Οι ψηλές ξανθιές

141853
Συγγραφέας: Εσενόζ, Ζαν
Εκδόσεις: Πόλις
Σελίδες:248
Μεταφραστής:ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ ΑΧΙΛΛΕΑΣ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/06/2002
ISBN:9789608132757


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


Χωρίς να εγκαταλείπει τα παιχνίδια του με το λαϊκό μυθιστόρημα, ο Εσενόζ ασκεί τη δεξιοτεχνία του πάνω στην ίδια τη γλώσσα. Όχι μόνο στις λέξεις και στις φράσεις αλλά επίσης και στο θορυβώδες περιβάλλον που μας περιβάλλει και μας τροφοδοτεί με οπτικοακουστικές και ψηφιακές παραστάσεις οι οποίες μας μεταφέρουν -ίσως οριστικά- έξω από την πραγματικότητα.
Η αλλοτρίωση δεν είναι αυτή που γνωρίσαμε τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Απέκτησε καινούργιο πρόσωπο. Είναι πια η ανώνυμη, συλλογική, ολοκληρωτική κυριαρχία πάνω στις συμπεριφορές μας, στις σκέψεις και τα αισθήματά μας. Ο Εσενόζ διαρκώς αναζητά μια γλώσσα, κατ' ανάγκη ανάλαφρη, εφευρετική, παράδοξη, που θα μας επιτρέψει να πάρουμε αποστάσεις από την τυραννία της μαζικής κουλτούρας.

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου







ΚΡΙΤΙΚΗ



« ... Σκυμμένη, κρατώντας τον αστράγαλό της με το 'να χέρι, πλησίασε στην άκρη του γκρεμού μορφάζοντας, αλλά μετά, το πρόσωπό της σιγά σιγά ηρέμησε, καθώς έβλεπε το αμάξι να βουλιάζει. Σαν να την είχαν ναρκώσει, σαν να γαλήνευε η ψυχή της με την πτώση σωμάτων, σαν τον Anthony Perkins όταν παρακολουθούσε ένα αντίστοιχο θέαμα το 1960...»: στο φιλμ του Χίτσκοκ «Ψυχώ», βέβαια, να προσθέσουμε, στην τελευταία φράση του βιρτουόζου Γάλλου πεζογράφου Ζαν Εσενόζ (γεννημένου το 1947), που υπάρχει στο μυθιστόρημά του «Οι ψηλές ξανθιές», γραμμένο το 1995.

Διαλέγοντας αυτή την εικονιστική και παράλληλα αναφορική παράγραφο από το βιβλίο του γνωστού νεοτεριστή Εσενόζ, θέλω να υπογραμμίσω εξαρχής τη θεματική (και υφολογική, ως ένα βαθμό, συνάμα) αφετηρία του τελευταίου, που σχετίζεται με το σινεμά, όσον αφορά τη δημιουργία τού υπό σχολιασμόν βιβλίου του. Και όπως πολύ σωστά παρατηρεί στο χαριτωμένα ευθύβολο επίμετρό του ο Αχιλλέας Κυριακίδης (ο οποίος απέδωσε με αίσθηση των ρυθμών και ευρηματικά ελληνικά το πρωτότυπο), οι οφειλές της σύγχρονης πεζογραφίας στην κινούμενη εικόνα, που είναι αυτονόητες να προσθέσουμε, εν προκειμένω είναι δηλωμένες ολοκάθαρα. Ο συγγραφέας μας δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει διάφορες τεχνικές της κινηματογραφικής γλώσσας μαζί με άλλα παιχνίδια της μοντέρνας -κυρίως- αφήγησης, για να περιγράψει τις γλαφυρές και noir περιπέτειες της ηρωίδας του: μιας «ψηλής ξανθιάς», που λες ότι προέκυψε, μαζί με τ' άλλα, από το γνωστό ανέκδοτο, διασκευασμένο όμως επί το σκοτεινότερο και πιο αλλόκοτο.

Είπαμε ότι ο χαρακτήρας, το προφίλ της ηρωίδας, είναι εμπνευσμένο ελεύθερα από ταινίες της μεγάλης οθόνης, από μια σειρά γοητευτικών, γυναικείων μύθων, «μοιραίων», όπως συνηθίσαμε να τις ονομάζουμε. Βέβαια, ο Εσενόζ, που μοιάζει με παιδί που χαλάει τα παιχνίδια του και τα ξαναστήνει με τους δικούς του κανόνες, δεν ακολουθεί τα πρότυπά του κατά πόδας. Τα φαντασιώνεται με τον τρόπο του και τα εισάγει στον «ανερμάτιστο» κόσμο του, μεταξύ ρεαλιστικής γείωσης και ουράνιας σουρεαλιστικής υπέρβασης, παραμορφώνοντάς τα μέσα στους μηχανισμούς της ασύμβατης γλώσσας του.

Ο Εσενόζ έχει κι αυτός... υποφέρει -όπως πολλοί ικανοί νέοι συγγραφείς- από κάποιους αμετροεπείς κριτικούς της πατρίδας του και αλλαχού, οι οποίοι τον παραλληλίζουν με τον Ζιντ, τον Φλομπέρ, τον Ναμπόκοφ, τον Κενό και τον Γκοντάρ, το σκηνοθέτη. Αν ...κόψουμε γενναία από τους διθυράμβους αυτούς, θα προκύψει ασφαλώς το πολύ ενδιαφέρον πορτρέτο του πρωτοποριακού πεζογράφου μας, ο οποίος έχει μεταλάβει από το «νέο μυθιστόρημα» στο ξεκίνημά του, από την Σαρότ, τον Γκριγιέ και άλλους θεράποντες της έκφρασης εκείνης της άδικα παραγνωρισμένης σήμερα, από όσους αντιλαμβάνονται τη λογοτεχνία ως εμπορεύσιμο είδος.

Εν πάση περιπτώσει, ο Εσενόζ προτείνει στις «Ψηλές ξανθιές» ένα θρίλερ, που ισορροπεί επικίνδυνα ανάμεσα στο «μαύρο» και σε μια σάτιρα των σύγχρονων ηθών. Μαζί μ' αυτά ανοίγεται κι ένας διάλογος με την ίδια τη γραφή, τις σύγχρονες απαιτήσεις και δυσκολίες της. Ο Εσενόζ, υιοθετώντας με χιούμορ και αίσθηση των πραγμάτων την αναγνωστική, λογοτεχνική θεωρία, μας μπάζει και μας βγάζει από την αφήγηση μ' ένα δηλωμένο σεβασμό. Στο ύφος του διακρίνουμε πικρή ειρωνεία γι' αυτή τη συνθήκη: για την υποχρέωσή του «να ανοιχθεί στον κόσμο». Ίσως αυτή είναι η αιτία της επιλογής ως ηρωίδας ενός μαζικού ειδώλου. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια μεταφορά, με μια αυτοαναφορά, η οποία τον διευκολύνει να υπαινιχθεί την περιπέτεια της δικής του γραφής, του ύφους του. Έτσι κάνοντας ένα «διμέτωπο» αγώνα, με (αυτο)σαρκασμό ανακατεύει θύτες και θύματα σ' ένα παράξενο μείγμα, που παρασκευάζει αμφίθυμος κοιτώντας λοξά τα πάντα. Ο Εσενόζ κάνει ταχυδακτυλουργίες μπροστά σ' ένα κοινό που γοητεύεται παρότι ξέρει ότι η τράπουλα είναι σημαδεμένη. Δεν κρύβεται, με άλλα λόγια, όσον αφορά τις μεθόδους του, προτείνοντας αυθαιρεσίες λογικές και γλωσσικές μέσα σ' ένα πλαίσιο συμφωνίας κατά βάσιν ρεαλιστικό με τον αναγνώστη: στην πορεία, όμως, δεν νετάρει σωστά επίτηδες, αφήνοντας αθέατα μικρά χάσματα μπροστά μας.

Έχουμε να κάνουμε εκ πρώτης όψεως μ' ένα ανώδυνο περιπετειώδες μυθιστόρημα, στο οποίο πρωταγωνιστεί μια επικίνδυνη «ψηλή ξανθιά», μια πρώην τραγουδίστρια της μόδας, με το γελοίο όνομα Γκλόρια Στέλλα. Η γυναίκα αυτή εξαφανίζεται εγκαταλείποντας τη δημοσιότητα και ένα γραφείο κάποιων λαϊκών τηλεοπτικών εκπομπών, που αναζητά εξαφανισμένους, μπαίνει στα ίχνη της με διάφορους ντετέκτιβ και στο τέλος με το ίδιο το αφεντικό της εταιρείας. Η συγκεκριμένη μπανάλ ιστορία σε πρώτο επίπεδο -που ξεσηκώνοντας κλισέ από ταινίες του συρμού, με κοσμοπολίτικους χώρους θα μπορούσε να φέρει την υπογραφή, με άλλους όρους, συγγραφέων βιβλίων τσέπης- μεταμορφώνεται χάρη στην επινοητική, θα έλεγα «διαταραγμένη» γραφή του Εσενόζ· μετατρέπεται όχι μόνο σε μια άσκηση μοντέρνου ύφους, αλλά και σε μια σκηνή αυθαιρεσιών, οι οποίες γλιστρούν με αθωότητα εντός της δράσης χρωματίζοντας περίεργα το σύνολο. Η ευθύγραμμη ιστορία μπολιάζεται απερίφραστα με εξωπραγματικά στοιχεία, το φανταστικό χωνεύεται στο αληθινό φυσικότατα, όλα κινούνται σαν ένας οργανισμός τέλειος, του οποίου όμως, όλοι ξέρουμε τις τερατώδεις μυστικές συνάψεις. Με τον τρόπο αυτό το Καλό και το Κακό ενορχηστρώνονται τέλεια, ενώ στο βάθος το παιχνίδι της γραφής γίνεται για το χειριστή του μια ιστορία πολλαπλών μεταμορφώσεων: σαν τη βαφή μαλλιών που χρησιμοποιεί η ηρωίδα για ν' αλλάξει την έτσι κι αλλιώς επικίνδυνη μορφή της.

Ο Εσενόζ δεν αφήνει καμία λογοτεχνική και κινηματογραφική πηγή στην ησυχία της: αρδεύεται από παντού για να συμπληρώσει αυτό τον «ασπρόμαυρο» κατά βάσιν χάρτη, στον οποίο τα πάντα βρίσκονται στον αέρα, όπως το φινάλε με την ερωτική σκηνή του ζεύγους (του διώκτη και της ξανθιάς) στον τροχό του λούνα παρκ. Εν τω μεταξύ, ένα κλίμα ελεγχόμενου κιτς και φανταστικού είδους διασταυρώνονται (θυμίζοντας τον υπερεκτιμημένο, κακόγουστο σκηνοθέτη Ντέιβιντ Λιντς), καθώς η ηρωίδα σκοτώνει με τρόπο εξωπραγματικό τους αντιπάλους της ή τη βλέπουμε να συμβιώνει με ένα ανθρωποειδές, το οποίο την συμβουλεύει ως μια άλλη πλευρά του εαυτού της.

Μυθοπλαστικά και γλωσσικά στοιχεία χρησιμεύουν στον ζογκλέρ Εσενόζ, ώστε να δημιουργήσει ένα ανάγνωσμα-θέαμα ποικιλιών, ένα κλαυσιγελαστικό, παγιδευτικό κείμενο, που συνεχώς απευθύνεται με πανουργία στον αναγνώστη μεταβιβάζοντάς του την ένοχη συνείδησή του. Οι «Ψηλές ξανθιές» θέλουν να είναι η επιτομή της σύγχρονης μαζικής κουλτούρας και ο κρυμμένος θρήνος του Εσενόζ για την αποσκίρτησή του από την πούρα «αβάν-γκαρντ». Νομίζω, επίσης, ότι ο ευφυής αυτός Γάλλος πεζογράφος, εμπαίζοντας τα πάντα (χωρίς να ξεχνά και το «εν ου παικτοίς») μας θυμίζει τις αφοπλιστικές δυνάμεις του γελοίου που κυκλοφορεί γύρω μας (επ' αυτού ο Ναμπόκοφ χτυπάει κάρτα), θυμίζοντάς μας παράλληλα το διακύβευμα μιας αναμέτρησης μαζί του, αφού, όπως υπαινίχτηκα, παίζει με ανοιχτά χαρτιά κάνοντάς μας συμμέτοχους στην περιπέτειά του με τη γραφή.

Να ξαναθυμίσω μια εισαγωγική παρατήρηση που έχει να κάνει με τη συνολική δομή του βιβλίου: τα δραματουργικά υλικά του προέρχονται από μια συνολική αίσθηση της κουλτούρας, την οποία σχολιάζει μέσα από τα ίδια της τα συστατικά. Το προϊόν της ανάδρασης που δημιουργείται αποτελεί το αμφίβολο τοπίο δράσης του σύγχρονου ατόμου και βέβαια το πεπερασμένο της γραφής.

Τελειώνοντας να πω ότι γλωσσικές προτάσεις όπως του Εσενόζ έχουν ολιστικές φιλοδοξίες. Μοιάζουν σαν να κυνηγούν μια αυταπάτη. Στο βαθμό που έχουν την ικανότητα να περιγράφουν το αδιέξοδό τους μας λένε, σαν να θέλουν να επαναλάβουν με τον τρόπο τους έναν ορισμό του πολιτισμού, ότι αυτός είναι μια ιστορία της γραφής, η οποία γρήγορα παλιώνει, και μια ιστορία του προφορικού λόγου, ο οποίος ποτέ δεν καταγράφεται.

ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 25/10/2002

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!