0
Your Καλαθι
Aegypius monachus
Αφήγημα
Περιγραφή
Από τότε ένα αποκομμένο πράμα είμαι. Τρώω με βαριά καρδιά, πετάω με βαριά καρδιά, κοιμάμαι με βαριά καρδιά.
Η ιστορία ενός μαυρόγυπα (επιστημονική ονομασία: aegypius monachus), που διηγείται ένας από τους ουρανοκατέβατους, σχεδιασμένους μονοκοντυλιά αφηγητές, αναδεικνύεται κομβική. Στο νυχθημερόν παραμιλητό μιάς διπλότυπης φιγούρας -όπου συνείδηση και γλώσσα αλληλοσπαράσσονται- παρακολουθούμε τον πυρετώδη περίπατο ενός συγγραφέα. Κάθε του βήμα κι ένας σωσίας, κάθε του στάση και μια μούντζα της μνήμης. Τελικώς ποιά ιδέα ανασκολοπίζει τούτο το αφήγημα; Τυραννία της αυτοπαρατήρησης; Φαντασμαγορία της ωμότητας; Καταθλιπτικό αμόκ; Καθαρτήριο καγχασμού; Φάρσα της μοναχικής πολυφωνίας;
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η Αυτοβιογραφία ενός βιβλίου (1994), το πρώτο σύνθετο αφήγημα του Μισέλ Φάις, ήταν κάτι παραπάνω από «προσωπική κατάθεση», όπως είθισται να επαναλαμβάνουν αμήχανες οι κριτικές όταν εμφανίζεται στο λογοτεχνικό σινάφι πρωτότυπη και δυναμική γραφίδα: ήταν ξεκαθάρισμα προσωπικών λογαριασμών με τη γενέθλια πόλη, με τα όνειρα και τους εφιάλτες της παιδικής ηλικίας. Οι ιστορίες του μεσαίου, του δεύτερου και βραβευμένου Απ' το ίδιο ποτήρι (1999) μοιάζουν, με την εμφάνιση του τρίτου, τωρινού βιβλίου, παρένθεση στο έργο του συγγραφέα, από τεχνικής τουλάχιστον πλευράς, μια και, θεματικά, κραταίωναν το πενθοφόρο κλίμα του πρώτου βιβλίου. Ο Aegypius monachus, κατά κάποιον τρόπο, παίρνει το νήμα της αφήγησής του από το τρίτο μέρος της Αυτοβιογραφίας, που επιγράφεται ακριβώς «Στο προσκέφαλο του αφηγητή», το διακλαδώνει περαιτέρω και αποτελεί οργανικό υστερόγραφο στο πρώτο εκείνο «μυθιστόρημα». Έχουμε και εδώ μια ευρηματική σχάση του αφηγητή σε πολλά πρόσωπα «σαν το παιδί που παίζει μονάχο του και χάνει τα υποκείμενα» ή σαν τον σταυρωμένο Προμηθέα που γίνεται ταυτόχρονα γύπας και τρώει τα ίδια του τα σωθικά.
«Γράφω για να μη χάσω τον εαυτό μου από τα μάτια μου»: αυτός ο γενικός κανόνας δεσπόζει σε τούτο το αφήγημα της δύσκολης αυτογνωσίας που χτίζεται σιγά σιγά με εναλλασσόμενα μέρη ημερήσιας, εγρήγορης ζωής και ενύπνιας, σκοτεινής και ονειρικής διάστασης, ένα συνεχές κρυφτό ανάμεσα στα συνειδητά και τα ασύνειδα πάθη ή ανάμεσα στον ημερολογιακό και τον συγγραφικό χρόνο. «Να κλείνεις τ' αφτιά σου σε οτιδήποτε άλλο ακούγεται πέραν αυτού του ψιθυριστού πες πες στον εαυτό σου», μια ατέρμονη ενδοσκόπηση που φέρνει στο φως κοιτάσματα της μνήμης, αποκαΐδια του παρελθόντος να στροβιλίζονται στην πυρά του παρόντος. Σκύβοντας «στο προσκέφαλο του (παλαιού) αφηγητή» ο τωρινός πολυσχιδής αφηγητής προσπαθεί να ανασυντάξει, σαν τον αρχέτυπο προυστικό Μισέλ, με το νι και με το σίγμα το κείμενο της ζωής του, επιχειρεί, όπως αναφέρεται εύστοχα κάπου, μια «απόψυξη παιδικής ηλικίας» αναζητώντας την ανεμπόδιστη, γάργαρη ροή των υδάτων της πρώτης νιότης, τη ζωτική υγρασία του βυθού του χαμένου χρόνου. «Αρκεί να δεχτείς να σε δέσει χειροπόδαρα ο εαυτός σου», αρκεί να αφεθείς στην αιχμαλωσία του πιο επικίνδυνου εχθρού, του αυτοβιογραφικού λόγου, που ρυθμίζει το υπέρτατο παρόν σου με τον νομοκάνονα του παρελθόντος και ροκανίζει μεθοδικά το μέλλον σου μια γνωστή σκηνοθεσία σε τρία μέρη που έχει χαντακώσει ζωές και κείμενα, χρόνια τώρα, μια επίμονη κοχλιωτή κίνηση που αναδεύει τις τρεις χρονικές διαστάσεις σε ένα απροσμέτρητο continuum.
Το σύμπαν του Φάις έχει τον κόκκο της μεγεθυσμένης φωτογραφίας, τον στρεβλό λόγο του εγγαστρίμυθου, τις παστέλ αποχρώσεις των πατιναρισμένων πραγμάτων· έχει το γέλιο του πένθους, τη σοφία του εφήμερου, τον αυτοσαρκασμό και την αυτοϋπονόμευση· διαθέτει πλούσια αποθέματα στοργής για εκείνα τα σακάτικα χρόνια που τα λέμε «της αθωότητας», παρ' όλο που κρύβουν απίστευτη σκληρότητα και βία. Είναι ένα αύταρκες σύμπαν, αλφαδιασμένο με τη γνώση των παλιών μαστόρων, γωνιασμένο με την τέχνη των χειροτεχνών. Ήλθε και κάθησε απαλά πάνω στη μικρή παράδοση των ενδοσκοπικών αφηγήσεων της γλώσσας μας και την αναζωογόνησε με δροσερό αεράκι γιατί πίσω από τα διάφορα προσωπεία ο αφηγητής είναι ένας και ο αυτός και μονολογεί ακατάπαυστα διαμορφώνοντας πυρετωδώς μια αυτοβιογραφία σε τρίτο πρόσωπο. Με αυτό το «χρονοφοβικό» παραμιλητό μαζεύει τα κομμάτια ενός αρλεκινικού εγώ (larvatus prodeo) και προσπαθεί να σταθεί σε μια γωνιά για να δει τι κρατά στα χέρια, ποια είναι τα σίγουρα κεκτημένα: σκηνή που επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά και γίνεται κινητήριος μοχλός της αέναης αφήγησης.
«Αρκετά μακρηγορήσαμε. Δεν υπάρχει καμιά ιστορία να πούμε, καμιά ιστορία να ακούσουμε. Κάποτε η καρδιά φεύγει από τη θέση της. Εκσφενδονίζεται στα σκοτάδια του νου. Ανάμεσα στα φρύδια λαγοκοιμάται, ανάμεσα στα σκέλια έχει τον ακάθιστο. Τότε η μόνη ιστορία που μπορείς να πεις, που θέλεις να ακούσεις, είναι η ιστορία που λέει ο σώζων εαυτόν σωθήτω και ακούει ο όπου φύγει φύγει. Φράσεις με την ψυχή στο στόμα, λέξεις που σπρώχνονται, λες και η μία θέλει να κρυφτεί πίσω από την άλλη, σιωπές που σε ξεκουφαίνουν. Γι' αυτό αυτή η ιστορία δεν έχει ραχοκοκαλιά, γάτα λιωμένη στον δρόμο, δεν σε βγάζει πουθενά, γύρος του θανάτου χωρίς θάνατο».
Αυτός ο αυτιστικός λόγος καταλήγει σχεδόν φυσικά σε μουσική, σε τραγούδι παλιό, μελαγχολική μπαλάντα φυλαγμένη στα μύχια της καρδιάς, ζυμωμένη με τις άγιες μνήμες που κυκλοφορούν από κλαδί σε κλαδί στο μεγάλο γενεαλογικό δέντρο και ζωντανεύουν τον καημό της φυλής, τα σφαλισμένα βάσανα των γεννητόρων που τελειωμό δεν έχουν. Ο χρόνος που καθηλώνεται πια στη νύχτα (τη noche judia) στοιχειώνει από το λαούτο, το κανονάκι, το ντέφι, το ούτι ενός παλιού σεβιλιάνικου τραγουδιού που, αναδρομικά λες, τρυπώνει σε όλη την προγενέστερη αφήγηση και χνωτίζει την παραμικρή γωνιά της με το μαράζι του. Σοφό και μαστόρικο φινάλε για μια αφήγηση που θέλει να σπρώξει τη γραφή στα όριά της και να δείξει το βραχυκύκλωμά της: τα καλώδια του λόγου γυμνά, σαρακοφαγωμένα από το πες πες, λιωμένα, σχεδόν άχρηστα πια αφήνουν τον άυλο λόγο της μουσικής να κάνει τη δουλειά του, να χτυπήσει τη φλέβα της μνήμης και να σηκώσει όρθιο το μέσα στοιχειό.
Ναι, ο Φάις είναι από την πάστα των καλών μαστόρων του λόγου που έχουμε αυτή τη στιγμή για να αρδεύσουν τα άνυδρα χρόνια μας.
Λίζυ Τσιριμώκου, ΤΟ ΒΗΜΑ, 05-08-2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις