Τζακ ο Αντεροβγάλτης. Γράμματα από την κόλαση
35%
Περιγραφή
Το παρόν βιβλίο εξετάζει το σύνολο των επιστολών που σχετίζονται με τους φόνους και οι οποίες υποτίθεται ότι είχαν σταλεί από τον ίδιο το δολοφόνο. Οι επιστολές σήμερα φυλάσσονται στα αρχεία της Μητροπολιτικής Αστυνομίας και στα έγγραφα της Αστυνομίας Πόλεως Λονδίνου.
Σύμφωνα με του συγγραφείς, η μεταγραφή και, σε κάποιες περιπτώσεις, οι έγχρωμες φωτογραφικές αναπαραγωγές των εν λόγω τεκμηρίων, συνιστούν το μοναδικό τρόπο με τον οποίο οι αναγνώστες μπορούν να κατανοήσουν τον αντίκτυπο της αλληλογραφίας στην υπόθεση. Επιπλέον, οι επιστολές δεν αποκαλύπτουν απλώς τον τρόπο σκέψης εκείνου του καιρού, αλλά και τη βαθιά επίδραση που άσκησαν οι φόνοι σε μερίδα του κοινού και του Τύπου της βικτωριανής περιόδου.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
Κριτική:
Το αποτύπωμα του Αντεροβγάλτη
Οι επιστολές που έστειλε στην αστυνομία ο φοβερός δολοφόνος ιεροδούλων, ο οποίος βύθισε στον τρόμο το Λονδίνο του 19ου αιώνα
«Αγαπητέ προϊστάμενε,
Συνέχεια ακούω ότι μ' έπιασε η αστυνομία, θ' αργήσουν όμως να με κανονίσουν. Γελάω όταν καμώνονται τόσο πολύ τους έξυπνους και λένε ότι βρίσκονται στο σωστό δρόμο. Τα 'χω βάλει με τις πόρνες και δε θα σταματήσω να τις σφάζω μέχρι να με τσακώσουν. Σπουδαία δουλειά η τελευταία. Η κυρία δεν πρόλαβε καν να τσιρίξει. Αντε να με πιάσουν τώρα. Η δουλειά μου μ' αρέσει και θέλω να ξαναρχίσω. Σύντομα θ' ακούσετε για μένα και τα παράξενα παιχνιδάκια μου. Το μαχαίρι μου είναι τόσο καλό και κοφτερό που θέλω να ξαναπιάσω αμέσως δουλειά αν βρω ευκαιρία. Καλή τύχη, με εκτίμηση, Τζακ ο Αντεροβγάλτης».
Με αυτή την επιστολή της 27ης Σεπτεμβρίου 1888 το παρωνύμιο «Τζακ ο Αντεροβγάλτης» συνδέθηκε για πρώτη φορά με μια σειρά αποτρόπαιους φόνους που διαπράχθηκαν στο Γουαϊτσάπελ του Λονδίνου την προτελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα, με θύματα ιερόδουλες της περιοχής και εξασφάλισαν στον συντάκτη του την πιο περίοπτη θέση στη χορεία των κατά συρροήν δολοφόνων. Η ιστορία αρχίζει στις 3 Απριλίου 1888, όταν μια πόρνη ονόματι Εμμα Σμιθ δέχεται επίθεση σε δρόμο του Γουαϊτσάπελ από σπείρα τριών κακοποιών, που αφού την τραυματίσουν βαριά με αμβλύστομο όργανο χάνονται στο σκοτάδι. Η κοπέλα θα πεθάνει την επομένη από περιτονίτιδα. Στις 17 Αυγούστου το πτώμα μιας δεύτερης πόρνης βρίσκεται στο πλατύσκαλο ενός κτιρίου λαϊκών κατοικιών στην ίδια περιοχή. Η αστυνομία μετρά στο σώμα της 39 μαχαιριές. Οταν μια τρίτη πόρνη βρίσκεται δολοφονημένη με μαχαίρι στις 31 Αυγούστου, το Λονδίνο αρχίζει να ζει τον εφιάλτη ενός σαδιστή δράκου που σκοτώνει με μόνο σκοπό την απόλαυση. Ακολουθεί ακόμη μία πόρνη στις 8 Σεπτεμβρίου. Ο λαιμός της είναι κομμένος πέρα για πέρα και η άμοιρη γυναίκα έχει ξεκοιλιαστεί με μοναδική αγριότητα. Η νεκροψία φέρνει στο φως αποτροπιαστικές λεπτομέρειες: από την Αννι Τσάπμαν (αυτό ήταν το όνομα της τέταρτης δολοφονημένης) είχαν αφαιρεθεί η μήτρα και μέρος της ουροδόχου κύστεως και του κόλπου. Η αστυνομία βρίσκεται στο σκοτάδι, αλλά από κάποιες μαρτυρίες που έδωσαν οι πόρνες του Ιστ Εντ προέκυψε το όνομα ενός υπόπτου που είχε το παρωνύμιο «Πέτσινη ποδιά». Ενας εβραίος παπουτσής κατηγορήθηκε από τον Τύπο ως ο αιμοσταγής δράκος, η ανάκριση όμως έδειξε ότι ήταν άσχετος με τους φόνους.
Ενα από τα πλέον χαρακτηριστικά γράμματα του «Αντεροβγάλτη». Ταχυδρομήθηκε από το Μπέρμιγχαμ και φέρει ημερομηνία 9 Οκτωβρίου 1888
Οι εφημερίδες ανασκουμπώθηκαν να ερευνήσουν την υπόθεση και πολλοί αυτόκλητοι ντετέκτιβ άρχισαν να ξετυλίγουν τα νήματα της φρικιαστικής υπόθεσης. Ωσπου ο αυτοαποκαλούμενος Τζακ ο Αντεροβγάλτης έσπασε τη σιωπή του στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1888, ρίχνοντας άλλη μία φορά το γάντι στη λονδρέζικη αστυνομία, την οποία ο κόσμος κατηγορούσε πλέον ανοιχτά για ανικανότητα και ανευθυνότητα ολκής. Ακολούθησαν τέσσερις ακόμη φόνοι και μερικά ακόμη γράμματα, τα οποία αποδόθηκαν στον μυστηριώδη δολοφόνο του Γουαϊτσάπελ. Ανάμεσά τους και κάποια έμμετρα, στιχουργήματα της στιγμής, που επίσης γράφτηκαν για να λοιδορήσουν την αστυνομία, αν και ανάμεσά τους κάποια αποδείχτηκαν πλαστά. Να δύο από αυτά: «Τον είδατε το διάβολο / με μικροσκόπιο και νυστέρι / κοιτάζει ένα νεφρό / με τη διάφανη πλάκα σηκωμένη». Και: «Δεν είμαι χασάπης, δεν είμαι Οβριός, / ούτε και ξένος στρατηλάτης, / μα είμ' ο ξένοιαστός σου κολλητός, / με τιμή, Τζακ ο Αντεροβγάλτης». Είναι σαφές ότι ο εμπνευστής αυτών των στιχουργημάτων βρισκόταν σε εξαιρετική ευφορία όταν τα έγραφε και διασκέδαζε μοναδικά. Ισως μάλιστα να είχε πιει και κάνα δυο ποτηράκια.
Οπως και να 'χει, ποτέ κανένας δεν κάθησε στο εδώλιο του κατηγορουμένου για τους φόνους των ιεροδούλων του Γουαϊτσάπελ, αν και πολλά ονόματα έπεσαν στο τραπέζι της αστυνομίας, προϊόντα κυρίως των ερευνών ευφάνταστων ντετέκτιβ ή καταγγελιών φιλύποπτων γειτόνων και νομοταγών πολιτών. Οι επιστολές του Αντεροβγάλτη (αυθεντικές ή χαλκευμένες, καθώς επανειλημμένως έχουν εκφρασθεί σοβαρές επιφυλάξεις ότι τις έγραψε ο αληθινός δολοφόνος) φυλάσσονται από τη Μητροπολιτική Αστυνομία και την Αστυνομία Πόλεως Λονδίνου και μελετώνται κάθε τόσο από ειδικούς. Ποιος ξέρει, ίσως κάποιο προικισμένο μυαλό τις συσχετίσει στο μέλλον με τέτοιον τρόπο, ώστε σε μια έκλαμψη της στιγμής να εντοπίσει τον παρανοϊκό δολοφόνο. Αν και το πιο πιθανό είναι η αλήθεια γύρω από τους φόνους και τις επιστολές να μείνει για πάντα θαμμένη μέσα στους γκροτέσκους κομπασμούς του ημιπαράφρονα εμπνευστή τους.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ , Το ΒΗΜΑ, 05/08/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις