0
Your Καλαθι
Οι τυχοδιώκτες
Μυθιστόρημα
Περιγραφή
Μιά παλιά ληστεία, μιά ξεχασμένη ιστορία που ως τώρα ερχόταν στην επιφάνεια μόνο μέσα από μπερδεμένα λόγια και υπαινικτικές ματιές και υπαινικτικές ματιές. Και να που ύστερα από είκοσι τρία χρόνια εμφανίζεται ο αρχηγός και καλεί σε συνάντηση τη συμμορία. Ξεκαθάρισμα λογαριασμών; Ή μιά καινούργια ληστεία στα σκαριά;
Ο αρχηγός; Υπήρξε τότε αρχηγός;
Και η συμμορία; Ποιά συμμορία;
Είχε γίνει τελικά η ληστεία;
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το μυστικό μιας παλιάς ληστείας δένει τους τέσσερις ληστές που την οργάνωσαν. Και ύστερα από 23 χρόνια η ακρίβεια είναι ουσιαστική καλούνται να συναντηθούν σε μια βίλα στο Σούνιο. Τρέχουν όλοι σαν στρατιωτάκια, ακόμη και από μακρινά σημεία της γης, χωρίς να ξέρουν ποιος τους καλεί και γιατί. Δεν έχουμε κανέναν λόγο να αποφύγουμε την παγίδα που με περίσσια τέχνη στήνει η συγγραφέας. Ο περιττός αριθμός 23 και τα κοινά, δισύλλαβα ονόματα Αρης, Πέτρος, Ντίνος, Νίκη δίνουν ρεαλιστική υφή στην αφήγησή της. Καθώς όμως στο πέμπτο κεφάλαιο εμφανίζεται απροσδόκητα ένα ακόμη το πέμπτο μέλος της ομάδας και κάποιος (ίσως ο Αρης, αυτός που αναφέρεται πρώτος στο μυθιστόρημα) τον αποκαλεί «αρχηγό», ο μύθος του έργου και ο μύθος στον οποίο βασίζονται οι τέσσερις «ληστές» για να μετέχουν στον φόβο αλλά και στην αίγλη αρχίζουν να καταρρέουν. Υπήρξε λοιπόν συμμορία με αρχηγό, παρ' ότι κανείς δεν φαινόταν να το έχει αντιληφθεί; Εγινε τελικά ποτέ έστω και κάποια υποτυπώδης απόπειρα ληστείας; Και αν όχι, γιατί κρύβονταν οι «ένοχοι»; Και αυτό το ασήμαντο ανθρωπάκι που ήρθε να ταρακουνήσει τους ούτε κατά φαντασίαν τυχοδιώκτες γιατί κάθεται διαρκώς στο σαλόνι, κρυμμένο πίσω από μια εφημερίδα;
Το νέο μυθιστόρημα της Νένης Ευθυμιάδη μάς παγιδεύει στις σελίδες του προτού ακόμη το ανοίξουμε το εξώφυλλο αιφνιδιάζει με το αλλόκοτο σχέδιο του πιστολιού επάνω στο οποίο είναι τυπωμένος ο τίτλος και τολμά μια καταγγελία που υπερθεματίζει αυτό το οποίο υπαινίσσεται το βιβλίο: ότι δηλαδή φταίει μόνο το σύστημα. Αυτοί εδώ οι τυχοδιώκτες είναι ανίκανοι για την πιο απλή κίνηση και η οποιαδήποτε ονειροπόλησή τους σύντομα καταχωρείται στις αναμνήσεις τους ως κάτι τετελεσμένο στο παρελθόν τους, το οποίο περικλείει έτσι μια νύξη ηρωισμού.
Οι χαρακτήρες των ηρώων μάς θυμίζουν το μυθιστόρημα που έδωσε στη Νίκη η αδελφή της: «Τα πρόσωπα εμφανίζονταν με τη σειρά σαν να είχαν νούμερα στα πλευρά». Ο υπεύθυνος για την αφήγηση αλλάζει σε κάθε κεφάλαιο, ενώ οι πέντε αφηγητές (οι ληστές και ο μάγειρας) περιμένουν τη σειρά τους. Μόλις η σειρά ολοκληρωθεί ξαναρχίζουν πάλι από την αρχή. Τα κεφάλαια μένουν 39 παρά ένα τεσσαράκοντα αν και το βιβλίο μιλάει για την «αίγλη των στρογγυλών αριθμών» γιατί το πρόσωπο που έχει σειρά να μιλήσει, και που επιπλέον εκείνη την ημέρα γιορτάζει τα 39α γενέθλιά του, αυτοκτονεί. Τα κεφάλαια-στρατιωτάκια διαφοροποιούνται και ως προς τον τρόπο της αφήγησης το πρώτο πρόσωπο εναλλάσσεται με το τρίτο. Στο 35ο κεφάλαιο, ενώ ο μάγειρας παίρνει σειρά να μιλήσει σε πρώτο πρόσωπο, όλα ανατρέπονται. Η αλληλοδιαδοχή πρωτοπρόσωπης και τριτοπρόσωπης αφήγησης αντιστρέφεται και ξέρουμε σίγουρα πλέον ότι κάτι μαγειρεύεται.
Το μυθιστόρημα Οι τυχοδιώκτες θα μπορούσε να διαβαστεί ως συνέχεια του άλλου μυθιστορήματος της Ευθυμιάδη, Οι πολίτες της σιωπής (εκδόσεις Καστανιώτη). Σε αυτό, τον ρόλο των τεσσάρων ληστών κρατούν τέσσερις τρομοκράτες. Η οπτική γωνία αλλάζει σε κάθε κεφάλαιο και όλη η δράση συντελείται πιθανότατα μόνο στον χώρο της ονειροπόλησης. Η αστυνομία αποκαλεί τους τέσσερις «ειρηνικούς πολίτες». Πρόκειται λοιπόν για φιλήσυχα, συντηρητικά άτομα; Ο μόνος που έχει κάνει φυλακή ανήκε «σε μια σπάνια περίπτωση συνωνυμίας» που όμως ο ίδιος δεν φαίνεται να συνειδητοποιεί και καυχιέται στους αστυνομικούς για το «εγκληματικό» παρελθόν του.
Ωστόσο, Οι τυχοδιώκτες δεν αφήνουν στο τέλος ποικίλες εκδοχές να αιωρούνται αλλά αντικρούουν και ερμηνεύουν το προηγούμενο. Τυχοδιώκτες είναι οι σιωπηροί πολίτες, οι εν δυνάμει ονειροπόλοι, οι οποίοι όμως δεν ονειρεύονται γιατί δεν μπορούν να εισχωρήσουν στο όνειρο. Η κοινωνική διάσταση που υπέβοσκε στο προηγούμενο μυθιστόρημα εδώ αποκτά σάρκα και οστά. Ο Ναός του Σουνίου στέκεται σαν ανελέητο σύμβολο επάνω από τα κεφάλια μας. Τον έχτισαν «άνθρωποι αγέρωχοι ή απλώς άλλης εποχής», σε αντίθεση με τον Πέτρο και τη Νίκη που ένιωθαν «στρατιωτάκια στη γραμμή».
Το βιβλίο διαβάζεται με μια ανάσα, ο λόγος ρέει και μας παρασύρει. Σημαντικό ρόλο παίζει το εύρημα του ελευθέρου πλαγίου λόγου, ο οποίος χρησιμοποιείται με ιδιαίτερη πρωτοτυπία. Καθώς το «εγώ» συγκροτείται από δύο ή και περισσότερες φωνές, έχουμε διπλό ελεύθερο πλάγιο λόγο. Στο κεφάλαιο-κλειδί Νο 35, για παράδειγμα, κάτω από τη φωνή του αφηγητή, ακούγεται η φωνή του ομιλητή, η οποία περνάει μέσα από εκείνη του αναγνώστη για να υλοποιηθεί: «Θα τον ξεφορτωνόταν, επιτέλους; Γιατί κολλούσε επάνω του σαν στρείδι; Γιατί δεν πήγαινε να κρεμαστεί;». Με αφορμή μια προτροπή, σε μεταφορικό φυσικά λόγο, σε λίγο κάποιος αυτοκτονεί. Ο αστυνομικός θα επαναλάβει μονότονα: «Του είπα να πάει να κρεμαστεί και το έκανε ο βλαμμένος». Και βεβαίως θα ήταν πιο εύκολο να πνιγεί καθώς βρισκόταν μπροστά στη θάλασσα.
Ο ελεύθερος πλάγιος λόγος γίνεται ο λόγος της φαντασίωσης, με επίκεντρο το «εγώ». Ο Αρης διχάζεται και ρωτάει τον εαυτό του: «Με αγαπούσε τρελά, το καταλάβαινα;». Είναι τα λόγια που περιμένει να ακούσει από τη γυναίκα του. Εδώ επιτελείται μια ιδεολογική παρέμβαση του λόγου τού «εγώ» στον λόγο του άλλου. Οι ήρωες και μαζί τους ο αναγνώστης αναρωτιούνται μήπως όλοι τελικώς παίζουν θέατρο. «Ισως είναι ηθοποιοί σε πρόβες οι εργοδότες μου» θα σκεφθεί σε δυο διαφορετικές στιγμές ο μάγειρας για να δώσει την οριστική απάντηση αργότερα, σε ελεύθερο πλάγιο λόγο, κλασικό αυτή τη φορά: «Οχι, δεν ήταν ηθοποιοί οι εργοδότες του». Η συγγραφέας παίζει συνεχώς μαζί μας. Απευθύνεται σε δημιουργικούς αναγνώστες που υφαίνουν και ξηλώνουν μαζί της την πλοκή του έργου.
Για να γίνουν οι ήρωές της κομμάτι αναπόσπαστο της ζωής, η Νένη Ευθυμιάδη τούς πλάθει σκοπίμως με τέτοιον τρόπο ώστε να δίνουν την εντύπωση ότι ζουν και κινούνται στους αντίποδες των λογοτεχνικών προσώπων. Η λογοτεχνία ανατρέπει και συναρπάζει, ενώ η ζωή δημιουργεί μολυβένια στρατιωτάκια. Στο τελευταίο κεφάλαιο, όταν ακούγεται ο «πλαστικός κρότος» του πιστολιού, ξαναγυρίζουμε στην εικόνα του εξωφύλλου και όλα πλέον ανατρέπονται οριστικώς και αμετακλήτως.
Ζωή Σαμαρά
ΤΟ ΒΗΜΑ, 03-12-2000
ΚΡΙΤΙΚΗ
Είκοσι επτά χρόνια μετά την πρώτη της εμφάνιση (Εσύ κι εγώ μοιάζουμε πολύ, «Δωρικός» 1973) και με εννιά μυθιστορήματα στο ενεργητικό της, η Νένη Ευθυμιάδη έχει πλέον διαμορφώσει ένα ευκρινές πρόσωπο μέσα στη μεταπολιτευτική πεζογραφία. Ιστορίες πρωτότυπες και απρόβλεπτες, πλοκή ευρηματική, δομημένη με φροντίδα και προσοχή, γραφή ρεαλιστική, χωρίς πλεονάζον συναίσθημα ή λυρισμό, οπτική κυνική και υπόγεια ειρωνική, άρα ανατρεπτική. Ενα φλερτ με εξωσυμβατικές και εξωθεσμικές όψεις της κοινωνίας, προσφέρει στα περισσότερα μυθιστορήματά της το προσωπικό ιδεολογικό της στίγμα, σπάνιο στα νεοελληνικά λογοτεχνικά ήθη ακόμη και της μεταπολιτευτικής εικοσιπενταετίας. Το ιδιαίτερο στην Ευθυμιάδη είναι πως αυτό ακριβώς το ιδεολογικό στίγμα δεν είναι πρόσκαιρο ή προς χάριν μιας συγκεκριμένης πλοκής, όπως έχει κατά καιρούς συμβεί σε ορισμένους μεταπολιτευτικούς πεζογράφους, όπως για παράδειγμα στον Δημήτρη Νόλλα ή στον Πέτρο Τατσόπουλο ή στον Δημοσθένη Κούρτοβικ, αλλά επανέρχεται σταθερά στα περισσότερα από τα μυθιστορήματά της.
Αυτό συμβαίνει και στο τελευταίο της μυθιστόρημα Οι τυχοδιώκτες. Ο ίδιος ο τίτλος προϊδεάζει και ενεργοποιεί τον φιλοπερίεργο αναγνώστη.
Το εξώφυλλο με την αχνή φιγούρα ενός πιστολιού -σαν να μετεωρίζεται ανάμεσα στην πραγματικότητα και την ψευδαίσθηση- ενισχύει τη διάθεσή του να συναντηθεί με αυτούς που η συγγραφέας ονομάζει τυχοδιώκτες. Σύμφωνα με την κοινή αντίληψη -που αποτυπώνεται και στα ετυμολογικά λεξικά- ο τυχοδιώκτης είναι αυτός που χρησιμοποιεί ανήθικα μέσα για να επιτύχει το σκοπό του και όχι αυτός που με τις πράξεις του διώχνει την τύχη του. Εκτός κι αν τα «ανήθικα μέσα», πάντα κατά την κοινή λογική, γίνονται τελικά μπούμερανγκ και τον καταστρέφουν. Η Ευθυμιάδη δεν φαίνεται να υιοθετεί τον ορισμό της κοινής λογικής και των λεξικών της, δηλαδή των θεσμοθετημένων γλωσικά κανόνων της. Εκφράζει μια τρίτη άποψη, που βρίσκεται πιο κοντά στη νεορομαντική ριζοσπαστική αντίληψη περί εξωθεσμικών πράξεων, που αναπτύχθηκε και έθαλλε, θεωρητικά και πρακτικά, τη δεκαετία του '70, κυρίως στη Γερμανία και την Ιταλία [αλλά και στην Ελλάδα]. Ο τυχοδιώκτης, για τη συγγραφέα, είναι αυτός που, γενικότερα, έχει την τάση να εκτρέπεται από τον κανόνα και την τάξη που επιβάλλει η κοινωνία, μέσω των θεσμών της στα μέλη της. Κοινό στοιχείο, το οποίο διαπερνάει όλους τους εξωθεσμικούς της ήρωες, και αυτούς των προηγούμενων μυθιστορημάτων της, και τους τέσσερις τυχοδιώκτες της, είναι η αποφυγή της ένταξης, άρα και της αντιμετώπισης της ρουτίνας, της μετριότητας, της φθοράς, των γηρατειών και του θανάτου. Μια εξωθεσμική ζωή, με όποιες συνέπειες αυτή συνεπάγεται, προσφέρει ένα συνεχές σασπένς, δημιουργεί μια ακατάπαυστη εγρήγορση, κάθε στιγμή της είναι ανεπανάληπτη και δεν αφήνει τίποτε να λιμνάσει, κερδίζει δηλαδή μια αέναη νεότητα. Χώρια που αυτοηρωοποιείται, με το να έρχεται συνεχώς αντιμέτωπη με τον Κανόνα και την Επιβολή του.
Ληστεία ή ένα νεανικό όνειρο;
Η νεότητα, και μια παλιά ληστεία που τη σημάδεψε, συνδέει αυτούς που η συγγραφέας ονομάζει τυχοδιώκτες. Τον Πέτερ ή Πέτρο, τον Ντίνο, τον Αρη και τη Νίκη. Από τότε έχουν περάσει είκοσι τρία χρόνια. Η πρώτη νιότη έχει παρέλθει -βιολογικά τουλάχιστον- και η μόνη που επιμένει ακόμη να μην εντάσσεται -με σημάδια όμως κόπωσης και προβληματισμού πλέον- είναι η Νίκη. Οι άλλοι τρεις αντίθετα έχουν αποδεχτεί πλήρως τους κανόνες του «συστήματος».
Ο πρώτος, μετά τη ληστεία, παίρνει άρον άρον των ομματιών του και βρίσκεται σε μια μικρή, παντελώς άγνωστη και άσημη γερμανική πόλη, επιτυχημένος ιδιοκτήτης καθαριστηρίου.
Τον δεύτερο, αντί της ένδοξης ληστείας, τον ρίχνει στη φυλακή μια διαβολική συνωνυμία μ' έναν πλαστογράφο κι όταν αποφυλακίζεται, με τα χρήματα που του δίνει ένας βαρυποινίτης, εγκαταλείπει με τη σειρά του την Ελλάδα και εγκαθίσταται στην Αυστραλία, όπου γίνεται συνιδιοκτήτης νυχτερινού κέντρου με... ανδρικό στριπτίζ. Ο τρίτος, ο πιο μαζεμένος και καθώς πρέπει, μένει στην Αθήνα και ακολουθεί ακαδημαϊκή καριέρα. Φιλήσυχοι πολίτες λοιπόν οι τρεις και στο ενδιάμεσο η τέταρτη της παλιάς ομάδας, προσκαλούνται - η συγγραφέας δεν αποκαλύπτει στην αρχή από ποιον - να συναντηθούν και πάλι στην Αθήνα, σε κάποια παραθαλάσσια βίλα στο Σούνιο ίσως για να κλείσουν κάποιοι ανεξόφλητοι λογαριασμοί, ίσως ν' ανοίξουν κάποιοι άλλοι, ίσως... Πάνω σ' αυτό το ίσως η Νένη Ευθυμιάδη στηρίζει το καινούργιο της μυθιστόρημα. Στο παιχνίδι δηλαδή των πιθανοτήτων. Ενα παιχνίδι ανάμεσα στην πραγματικότητα και στην ψευδαίσθηση. Εγινε, λοιπόν, η παλιά νεανική ληστεία ή ήταν μια φαντασίωση μιας νεανικής ομάδας στο όνομα της «αντίστασης» κατά του «συστήματος»; Ποιο είναι το περίεργο πέμπτο μέλος της ομάδας το οποίο τους προσκαλεί στην Αθήνα και που ούτε το πραγματικό του όνομα δεν θυμούνται οι άλλοι τέσσερις ούτε τα χαρακτηριστικά του προσώπου του δεν έχουν συγκρατήσει; Και γιατί τον ονομάζουν Αρχηγό; Επειδή πραγματικά τον θεωρούν ως τέτοιο ή γιατί έχουν τελικά ανάγκη, ως φιλήσυχοι πολίτες που είναι πια, από έναν Αρχηγό; 'Η μήπως και αυτός είναι μια ακόμη φαντασίωσή τους;
Χρησιμοποιώντας με μεγάλη μαστοριά η συγγραφέας τη ζευγαρωτή εναλλαγή της πρωτοπρόσωπης με την τριτοπρόσωπη αφήγηση, καθώς και την ύπαρξη διπλών φωνών σε κάποια κεφάλαια, δημιουργεί μιαν ατμόσφαιρα κινούμενης άμμου που επιτείνει το σασπένς καθώς η κάθε φωνή παρουσιάζει τη δική της εκδοχή για τα τεκταινόμενα. Κι ενώ οι βασικοί ήρωες ζουν μέσα σ' αυτό τα παιχνίδι των πιθανοτήτων που συνεχώς εντείνεται, υπάρχει ένας που βιώνει στο ακέραιο τη δική του τραγική πραγματικότητα, τη μόνη αληθοφανή μέσα στο μυθιστόρημα.
Ο 39χρονος μάγειρας που προσλαμβάνεται για ένα μήνα και με σκληρούς όρους εργασίας, και που τελικά, κάτω από το βάρος μιας σειράς δυσβάσταχτων, γι' αυτόν, συγκυριών, αυτοκτονεί. Και οι τυχοδιώκτες; Τι μένει από αυτούς, όταν ξεφουσκώνουν και οι εκδοχές που τους προτείνει ο... Αρχηγός; Μήπως ό,τι τους προσάπτουν οι μπάτσοι, όταν έρχονται -όχι γι' αυτούς- αλλά για την αυτοκτονία του μάγειρα; «Οσο για σας, είσαστε πολίτες ειρηνικοί, ποτέ δε θα παραβαίνατε τους νόμους». 'Η το ότι, τώρα θρηνούσαν για τη χαμένη νεότητα πραγματικά; Η Ευθυμιάδη αφήνει όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά.
Ακόμη και τη δυνατότητα να ονειρεύονται, τουλάχιστον η ατίθαση Νίκη, μια νέα μελλοντική ληστεία. 'Η και να μιλούν γι' αυτήν, αφού σε τελευταία ανάλυση ο λόγος δεν είναι φόνος. 'Η γιατί, το πιθανότερο, πίσω από κάθε συντηρητικό κρύβεται ένας ναρκωμένος τυχοδιώκτης. Ενα απολαυστικό μυθιστόρημα που διαβάζεται με αμείωτο ενδιαφέρον μέχρι την τελευταία σελίδα.
ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 05/01/2001
Κριτικές
01/08/2011, 10:33