0
Your Καλαθι
Μόνη επιλογή μας το μαύρο ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Μυθιστόρημα
Έκπτωση
81%
81%
Περιγραφή
Λονδίνο, 1911. Κάποιο χειμωνιάτικο βράδυ ένας άντρας βρίσκεται να παλεύει με τα παγωμένα νερά του Τάμεση και να αντιπαλεύει με τη φρικτή συνειδητοποίηση της απώλειας της μνήμης του -μία αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας που θα σημάνει την έναρξη της περιπλάνησης και της αγωνιώδους αναζήτησης της ταυτότητας του άγνωστου άντρα.
Ο κεντρικός ήρωας συναντά το αδυσώπητο πρόσωπο της λήθης και προσπαθώντας να ξετυλίξει το μίτο της ζωής του έρχεται αντιμέτωπος με τα φαντάσματα του παρελθόντος. Η αναβάπτισή του σε Τζορτνάν Φαντόσμ -όνομα υπαρκτό, άκρως συμβολικό, ίσως και μία ανάμνηση- είναι η εναυσματική ακύρωση ή η αποποίηση του παλιού εαυτού του, η διάρρηξη κάθε δεσμού με το χθες;
Ερωτήματα αναπάντητα, μυστήρια ανεξιχνίαστα, αδιέξοδα, σκιές με φόντο το ομιχλώδες, ατμοσφαιρικό λονδρέζικο τοπίο ξεδιπλώνονται μέσα σε μία περιπετειώδη και αινιγματική πλοκή, που βυθίζει τον ήρωα, μαζί και τον αναγνώστη, στην άβυσσο των σκέψεων.
Διαβάστε το Κεφάλαιο 1
Η βροχή μαστιγώνει τη σκοτεινή επιφάνεια του ποταμού, τρέχει σαν χείμαρρος από τις στέγες και πλημμυρίζει τα σοκάκια. Για μια στιγμή επικρατεί γαλήνη. Στο βάθος εμφανίζεται ένα φως που τρεμοσβήνει στο σκοτάδι. Καταλαβαίνει ότι τον μεταφέρουν, τον ανασηκώνουν. Tο φως τώρα γίνεται πιο έντονο, στραφταλίζει στη λεία, κινούμενη επιφάνεια. Νιώθει μια αόριστη ευγνωμοσύνη για τα χέρια που τον συγκρατούν, γιατί σίγουρα δε θα μπορούσε να μετακινηθεί χωρίς τη βοήθεια τους. Τα πόδια του σέρνονται στο πλακόστρωτο, τον ανασηκώνουν λιγάκι. Παφλασμός κυμάτων φτάνει στ' αυτιά του, ένα κρύο και υγρό αεράκι του δροσίζει το πρόσωπο. Διακρίνει καλύτερα τώρα τα διπλά φώτα, αστέρια ή φανάρια; Μπλε, κόκκινα ή κίτρινα;
Ξαφνικά τα βλέπει να αιωρούνται. Νιώθει να πετάει, απελευθερωμένος από το βάρος του, έπειτα χτυπάει με δύναμη στην επιφάνεια του νερού και βυθίζεται στην παγωμένη άβυσσο. Το φοβερό σοκ τον κάνει να τα χάσει. Κουνάει απελπισμένα χέρια και πόδια στα βαθιά σκοτεινά νερά, και για μια στιγμή το κεφάλι του βγαίνει στην επιφάνεια. Μ' ένα πνιχτό ουρλιαχτό, γλιστράει πάλι στα βάθη, παρασυρμένος απ' το ποτάμι. Η παγωμένη του αγκαλιά τον παραλύει. Όταν κάτι σκληρό μπερδεύεται στα πόδια του, σκαλώνει εκεί φρενιασμένα, γδέρνεται, ανασηκώνεται λιγάκι, αλλά το σώμα του είναι βαρύ σαν πτώμα. Ακούει θόρυβο μηχανής που απομακρύνεται. Παίρνει μια ανάσα, αφήνεται και βυθίζεται πάλι στα σκοτεινά νερά.
Το ποτάμι τον καταπίνει. Το νερό μπαίνει στα μάτια του, στη μύτη του, στο στόμα του... νιώθει να καίγεται, να ξεσκίζεται το είναι του. Παγώνει και καίγεται συνάμα.
Τα ρούχα του αρχίζουν να τον στενεύουν, σαν ζουρλομανδύας, θαρρείς και βάλθηκαν να τον πνίξουν, να τον σκάσουν. Ξαφνικά νιώθει να τον ανασηκώνουν, να τον τραβούν, να τον συνθλίβουν σε ένα μέταλλο, να τον γδέρνουν πάνω στην πέτρα, να τον χτυπούν στο πρόσωπο: μοιάζει με τη στενή πύλη της κόλασης. Ακόμα πέφτει, βήχει και βγάζει σάλια. Έχει την αίσθηση πως ξερνάει τη γλώσσα και τα φλογισμένα του σπλάχνα απ' το στόμα, κι από τη μύτη το θολωμένο του μυαλό. Βογκάει και μετά αφήνει να του ξεφύγει ένα φοβερό ουρλιαχτό. Παράξενο αλήθεια, αναπνέει. Δεν είναι πια στο νερό, νιώθει όμως να ταλαιπωρείται· τον ταρακουνούν, τον αναποδογυρίζουν. Καταλαβαίνει ότι το πρόσωπό του είναι στραμμένο στον ουρανό. Πόσο θα 'θελε να μην ένιωθε τίποτε πια. Ένα θολό πρόσωπο κυματίζει από πάνω του, κάτι μάτια αλλόφρονα, μάτια μαύρα με πολύ άσπρο γύρω. Σίγουρα είναι το πρόσωπό του, αν και δεν μπορεί να κουνηθεί. Μια φωνή βογκάει, η φωνή ενός καταραμένου: «Όχι! Δεν τον έχω ξαναδεί. Δεν είναι αυτός. Τούτον εδώ δεν τον γνωρίζω».
Τα ρούχα του δεν τον σφίγγουν πια τόσο. Κάτι μαλακό τον ψαύει. Μήπως είναι κανένα χταπόδι; Ένα χέρι τον αγγίζει, ένα χέρι που τον τρομάζει. Κρατάει ένα άσπρο πράγμα. Κάτι του πήραν. Μήπως ένα κομμάτι από τη σάρκα του; Οι γάμπες του παραπαίουν, τα πόδια του σέρνονται στο έδαφος. Σίγουρα τον πηγαίνουν για καινούργια βασανιστήρια, μέσα από τοίχους σκοτεινούς, απ' όπου κάπου κάπου τρυπώνει λίγο φως. Ακόμα πέφτει. Το φως τώρα είναι έντονο· οι θόρυβοι του κάνουν κακό. Ακούει βήματα στο πλακόστρωτο που σβήνουν σιγά σιγά, όλα σβήνουν σιγά σιγά.
Σίγουρα είχε περάσει πολλή ώρα, γιατί ήταν στεγνός και ξαπλωμένος σ' ένα κρεβάτι. Ακαθόριστες φιγούρες, φαντάσματα, έσκυβαν από πάνω του, τον άγγιζαν απαλά, αλλά ένας έντονος πόνος που αδυνατούσε να εντοπίσει τον βασάνιζε. Πόσο θα 'θελε να βυθιστεί ξανά στη χλιαρή νυχτιά, σε μια παρήγορη απουσία, όπου θα γλύκαινε ο πόνος!
Ακουγε φωνές. Μια φορά, κάτι σαν μικρό ραβδί εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά του και άρχισε να πηγαινοέρχεται, πότε από τη μια και πότε από την άλλη. Η κίνηση αυτού του πράγματος τον ενόχλησε. Προσπαθούσε να μην το κοιτάζει πια. Κάποιος είπε ότι ήταν ανησυχητικό που ήταν συνέχεια αναίσθητος. Ακολούθησε σιωπή.
Κάπου κάπου ένας ξερός κρότος τον φόβιζε και τότε έκλεινε τα μάτια. Αλλοι, αντίθετα, ήταν ευχάριστοι: ο χτύπος του κουταλιού στο πιάτο, το τρίξιμο της φωτιάς... και τότε κοίταζε τα πρόσωπα από πάνω του, με μάτια θολά από τον πυρετό που τον βασάνιζε κατά διαστήματα, που ήταν αδύνατο να ξεχωρίσει. Του κρατούσαν το κεφάλι για να του δώσουν νερό, ενώ ένα χέρι σκούπιζε τον ιδρώτα από το μέτωπο και το λαιμό του. Μια άλλη φορά, η παγωνιά ενός μετάλλου τον έβγαλε από τη νάρκη του. Ένας γέροντας με ανοιχτά γαλάζια μάτια κάτω από πυκνά γκρίζα φρύδια τον ακροαζόταν. Έπειτα του έβαλε ένα φαρδύ επίδεσμο γύρω από το κεφάλι.
Η βελτίωση της υγείας του ήταν αργή· έκανε ορισμένες βουβές χειρονομίες για να ευχαριστήσει εκείνους που τον βοηθούσαν να φάει ή να πιει, υποδεχόταν με ελαφρά χαμένο χαμόγελο τους επισκέπτες, αλλά λίγο έλειψε να σπάσει τα δόντια τρώγοντας ένα ξερό δαμάσκηνο, λες και δεν ήξερε ότι είχε κουκούτσι. Σιγά σιγά, σε στιγμές διαύγειας προσπαθούσε να αρθρώσει κάποιες λέξεις. Η πρώτη που είπε πάντως ήταν «ευχαριστώ».
Από κάτω ακούγονταν καμιά φορά πνιχτοί θόρυβοι από γέλια, συζητήσεις ή μουσική, συγκεχυμένοι, έντονοι θόρυβοι που του μάθαιναν ότι υπήρχε ίσως και κάτι άλλο πέρα από τον πυρετό, αλλού, αργότερα.
Τέλος, ένα πρωί, μετά από μια βασανιστική νύχτα που ψήθηκε στον πυρετό, ξαναβρήκε εντελώς τις αισθήσεις του, μέσα σε μια καμαρούλα παστρική, με ασβεστωμένους τοίχους. Ανάσαινε με δυσκολία, ένιωθε υγρός και αδύναμος, πονούσε το κεφάλι του, αλλά ήταν και πάλι ανάμεσα στους ζωντανούς. Στα παράθυρα υπήρχαν λουλουδάτες κουρτίνες, πάνω από την πόρτα ήταν κρεμασμένος ένας Εσταυρωμένος, ενώ σε μια καρέκλα υπήρχε μια λεκάνη και μια στάμνα. Ανασηκώθηκε απότομα κι ένας δυνατός πόνος διαπέρασε το κρανίο του. Του ήρθε ίλιγγος και σωριάστηκε μουγκρίζοντας. Η πόρτα άνοιξε, το πλαίσιο έμεινε για μια στιγμή κενό, μετά ακούστηκε θρόισμα υφάσματος κι ένας ανάλαφρος θόρυβος. Μια κοπελίτσα εμφανίστηκε κρατώντας ένα δίσκο. Πρέπει να ήταν πολύ μικρή, παιδί ακόμα, με πρόσωπο γεμάτο φακίδες. Για να την υποδεχτεί, έκανε άλλη μια προσπάθεια να ανασηκωθεί, που ήταν, όμως, το ίδιο άκαρπη και επώδυνη με την πρώτη. Αφού πρώτα τοποθέτησε το δίσκο πάνω σε ένα τετράπλευρο δίπλα στο κρεβάτι όπου έκρυβαν το ουροδοχείο, η κοπελίτσα πήγε κοντά του.
«Μην κουνιέστε, κύριε, θα πάθετε κακό. Ο γιατρός Χόρνανγκ είπε να μείνετε στο κρεβάτι».
Και όταν εκείνος πήγε να μιλήσει τον διέκοψε:
«Να μιλάτε όσο γίνεται λιγότερο. Πιείτε το τσάι σας».
Καθώς τον βοηθούσε να κρατήσει το φλιτζάνι, επειδή το χέρι του έτρεμε από την αδυναμία, η κοπέλα συνέχισε να μιλάει:
«Φαίνεστε καλύτερα σήμερα. Ξέρετε, σας μάζεψαν μπροστά από την πόρτα, πάνε πέντε μέρες τώρα. Ήσασταν μούσκεμα και γεμάτος αίματα. Φοβερό, φοβερό! Ο πατέρας μου σκέφτηκε μήπως ήσασταν μεθυσμένος, αλλά δε μυρίζατε αλκοόλ. Ένας πελάτης είπε ότι είδε κάποιον να σας σέρνει μέχρι την πόρτα. Όχι, μη λέτε τίποτε. Ο γιατρός...»
Ο άντρας που είχε γλιτώσει από το θάνατο δυσκολευόταν να παρακολουθήσει το χαρούμενο και κάπως γρήγορο μονόλογο της μικρής, αλλά ήταν ευχάριστο να την ακούει να μιλάει.
«Σίγουρα σας επιτέθηκαν. Είστε πληγωμένος στο κεφάλι, ο γιατρός το είπε. Εξάλλου, δεν είχατε ούτε μια πένα πάνω σας, τίποτε απολύτως στη ρεντινγκότα σας. Η συνοικία αυτή δεν είναι και τόσο ασφαλής, όταν δεν ξέρεις τα κατατόπια. Δεν είστε απ' αυτούς που καπνίζουν όπιο, έτσι δεν είναι; Και βέβαια όχι! Τα ρούχα σας είναι ωραία. Εγώ τα σιδέρωσα, εδώ είναι, στο κάτω μέρος του κρεβατιού. Για δες που με έπιασε πάλι η πολυλογία. Τελειώστε το τσάι σας. Σίγουρα σας κούρασα», είπε η μικρούλα και ανασηκώθηκε οπισθοχωρώντας μέχρι την πόρτα, «θα πω κάτω πως πάτε καλύτερα. Εμένα με λένε Μαέβα Ο'Ραϊόρνταν. Εσάς;»
Ο άντρας κάτι ψέλλισε, το μυαλό του ήταν μπερδεμένο. Το Μαέβα ήταν περίεργο όνομα, αλλά για κάποιο λόγο που του ξέφευγε το δικό του δεν το θυμόταν. Κανονικά θα έπρεπε να έχει ένα όνομα. Ακόμα και τα αντικείμενα έχουν. Θα το θυμόταν όμως, είχε πάθει σοκ και... Η σιωπή παρατεινόταν πολύ χωρίς να μπορεί να τη διακόψει. Η Μαέβα περίμενε μια απάντηση, κάτι όφειλε να πει, αλλά τίποτε δεν του ερχόταν στο μυαλό.
«Δεν ξέρω», είπε τελικά, κάπως ανακουφισμένος που βρήκε έναν τρόπο να βγει από την αμηχανία.
Η πόρτα έκλεισε αθόρυβα. Σίγουρα το κορίτσι απογοητεύτηκε λιγάκι. Έκλεισε τα μάτια, μόνο για μια στιγμή, για να ηρεμήσει. Όμως τι είδους απάντηση ήταν αυτή; Είχε ωστόσο κάποιο όνομα. Ήταν πανικοβλημένος. Ένα όνομα, όλοι έχουν ένα όνομα. Πολύ θα ήθελε να ξανακοιμηθεί ή τουλάχιστον να σκεφτεί κάτι άλλο και να απομακρύνει αυτή την ύπουλη ανησυχία. Με μια μηχανική κίνηση ψηλάφισε τον επίδεσμό του. Κι ο τρόπος που κατέληξε σε αυτό του ξέφευγε επίσης. Το βλέμμα του πλανιόταν ολόγυρα, αναζητώντας ένα αντικείμενο που θα αποσπούσε την προσοχή του ώστε να ξεχάσει τα ερωτηματικά που τον βασάνιζαν. Ο Εσταυρωμένος με τα βάγια, το τζάκι, η στάμνα τον απασχόλησαν πολύ λίγο, έπειτα το πέπλο που έκρυβε την πικρή αλήθεια, ή μάλλον η θολούρα που τον εμπόδιζε να δει την αλήθεια διαλύθηκε.
Δεν ήξερε.
Η αποκάλυψη ήταν ξαφνική και βίαιη, αλλά αντίθετα απ' ό,τι θα περίμενε κανείς, λες και το φως του έσβησε για μια στιγμή. Παράδερνε άτακτα κι απελπισμένα, πασχίζοντας να αποστασιοποιηθεί από την όλη κατάσταση. Κουνούσε το κεφάλι, αλλά η ωμή πραγματικότητα κορόιδευε τις προσπάθειες του ν' αντισταθεί. Τον κυρίευσε ο φόβος της κλήρους συνειδητοποίησης, ένας φόβος τόσο έντονος που δεν τον άφηνε ούτε να φωνάξει ούτε να κινηθεί. Στεκόταν παγωμένος, ακινητοποιημένος σε μια άρνηση. Η παραμικρή αδυναμία θα τον έσπρωχνε σίγουρα στην τρέλα. Σ' αυτό ερχόταν να προστεθεί ένας τρόμος, μια αηδία, όπως αυτή που προκαλεί η εξομολόγηση ανομολόγητων πράξεων ή μιας αισχρής διαστροφής, που σίγουρα μια συνείδηση θ' αρνιόταν να παραδεχτεί. Σηκώθηκε από το κρεβάτι, ενώ ένας δυνατός πόνος διαπέρασε ξαφνικά το κρανίο του. Του φάνηκε ότι το πάτωμα κουνιόταν. Προχώρησε τρεκλίζοντας προς την καρέκλα, ενώ κρατιόταν με κόπο να μη σωριαστεί. Έβαλε νερό στη λεκάνη, παραμονεύοντας την εμφάνιση εκείνου του προσώπου στην ταραγμένη ακόμα επιφάνεια. Μετά το είδε, αδύνατο, πελιδνό, γνωστό; Από πού; Η προσπάθεια είχε εξασθενίσει τις δυνάμεις του. Το δωμάτιο άρχισε να χάνεται. Έπεσε μπρούμυτα, παρασύροντας μαζί του την καρέκλα και τη λεκάνη.
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις