0
Your Καλαθι
Ωριμάζοντας γινόμαστε όλο και νεότεροι
Παρατηρήσεις και ποιήματα σχετικά με τα γηρατειά
Περιγραφή
«Όταν κάποιος έχει πια γεράσει κι έχει εκπληρώσει την αποστολή του, τότε δικαούται να συμφιλιωθεί γαλήνια με το θάνατο. Δεν έχει ανάγκη τους ανθρώπους. Τους ξέρει, αρκετούς είδε. Αυτό που χρειάζεται είναι η γαλήνη...» Στα λόγια του Κινέζου Μενγκ Χσία κρύβεται μια βαθιά ειρωνεία. Κι ο Έσσε, που τα χρησιμοποιεί, αφουγκράζεται τους αιώνιους νόμους της φύσης, της γέννησης και του θανάτου, της φθοράς και της αναγέννησης. Στο κείμενο αυτό ο μεγάλος στοχαστής και συγγραφέας συμφιλιώνεται με τα γηρατειά κι ανακαλύπτει ότι «η αλήθεια είναι ένα τυπικά νεανικό ιδεώδες» ενώ αντίθετα η αγάπη είναι ιδεώδες του ώριμου ανθρώπου, αυτού που προσπαθεί «να είναι έτοιμος και πάλι για τη διάλυση και το θάνατο...»
Ο Έρμαν Έσσε άρχισε να γράφει για τα γηρατειά πολύ νέος: μόλις 43 ετών. Ίσως ήταν νωρίς για να αρχίσει τη μακρά συνομιλία του με τη φθορά, την προετοιμασία του για το θάνατο, πολύ περισσότερο αφού θα ζούσε ώς τα ογδόντα πέντε του χρόνια. Όμως οι στοχασμοί του, αν και, φορές, μελαγχολικοί, απέχουν πολύ από την απαισιοδοξία και ακόμη περισσότερο από την απόγνωση· δεν εξεγείρεται απέναντι στο γήρας, δεν εναντιώνεται στην κοινή ανθρώπινη μοίρα. Αντίθετα, βλέπει την ωρίμανση σαν μια διαδικασία μεταβολής και, γιατί όχι, αναγέννησης. Τη σχετικότητα της ηλικίας τη γνωρίζει: «Όλοι οι προικισμένοι και πιο ξεχωριστοί άνθρωποι είναι πότε γέροι και πότε νέοι, έτσι όπως είναι πότε χαρούμενοι και πότε λυπημένοι», και φυσικά «τα γηρατειά δεν είναι χειρότερα από τα νιάτα, ο Λάο Τσε δεν είναι χειρότερος από τον Βούδα, το μπλε δεν είναι χειρότερο από το κόκκινο». Αρκεί να τα ζήσει κανείς όπως τους πρέπει, κατανοώντας την ουσία και τις προκλήσεις τους, μη ευτελίζοντάς τα. Εξάλλου τα γηρατειά μάς πλουτίζουν μ' ένα αίσθημα Ιστορίας· συχνά μας χαρίζουν πληρότητα και γαλήνη - άλλο ένα δώρο της ζωής, που αξίζει να το γευτούμε. Έργο ηπιότητας και μεγαλειώδους αυτάρκειας, το βιβλίο αυτό του Έσσε, μια σύνθεση από ιστορίες, παραβολές, ενθυμήσεις, σύντομα ποιήματα, αφορισμούς και στοχασμούς, μας θυμίζει ότι, όπως και να το κάνουμε, «η καρδιά μέσα στον αποχαιρετισμό θεραπεύεται».
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΧΙΝΑ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 14/12/2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το «Ωριμάζοντας» του Έρμαν Έσσε είναι ένα ιδιόρρυθμο ανάγνωσμα: είδος μικτό, απαρτίζεται από κομμάτια ενός λυρικού πεζού λόγου και πολυάριθμα ποιήματα, που τίθενται εκτός κύριας ροής του πεζού λόγου, συνήθως στο τέλος κάθε κεφαλαίου, τα οποία όμως συμπληρώνουν, τουλάχιστον θεματικά, όσο έχουν προηγηθεί. Και όσο και αν τέτοιες προσπάθειες ζεύξης του πεζού με τον ποιητικό λόγο δεν είναι λίγες στην ιστορία της λογοτεχίας, περιμένει κάποιος πάντα με ενδιαφέρον το στοίχημα: μπορεί να λειτουργήσει, και ώς ποιο βαθμό, η διαρκής μετάβαση από το ακαριαίο της ποίησης στη στρατηγική της πρόζας; Μπορεί ο αναγνώστης να μεταβαίνει, με το αζημίωτο, από τη συγκίνηση στις προϋποθέσεις της και από την οργάνωση σε αυτό που την υπονομεύει; Αλλιώς: Είναι συμβάτος ο, έστω λυρικότροπος, πεζός λόγος (με την οργάνωση, την αυστηρή δομή του, τη στρατηγική αλλά και την ευρυχωρία του) με τον ποιητικό (με τον αιφνιδιασμό, το στενόχωρο χώρο, κάποτε κάποτε και με την αυθαιρεσία του);
Για τι, όμως, μιλάει ο Έσσε στο «Ωριμάζοντας»;
Ο τίτλος είναι εύγλωττος: το θέμα του Έσσε είναι το γήρας, η αργή μετάβαση της ζωής από το «δραν» και το «πράττειν» στο «θεάσθαι», από το ολόκληρο «είναι» στο σχεδόν «είναι», από την πράξη στο βλέμμα, από το γεγονός στην παρατήρησή του. Μ' έναν έντονα λυρικό πεζό λόγο επιχειρεί να σκιαγραφήσει, πιο πολύ από τα ίδια τα γηρατειά, τη διαδικασία μετάβασης σε αυτά, τον ψυχολογικό κυρίως μηχανισμό που οδηγεί τον νέο και τον μέσης ηλικίας άνθρωπο στη «σοφία» του γήρατος.
Μικρά στιγμιότυπα μιας ταπεινής καθημερινότητας στην ελβετική εξοχή, συνοδευμένα από το ποιητικό σχόλιό τους, συνθέτουν το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου. Η συνάντηση με μια γριά γειτόνισσα, η ανθοφορία των λουλουδιών, ένα τοπικό πανηγύρι, το πρόσωπο ενός παιδιού γίνονται ο κόσμος ενός γέροντα ανθρώπου, που, έχοντας χάσει τις σωματικές του δυνάμεις του, αντλεί από αυτά το ζωικό χυμό, που του είναι απαραίτητος για να συνεχίσει να μετρά τις μέρες του στη ζωή.
Ο λυρισμός τού Έσσε μπορεί να μην έχει τον απογειωτικό μυστικισμό και τον αέρα της μεγαλοσύνης που πνέει στα κείμενα του Ρίλκε (αν αναφέρεται εδώ ο μεγάλος Γερμανός, είναι γιατί στην αλληλογραφία του και στα ταξιδιωτικά του έχει κι αυτός ως φόντο την ελβετική εξοχή), έχει όμως έναν ήσυχο, γαλήνιο σεβασμό προς τα φυσικά πράγματα και μια σοφή απλότητα, που εύστοχα θα χαρακτήριζε κάποιος «γεροντική». Τάσσεται υπέρ μιας στωικής αντίληψης για τη ζωή, πριμοδοτώντας τη vita contemplativa εις βάρος της καθημερινής τύρβης. Σε μια μακρά διαδικασία απόσταξης των παθών, των αισθημάτων, της αγωνίας, ο ανθρώπινος νους αποσύρεται αργά απ' ό,τι πριν από λίγο θεωρούσε κέντρο της ζωής, για να ατενίσει το χρόνο στην πιο αμετάκλητη εκδοχή του.
Το «Ωριμάζοντας» παρουσιάζει όμως κι ένα άλλο συγκριτικό πλεονέκτημα: ο λυρικός λόγος του συγγραφέα δεν συνδυάζεται πουθενά με το «χιούμορ» (αυτή τη νομιζόμενη πανάκεια της σύγχρονης λογοτεχνίας, που η άκριτη κοινοχρησία μετέτρεψε σε μάστιγα). Έτσι, αποτρέπεται η αποδραματοποίηση και, εντεύθεν, η αποϊεροποίηση του κειμένου και ο αναγνώστης προχωρεί απρόσκοπτα σ' αυτό που του ζητεί το κείμενο: την απλή, έντιμη ανάγνωσή του.
Εκείνο που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς δεν προκύπτει από θεωρητική εξαγγελία, αλλά πηγάζει από το ίδιο το κείμενο, είναι η διαφαινόμενη άποψη του συγγραφέα ότι η λογοτεχνία, τόσο ως αρχική πρόθεση όσο και ως τελικό πλαστικό αποτέλεσμα, έχει ως βάση της την άρνηση της πραγματικότητας. Από εκεί προκύπτει και η απροσδόκητη σύναψη της λογοτεχνίας με το γήρας: αν μοιράζονται κάτι κοινό, αυτό είναι η οπισθοχώρηση της πραγματικότητας. Όπως στη λογοτεχνία, έτσι και στο γήρας η πραγματικότητα παύει να είναι αυτονόητη και αδιαμφισβήτητη· όπως στη λογοτεχνία, έτσι και στο γήρας η πραγματικότητα διαθλάται από κάτι που την ξεπερνά: από το αποτύπωμα που αφήνει στη συνείδηση. Απλώς, στην περίπτωση των γηρατειών, αυτή η διάθλαση παραμένει απλό βιοτικό γεγονός, παρακολούθηση μιας φυσικής ψυχοπνευματικής και βιολογικής διαδικασίας, ενώ στην περίπτωση της λογοτεχνίας συμμετέχει, κατά τρόπο καθοριστικό, στη διαδικασία παραγωγής νοήματος.
Ας επανέλθουμε, όμως, στο αρχικό ερώτημα για τη συμβατότητα, σ' ένα ενιαίο κείμενο, του πεζού λόγου με τον ποιητικό. Το «Ωριμάζοντας», με το συνδυασμό αυτόν, υπονομεύει ανοιχτά την αφηγηματικότητά του. Φαίνεται όμως πως η τελευταία, παρά τα σοβαρά πλήγματα που έχει δεχτεί από την εξέλιξη της λογοτεχνικής γραφής, ιδίως δε από τη νεωτερική ευρωπαϊκή πεζογραφία, επιβιώνει, ίσως επειδή ομοηχεί με μια αρχετυπική δομή της ανθρώπινης σκέψης, την ανάγκη για συνέχεια και συνοχή, που μοιάζει να ισχύει και σε πεδία πολύ γενικότερα από το μερικό πεδίο της αφήγησης. Παρ' όλα αυτά, ο Έσσε μας καταλείπει ένα βιβλίο όπου μιλάει για τη χωνευμένη θλίψη των γηρατειών, έναν λυρικό στοχασμό πάνω στο χρόνο, σ' έναν χώρο όπου συνυπάρχουν όλες εκείνες οι αποχρώσεις που έχουν μυθολογήσει, στα καθ' ημάς, στην Κεντρική Ευρώπη -ένα πραγματικό εγχειρίδιο γήρατος.
Η μετάφραση της Γιώτας Λαγουδάκου (σε ό,τι αφορά το πεζό κομμάτι του βιβλίου) αποδίδει με επάρκεια και σε καλά ελληνικά τη λυρική διάσταση του πρωτοτύπου. Η απόδοση του Βασίλη Καλαμαρά (σε ό,τι αφορά το ποιητικό μέρος) αποδίδει, βαθαίνοντάς τα, τα ποιήματα του συγγραφέα, προσφεύγοντας στο λόγιο στοιχείο.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΞΕΝΑΡΙΟΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 12/04/2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις