0
Your Καλαθι
Το σβήσιμο
Περιγραφή
Ο Θελόνιους «Μονκ» Έλισον είναι ένας διακεκριμένος αφροαμερικανός συγγραφέας και πανεπιστημιακός που το τελευταίο βιβλίο του έχει απορριφθεί από επτά εκδότες. Αυτό πλήττει καίρια τον εγωισμό του, αφού όλα τα προηγούμενα βιβλία του είχαν τύχει της «ενθουσιώδους αποδοχής των κριτικών». Οι εκδότες όμως, τώρα πια, βρίσκουν πως ο Έλισον δεν γράφει καθόλου σαν μαύρος...
Ο Έλισον θυμώνει ακόμα περισσότερο όταν βλέπει την ιλιγγιώδη επιτυχία του πρώτου μυθιστορήματος μιας μαύρης συγγραφέως που, ως τυπικό δείγμα της «πολιτικά ορθής» αφροαμερικανικής λογοτεχνίας, προσλαμβάνει διαστάσεις εθνικού φαινομένου.
Εξοργισμένος και απελπισμένος, ο Έλισον κάθεται και γράφει, με ψευδώνυμο, μια παρωδία αυτού του μπεστ-σέλερ. Δε σκοπεύει να την εκδώσει, πόσο μάλλον να την πάρει σοβαρά? να, όμως, που το βιβλίο όχι μόνο εκδίδεται, αλλά και δεν αργεί να γίνει το Καινούργιο Λογοτεχνικό Φαινόμενο και να κερδίσει το πιο σημαντικό βραβείο της χώρας. Σε μια διαδοχή αστείων, συγκινητικών και δηκτικών επεισοδίων, παρακολουθούμε το πώς ο Έλισον τα βγάζει πέρα με όλα αυτά.
Το σβήσιμο, μυθιστόρημα ιδεών αυτοσαρκαστικό, ειρωνικό και συνάμα λυρικό, είναι από τα πιο οξυδερκή βιβλία για τον εκδοτικό κόσμο, τη λογοτεχνική θεωρία και κριτική, το μηχανισμό των μπεστ-σέλερ, τα μίντια, τη φυλετική ταυτότητα, τον ρατσισμό αλλά και για το «πολιτικά ορθόν» που τόσα δεινά έχει επιφέρει στην πνευματική ζωή των ΗΠΑ.
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
ΚΡΙΤΙΚΗ
«Γάμησέ τα!». Ορίστε η λακωνικότατη απάντηση ενός ποικιλοτρόπως παρεμποδισμένου συγγραφέα. Η συγγραφή συνιστά μια επίπονη άσκηση που διογκώνει και αναπαράγει ανασφάλειες, μια επώδυνη διαδικασία που δοκιμάζει τις ψυχικές αντοχές, τα όρια της τολμηρότητας και του θάρρους, την ανθεκτικότητα των νευρικών χορδών. Ο Αμερικανός συγγραφέας Πέρσιβαλ Εβερετ διά στόματος του ομότεχνου ήρωά του μιλάει για τα εξοντωτικά άγχη της δουλειάς του, προσθέτοντας σ' αυτά το βάρος της καταγωγής και ακριβέστερα, τους κοινούς τόπους της μαύρης φυλής. Ποιος ή τι καθορίζει το δείκτη αυθεντικότητας ενός λογοτεχνικού έργου και κατά πόσο το συγκεκριμένο κριτήριο διασφαλίζει την καλλιτεχνική αξία του έργου; Τα βιβλία πρέπει να ανταποκρίνονται σε κατασταλαγμένες προσδοκίες και στις καταπιεστικές εμμονές τόσο της εκδοτικής αγοράς όσο και του αναγνωστικού κοινού; Η εμπορική ή η ποιοτική γραφή εναπόκεινται στη βούληση και απόφαση του δημιουργού ή συγκροτούν εκ των υστέρων συμπεράσματα; Ο συγγραφέας οφείλει να αντιπαλεύει προσωπικούς σκοπέλους και να ατενίζει αποκλειστικά δικές του φιλοδοξίες ή παράλληλα υποχρεώνεται να υπολογίζει αυτούς στους οποίους θα επικοινωνήσει και θα πουλήσει το προϊόν του; Ως προς το τελευταίο ερώτημα, καθόλου παράταιρη η ορολογία του μάρκετινγκ όταν ο λόγος περί λογοτεχνίας και γενικότερα περί δημιουργίας τέχνης. Το αποδεικνύει άλλωστε η οξύτατη σάτιρα του Εβερετ, μέσα από την οποία ο συγγραφέας προβάλλει σαν θύμα βομβαρδισμού από ετερόκλιτους, αλληλοαναιρούμενους παράγοντες.
Εξευγενισμένος ρατσισμός
Σε πρώτο πρόσωπο ο ήρωας του Εβερετ, με το εντυπωτικό όνομα Θελόνιους «Μονκ» Ελισον (άραγε συμπτωματική η συνωνυμία με τον Θελόνιους Μονκ, 1917-1982, εξέχοντα Αμερικανό πιανίστα της τζαζ, της επονομαζόμενης και μαύρης μουσικής;) μας ξεναγεί στον προσωπικό του κόσμο, χαράσσει τις συνισταμένες του βιοτικού του πλαισίου και εξελικτικά μας συστήνει τους ποικιλόμορφους δαίμονες που τον κατατρύχουν. Επιδερμικό το σοβαρότερο πρόβλημά του. Γι' άλλους ελλιπώς μαύρος, για κάποιους άλλους υπερβολικά μαύρος. Συν το ότι είναι ανεπίδεκτος στα «μαύρα πεδία» θριάμβου, στο χορό και το μπάσκετ, και δεν μιλάει τη συνωμοτική ιδιόλεκτο των «αδερφών» του. Πανεπιστημιακός, απαιτητικός, δύστροπος μυθιστοριογράφος, προσανατολισμένος σε δυσνόητες διασκευές ελληνικών τραγωδιών και δοκιμιογράφος προσηλωμένος στη θεωρία και τις εναλλακτικές εφαρμογές του μεταμοντερνισμού και σε γλωσσολογικά ζητήματα, ο Μονκ αποσπά τη συγκατάνευση των κριτικών ως προς τα έργα του, αλλά εισπράττει και την αμηχανία τους ως προς την ασυμβίβαστη με τη θεματολογία του απόχρωση του δέρματός του. Ο ρατσισμός καλά κρατεί, έστω κι αν οι μικρόνοες και κοντόθωρες διακρίσεις καλύπτονται από εκλεπτυσμένες μορφές. Ο σημερινός μαύρος, μολονότι απαλλαγμένος από το ηλίθιο καθήκον να καταθέτει διαρκώς υπέρογκες αποδείξεις της αξίας του, απειλείται -το υποδεικνύει με καυστικότητα ο Εβερετ- με «σβήσιμο» αν δεν αποδεχθεί τη συγκαλυμμένη έστω περιθωριοποίησή του. Ο διανοούμενος οφείλει να συμβαδίσει με φυλετικά και ρατσιστικά στερεότυπα για να τύχει της ένταξής του και της σωτήριας εντέλει φιλοξενίας του σε μια υποκατηγορία, σ' αυτή των αφροαμερικανικών σπουδών, επί του προκειμένου. Γι' αυτό ο Μονκ, ο οποίος, ανεξαρτήτως φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών, κινείται από πεποίθηση στην ελιτίστικη γραμμή του μοντερνισμού, «σβήνεται» από τα βιβλιοπωλεία. Με απλά λόγια, αυτό που γράφει δεν είναι αυτό που πουλάει. Βέβαια, το «σβήσιμο» στο βιβλίο ενέχει και την έννοια της αναδημιουργίας, της υπονόμευσης των συμβάσεων, ώστε να αναγεννηθεί, να αναδιατυπωθεί μια νέα φόρμα. Αλλά και «σβήσιμο» για να ξαναγραφεί το ίδιο, από άλλη όμως σκοπιά, όπως ένα φαιδρό μπεστ σέλερ, δρομολογεί την απελπισμένη λογοτεχνική μετάλλαξη του Μονκ.
Δύο βασικά μέτωπα διασταυρώνονται στην αφήγηση. Η απορύθμιση του οικογενειακού μικρόκοσμου, αφ' ενός, και η δημιουργική κρίση, αφ' ετέρου. Τα δύο επίπεδα αυτοπραγμάτωσης του ήρωα διαλέγονται μεταξύ τους. Το χάος και την αποδιοργάνωση του μεσοαστικού ασύλου εξισορροπούν οι καλλιτεχνικές έγνοιες. Ο Εβερετ πολύ προσεκτικά υφαίνει την αποκαρδιωτική, εκτεταμένη αποξένωση που περιζώνει τον πρωταγωνιστή· αποξένωση στην οποία σκοντάφτει είτε στη συναναστροφή του με τους οικείους του είτε στην παραγνωρισμένη συγγραφική του δραστηριότητα. Η αλιεία της πέστροφας και η ερασιτεχνική ξυλουργική (για αμφότερες τις ενασχολήσεις παρέχονται κατατοπιστικές οδηγίες) συνιστούν τα αντικαταθλιπτικά του.
Οταν η απόγνωση φτάνει στο απροχώρητο το βιβλίο διακόπτεται απότομα για να υποδεχθεί ένα άλλο βιβλίο. Ο ήρωας δεν επιστρέφει μόνο στο πατρικό του προκειμένου να συμμαζέψει οικογενειακά συντρίμια. Εξαιτίας της ακατάβλητης πρόκλησης της λευκής σελίδας επιστρέφει ταυτόχρονα στη μυθολογία της φυλής του. Ο Εβερετ παραθέτει αυτούσιο το δημιούργημα του ήρωά του, αποκύημα της ασφυκτικής αποστροφής του για τα ευπώλητα προϊόντα της μαζικής κουλτούρας. Με τη μέθοδο της ομοιοπαθητικής, αμφιλεγόμενο πάντα αντίδοτο, ο Μονκ στοιβάζει στο έργο του ένα συνονθύλευμα στερεοτύπων για να ξορκίσει το μίσος του ενάντια σε όσα συντελούν στον καλλιτεχνικό του παραγκωνισμό. Η παρωδία του γεννά έναν εκρηκτικό, βίαιο, «κατάμαυρο» χαρακτήρα που τέρπει τους εκδότες με το θάμπος του εξωτισμού του. Μολονότι το κακέκτυπο αυτό μυθιστορήματος, με τίτλο «Γάμησέ τα» και υπογεγραμμένο με το ψευδώνυμο Σταγκ Αρ Λι, γράφεται με βδελυγμία προς όλα όσα αντιπροσωπεύει η εκδοτική βιομηχανία, αποδεικνύεται άριστα προσαρμοσμένο και πειθαρχημένο στις απαιτήσεις της «έγχρωμης λογοτεχνίας». Ο Μονκ ντύνει την καρικατούρα του με την τραχιά, ωμή γλώσσα των γκέτο και της ραπ ιδεολογίας· γλώσσα που δυστυχώς η αναντίρρητα αξιέπαινη μετάφραση ήταν ανέφικτο να μας μεταφέρει. Η φάρσα του γυρίζει σε μπούμερανγκ και ο ίδιος σαν άλλος Φρανκενστάιν δυναστεύεται από το πλάσμα που εμπνεύστηκε. Σύσσωμος ο πνευματικός, τηλεοπτικός και χολιγουντιανός κόσμος ραίνει το υποδειγματικά ρεαλιστικό αυτό ψυχογράφημα ενός απόκληρου του γκέτο με διθυράμβους, εκτυφλωτική προβολή, ένα βαρύτιμο λογοτεχνικό βραβείο και ασύλληπτα χρηματικά ποσά. Ποιον πρωτίστως θίγει η ανύποπτη αυτή επιτυχία: τους αναγνώστες, τη λογοτεχνία, το συγγραφέα; Ολους συλλήβδην; Το ερώτημα παραδόξως απουσιάζει από το πεδίο βολής των δηλητηριωδών βελών.
Τέχνη και θεάματα
Με τη δριμεία γλώσσα της σάτιρας ο Εβερετ επιτίθεται στους εκδοτικούς νόμους και στα αδηφάγα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Μαζί με τον πνευματικό μικρόκοσμο μέμφεται τη θηρευτική τάση της τηλεόρασης για εφήμερα, μυθοποιημένα πρότυπα, την ετσιθελική επιβολή αισθητικών μοντέλων, τις στρεβλώσεις που επιπόλαια επιφέρει πάνω σε θέματα τέχνης, την άτεγκτη τυπολογία του θεάματος με τους προκρούστειους κανόνες. Οι πολλαπλές αναγνώσεις του μυθιστορήματος ενθαρρύνονται από τον αδιαμφισβήτητα προσφυή χειρισμό του πολυσύνθετου υλικού. Ο συγγραφέας με θαυμαστή δεξιότητα οργανώνει ένα ετερογενές σώμα συντεθειμένο από ακαδημαϊκές διαλέξεις, ερωτικές επιστολές, τηλεπαιχνίδια, εργαστηριακές σημειώσεις, επαγγελματικά βιογραφικά και επινοημένους διάλογους ανάμεσα σε εμβληματικούς δημιουργούς από τον Τζόις, τον Ντεριντά, τον Βιτγκενστάιν μέχρι τον Πόλοκ, τον Ρόθκο και τον Κλέε· ευφάνταστες συναντήσεις που παρωδούν εμμέσως τις μοντερνιστικές επιρροές του Μονκ.
Ο Εβερετ δεν ακούγεται ασφαλώς σαν φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Μερίδα μαύρων ομοτέχνων του μοιράζονται με την ίδια θέρμη τις ανησυχίες του. Για παράδειγμα, η πλοκή σε αρκετά σημεία παραπέμπει στο μυθιστόρημα του Στίβεν Κάρτερ «Ο αυτοκράτορας του Οσεαν Παρκ» («Αγκυρα», 2002), ένα πολιτικό-δικαστικό-πανεπιστημιακό θρίλερ, με επίκεντρο την ισχυρή τάξη των Αφροαμερικανών της Ανατολικής Ακτής, για τις μεταμφιέσεις της διαφθοράς και την αντοχή ρατσιστικών προκαταλήψεων. Πιο ελκυστικός και διεισδυτικός, ο Εβερετ εμβαθύνει με ακρίβεια στα κίνητρα, τις επιδιώξεις και τα εσωτερικά προσκόμματα του ήρωά του, σφυγμομετρεί με οξυδέρκεια τις περιοχές όπου αυτονομείται και εκφράζεται μια κυκλωμένη από στεγανά μειονότητα, αποκαλύπτει την εικόνα της σύγχρονης αμερικανικής κουλτούρας και τη θέση που φυλάσσει στις εθνικές λογοτεχνίες. Αποτέλεσμα: ένας πολυδιάστατος, υπό συνεχή διαμόρφωση ήρωας. Ο Θελόνιους, ο Μονκ, ο Ελισον, ο Σταγκ Αρ Λι δεν είναι παρά ο «Αόρατος άνθρωπος» του Ραλφ Ελισον (πνευματικού συγγενή του πρωταγωνιστή), μετέωρος ανάμεσα στη φυλετική ταυτότητα που του πλασάρει η αμερικανική προπαγάνδα περί «πολιτικά ορθού» και στην καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία του, την οποία εκτρέφει στους πειραματικούς σωλήνες του συγγραφικού του εργαστηρίου.
Κι ενώ ένα νεοϋρκέζικο κοινό αναρωτιέται γιατί παραλαμβάνει ο Μονκ ένα βραβείο που δεν του ανήκει, ο ίδιος συνειδητοποιεί με αυτοσαρκαστική ευδαιμονία: «Είμαι στην τιβί», αντιγράφοντας αυτολεξεί την κατακλείδα του βραβευμένου μυθιστορήματος. Δημιουργός και δημιούργημα ταυτίζονται. Οπως και το σκιαγράφημα του Μονκ από τον Εβερετ καταλήγει υπαινικτική αυτοπροσωπογραφία. Σε τελική ανάλυση, και οι δύο τους αναγνώστες χτυπούν με τα βιβλία τους, εκείνους ακριβώς τους αγνώμονες που επιχειρούν να αλιεύσουν οι μυθοπλασίες τους.
«Παρά τη στενοχώρια και την ανησυχία που μπορεί να σου προκαλέσει μια πέστροφα, εκείνη δεν μπορεί να σκεφτεί, ούτε σε λογαριάζει. Η πέστροφα μοιάζει πολύ με την αλήθεια: κάνει ό,τι θέλει, ό,τι πρέπει να κάνει». Αν όπου «πέστροφα» «αναγνώστης», το σχόλιο θα ήταν δυσβάσταχτα δηκτικό;
ΛΙΝΑ ΠΑΝΤΕΛΕΩΝ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 18/02/2005
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις