0
Your Καλαθι
Φόνος στο σπίτι του μεγάλου αδελφού
Περιγραφή
Ένας ηθοποιός. Ένας εκπαιδευόμενος σεφ. Ένας σύμβουλος πωλήσεων. Ένας θηλυκός μπράβος. Ένας νταλικέρης. Μια ακροβάτισσα τσίρκου. Ένας ασκούμενος γιατρός. Ένας αναρχικός. Μια σχεδιάστρια μόδας. Μια ψυχοθεραπεύτρια. Δέκα άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι καλούνται να συμβιώσουν στο Σπίτι του Μεγάλου Αδελφού υπό το αδηφάγο βλέμμα του κοινού.
Ο αγώνας είναι σκληρός. Το παιχνίδι έχει τους δικούς του κανόνες. Και το κυνήγι της δημοσιότητας, επίσης. Ποιος θα φύγει πρώτος; Ποιος θα κάνει έρωτα και με ποιον; Ποιον θα λατρέψει το κοινό και ποιον θα μισήσει; Και, ξαφνικά, ένας παίκτης βρίσκεται νεκρός. Ποιος είναι ο δολοφόνος; Πώς κατάφερε να σκοτώσει, ενώ τους παρακολουθούσαν διαρκώς τριάντα τηλεοπτικές κάμερες;
ΚΡΙΤΙΚΗ
Τα τελευταία χρόνια αρκετοί συγγραφείς που ασχολούνται με την αστυνομική λογοτεχνία, χωρίς να εγκαταλείψουν τα γνωστά κλασικά πρότυπα (ο φόνος που διαπράττεται σε έναν κλειστό χώρο, οι ύποπτοι, ο αστυνομικός ή ο ντετέκτιβ που ερευνά την υπόθεση), εισάγουν στα μυθιστορήματά τους πλείστα στοιχεία τα οποία αντλούν από τις κατακτήσεις της επιστήμης, τις νέες τεχνολογίες, την πληροφορική και τα καινούργια ήθη που έχουν εισβάλει στην παγκοσμιοποιημένη ζωή των ανθρώπων. Ο Μπεν Ελτον, συγγραφέας κωμωδιακών νούμερων stand-up, θεατρικών έργων που παίχτηκαν με επιτυχία στο Γουέστ Εντ της βρετανικής πρωτεύουσας, ενός μιούζικαλ με συνδημιουργό τον Αντριου Λόιντ Γουέμπερ, του βραβευμένου αστυνομικού μυθιστορήματος Popcorn, σκηνοθέτης της ταινίας «Maybe baby» κτλ., έγραψε τον Φόνο στο Σπίτι του Μεγάλου Αδελφού (πρωτότυπος τίτλος: Dead Famous) αντλώντας την έμπνευσή του από τα γνωστά τηλεπαιχνίδια/reality shows τύπου «Big Brother» που έχουν κατακλύσει τον κόσμο. Σε αυτό ο Ελτον χρησιμοποιεί μεν τα επιτεύγματα της τεχνολογίας αλλά στηρίζεται στα γνωστά καλούπια της ορθόδοξης αστυνομικής λογοτεχνίας, είδους που άνθησε κυρίως στην Αγγλία, με κυριότερη εκπρόσωπο την Αγκαθα Κρίστι.
Οσοι έχουν παρακολουθήσει συστηματικά ή περιστασιακά αυτά τα τηλεπαιχνίδια στην ελληνική τους εκδοχή γνωρίζουν ότι ένας αριθμός νεαρών ατόμων από τα δύο φύλα συγκεντρώνονται σε έναν κλειστό χώρο, ένα «Σπίτι», όπου ζουν για ορισμένο χρονικό διάστημα μακριά από τις οικογένειες και τους φίλους τους εκτελώντας διάφορες «αποστολές». Στη διάρκεια της συμβίωσής τους, που μεταδίδεται από το Internet σε 24ωρη βάση, προσεκτικά επιλεγμένες σκηνές παίζονται σε καθημερινή βάση από ένα συγκεκριμένο τηλεοπτικό κανάλι δείχνοντας τους παίκτες να προσπαθούν να είναι αρεστοί τόσο στους συντρόφους τους στο σπίτι όσο και στο τηλεοπτικό κοινό, δεδομένου ότι οι πιο «αντιπαθητικοί» από αυτούς ψηφίζονται για αποχώρηση και φεύγουν ανά τακτά διαστήματα. Οι τελευταίοι που θα μείνουν στο σπίτι παίρνουν σημαντικά δώρα, ενώ ο νικητής του παιχνιδιού, ο πιο «συμπαθητικός» από όλους, κερδίζει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό. Ολοι οι συμμετέχοντες γίνονται γνωστοί στο ευρύ κοινό - ένα είδος εφήμερων σταρ -, είτε με το όνομά τους είτε με τη φυσιογνωμία τους. Αυτό τους κάνει αναγνωρίσιμους (πράγμα που τονώνει τη ματαιοδοξία τους), ενώ η προσωρινή διασημότητά τους ενδεχομένως θα τους βοηθήσει στην επαγγελματική τους καριέρα.
Στο παρόν μυθιστόρημα δέκα άτομα (πέντε άντρες και πέντε γυναίκες) με άκρατες φιλοδοξίες (επαγγέλλονται τον ηθοποιό, τον εκπαιδευόμενο σεφ, την πωλήτρια, τον θηλυκό μπράβο, τον νταλικέρη, την ακροβάτισσα τσίρκου, τον ασκούμενο γιατρό, τη σχεδιάστρια μόδας, την ψυχοθεραπεύτρια και τον αναρχικό) συνοικούν σε ένα παρόμοιο «Σπίτι» υπονομεύοντας ο ένας τον άλλον ώσπου η Κέλι, η πωλήτρια, η δημοφιλέστερη στις προτιμήσεις του κοινού συμμετέχουσα, δολοφονείται την 27η ημέρα με μαχαίρι από κάποιον συμπαίκτη της τη στιγμή που βρίσκεται στην τουαλέτα. Αυτό γίνεται μπροστά στις κάμερες, πράγμα που σημαίνει ότι τη δολοφονία την είδαν εκατομμύρια τηλεθεατές. Το παιχνίδι όμως συνεχίζεται κανονικά και εξελίσσεται σε μια υπέρτατη δοκιμασία επιβίωσης για τους υπόλοιπους συμμετέχοντες καθώς τους πλημμυρίζει ο φόβος για το ποιος μπορεί να είναι το επόμενο θύμα. Ενώ όλη η χώρα παρακολουθεί το σόου με κομμένη την ανάσα, ο μεσήλιξ αστυνομικός επιθεωρητής Κόλεριτζ προσπαθεί να διαλευκάνει το έγκλημα μέσα από τις βιντεοκασέτες που έχει στη διάθεσή του.
Ο ευφυής συγγραφέας με αυτό το βιβλίο επιχειρεί να αφηγηθεί μια πρωτότυπη αστυνομική ιστορία που κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον των αναγνωστών ως το τέλος με διάφορα τεχνάσματα και ανατροπές. Παράλληλα όμως κάνει σκληρή κριτική στην τηλεόραση ως μέσο ψυχαγωγίας αλλά και στη σύγχρονη βρετανική κοινωνία - οι παίκτες αντιπροσωπεύουν σε κάποιο βαθμό τα ποικίλα στρώματα αυτής της κοινωνίας - σαρκάζοντας τα ήθη και τις συμπεριφορές καθημερινών ανθρώπων. Διότι όλοι οι παίκτες στην προσπάθειά τους να αναδειχθούν νικητές είναι υποχρεωμένοι να υποκριθούν, να παραστήσουν κάτι που δεν είναι, να δείξουν προς τα έξω έναν πλασματικό εαυτό και ταυτόχρονα να αποκρύψουν τις σκοτεινές πλευρές του χαρακτήρα τους και τις καλά κρυμμένες πτυχές της άγνωστης ζωής τους. Π.χ., η Κέλι, το θύμα, κατά το παρελθόν συμμετείχε σε πορνοταινίες για οικονομικούς λόγους, κάτι που αν γίνει γνωστό μπορεί να απειλήσει την παραμονή της στο «Σπίτι» και να καταστρέψει στη συνέχεια την επαγγελματική εξέλιξή της.
Δεν είναι όμως μόνο οι παίκτες και η νοοτροπία τους που αναλύονται - παρουσιάζονται ως κενοί, εγωιστές, αδίστακτοι - αλλά και η απληστία των τηλεοπτικών παραγωγών, οι οποίοι για χάρη του κέρδους, του υπερβολικού κέρδους, είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμοι να εκμαυλίσουν τις ψυχές των παικτών μα και των τηλεθεατών. Στην πραγματικότητα, ο Μπεν Ελτον, ένας συγγραφέας που ασχολείται κυρίως με παγκόσμια προβλήματα (στα νιάτα του ήταν γνωστός ως «Μπολσεβίκος Μπεν» επειδή έκανε φραστικές επιθέσεις κατά της Μάργκαρετ Θάτσερ), δεν αφηγείται απλώς μια αστυνομική ιστορία αλλά παίρνει θέση - ασφαλώς άκρως αρνητική - απέναντι στο ζήτημα των συγκεκριμένων τηλεπαιχνιδιών καυτηριάζοντας τα κακώς κείμενα, κριτικάροντας αυστηρά με τη μέθοδο της σάτιρας τα τηλεοπτικά προγράμματα, τα οποία γνωρίζει άριστα εκ των έσω. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει για τη μετάφραση της Μαίρης Περαντάκου-Κουκ, η οποία αποδίδει με έξοχο τρόπο και ευρηματικότητα τις καθημερινές εκφράσεις της λονδρέζικης αργκό στην ελληνική γλώσσα.
Φίλιππος Φιλίππου (συγγραφέας)
ΤΟ ΒΗΜΑ , 02-06-2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις