0
Your Καλαθι
Το μαγικό φίλτρο της αγάπης
Περιγραφή
Ιστορίες έρωτα, μυστηρίου, θανάτου, περιπέτειας, τραγωδίας και ελπίδας· ιστορίες άγριας ομορφιάς και ποίησης, που ανακαλούν τη δομή και το λυρισμό μιας μπαλάντας. Ένας κόσμος φτώχιας και εγκατάλειψης, εποικισμένος από ανθρώπους με ινδιάνικο αίμα, που βιώνουν το ασήμαντο με σπάνια ένταση και ξέρουν να μεταμορφώνουν το καθημερινό σε θρύλο. Σκηνογραφία και διάλογοι που θυμίζουν έργα του Σαμ Σέπαρντ, ήρωες, που ξεδιπλώνουν τη ζωή τους σαν άλλο μαγικό χαλί, καταλυτικό χιούμορ, αριστοτεχνική διαπλοκή παρόντος και παρελθόντος, μια εντελώς ιδιότυπη αίσθηση της ιστορίας, συνθέτουν ένα συναρπαστικό παραμύθι, που παρασύρει με την παραδοξότητα, τη γοητεία και την αλήθεια του τον αναγνώστη.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η αμερικανική λογοτεχνία, όπως και άλλοι τομείς της υπερατλαντικής κουλτούρας, στήριξαν τη ρητορική τους, εξαρχής, στην ιδεολογία της ενσωμάτωσης. Το όραμα των πιονιέρων αλλά ακόμα και των εγχρώμων της Αφρικής, που βρέθηκαν στη Νέα Ηπειρο, ήταν να αφομοιωθούν στο νέο τους χώρο. Μέσα στο συγκεκριμένο κλίμα όλοι αυτοί οι μετανάστες, βαθμιαία, έβαλαν την πολιτιστική τους σφραγίδα σε έναν Λόγο πολύ δυναμικό, που εξέφραζε φαντασιώσεις και εμμονές ενός κόσμου διαθέσιμου να δημιουργήσει, ως ανάγκη ζωής, μυθοποιήσεις. Αυτό το φαινόμενο, όπως καθένας γνωρίζει, αποτελεί τον κυρίως κορμό του αμερικανικού πολιτισμού και μέσα στο πλαίσιό του λαμβάνουν χώρα οι πολιτισμικές εξελίξεις.
Ομως υπάρχει ένας άλλος «μειοψηφικός» Λόγος που αρθρώνεται στην ακριβώς αντίθετη «σκηνή». Ευκαιρία για να έλθουμε σε επαφή μαζί του για μία ακόμα φορά, στις τόσο σπάνιες εμφανίσεις του, μας δίνει το μυθιστόρημα της μιγάδος Λουίζ Ερντριχ (που προέρχεται από γάμο Ινδιάνας και Γερμανού) «Το μαγικό φίλτρο της αγάπης» («Love medicine»). Το βιβλίο αυτό φωτογραφίζει μια διαφορετική όψη της αμερικανικής ζωής, αντίθετη από τη συνηθισμένη, προτείνοντας μια κουλτούρα στον αντίποδα αυτής που πολύ ελεύθερα αποκαλέσαμε προηγουμένως της «ενσωμάτωσης»: δηλαδή ο λόγος της Ερντριχ περιγράφει τον ιθαγενή αμερικανικό «λαό», τη μειονότητα των γηγενών ερυθροδέρμων.
Από μέσα προς τα έξω
Η Αμερικανίδα πεζογράφος, πολύ γνωστή στη χώρα της ήδη από τα μέσα του '80, υιοθετεί την οπτική των (κατά το ήμισυ) συμπατριωτών της και κοιτάζει τα πράγματα «από μέσα προς τα έξω». Με άλλα λόγια, εν προκειμένω εννοούμε μια αντίστροφη προσπάθεια... ενσωμάτωσης των αυτόχθονων της Αμερικής στις νέες συνθήκες που επέβαλαν οι επήλυδες.
Φυσικά, η συνείδησή μας είχε αφομοιώσει την ιστορία των ερυθροδέρμων με βάση τη, μέχρι πρόσφατα, μονομερή αμερικανική, κυρίαρχη οπτική και μέσω της Τέχνης, λαμβάνοντας υπόψη ότι η «παρανάγνωση» αυτή κρατάει από μετριοπαθή «λευκά» έργα (όπως π.χ. το «Τραγούδι του Χιαγουάθα» ή ο «Τελευταίος των Μοϊκανών») και φτάνει μέχρι τα ρατσιστικά σενάρια των χολιγουντιανών ταινιών ακόμα και του '60. Επρεπε να γίνει ευρύτερα δημοφιλής π.χ. η αυτοβιογραφία του Τζερόνιμο, φυλάρχου των Ινδιάνων (γραμμένη σε ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως στα τέλη του 19ου αιώνα), καθώς και να αλλάξουν βασικές μας ιδέες στην περίοδο της νεωτερικότητας, ούτως ώστε να καταρριφθεί ένας ακόμα «λευκός» μύθος περί του, δήθεν, απόλυτου αταβισμού των έγχρωμων ιθαγενών. Δεν χρειαζόταν μόνο ο στρουκτουραλισμός του Λεβί Στρος για να προσεγγίσουμε με μεγαλύτερη προσοχή και συμπάθεια τη «θλίψη» των «πρωτόγονων», αλλά και η αμιγώς καλλιτεχνική ματιά ορισμένων, πιο ευρύχωρων του συρμού, συνειδήσεων. Τον τελευταίο αυτό ρόλο ανέλαβαν σπουδαίοι ντοκιμαντερίστες και συγγραφείς, των οποίων ο κατάλογος είναι μακρύς.
Η Ερντριχ, πριν απ' όλα, και από την εντυπωσιακή καταγωγή της κυρίως (η οποία θα μπορούσε να σε δεσμεύσει θετικά εξαρχής), είναι αξιανάγνωστη πεζογράφος. Με πολύ μοντέρνα οπτική, που ώς έναν βαθμό υπονομεύει την αφηγηματικότητα. Το «Μαγικό φίλτρο...» είναι μια μακρόσυρτη μπαλάντα για τις «χαμένες ψυχές» των Ινδιάνων της φυλής Τσιπίγουα. Με τη μορφή μιας σάγκα, ενός ιστορικού μιας οικογένειας με πολυδαίδαλη ρίζα, η συγγραφέας αφηγείται το βίο και την πολιτεία των μελών της ινδιάνικης αυτής φαμίλιας ξεκινώντας από τα αμέσως μεταπολεμικά χρόνια και φτάνοντας μέχρι τα μέσα του '80.
Η τεχνική τής αφήγησης παραπέμπει σε λύσεις που έδωσε η μεταμοντέρνα, αμερικανική λογοτεχνική γραφή και μοιάζει να έχει αφομοιώσει πολύ καλά η Ερντριχ: η δομή του μυθιστορήματός της είναι κατασκευασμένη με έναν τρόπο κατάλληλο, έτσι ώστε να ενσωματώνονται διάφορα αφηγηματικά επίπεδα σε έναν κορμό, ο οποίος σχηματίζεται και ολοκληρώνεται βαθμιαία μέσα από τις ψηφίδες των επιμέρους αφηγήσεων. Το συνολικό κείμενό της απαρτίζεται από κεφάλαια μέσα από τα οποία φωτίζονται διάφορες πλευρές της ιστορίας με «ευθύνη» των ηρώων μιας μεγάλης πινακοθήκης χαρακτήρων. Με κινήσεις φαινομενικά ακατάστατες μέσα στο χρόνο, ο μύθος φωτίζεται από συνεχώς μετακινούμενες πηγές, ενώ το παζλ κερδίζει ολοένα περισσότερη ζωή και στερεότητα.
Οι ήρωες είναι πολλοί και πρέπει να τους γνωρίσουμε μέσα από μια εκτενέστατη φόρμα και τις παλινδρομικές ροπές της αφήγησης, κυρίως μέσα στα όρια της κοινότητάς τους κάπου στην Ντακότα. Οι γενάρχες αυτής της οικογένειας, οι Κάσπο και οι Νάναπουλ, μας συστήνονται μέσα από το φιδοειδή μηχανισμό της αφήγησης που προανέφερα, ενώ παράλληλα οι γόνοι και τα παρακλάδια τους απλώνονται σαν να ζωγραφίζεται σκούρο ένα «κούφιο» σχεδιάγραμμα, το οποίο φανερώνει το αληθινό του σχήμα αργά.
Η Ερντριχ θέλησε να δημιουργήσει ένα φρέσκο στηριγμένη στη συγκέντρωση μικρών και μεγάλων στιγμών της ζωής των ηρώων της. Η προσπάθειά της θα έλεγε κάποιος, ότι ελαύνεται από μία εθνολογικού τύπου πρόθεση, από μια φροντίδα να αποτυπωθεί η σοφία αλλά και οι ανθρώπινοι σπασμοί μιας κοινωνίας τραγικής, η οποία, αποδεκατισμένη, προσπαθεί στους καταυλισμούς της να περισώσει στοιχεία του μακραίωνου, ανιμιστικού πολιτισμού της.
Ρεαλιστική παράδοση
Δεν υπάρχει, όμως, η πρόθεση αυτή ως πρόγραμμα πίσω από τη γραφή του μυθιστορήματος, ασχέτως του ότι αφθονεί έως πλεονασμού σ' αυτό η έντονη μέριμνα περιγραφής ενός σκηνικού ζωής. Η Ερντριχ επικεντρώνεται στους ήρωές της, κυρίως, γνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι η κοινωνιολογικού ενδιαφέροντος ιδιαιτερότητά τους την υποχρεώνει να επιμείνει στην υπογράμμιση του πραγματολογικού μέρους. Δεν ξεχνά ούτε στιγμή ότι κάνει λογοτεχνία μέσα στη μεγάλη ρεαλιστική, αμερικανική παράδοση, όπου το τοπικό απλώς χρωματίζει τα καθέκαστα και δεν τα μπλοκάρει σε γραφικότητες. Ετσι, στο βιβλίο της οι ψυχισμοί ιριδίζουν, τα πάθη και οι συμπεριφορές δεν περιορίζονται στο πλαίσιο ενός δράματος περιορισμένου τόπου και τύπου, αλλά φιλοδοξούν να σκεφτούμε το ανάλογό τους σε κάθε λογοτεχνία και γεωγραφικό χώρο επί της Γης.
Με εξαιρετική διεισδυτικότητα, αίσθηση των ρυθμών και, κυρίως, με μια γαλήνια ματιά η Ερντριχ χειρίζεται το πλήθος των ηρώων της και αφηγείται τη μεγάλη, θλιμμένη ιστορία της. Η νεωτερική αντίληψή της για την αφήγηση την οδηγεί σε μια αίσθηση της δραματικότητας «ευθύγραμμη», όπου η κορύφωση βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με το ελάχιστα δραματικό. Η φαινομενικότητα των πραγμάτων δείχνει να την ενδιαφέρει, ο ρους της ζωής, εντός του οποίου όλα, μηδαμινά και εξαιρετικά, συμπλέκονται και συγχρωτίζονται, ενωμένα μέσα στις αντιθέσεις τους, σε διαρκή πόλεμο και ελκόμενα από «ρεύματα αγάπης». Η Ερντριχ, επίσης, διακινδυνεύει κάποιος να πει ότι διαπνέεται από τη θυμοσοφία των προγόνων της μητέρας της, ότι πίσω από τις λέξεις της διακρίνει μια ατάραχη ενατένιση του κόσμου, μια σύλληψη της γύρω πραγματικότητας τελετουργική.
Αυτή, μάλλον, η διάσταση της επιβάλλει μια έλλειψη οικονομίας στην αφήγηση. Καλύτερα: η προσωπική της άποψη για τη ροή των πραγμάτων την ωθεί στην εξαιρετικά αργή και ανοικονόμητη για τα δικά μας μέτρα ανάπλαση του αντικειμένου της. Ο αναγνώστης προς το τέλος του βιβλίου, μπερδεμένος, νιώθει την ανάγκη να ανατρέξει στις σημειώσεις του σχετικά με τα πρόσωπα για να μη χάσει την εξέλιξη. Πάντως, αυτό το στοιχείο δεν είναι ικανό να του αφαιρέσει τις θετικότατες εντυπώσεις που έχει αποκομίσει από το σύνολο του έργου.
Η θαυμάσια μετάφραση του βιβλίου είναι αποτέλεσμα... συνεργασίας, επομένως ο έπαινος θα δοθεί αορίστως και στους τρεις συντελεστές της.
ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 19/10/2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το 1972, όταν η δεκαοκτάχρονη Λουίζ Ερντριχ ξεκινούσε τις σπουδές της, ήταν η πρώτη χρονιά που το Πανεπιστήμιο Ντάρτμουθ όχι μόνο δεχόταν γυναίκες αλλά διέθετε και Τμήμα Αμερικανικών Ινδιάνικων Σπουδών. Δώδεκα χρόνια αργότερα, το 1984, η Εντριχ, που από την πλευρά της μητέρας της κατάγεται από τους Ινδιάνους Τσιπίγουα, εξέδωσε το πρώτο της μυθιστόρημα, το οποίο αναφέρεται στη ζωή αυτής της ιθαγενούς φυλής της Αμερικής. Χάρη στο βιβλίο αυτό, που πρόσφατα κυκλοφόρησε και στη χώρα μας (σε πολύ καλή μετάφραση) με τίτλο Το μαγικό φίλτρο της αγάπης, η Ερντριχ κέρδισε την αναγνώριση στους κύκλους των λογοτεχνών. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι πρόκειται για ένα ακόμη σύμπτωμα της «political correctness», δηλαδή για ένα ακόμη τιμητικό βραβείο στην εκπρόσωπο μιας ακόμη μειονότητας και δι' αυτού την εξαγορά ενός τμήματος της αμερικανικής ενοχής για να μην αναφέρει κανείς τη διάκριση ανάμεσα στη «γυναικεία λογοτεχνία» και στην υπόλοιπη (στην οποία αναφέρονται συχνά με οργή πολλές αμερικανίδες συγγραφείς, όπως η Τζόις Κάρολ Οουτς). Η υπόθεση θα μπορούσε να ευσταθεί αν το έργο της Ερντριχ δεν χαρακτηριζόταν από μοναδική αφηγηματική δεινότητα.
Το μυθιστόρημα ακολουθεί τις ζωές των μελών δύο κυρίως οικογενειών Τσιπίγουα κατά την περίοδο 1934-1984. Οι ήρωες ξεκινούν από τη γριά «Ορμά στην αρκούδα» (το μόνο καθαρά ινδιάνικο όνομα που αναφέρεται στο βιβλίο) φθάνοντας ως πολύ νεότερες γενιές. Κεντρικό ρόλο στην αφήγηση παίζει το ερωτικό τρίγωνο του Νέκτορα Κάσπο με τη Μαρί Λαζάρ (μετέπειτα κυρία Κάσπο) και την πληθωρική Λουλού Λαμαρτέν. Το νεανικό φλερτ του Νέκτορα με τη Λουλού διαλύεται από την αναπάντεχη εμφάνιση της νεαρής Μαρί και ο αναγνώστης παρασύρεται παρακολουθώντας την ανάπτυξη της προσωπικότητας των δύο γυναικών, που φαίνεται να συμβολίζουν δύο εκ διαμέτρου αντίθετα είδη, και τον εγκλωβισμό του Νέκτορα ανάμεσά τους. Σε αυτό το τρίγωνο ο ανδρικός ρόλος περνά σταδιακά σε δεύτερη μοίρα, καθώς, μετά τον θάνατό του Νέκτορα, οι δύο γυναίκες γίνονται φίλες και ελέγχουν ολόκληρη τη φυλή μέσα από τα παιδιά και τα εγγόνια τους.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αφηγηματική τεχνική της Ερντριχ: σε κάθε κεφάλαιο αλλάζει χρονολογία και οπτική γωνία αφηγητή με φαινομενικά τυχαία σειρά. Η μέθοδος δεν είναι πρωτότυπη και θυμίζει αρκετά έργα του Φόκνερ (κυρίως το Η Βουή και το Πάθος), για τον οποίο άλλωστε η Ερντριχ έχει αναγνωρίσει σε συνέντευξή της στο διαδικτυακό περιοδικό Salon ότι συμπεριλαμβάνεται στα πρότυπα που έχουν επηρεάσει το ύφος της. Οπως και αν έχει, το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση με πολλαπλούς αφηγητές αναιρεί εντελώς τη δυνατότητα ύπαρξης ενός παραδοσιακά «παντοδύναμου συγγραφέα-δημιουργού» και παράγει ένα κείμενο ψυχολογικά σύνθετο. Το αποτέλεσμα σίγουρα αφήνει κενά, γεγονός όμως που ενισχύει την αληθοφάνεια της ιστορίας, αφού κανένα υποκείμενο δεν μπορεί να γνωρίζει τα πάντα για την πραγματικότητα. Με αυτόν τον τρόπο η Ερντριχ αναπλάθει και παρουσιάζει τον κόσμο των ηρώων της σε όλο του το μεγαλείο, με την πολυπλοκότητα των κινήτρων και των ενεργειών του καθενός, με την αλληλεπίδραση και τις αλυσιδωτές αντιδράσεις των πράξεών τους να δίνουν την εντύπωση ότι επιδρούν ανεξάρτητα στην εξέλιξη της πλοκής, χωρίς να υποκρύπτεται κάπου ένα είδος «συγγραφικού δόλου».
Εξαίρεση αποτελούν οι αναμενόμενοι τόνοι πικρίας σχετικά με την εκμετάλλευση των ιθαγενών ινδιάνων Αμερικανών από τους λευκούς ευρωπαίους αποίκους: «Σου έδιναν άχρηστη γη για να ξεκινήσεις κι έπειτα σου την έπαιρναν κάτω απ' τα πόδια σου. Σου έπαιρναν τα παιδιά και τους έχωναν την αγγλική γλώσσα στο στόμα. Εστελναν τον αδερφό σου στο διάολο, και σ' τον έφερναν πίσω με τις φλάντζες καμένες. Σου έδιναν πιοτό ως αντάλλαγμα για τις γούνες σου κι έπειτα σου έλεγαν να μην πίνεις. Ηταν καιρός, ήταν πια καιρός να ξυπνήσουν οι Ινδιάνοι και να αρχίσουν να χρησιμοποιούν το μόνο μέσο άσκησης πίεσης που διέθεταν, τον ομοσπονδιακό νόμο». Οι παρατηρήσεις μπορεί να είναι αληθινές, η υπέρμετρη επανάληψή τους όμως θα τους προσέδιδε χαρακτήρα ξύλινης προπαγάνδας. Ωστόσο η δοσολογία που επιλέγει η Ερντριχ είναι μετρημένη και γι' αυτό σοφή, ενώ το κείμενο στο σύνολό του διακρίνεται από χιούμορ, νοσταλγία και αξιοπρέπεια, γεγονός που φέρνει το επιθυμητό αποτέλεσμα: σεβασμό και όχι οίκτο για έναν ιθαγενή πολιτισμό που έχει σήμερα σχεδόν εκλείψει.
Η επιτυχία του πρώτου της βιβλίου μάλλον ενθάρρυνε την Ερντριχ να επιμείνει στην ίδια θεματολογία και αφηγηματική τεχνική. Ακολούθησαν επτά μυθιστορήματα (ένα εκ των οποίων γράφτηκε μαζί με τον μέντορα και σύζυγό της, Μάικλ Ντόρις) και ένα παιδικό βιβλίο. Το 1997 ο σύζυγός της αυτοκτόνησε, αφού είχε δεχθεί κατηγορίες για αποπλάνηση ανηλίκων. Πολλοί από τους ήρωες του πρώτου μυθιστορήματος επανέρχονται και στα επόμενα βιβλία της, που διακρίνονται από τον ίδιο μη γραμμικό τρόπο αφήγησης, με αποτέλεσμα να κυκλοφορήσει πριν από δύο χρόνια ένας οδηγός με όλους τους ήρωες της Ερντριχ, τα σημεία όπου αναφέρονται και τα γεγονότα που συνδέονται με αυτούς (Peter G. Beidler - Gay Barton, Α Reader's Guide to the Novels of Louise Erdrich).
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΟ ΒΗΜΑ, 18-11-2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις