0
Your Καλαθι
Το άλικο και το λευκό ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Έκπτωση
34%
34%
Περιγραφή
Ένας πλούσιος αρωματοποιός, μια ικανότατη πανέξυπνη πόρνη που γίνεται μούσα του, μια μητέρα που αδυνατεί να παρακολουθήσει τις ραγδαίες εξελίξεις της ήσυχης ζωής της και μια κόρη που νιώθει παραμελημένη και ψάχνει να βρει τη θέση που της ανήκει είναι τα κεντρικά πρόσωπα του βιβλίου. Η θρησκεία, το σεξ, ο θάνατος, αλλά πάνω από όλα η αγάπη είναι τα θέματα που πραγματεύεται με εξαιρετική μαεστρία ο αναγνωρισμένος συγγραφέας Μισέλ Φέιμπερ.
Το μυθιστόρημα Το Άλικο και το Λευκό στηρίζει την εξέλιξη της πλοκής του στην πεποίθηση ότι ναι μεν οι άντρες κυβερνούν τον κόσμο, αλλά τα αισθήματα των γυναικών έχουν τη δύναμη να κινούν τα νήματα και να τον κλονίζουν συθέμελα. Με συγκλονιστικό, καταιγιστικό ρυθμό προχωράει βαθύτερα από τη σκιαγράφηση των χαρακτήρων του. Εν μέρει έπος, αλλά και ηθογραφία, συνεπαίρνει και τον πιο απαιτητικό αναγνώστη.
Η Σούγκαρ, μια δεκαεννιάχρονη πόρνη, ζει στο Λονδίνο του 19ου αιώνα. Από το τρομερό μπορντέλο της κυρίας Κασταγουέι αρχίζει η άνoδός της στην υψηλή κοινωνία. Και μπορεί η Σούγκαρ να νοικιάζει το σώμα της, η ψυχή της όμως της ανήκει.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το τελευταίο έργο του Ολλανδού Μισέλ Φάιμπερ, που ζει στη Σκοτία και που «δανείστηκε» τον τίτλο του από στίχο του Τένισον, εξέπληξε κοινό και κριτικούς λόγω της μεταστροφής του από την παραγωγή ολιγοσέλιδων βιβλίων σε ένα ογκώδες έπος τριάντα πέντε κεφαλαίων, καθώς και λόγω της μαεστρίας με την οποία απόδωσε τη ζοφερή αλλά γόνιμη βικτοριανή εποχή.
Ο σαραντατετράχρονος συγγραφέας σε συνέντευξή του αποκάλυψε πως εργάστηκε πάνω στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα για περίπου είκοσι πέντε χρόνια, αρχής γενομένης από την εποχή που ήταν ακόμα φοιτητής και σπούδαζε Βικτοριανή Λογοτεχνία. Ολα αυτά τα χρόνια κατόρθωσε να συγκεντρώσει τις πληροφορίες που πέρασαν στην αφήγηση και να μορφοποιήσει τα αρχικά θολά πορτρέτα των ηρώων του, παρ' ότι μέσα στο χρόνο χρειάστηκε πολλές φορές να αλλάξει την οπτική του γωνία.
Ο Φέιμπερ στο φιλόδοξο αυτό εγχείρημα αναβιώνει την ατμόσφαιρα της εποχής, παρέχοντας πλήθος ιστορικών πληροφοριών -όλες καλά μετασχηματισμένες και ενσωματωμένες λειτουργικά στο σκηνικό του μυθιστορήματος- αλλά και πλήθος πλαγιών ρητορικών τεχνασμάτων στα οποία οι βικτοριανοί προκάτοχοί του ήταν ειδήμονες.
Από τις σελίδες του περνούν συγγραφείς και κλασικοί ήρωες είτε ως αναφορά, όπως ο Ντίκενς, είτε ως κυρίαρχα μοτίβα της βικτοριανής μυθιστοριογραφίας: υπάρχει κι εδώ μια «τρελή της σοφίτας» και μια ευφυής και αφοσιωμένη γκουβερνάντα που έχει στενή σχέση με τον αφέντη του σπιτιού, όπως στην «Τζέιν Εϊρ» της Σαρλότ Μπροντέ, αλλά και ένας αριθμός γυναικών που μοιάζουν να κατεβαίνουν από τα σκονισμένα ράφια των κλασικών έργων προκειμένου να επαναπροσδιορίσουν τις σχέσεις τους.
Οι σκοτεινές πλευρές της συνείδησης
Αναγνωρίζουμε, επίσης, το ζοφερό πνεύμα των ύστερων βικτοριανών, Τόμας Χάρντι και Τζορτζ Ελιοτ, οι οποίοι με τη «βαθύτητα» της πένας τους ώθησαν τους αναγνώστες στην αναζήτηση και εξερεύνηση των σκοτεινών πλευρών της συνείδησης. Και φυσικά δεν λείπει ο παντογνώστης αφηγητής που συναντάμε στο ρεαλιστικό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα, παρ' ότι εδώ ο ρόλος του προεκτείνεται και όχι μόνο μας κατευθύνει σ' αυτή την ανοίκεια χώρα, αλλά και πασχίζει -όπως θα δούμε στο τέλος του μυθιστορήματος- να δημιουργήσει μια στενή σχέση μαζί μας.
Από την εναρκτήρια φράση μάς απευθύνεται και μας παροτρύνει «Πρόσεχε πού πατάς. Εχε τα μάτια σου δεκατέσσερα, το εννοώ. Η πόλη αυτή που σε έφερα είναι απέραντη και δαιδαλώδης και δεν την έχεις επισκεφτεί ποτέ», παρεμβαίνοντας και σχολιάζοντας διακριτικά, καθώς υποψιάζεται την πιθανή μας αντίδραση, ώστε μέχρι το τέλος της περιπέτειας και μετά την ανάγνωση των 1.077 σελίδων έχει ήδη δημιουργηθεί μια στενή σχέση, μια μονόπλευρη εξοικείωση με τον κόσμο του, ώστε θα ήθελε κι αυτός με τη σειρά του να μας είχε γνωρίσει καλύτερα «Είμαστε τόσο καιρό μαζί, ζήσαμε τόσα κι ακόμα δεν ξέρω το όνομά σου!» αποκαλύπτοντας τη μονόπλευρη επαφή και τη μοναξιά της συγγραφικής συνείδησης. Αυτό το αφηγηματικό «τέχνασμα» θα μπορούσε να εκληφθεί και ως μία από τις μεταμοντέρνες στρατηγικές, κατά τις οποίες ο συγγραφέας αποποιείται την παντοδυναμία του και κατεβαίνοντας από το βάθρο του, αποκαλύπτεται κι αυτός μαζί με τους χαρακτήρες του, έχοντάς μας καταστήσει το ίδιο σημαντικούς με αυτούς.
Ο παντογνώστης αφηγητής, λοιπόν, αφού μας οδηγήσει στο λονδρέζικο τοπίο του 1874 και 1875 και έχοντάς μας καταστήσει συνένοχους, μας συστήνει στην κεντρική ηρωίδα του, τη δεκαεννιάχρονη Σούγκαρ, μια νεαρή πόρνη που ασκεί το επάγγελμα της από δεκατριών χρόνων, όταν η ιδιοκτήτρια του πορνείου και μητέρα της, κυρία Κασταγουέι, έβαλε στο κρεβάτι έναν κύριο για να τη ζεστάνει. Η Σούγκαρ, παρά τη μέτρια εμφάνισή της, διαθέτει ικανότητες δυσεύρετες σε πόρνη: είναι καλή ακροάτρια, φανατική αναγνώστρια αλλά και επίδοξη συγγραφέας. Στον ελεύθερο χρόνο της γράφει ένα μυθιστόρημα με τίτλο «Η άνοδος και η πτώση της Σούγκαρ», μια ανεστραμμένη εκδοχή του Τζακ του Αντεροβγάλτη, με ηρωίδα μια πόρνη που διηγείται τις εμπειρίες της, πόνημα που υπερβαίνει την αυτοβιογραφία καθώς επιδίδεται και σε ασκήσεις ύφους και την απασχολεί ιδιαίτερα η επιλογή της κατάλληλης λέξης.
Στη ζωή της Σούγκαρ γλιστράει ένας ταλαιπωρημένος και ανασφαλής άντρας, ο Γουίλιαμ Ράκχαμ, κληρονόμος μιας επιχείρησης αρωμάτων και καλλυντικών, ο οποίος είναι επιφορτισμένος με μια ψυχικά διαταραγμένη γυναίκα, αλλά και με πλήθος ανασφαλειών και παραισθήσεων για μια δήθεν κρυμμένη καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία. Ο Ράκχαμ αναζητάει μια πόρνη να κάνει κάτι το ακατανόμαστο, κάτι που καμία πόρνη δεν δέχεται, και τον παραπέμπουν στη Σούγκαρ, με την οποία κάνει αυτό που δεν έκανε με καμία γυναίκα στο παρελθόν: συζητάει, καθώς δεν πρόκειται για μια συνηθισμένη πόρνη, αλλά για μια γυναίκα καλλιεργημένη που διαθέτει «αντρικό μυαλό». Η Σούγκαρ ταχύτατα θεραπεύει τον Γουίλιαμ από τις μεταπτώσεις του, την αίσθηση της ασημαντότητας που τον κατακλύζει και πείθοντάς τον πως είναι καθ' όλα επαρκής τον απαλλάσσει ταυτόχρονα από τις φρούδες ελπίδες του πως θα αναδειχθεί στο στίβο της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Με το δέοντα ζήλο τον ωθεί να ασχοληθεί δημιουργικά με την αρωματοποιία, δίνοντάς του καίριες συμβουλές για τη διαχείριση και την προώθηση της επιχείρησης, καθώς η ίδια ταχύτατα μυείται στους κανόνες του εμπορίου ...υπερβολικά απλοϊκούς για μια γυναίκα που είναι σε θέση να μελετάει και να κατανοεί απαιτητικά βιβλία.
Η συγκεκριμένη περίοδος της ζωής τής Σούγκαρ τελειώνει «σαν το κεφάλαιο ενός βιβλίου» και προσγειώνεται σε ένα όμορφο διαμέρισμα στο κέντρο του Λονδίνου, όπου ο ανασυγκροτημένος και επιτυχημένος πλέον εραστής της είναι σε θέση να της παρέχει, απαλλάσσοντάς την από τη μιζέρια, παίρνοντας τη θέση τού αποκλειστικού εραστή και χρήστη του σώματός της.
Δυστυχώς, όπως αποδεικνύεται, ο Γουίλιαμ δεν είναι ο αναμενόμενος σωτήρας της. Η Σούγκαρ στην αρχή, έχοντας πάρει επισήμως το ρόλο της ερωμένης, κατέχεται από έντονα συναισθήματα ζήλιας και κατασκοπεύει το σπίτι του, παρακολουθεί την εύθραυστη σύζυγό του Αγκνες, μια γυναίκα που προέρχεται από μια οικογένεια που θεωρεί υποτιμητικό το γεγονός πως παντρεύτηκε έναν έμπορο, και ούσα η ίδια απογοητευμένη, έχοντας απωθήσει τη σεξουαλικότητά της σε σημείο που αρνείται να αποδεχτεί το γεγονός πως έχει μια κόρη, τη Σόφι, συχνά χάνει την επαφή της με την πραγματικότητα. Η Αγκνες είναι ένα ακόμα στερεότυπο της βικτοριανής εποχής, εύθραυστη, ασθενική κι αλαφροΐσκιωτη, αναζητάει κι αυτή καταφύγιο στις λέξεις, καταγράφοντας τις εμμονές της σε ημερολόγια.
Το επόμενο στάδιο για τη Σούγκαρ είναι η μετατροπή της σε γκουβερνάντα της κόρης -(ο ρόλος της γκουβερνάντας είναι ένας ακόμα στερεοτυπικός γυναικείος τύπος της βικτοριανής περιόδου. Συγκεκριμένα στα έργα των αδελφών Μπροντέ παρουσιάζονται ως γυναίκες που ενέπνεαν το σεβασμό και το βαθύ πνευματικό έρωτα)- αφού προσγειωθεί σε ένα σπιτικό όπου οι άντρες είναι δυστυχείς και οι γυναίκες πάσχουν από ψυχικές ασθένειες. Εκεί την περιμένει και ο τάφος των δικών της ικανοτήτων, καθώς έρχεται αντιμέτωπη με μια μεγαλύτερη παγίδα απ' αυτή του πορνείου: τον αφοπλιστικό καθησυχασμό και τον υποκριτικό καθωσπρεπισμό.
Η Σούγκαρ αποφασίζει να σώσει τις γυναίκες του σπιτιού, τη σύζυγο, την κόρη και τις υπηρέτριες, δημιουργώντας έναν ισχυρό γυναικείο συνασπισμό που τον ενισχύει η ορθότητα της σκέψης της και η ανιδιοτέλεια του χαρακτήρα της.
Βικτοριανό στερεότυπο
Αυτό που πιστοποιεί τη μαεστρία του Φέιμπερ είναι πως μας παρασύρει όχι μόνο να συμπονέσουμε και συμπάσχουμε με τη Σούγκαρ, αλλά και να γοητευθούμε από τη ρητορική της ικανότητα, εφαρμόζοντας τη μέθοδο της Τζορτζ Ελιοτ: αφήνοντας μας αρχικά να εγκλωβιστούμε στα στερεότυπα (πόρνη, φτωχή, ευφυής, άρα δόλια και πανούργα), δεν μπαίνει στον κόπο να τα ανατρέψει, αλλά μας αφήνει να κάνουμε τις εσφαλμένες μας εκτιμήσεις, προκειμένου να αναγκαστούμε στο δεύτερο μέρος της αφήγησης να περάσουμε στη διαδικασία της επανεξέτασης των προκατασκευασμένων προκαταλήψεών μας.
«Το άλικο και το λευκό» δεν αποτελεί ένα ακόμα εγχείρημα ανάπλασης της βικτοριανής εποχής, μιας εποχής που γοητεύει και εμπνέει πλήθος νεόκοπων συγγραφέων, αλλά μια δημιουργική συνομιλία με τους συγγραφείς της, με τα φαντάσματα των ηρώων τους και μια απόπειρα αποκατάστασής τους -ένα δύσκολο στοίχημα που είναι από κάθε πλευρά κερδισμένο.
Η μετάφραση του ογκώδους και απαιτητικού αυτού έργου έγινε με ιδιαίτερη μέριμνα, αποδίδοντας το ύφος και τη βαρύτητα της λέξης που χαρακτηρίζει το πρωτότυπο.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 14/01/2005
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις