυτιά της Έρικα στραφταλίζουν από μακριά ανάμεσα στους κορμούς των δέντρων. Όλα τα πουλιά κελαηδούν χαρωπά.
Κι όλα αστράφτουν και λαμποκοπούν, λες και μου τάζουν τον ουρανό με τ’ άστρα:
Πλαγιάζω σε στρώματα από βρύα, παρατηρώ τα πάντα με ορθάνοιχτα μάτια. Εκείνος, ο Τ., βρίσκεται παντού, στο καθετί, γι’ αυτό και αγαπώ παράφορα τα πάντα.[...]
Πρώτη φορά βλέπω δάσος να λούζεται σ’ ένα τόσο εκτυφλωτικό φως, λέω στους φίλους μου. Να γιατί έχω να κλείσω μάτι εδώ και ενάμιση χρόνο.
Μέρες ολόκληρες ξαπλώνω νωχελικά στη σκιά των δέντρων ή σκαρφαλώνω από πλάτωμα σε πλάτωμα και, λίγο προτού φτάσω στην κορυφή, βλέπω κατάπληκτη ένα σμήνος πουλιά να πετούν σε σχηματισμό V μέσα από το κέντρο του ήλιου.
Παρεμπιπτόντως, οι σεξουαλικές κορυφώσεις στον Εραστή της λαίδης Τσάττερλυ αποκαλούνται «κρίσεις».
Ναι, είναι αλήθεια ότι κι εγώ πλαντάζω στο κλάμα σ’ αυτό το δάσος, λέω στους φίλους μου, που δεν κρύβουν τις επιφυλάξεις τους. Πολλές φορές, πεθαίνω της πείνας, νιώθω κουρασμένη και μόνη, προπάντων σε στιγμές έκστασης, όταν δεν ξέρω πού έχω βάλει τα μολύβια μου.
Κριτικές
29/07/2023, 14:09