0
Your Καλαθι
Το βιβλίο με τις αντιστίξεις
Δοκίμια μουσικής ακρόασης
Περιγραφή
Εκδόσεις ΛΕΣΧΗ
Μικρά -των 400 λέξεων- δοκίμια μουσικής ακρόασης, γραμμένα από κάποιον που ασκείται επιμόνως στη μινιμαλιστική έκφραση. Τόσο στον πεζογραφικό λόγο του όσο και στο δοκιμιακό -«χρησιμοποιώ τον όρο (δοκίμιο) με προεξάρχουσα την έννοια της απόπειρας», δηλώνει ο ίδιος στο εισαγωγικό κείμενο του βιβλίου του -ο Γιάννης Ευσταθιάδης δοκιμάζει μια γραφή που τη χαρακτηρίζουν η απλότητα και η γλαφυρότητα. Μικρά στιλπνά κείμενα, στα οποία όχι σπάνια περιγράφονται καταστάσεις ανθρώπινες κάθε άλλο παρά εξωραϊσμένες. Στον παρόντα τόμο αναδημοσιεύονται επιλεγμένα κείμενα που πρωτοείδαν το φως στην «Καθημερινή της Κυριακής» στη στήλη «Αντιστίξεις» κατά το χρονικό διάστημα 1999-2002. Στα δοκίμια αυτά δεν προβάλλεται το εύρος των μουσικών γνώσεων και ακροάσεων του συγγραφέα τους, αλλά μάλλον η διάθεσή του να μιλήσει ως ακροατής («προτιμώ», γράφει κάπου, «την ταπεινή διατύπωση "ακροατής" από την υψιπέτιδα "φιλόμουσος" ή τη λαϊκίζουσα "μουσικόφιλος", μια και οι δυο δείχνουν να επαίρονται για το αυτονόητο») προς υποψήφιους ακροατές ή και συνακροατές. Απόπειρες συνομιλίας με ήχους λέξεων.
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 23/05/2003
ΚΡΙΤΙΚΗ
Οι σκέψεις του Γιάννη Ευσταθιάδη δεν είναι άγνωστες στους αναγνώστες της «Κ». Από το 1999 έως σήμερα μέσα από τη στήλη «Αντιστίξεις» προσεγγίζει τον χώρο της σοβαρής μουσικής με την ενδιαφέρουσα ματιά του εραστή των τεχνών, με την εμπειρία του φιλόμουσου που έχει χαρεί πολλές ακροάσεις και έχει απολαύσει αρκετούς άξιους καλλιτέχνες, με το ανοιχτό μυαλό ενός που εξακολουθεί να ανακαλύπτει χωρίς προκαταλήψεις νέες μουσικές σελίδες. Και όλα αυτά, τις εμπειρίες, τα συναισθήματα, τα μεταδίδει στον αναγνώστη με αμεσότητα και γενναιοδωρία, μέσα από έναν λόγο προσεγμένο και εύστοχο: «Αναγνωρίσιμο ύφος, όμως ποτέ κλισέ» όπως σχολιάζει κάπου ο ίδιος για τη μουσική του Τζοακίνο Ροσίνι. Η αγάπη του Ευσταθιάδη στη λεπταίσθητη, σκωπτική, ηδονιστική μουσική του Ροσίνι είναι αποκαλυπτική: εκτός από δείγμα λεπτού γούστου είναι εξ ίσου δηλωτική μιας συγκεκριμένης προσέγγισης της μουσικής, μέσα από μία οπτική που επιτρέπει ενδιαφέροντες και τολμηρούς συνδυασμούς. Ο συγγραφέας κινείται με την άνεση μιας ευρύτερης καλλιέργειας σε πολλά πεδία, όπως η λογοτεχνία και ο κινηματογράφος, επιτρέποντας στον αναγνώστη συσχετισμούς που εν Ελλάδι δεν είναι διόλου αυτονόητοι. Αποκαλύπτει συγγένειες που βοηθούν να βγει η σοβαρή μουσική από την κατασκευασμένη απομόνωση. Επιπλέον, συσχετίζει διάφορα είδη μουσικής, καθώς, όπως εξηγεί ο ίδιος, πρόθεσή του υπήρξε «να εναρμονίσει τα πιο ετερόκλητα μουσικά είδη, μια και όλα συμβάλλουν στην αδιαιρετότητα της μουσικής συγκίνησης».
Φυσικά, οι ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις του Ευσταθιάδη προσδιορίζονται και από τη θέση του συγγραφέα ως προς τα μουσικά πράγματα αλλά και την προφανή άνεση στη σχέση του με τη μουσική. Eτσι εξηγεί κανείς δοκίμια όπως «Οι μπλαζέ της μουσικής», που θέλοντας, όχι άδικα, να υπεραμυνθούν των ελαφρών όψεων της σοβαρής μουσικής, καταλήγουν να υποστηρίζουν αμφιλεγόμενους θεσμούς όπως οι πρωτοχρονιάτικες συναυλίες της Βιέννης, παραβλέποντας ότι σήμερα πια έχουν περισσότερη σχέση με επιχειρήσεις, δισκογραφικούς κολοσσούς και δικαιώματα τηλεοπτικών μεταδόσεων παρά με την τέχνη.
Εύλογα, αρκετά δοκίμια είναι αφιερωμένα στην ακρόαση της μουσικής, στους δίσκους, στους ερμηνευτές και στις συνήθειες των φιλόμουσων στην αίθουσα συναυλιών: καθομολόγηση συνηθειών, που αν στον εκτός του χώρου κόσμο μοιάζουν εξωφρενικές –όπως άλλωστε συμβαίνει πάντοτε με τις συνήθειες μιας κλειστής και παθιασμένης ομάδας–, στους ίδιους τους μετέχοντες, που έξαφνα συναντώνται με τον καθρέπτη, δεν μπορεί παρά να φέρουν ένα αδιόρατο χαμόγελο στα χείλη. Aλλωστε, το χαμόγελο αποτελεί βασικό στοιχείο της γραφής του Ευσταθιάδη. Οι έξυπνα διαλεγμένοι τίτλοι αποτελούν πρόκληση, ενώ η γοητευτική, ανάλαφρη γραφή δίνει ακόμα και στην πιο έντονη επίπληξη έναν ανάλαφρο, διόλου βλοσυρό τόνο.
Δεν εκπλήσσει ότι το «Βιβλίο με τις αντιστίξεις» σχεδιάστηκε και σελιδοποιήθηκε στο εργαστήριο της Λέσχης του Δίσκου, εκδοτικού οργανισμού με εκλεκτικό προφίλ, στο οποίο η σκέψη του Ευσταθιάδη ταιριάζει απολύτως.
Νίκος Α. Δοντάς
Καθημερινή 11/5/2003
ΚΡΙΤΙΚΗ
Παρά τον εύγλωττο υπότιτλο «Δοκίμια μουσικής ακρόασης», το βιβλίο του Γιάννη Ευσταθιάδη δεν είναι μουσικό. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος πως είναι ένα βιβλίο για τη μουσική, αν και αυτό από μόνο του θα του στερούσε τη λογοτεχνική του διάσταση. Στα σχεδόν 90 κείμενα των 400 λέξεων που πρωτοείδαν το φως της δημοσιότητας στην εφημερίδα «Καθημερινή» κατά το χρονικό διάστημα 1999-2002 σε πρώτο επίπεδο διαβάζουμε για τις αγαπημένες μουσικές του συγγραφέα και τις εκτελέσεις που προτιμά, σχόλια για το κοινό των συναυλιών, τους δίσκους και τις δισκοθήκες, ενθυμήσεις από μεγάλους μαέστρους και φωνές που στοίχειωσαν τον κόσμο της όπερας. Κείμενα που μοιάζουν περιχαρακωμένα στα αυστηρά όρια της κλασικής μουσικής και που ώρες ώρες σε κάνουν να αισθάνεσαι ένοχος για τις ελλιπείς σου γνώσεις. Είναι όμως μόνο αυτά το βιβλίο; Κατά τη γνώμη μου, όχι. H μουσική - ευτυχώς - είναι απλώς το πρόσχημα για μία ακόμη προσπάθεια αυτοβιογράφησης: «Κάθε φορά που ακούω το 2ο κοντσέρτο του Ραχμάνινοφ θυμάμαι τη μάνα μου, τους τελευταίους μήνες της ζωής της, να μιλά συγκινημένη για ένα λευκό φόρεμα που ονειρευόταν πάντα να φορέσει...».
Οπως στο προηγούμενο βιβλίο του Με γεμάτο στόμα ο συγγραφέας περιγράφοντας τις διατροφικές του συνήθειες ξετυλίγει με μαεστρία το κουβάρι της μνήμης για να επιστρέψει μέσω της γεύσης στην παιδική ηλικία, έτσι και τώρα η μελωδία γίνεται το όχημα της επιστροφής σ' αυτόν τον «χαμένο παράδεισο» που άνοιξε για μία μόνο φορά την ολόχρυση θύρα του. H τέρψη λοιπόν της ακοής από ένα κομμάτι του Βιβάλντι ή του Σκαλκώτα, του Λιστ ή του Μπραμς δίνει το έναυσμα για ένα ταξίδι προς το παρελθόν: «A, πόσα αποκαλύπτει αυτή η ατελής μουσική μνήμη. Οικεία πρόσωπα, φυσιογνωμίες, τόπους, έναστρες νύχτες, έρωτες, φιλίες, ρινίσματα φράσεων, μια λέξη ή ένα βλέμμα». Δεν ξέρω αν ο περιορισμένος χώρος μιας δημοσιογραφικής επιφυλλίδας ή η εμμονή του συγγραφέα στο ελάχιστο, στο μικρό και ακριβές βοήθησε τελικά να έχουμε στα χέρια μας αυτά τα σύντομα αφηγήματα που παραδίδουν μαθήματα ύφους σε πολλούς εκκολαπτόμενους πεζογράφους.
Σίγουρα πάντως βοήθησε να μας παραδώσει ίσως τα πιο καίρια πεζά που γράφτηκαν στη γλώσσα μας για τον άνθρωπο που «ακούει». Γιατί αν ξεχωρίζει ένας λογοτεχνικός ήρωας από αυτό το βιβλίο είναι ο αντίποδας του τηλεθεατή - ή του θεατή της ζωής γενικότερα -, ο επαρκής ακροατής, ο στοχαστής των ηχητικών βιωμάτων (όχι ο μουσικόφιλος). Μέσα από τις αράδες των «μουσικών» αφηγημάτων του Ευσταθιάδη παρακολουθούμε την οργανωμένη ζωή ενός συλλέκτη ήχων, τις εμπειρίες ενός «έγκλειστου» ακροατή, που πλούσιος πια από τους εξαίσιους ήχους που έτερψαν την ακοή του βλέπει με τρόμο πως πλησιάζει η στιγμή που τίποτα καινούργιο δεν θα ακούσει παρά μόνο τον οξύ θρίαμβο της μηχανής του χρόνου. Και τότε απεγνωσμένα λαχταρά να ξανανοίξει το ξύλινο μουσικό κουτί που κάποτε συντρόφευε τις παιδικές αισθήσεις του και να συμμαχήσει με τις νότες εναντίον του θανάτου. Γι' αυτή τη μαγική κίνηση ο εκλεκτικός «συλλέκτης ήχων» Γιάννης Ευσταθιάδης κάθεται και γράφει.
Νίκος Δαββέτας (συγγραφέας)
ΤΟ ΒΗΜΑ, 08-06-2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις