Τα ποιήματα 1956-1993
40%
Περιγραφή
Η πληγή
Εδώ
λίγο πιο κάτω απ΄το λαιμό
στο στήθος
παίζοντας σχεδόν
ανύποπτη
ανέμελη
άφησες το βαθύ σου σημάδι
με χάραξες παντοτινά.
Πέρασαν, τόσα χρόνια, βέβαια από τότε
αλλά
φεγγρίζει, ξέρεις, κάτω από τα ρούχα ακόμα
παράξενα
δεν μπορώ να κρυφτώ, με βλέπουν
να ο σημαδεμένος λεν και με το δάχτυλο
με δείχνουν
Τα βράδια ωστόσο,
βγάζω τα ρούχα μου ένα ένα και στο φως
της λάμπας, γυμνός,
χαϊδεύω τρυφερά την πληγή
την προσκυνώ
και με κρυφή περηφάνια τη φροντίζω.
Κριτική:
Το παιχνίδι της ματαιωμένης ύπαρξης
Μια χαμηλότονη και εντελώς εξομολογητική φωνή
Ποιητής της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, ο Ανέστης Ευαγγέλου διέγραψε μια πολύ γόνιμη πορεία στα γράμματα και το έργο του παρουσιάζεται στις μέρες μας συγκεντρωμένο καθώς το συναντάμε σε έναν καλαίσθητον τόμο, σε μιαν εντελώς ολοκληρωμένη μορφή - και τούτο παρά το γεγονός ότι ο ίδιος έφυγε πρόωρα από τη ζωή. Απλωμένη στο μήκος μιας τεσσαρακοντετίας και κατανεμημένη σε εννέα συλλογές, η ποίηση του Ευαγγέλου είναι εξαρχής άκρως δραματική και εξομολογητική. Το παιχνίδι το οποίο παίζεται στις σελίδες της είναι το παιχνίδι μιας ύπαρξης η οποία έχει ματαιωθεί ποικιλοτρόπως - μιας ύπαρξης που κυκλοφορεί ασυνόδευτη και ανέστια στον κόσμο, έρημη από οποιαδήποτε χείρα βοηθείας και αφημένη, χωρίς την παραμικρή ελπίδα σωτηρίας, στη μέση του πουθενά. Πιασμένος σταθερά στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ο λόγος του Ευαγγέλου σχηματίζει ένα σπαρακτικό ποιητικό εγώ, που δοκιμάζεται συνεχώς από τα παθήματά του και ξέρει πολύ καλά ότι κάθε έξοδος ανάσας ή διαφυγής είναι εκ των προτέρων μπλοκαρισμένη και αποκλεισμένη.
Το κενό στο οποίο βυθίζεται το ποιητικό εγώ τού Ευαγγέλου δεν υπακούει σε κανέναν χρονικό νόμο και δεν υφίσταται καμία εξέλιξη: δεν προέρχεται από κάποια προγενέστερη ενότητα, η οποία έχασε υπό ορισμένες περιστάσεις την πυκνότητα και τη συνοχή της, ούτε βαδίζει προς κάποια υστερότερη έκβαση, η οποία θα περιορίσει την έκτασή του ή θα αμβλύνει την οδύνη του. Πρόκειται για ένα κενό δίχως τέλος και αρχή - σχεδόν χωρίς αιτία. Οσο και αν ανατρέξει η ποιητική αφήγηση στο παρελθόν, δεν θα βρει ούτε ένα ζωτικό σημείο για να σταθεί και να ξαποστάσει. Οσο κι αν ατενίσει ο μοναχικός (και μοναδικός) πρωταγωνιστής της το μέλλον, δεν θα κατορθώσει να διακρίνει ούτε ένα ενθαρρυντικό σημάδι για τις περιπέτειές του: τα πάντα γεννήθηκαν εν κενώ και όλα θα πεθάνουν εν κενώ.
Το πάθος για αυθεντικότητα
Το παράξενο σε αυτό το παντελώς σκοτεινό και αδιέξοδο τοπίο είναι πως δεν χάνεται ποτέ η πίστη στη δύναμη και στην αξία ή στη σημασία της ζωής. Η ποίηση του Ευαγγέλου δεν είναι ποίηση της ματαιότητας, αλλά, όπως το έλεγα και προεισαγωγικά, του ακυρωμένου και του ματαιωμένου. Τι είναι το ακυρωμένο και το ματαιωμένο; Μα, κάθε πόθος και ορμή που σάλεψαν ή που εξακολουθούν να σαλεύουν στα βάθη της καρδιάς και της συνείδησης, κάθε προσδοκία που δεν κατάφερε να πάρει σάρκα και οστά, κάθε απόβλεψη που δεν κατόρθωσε να δει τον ορίζοντά της να γεμίζει από κάποια υπόσταση και ουσία. Και μολονότι τίποτε δεν μπόρεσε και τίποτε δεν θα μπορέσει να φωτιστεί και να ενεργήσει, ο ποιητής δεν θα πάψει ούτε προς στιγμήν να στρατεύεται (ακόμη κι όταν έρχεται η ώρα κατά την οποία ο θάνατος τον κοιτάζει κατάματα): να αρπάζει τα όπλα του και να κινητοποιείται εναντίον του Κακού, εναντίον εκείνης της αδήριτης πραγματικότητας, η οποία τσακίζει και καταβαραθρώνει τη λαχτάρα και το ακοίμητο πάθος του για καθαρότητα και αυθεντικότητα: «Ανάμεσα από σωρούς σκουπιδιών, ερειπίων, θανάτων / και ποταμούς δακρύων / λάμπουνε καταχωνιασμένα, ελάχιστα, / τα υλικά της χαράς. / Ψάχνε / με υπομονή και πίστη απέραντη / καθώς τα πετεινά τ' ουρανού σε χιονισμένον / έρημο κάμπο / και μάζευέ τα πετραδάκι πετραδάκι».
Ο τόνος της καθημερινής συνομιλίας
Μπλεγμένος στα δίχτυα ενός τέτοιου συμπλέγματος, ο Ευαγγέλου θα μπορούσε με άλλη γλωσσική και σκηνοθετική προετοιμασία ή σκευή να οδηγηθεί στον συναισθηματισμό και στην εύκολη συγκίνηση. Δεν το έπαθε (για την ακρίβεια, δεν απειλήθηκε ποτέ από αυτό) γιατί ο στίχος του αποφεύγει ως εξ ορισμού τους υψηλούς τόνους και τη διαστολή της ποιητικής φράσης, επειδή είναι ένας στίχος που απορροφά με την υποβλητική του εκφορά (τον φανταζόμαστε διαρκώς να απαγγέλλεται) οιασδήποτε τάξης κραδασμό. Δίνοντας στα ποιήματά του τη φόρμα της καθημερινής, τελείως ανυπόκριτης και απολύτως φυσικής συνομιλίας, ο Ευαγγέλου επιτυγχάνει δύο πράγματα. Πρώτον, τα απαλλάσσει από το βάρος κάθε αισθηματολογικού εκβιασμού και τα παραδίδει ολόγυμνα από φτιασίδια ή μαλάματα στον αποδέκτη τους. Δεύτερον, ανεβάζει την εσωτερική ένταση και θερμοκρασία τους και ισχυροποιεί τον δραματικό τους πυρήνα: «Μωρέ όχι μόνο αποθανείν, / όχι μόνο θέλω / αλλά και πάραυτα / και εκλιπαρώ αποθανείν, / κι όχι γιατί γέρασα τάχα / και χαλεπόν το γήρας και άλλα τέτοια / -σωστά, σωστότατα βεβαίως, που φθέγγονται όσοι τα ζήσανε εντούτοις τα χρονάκια τους- / αλλά γιατί / το σώμα είναι φτωχό και δεν αντέχει / έλιωσε πια / και η ψυχή -α, η ψυχή- κι αυτή ανθρώπινη είναι / και κάποτε λυγίζει / κι έχει, με τα λιανά χεράκια της / υψώσει ήδη λευκή σημαία».
Διαβάζοντας την ποίηση του Ευαγγέλου δεκαπέντε περίπου χρόνια μετά τον θάνατό του, μένω με την εντύπωση μιας απείραχτης διάρκειας, αλλά και μιας τεράστιας (παρά το δραματικό της φορτίο) ζωντάνιας. Ο ποιητής βρίσκεται σίγουρα στις πρώτες γραμμές της γενιάς του κι είναι φανερό ότι ανήκει σε εκείνους που πρωτοστάτησαν για τη στροφή της τέχνης τους από το φλογισμένο πεδίο των συλλογικών συγκρούσεων στο σιωπηλό κέντρο της ύπαρξης - εκεί όπου τα πάντα αποφασίζονται και κρίνονται από την αρχή. Είναι αυτονόητο ότι αξίζει συγχαρητήρια η πρωτοβουλία για τη συγκέντρωση και την παρουσίαση της δουλειάς του σε μία ενιαία έκδοση.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 01/06/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις