Γυναίκες που τρέχουν με τους λύκους

Μύθοι και ιστορίες για το αρχέτυπο της άγριας γυναίκας
Έκπτωση
30%
Τιμή Εκδότη: 28.00
19.60
Τιμή Πρωτοπορίας
+
541229
Συγγραφέας: Estes, Clarissa Pinkola
Εκδόσεις: Κέλευθος
Σελίδες:624
Επιμελητής:ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ ΣΥΛΒΙ
Μεταφραστής:ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ ΔΕΣΠΟΙΝΑ
Ημερομηνία Έκδοσης:18/12/2020
ISBN:9786185542023
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Άμεσα διαθέσιμο
Θεσσαλονίκη:
Άμεσα διαθέσιμο
Πάτρα:
Άμεσα διαθέσιμο

Περιγραφή

Η Κλαρίσα Πίνκολα Εστές, ως cantadora, «φύλακας παλιών ιστοριών», ψυχαναλύτρια και ακτιβίστρια, γεφυρώνει με μαεστρία τον κόσμο του απώτατου παρελθόντος με τη σύγχρονη εποχή. Σκοπός της είναι μέσα από παραμύθια, αρχετυπικούς μύθους και ιστορίες διαφορετικών πολιτισμών να ανασύρει την Άγρια Γυναίκα, την αδάμαστη, που συγγενεύει ψυχικά με τους λύκους. Πρόκειται για ένα γυναικείο ψυχογράφημα, ένα βιβλίο γιατρικό για τη γυναίκα κάθε εποχής.

Το βιβλίο Γυναίκες που τρέχουν με τους λύκους- Μύθοι και ιστορίες για το αρχέτυπο της Άγριας Γυναίκας, που παρέμεινε 145 εβδομάδες στον κατάλογο ευπώλητων της New Work Times, έχει εκδοθεί σε 38 γλώσσες και έχει πωληθεί σε περισσότερα από 2 εκατομμύρια αντίτυπα.

Περιεχόμενα:

Πρόλογος
Εισαγωγή
Οι ιστορίες
Αλύχτισμα: η ανάσταση της Άγριας Γυναίκας
Λα Λόμπα
Οι τέσσερις ραβίνοι
Η καταδίωξη του εισβολέα: εισαγωγική μύηση
Ο Μπλαβογένης
Να οσμίζεσαι τι θα συμβεί - η επανάκτηση της διαίσθησης ως μύηση
Η Βασιλίσα
Ζευγάρωμα: η ένωση με τον άλλο
Μαναουί
Κυνήγι: όταν η καρδιά είναι ένας μοναχικός κυνηγός
Η Γυναίκα Σκελετός
Όταν βρίσκεις την αγέλη σου: η ευλογία να ανήκεις
Το ασχημόπαπο
Ο λάθος ζυγώτης
Το χαρούμενο σώμα: άγρια σάρκα
Αυτοσυντήρηση: διακρίνοντας το δόκανο, το κλουβί και το δηλητηριασμένο δόλωμα
Τα κόκκινα παπούτσια
Νόστος: η επιστροφή στο Ταυτό
Δέρμα της φώκιας, δέρμα της ψυχής
Καθαρό νερό: θρέφοντας τη δημιουργική ζωή
Η Γιορόνα
Το κοριτσάκι με τα σπίρτα
Οι τρεις χρυσές τρίχες
Θέρμη: η ανάκτηση της ιερής σεξουαλικότητας
Βαυβώ: η θεότητα της κοιλιάς
Ο Ντικ το κογιότ
Οριοθέτηση: τα όρια της οργής και της συγχώρεσης
Η αρκούδα με το μισοφέγγαρο
Τα μαραγκιασμένα δέντρα
Σημάδια από τις μάχες: μέλη της φυλής της ουλής
Η γυναίκα με τα χρυσαφένια μαλλιά
La Selva subterranea: η μύηση στο δάσος του κάτω κόσμου
Η Άχειρος Κόρη
Παρακολουθώντας στα κρυφά: canto hondo, το βαθύ τραγούδι
Το τσίνορο του λύκου
ΕΠΙΛΟΓΟΣ, Η ιστορία ως γιατρικό
ΠΡΟΣΘΗΚΗ


Διαβάστε το παρακάτω παραμύθι από το βιβλίο της Clarissa Pinkola Estes:

[…] Κανείς δε θυμόταν πλέον τι ακριβώς είχε κάνει, αλλά σίγουρα είχε δυσαρεστήσει βαθιά τον πατέρα της, γιατί την άρπαξε και την έσυρε μέχρι τους βράχους, πετώντας την στη θάλασσα. Εκεί, λίγο-λίγο, τα ψάρια ροκάνισαν τη σάρκα της και τους βολβούς των ματιών της. Εκεί, ξαπλωμένη στο βυθό, τα θαλάσσια ρεύματα παράσερναν το κουφάρι της ή ότι είχε απομείνει από αυτό , πετώντας το πότε από δω και πότε και από κει.

Μια μέρα, ένας ψαράς εμφανίστηκε στην περιοχή. Αν και κάποτε έρχονταν πολλοί στον κόλπο αυτό για ψάρεμα, τώρα πια τον απέφευγαν, πιστεύοντας ότι είναι στοιχειωμένος. Όμως ο συγκεκριμένος ψαράς ερχόταν από μέρος μακρυνό κι έτσι δεν είχε ακούσει το παραμικρό.

Έριξε το αγκίστρι του στο νερό, κι αυτό –αν θέλετε το πιστεύετε- καθώς βυθιζόταν βρήκε κι αγκιστρώθηκε στα πλευρά της Γυναίκας Σκελετού. Ο ψαράς σκέφτηκε: «Άι, άι, τώρα έπιασα την καλή, έπιασα ψαρούκλα! Και μάλιστα μεγάλη!». Κι άρχισε να φτιάχνει ιστορίες με το νου του: πόσες οικογένειες θα τρέφονταν με το μεγάλο ψάρι, τι ανακούφιση θα ήταν αν δεν χρειαζόταν να βγαίνει καθημερινά για ψάρεμα. Κι όπως πάλευε να ανεβάσει το αγκιστρωμένο ψάρι του στην επιφάνεια, η θάλασσα άφριζε, το καγιάκ του έγερνε αριστερά και δεξιά, καθώς κι εκείνη με τη σειρά της αγωνιζόταν ν’ απελευθερωθεί από την πετονιά του. Κι όσο προσπαθούσε τόσο μπερδευόταν ολοένα και περισσότερο. Κάθε προσπάθεια ήταν μάταιη. Το αγκίστρι του ψαρά είχε αγκιστρωθεί για τα καλά στα πλευρά της.

Ο ψαράς είχε σκύψει μπροστά για να μαζέψει τα δίχτυα του κι έτσι δεν πρόσεξε το φαλακρό της κρανίο ν’ αναδύεται ανάμεσα στα κύματα, δεν είδε τα μικροσκοπικά κοράλλια να γυαλίζουν μέσα από τις τρύπες των ματιών της, δεν είδε τα αρχαία σεντεφένια της δόντια καλυμμένα σχεδόν από τις πεταλίδες. Επιστρέφοντας στην πρύμνη με το δίχτυ στα χέρια του, ολόκληρο το σώμα της επέπλεε σχεδόν στην επιφάνεια, κρεμόταν από την μύτη του καγιάκ του.

‘Αχ!’ ούρλιαξε ο άντρας και η καρδιά του βροντοκόπησε, τα μάτια του γύρισαν ανάποδα από τον τρόμο, τ’ αυτιά του φούντωσαν . ‘Αχ!’ ξαναούρλιαξε, της έδωσε μια με το κουπί μπας και την ξεφορτωθεί , κωπηλατώντας σαν τρελός προς την ακτή. Και καθώς δεν είχε καταλάβει ότι ήταν πιασμένη στα ίδια του τα δίχτυα, ένιωθε το φόβο να τον αγκαλιάζει όλο και πιο σφιχτά, καθώς η φιγούρα της φαινόταν να στέκεται σχεδόν στα δάχτυλα των ποδιών, ακολουθώντας τον στη διαδρομή του προς την ακτή. Όπως και να ‘στριβε το καγιάκ του, εκείνη παρέμενε πίσω του με την αναπνοή της να κατρακυλά στην επιφάνεια του νερού σα σύννεφο ατμού και τα μπράτσα της να αναπηδούν πάνω-κάτω σαν να επρόκειτο να τον παρασύρει μαζί της στα βάθη της θάλασσας.

‘Αααααααχ!’ οδυρόταν κι έτρεχε να ξεφύγει. Με έναν πήδο βρέθηκε έξω από το καγιάκ του, κρατώντας σφιχτά στα χέρια του τα σύνεργα του ψαρέματος, τρέχοντας, με τη Γυναίκα-Σκελετό μπλεγμένη στις πετονιές του, και το σεντεφένιο λευκό κουφάρι της να χοροπηδά ξοπίσω του. Έτρεξε πάνω στα βράχια, κι αυτή τον ακολούθησε. Έτρεξε πάνω στην παγωμένη τούνδρα κι εκείνη συνέχισε να τον ακολουθεί. Πέρασε πάνω από το απλωμένο παστό κρέας, κομματιάζοντάς το, σκορπώντας το σε κομμάτια με τις μπότες του.

Κι όλη αυτή την ώρα εκείνη συνέχιζε να τρέχει από πίσω του. Για την ακρίβεια, που και που άρπαζε και κάποιο από τα παγωμένα ψάρια που έπεφταν μπροστά της, καθώς την έσερνε ξοπίσω του παρέα με τα φορτωμένα δίχτυα. Πιάνοντάς τα, τα καταβρόχθιζε με μανία διότι είχε τόσο καιρό να φάει έστω κάτι. Τελικά, ο άντρας έφτασε μέχρι το ιγκλού του, έδωσε μια βουτιά προς την είσοδο και προχώρησε σε γόνατα και χέρια μέχρι το εσωτερικό του. Βαριανασαίνοντας, κλαίγοντας με λυγμούς, ξάπλωσε στο δάπεδο, στο σκοτάδι, με την καρδιά του να χτυπά σαν τύμπανο, σαν ένα πελώριο τύμπανο. Επιτέλους ασφαλής, ω ασφαλής επιτέλους, ναι ασφαλής, δόξα τους Θεούς, δόξα τω Ιερό Κοράκι, ναι, δόξα τω Ιερό Κοράκι, ναι, και την παντοδύναμη Σέντνα, ασφαλής… επιτέλους…

Φανταστείτε πως ένιωσε, όταν άναψε το καντήλι του κι αυτή –μα ήταν άνθρωπος ετούτο ή πράγμα;- κείτονταν εκεί, ένας σωρός από κόκκαλα σ’ αυτό δάπεδο από χιόνι: η μια φτέρνα πάνω από τον ώμο της, ένα γόνατο μέσα στα πλευρά της, ένα πόδι γύρω από τον αγκώνα της. Αργότερα, μάταια προσπαθούσε να καταλάβει τι συνέβη εκείνη τη στιγμή. Ίσως να έφταιγε που το φως της φλόγας απάλυνε τα χαρακτηριστικά της. Ίσως να έφταιγε η μοναξιά του. Ένιωσε μιαν ανεξήγητη καλωσύνη να τον κατακλύζει και άπλωσε αργά τα τραχιά του χέρια προς το μέρος της, μιλώντας με φωνή απαλή – όπως μιλά μια μάνα στο παιδί της – ξεμπλέκοντάς την λίγο λίγο από τις πετονιές του.

‘Ω, έτσι, έτσι, έτσι’. Πρώτα ξέμπλεξε τα δάχτυλα των ποδιών, μετά τους αστραγάλους. ‘Α, έτσι, έτσι, έτσι’. Δούλεψε ολόκληρη τη νύχτα και στο τέλος την έντυσε με γούνες, να την κρατήσει ζεστή. Τα κόκκαλα της Γυναίκας Σκελετού βρίσκονταν πια στη θέση τους, όπως οφείλουν να βρίσκονται τα κόκκαλα κάθε ανθρώπου.

Έψαξε μέσα στα δερμάτινα γάντια του να βρει την τσακμακόπετρά του και χρησιμοποίησε μια τούφα από τα μαλλιά του για δαδί, να φουντώσει τη φωτιά. Κάθε τόσο την κοιτούσε, καθώς γυάλιζε με λάδι φάλαινας το πολύτιμο καλάμι του για το ψάρεμα και ξανατύλιγε τις πετονιές του. Κι αυτή, χωμένη στις γούνες δεν άρθρωνε κουβέντα – δεν τολμούσε. Φοβόταν ότι όπως και παλιότερα, ο ψαράς θα την αρπάξει και θα την πετάξει από τα βράχια στη θάλασσα, θρυμματίζοντας αυτή τη φορά ότι κόκκαλα της είχαν απομείνει.

Ο άντρας νύσταξε, γλύστρισε στα σκεπάσματά του και σύντομα ονειρευόταν. Και καμμιά φορά ξέρετε, όταν οι άνθρωποι κοιμούνται, καθώς ονειρεύονται, ένα δάκρυ ξεπηδά από τα μάτια τους · ποτέ δεν μαθαίνουμε τι είδους όνειρο το γέννησε, αλλά γνωρίζουμε καλά ότι πρόκειται για ένα όνειρο φορτωμένο με λύπη ή κάποτε για ένα όνειρο που κρύβει μια μεγάλη επιθυμία, μια βαθιά λαχτάρα. Το ίδιο συνέβη και με τον άντρα. Δάκρυσε.

Η Γυναίκα Σκελετός είδε το δάκρυ να γυαλίζει στο φως της φωτιάς και ξαφνικά ένιωσε τόόόόόσο διψασμένη. Κουδούνισε, κροτάλισε καθώς σερνόταν προς το μέρος του και ακούμπησε το στόμα της στο δάκρυ. Η μοναδική αυτή σταγόνα της φάνηκε ποτάμι ολόκληρο και ήπιε και ήπιε και ήπιε μέχρι να σβήσει τη δίψα που τη βασάνιζε χρόνια τώρα.

Καθώς βρισκόταν ξαπλωμένη πλάι του, στράφηκε προς τον άντρα για άλλη μια φορά και πήρε στα χέρια της την καρδιά του, το παντοδύναμο τύμπανο. Ανακάθισε και χτύπησε τις δυο πλευρές της: Μπαμ-μπάάάμ!… μπαμ-μπάάάμμμ!

Χτυπώντας το τύμπανο της καρδιάς του, άρχισε να τραγουδά ‘Σάρκα, σάρκα, σάρκα! Σάρκα, σάρκα, σάρκα!’ Κι όσο τραγουδούσε, τόσο γέμιζε το σώμα της με σάρκα. Τραγούδησε για ν’ αποκτήσει μακρυά μαλλιά και καλά μάτια και όμορφα παχουλά χέρια. Τραγούδησε για το χώρισμα ανάμεσα στα πόδια της, για στήθη μεγάλα – να σου χαρίζουν ζεστασιά κάθε που τ’ αγγίζεις. Τραγούδησε για όλα όσα χρειάζεται να έχει μια γυναίκα για να είναι γυναίκα.

Κι έχοντας ολοκληρώσει το πρώτο της τραγούδι, τραγούδησε ξανά και τα ρούχα του άντρα γλύστρισαν μακρυά του κι εκείνη χώθηκε στο κρεβάτι δίπλα του, δέρμα με δέρμα. Επέστρεψε το μεγάλο τύμπανο, την καρδιά του, στο σώμα του κι έτσι τους βρήκε η αυγή, τον ένα τυλιγμένο γύρω από τον άλλο, μπλεγμένα τα σώματά τους μετά την κοινή τους νύχτα, αλλά αυτή τη φορά με τρόπο διαφορετικό από πριν – με έναν τρόπο όμορφο, που θα διαρκούσε όσο αγαπιόντουσαν.

Οι άνθρωποι, αν και δεν μπορούν να πουν πλέον τι έφταιξε για την κακή της μοίρα κάποτε, θυμούνται πως αυτή και ο ψαράς έφυγαν μακρυά, επιβιώνοντας με όλα όσα τους έφερναν τα πλάσματα του βυθού. Πλάσματα που εκείνη είχε γνωρίσει όσο έζησε κάτω από την επιφάνεια του νερού. Οι άνθρωποι λένε ότι πρόκειται για μια αληθινή ιστορία και αυτά είναι όλα όσα γνωρίζουν γι’ αυτούς τους δύο.

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!