Το καπρίτσιο της κυρίας Ν.
30%
Περιγραφή
Ο λόρδος Ματαντόρ, γόνος καλής οικογενείας και λάτρης των μικρών απολαύσεων, ταξιδεύει ανά τον κόσμο και καταγράφει τα τελευταία λόγια διάσημων προσωπικοτήτων. Σκοπός του είναι να
εκδοθούν όλα σ' έναν τόμο έπειτα κι από τον δικό του θάνατο. Μια μέρα, όμως, δέχεται μια απρόσμενη επίσκεψη που του αλλάζει για πάντα τη ζωή.
Δίπλα του, άγρυπνοι φρουροί, ο Καρλ, ο ηδονοθήρας εγγονός του, που τον ορίζουν τα πάθη και το παρελθόν του, η Γκρέτα, μια ιδιότυπη οικονόμος, η Φάνυ, η κλεπτομανής κόρη της με το καλά κρυμμένο μυστικό, η κυρία Ν., μια συγγραφέας με ύποπτα κίνητρα και, ακόμα, ο Σάμουελ Μπέκετ, οι Ρόλινγκ Στόουνς, δύο σκύλοι, ανήθικες γυναίκες, κρυφά ημερολόγια και μικρές διαστροφές.
Τρεις ιστορίες που συνδέονται μεταξύ τους χάρη στους ήρωες, οι οποίοι περιφέρονται ανενόχλητοι σε όλο το βιβλίο σαν να είναι κτήμα τους. Ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα, σε μια φανταστική πόλη, όπου τα πάντα και οι πάντες εξυπηρετούν ένα σκοπό: "Το καπρίτσιο της κυρίας Ν.".
ΚΡΙΤΙΚΗ
Υπάρχει, άραγε, τίποτε χειρότερο ή πιο τρομακτικό από το να δέχεται κανείς την επίσκεψη του Θεού αυτοπροσώπως για να πληροφορηθεί ότι κάθε ενέργειά του, επίτευξη, δεξιότητα ή επιλογή ήταν όλες προαποφασισμένες και ότι ο ίδιος δεν υπήρξε παρά το εκτελεστικό όργανο της θεϊκής προνοητικότητας; Και όμως, υπάρχει. Να διαπιστώνει αίφνης ότι είναι υποχείριο μιας εναλλακτικής θεότητας, της συγγραφικής, ότι ο κόσμος του όπως και η υπόστασή του αυτή καθεαυτήν είναι προϊόντα τής, είτε ισχνής είτε πληθωρικής, επινοητικότητας ενός συγγραφέα. Η πρωτοεμφανιζόμενη Μαρία Φακίνου (γενν. 1976) επιφυλάσσει στους ήρωές της και τις δύο, εξίσου ιδιότυπες, συμφορές. Ο ηλικιωμένος λόρδος Ματαντόρ αδίκως αποθαρρύνεται από τη θεϊκή αποκάλυψη περί της ασημαντότητάς του καθώς η επίσκεψη του Θεού, όπως επίσης και ο ίδιος, συγκαταλέγονται στα καπρίτσια της συγγραφέως κυρίας Ν., της μόνης «ανθρώπινης» παρουσίας του μυθιστορήματος. Δυστυχέστερη σαφώς η περίπτωση μιας νεαρής κοπέλας η οποία προσβάλλεται αιφνιδίως από μια δυσεξιχνίαστη ασθένεια, για να ανακαλύψει ότι ολόκληρη η ζωή της ανήκει στις παράπλευρες απώλειες της επάρατης συγγραφικής νόσου, της αφλογιστίας. Οι ρόλοι θα αντιστραφούν όταν η κυρία Ν. συνειδητοποιήσει ότι οι ήρωές της έχουν τη δύναμη να διεκδικήσουν μια αυτόνομη ύπαρξη στην οποία εκείνη οφείλει να υποταχθεί, και όχι το αντίστροφο. Πολύ ενδιαφέρουσα η αυτοαναφορική σύλληψη του βιβλίου, όμως η Φακίνου δυσκολεύεται καταφανώς να την υποστηρίξει.
Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε τρία μέρη, εκ των οποίων με απόσταση το πιο ελκυστικό -και ατυχώς το μικρότερο σε έκταση- είναι το δεύτερο, όπου φανερώνεται ότι όλοι οι ένοικοι της έπαυλης του λόρδου Ματαντόρ έλκουν την καταγωγή τους από τον μυθοπλαστικό οίστρο της κυρίας Ν. Η ιστορία που παρουσιάζεται στο πρώτο μέρος εύκολα θα μπορούσε να απογοητεύσει τον αναγνώστη από τις πρώτες σελίδες, αν δεν διαχεόταν σ' αυτήν μια ατμόσφαιρα μυστηρίου. Τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν στο πρώτο μέρος δίνουν την εντύπωση πως κινούνται σε μια αλλόκοσμη πραγματικότητα, όπου τα πάντα είναι τόσο ρευστά και ευμετάβλητα που το απίθανο όχι μόνο μπορεί να ενσκήψει ανά πάσα στιγμή, αλλά και να γίνει αποδεκτό με αφύσικη φυσικότητα. Ο χρόνος επίσης είναι τόσο παράλογα διεσταλμένος που ο λόρδος Ματαντόρ συνδυάζει τις πλέον αλληλοαναιρούμενες χρονικά εμπειρίες. Στο παρελθόν είχε φιλικές σχέσεις με τη Γερτρούδη Στάιν, στο αφηγηματικό παρόν επισκέπτεται τον Μπέκετ για να παραστεί στο ψυχορράγημά του, ενώ εκστασιάζεται με τους Ρόλινγκ Στόουνς. Βέβαια, δεν θα περίμενε κανείς ιδιαίτερη συγκρότηση από ένα άτομο που ταξιδεύει ανά την υφήλιο για να αφουγκραστεί επιφανείς επιθανάτιους ρόγχους και τα σοφά λόγια από τα οποία ενδεχομένως θα συνοδεύονται. Αν όμως επιδεικνύει απαράμιλλη αφοσίωση στη θεόπνευστη, στην κυριολεξία, πραγματεία του, απαρτιζόμενη από διάσημα ψυχομαχητά, δεν παύει να αναλογίζεται πικραμένος τις απολαύσεις που παραγκώνισε. Και δικαίως πικραίνεται για τον παραμερισμό των σαρκικών επιταγών καθώς ανακαλύπτει όψιμα την έλξη που ασκεί σε περικαλλείς υπάρξεις. Ο εγγονός του, μολονότι συμμερίζεται τις πνευματικές του αγωνίες, έχει προσηλωθεί μονομερώς σε πιο γήινες μέριμνες, αν και με ισχνότερες επιδόσεις από τον πολύπραγο παππού του. Μια οικονόμος, η αισθησιακή κόρη της, ένας επίδοξος ποιητής που ανησυχεί για την τύχη του χειρογράφου του, ένας αλλόκοτος τύπος που φυλακίζει τις ευτυχισμένες στιγμές του σε μπουκαλάκια και ένα ημερολόγιο που καταλήγει λογοτέχνημα, ολοκληρώνουν την αλλοπρόσαλλη καθημερινότητα του λόρδου Ματαντόρ. Ο,τι απομένει από αυτήν στο δεύτερο μέρος εξαντλείται στην οικία του, όπου πλέον διαμένει η παράξενη κυρία Ν. με την απόμακρη κόρη της, μία ακόμα ατυχής ηρωίδα ενός ματαιωμένου πονήματος της συγγραφέως. Μια κοπέλα έρχεται να συγκατοικήσει μαζί τους, όμως από την πρώτη κιόλας μέρα της εγκατάστασής της εκεί καταρρέει. Η ανάρρωσή της συναρτάται άμεσα, όπως ήδη αποκαλύψαμε, με τη συγγραφική ανάκαμψη της οικοδέσποινας. Η τελευταία, κατόπιν πίεσης, συγκατανεύει να την τοποθετήσει σε μια πιο «υγιή» ιστορία, υπόσχεση της οποίας την υλοποίηση παρακολουθούμε στο τελευταίο μέρος, εμφανώς το πιο αδύναμο.
Διλήμματα καλλιτεχνικής φύσεως
Αν τα εξωφρενικά και ασυνάρτητα επεισόδια της αρχικής ιστορίας εξισορροπούνται, σε έναν βαθμό, χάρη στην επιδέξια προβολή τους στο αμέσως ακόλουθο μέρος του βιβλίου, η επιλογική ιστορία δεν φαντάζει απλώς ασύνδετη με την υπόλοιπη μυθοπλασία, αλλά είναι τόσο πληκτική όσο και η ανία των παραθεριστών του παραθαλάσσιου ξενοδοχείου που καταγράφει. Κεντρικά πρόσωπα εδώ μια μητέρα (η ανανήψασα συγκάτοικος) με την κόρη της (η φασματική κόρη της κυρίας Ν.) και κεντρικό ζητούμενο η ανταγωνιστική και συνάμα επώδυνη σχέση τους. Το έξυπνο κλείσιμο του μυθιστορήματος με την επιστροφή των δύο ηρωίδων στο σπίτι τους, ήτοι στο βιβλίο της κυρίας Ν., έρχεται να προστεθεί στις καλές ιδέες της Φακίνου, οι οποίες είτε αφέθηκαν ημιτελείς είτε σαρώθηκαν από την «πρωτόλεια» λαχτάρα να ειπωθούν πάρα πολλά ταυτοχρόνως.
Η ενασχόληση με την τέχνη αντισταθμίζει έναν ελλειμματικό βίο ή, αντιθέτως, προκύπτει σαν περίσσευμα, σαν εκλεκτό πλεόνασμα μιας πλούσιας ζωής; Αποτελεί ένδειξη ωριμότητας ή αφροσύνης το να αναγνωρίζει κανείς τα πάθη του και να αφήνεται σ' αυτά αντί να πασχίζει να τα καταστείλει; Δύο οχληρά διλήμματα που ταλανίζουν τις καλλιτεχνικές ιδιοσυγκρασίες του βιβλίου. Μολονότι δεν τις αφήνουν καθόλου ασυγκίνητες οι ερωτικές προκλήσεις, δύσκολα αντιστέκονται στον πειρασμό της λευκής σελίδας. Με άλλα λόγια, η Φακίνου στο πρώτο της βιβλίο επέλεξε να μιλήσει για το κατεξοχήν πάθος ενός πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα, την αφόρητη επιθυμία του να γράψει. Οι ανησυχίες των ηρώων της περιστρέφονται εξακολουθητικά γύρω από τη ματαιότητα ή τη ζωτικότητα αυτής της ενασχόλησης. Κι ενώ η συγγραφέας προσπάθησε πράγματι να αποδώσει την κοινότοπη διελκυστίνδα τέχνης-ζωής με τρόπο ελκυστικό, παγιδεύτηκε στην προσπάθειά της και αναλώθηκε στη σώρευση εκκεντρικών καταστάσεων, περισσότερο κωμικών παρά αλληγορικών. Παραδείγματος χάριν, ενώ κρατούσε στα χέρια της ένα ερεθιστικό βιβλίο όπως αυτό, στο οποίο θα μπορούσε να είχε εξελιχθεί η μεσαία ιστορία, το στρίμωξε ανάμεσα σε δύο αφηγήσεις που αδικούν κατάφωρα την ευρηματικότητα της σύλληψής της.
Ηρωες που αρρωσταίνουν όταν στομώνει η γραφίδα του δημιουργού τους και περιπλανώνται ανέστιοι σε μια βασανιστική εκκρεμότητα μέχρι να προσανατολιστούν προς το μόνο σπίτι στο οποίο πραγματικά ανήκουν, τις σελίδες όπου πρωταγωνιστούν. Αυτό το βιβλίο θα μπορούσε να είχε απομονώσει η Μαρία Φακίνου από το μυθιστόρημά της, αν δεν είχε υποκύψει στην απολύτως εύλογη ανασφάλεια, σύμφυτη με την πρώτη συγγραφική εμφάνιση.
ΛΙΝΑ ΠΑΝΤΑΛΕΩΝ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 08/02/2008
Κριτική:
Μαρία Φακίνου: Η μαγεία του φανταστικού δεν δίνει ικανοποιητικές απαντήσεις
Ήρωες εξόριστοι αυτής της ζωής
ΑΠΟΤΕΛΕΙ, ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ, ΞΑΦΝΙΑΣΜΑ, ΚΑΘΕ ΚΑΛΟΠΡΟΑΙΡΕΤΟΥ
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ, ΟΤΑΝ, ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ
ΕΠΟΧΗ, ΝΕΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ, ΜΕ ΑΝΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΟ
ΤΑΛΕΝΤΟ, ΣΤΡΕΦΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ
ΕΙΔΟΣ ΤΟΥ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΣΕ ΑΛΛΟΚΟΤΟΥΣ
ΜΥΘΟΥΣ ΠΟΥ ΘΕΤΟΥΝ ΣΕ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΤΟΝ
ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟ ΜΑΣ.
Zούμε σε μια χώρα όπου, μέρα με την ημέρα, η ζωή, ιδίως των νεώτερων πολιτών, γίνεται αβίωτη θητεία. Η κρατική μηχανή δεν προσφέρει καμία ασφάλεια, οι νόμοι ελαστικοί σαν φυσαρμόνικα και οι νέοι διά βίου άνεργοι ή υποαπασχολούμενοι. Αποτρελαμένοι από την ξέφρενη κατανάλωση και τον άνομο πλουτισμό βυθιζόμαστε στην αγκύλωση και την αδράνεια και αφήνουμε να αναβιώνουν αναχρονιστικά φαντάσματα ενός παρελθόντος που πιστεύαμε ότι το είχαμε αποκηρύξει για πάντα. Εθνικοί μύθοι, συνυφασμένοι με τη μεταφυσική αντίληψη του έθνους και με την υπεροχή του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού κατορθώνουν να επιβιώσουν και να αποκτήσουν προσβάσεις στην κοινωνία.
Πώς αντιστέκεται η λογοτεχνία των νέων; Παίρνοντας δρόμους εξωλογικούς και παρουσιάζοντας ήρωες εξόριστους αυτής της ζωής; Και πώς καταφέρνει, με τρόπους έντεχνους και ελκυστικούς, παρ΄ όλες τις αντιρρήσεις να κερδίζει τελικά την προσοχή μας. Το απίθανο μετατρέπεται σε εφικτό και η πρωτοτυπία μάς υποβάλει στην αμφίσημη γοητεία του φανταστικού.
Φυγόκεντρος
Παίρνω αφορμή από τρία βιβλία που εκδόθηκαν τον τελευταίο καιρό: Τον Δαιμονιστή του πληθωρικού και προκλητικά εκκεντρικού Αύγουστου Κορτώ, την Λούπα του Φώτη Θαλασσινού και το Καπρίτσιο της κυρίας Ν. της Μαρίας Φακίνου. Ο κόσμος τους πλασματικός και φυγόκεντρος από μια καθημερινή πραγματικότητα. Αφηγούνται ιστορίες εξωλογικές αλλά σε περιβάλλον αυστηρά νατουραλιστικό, προσποιούμενοι ότι αγνοούν πως η Ιστορία σαν τυφλοπόντικας είναι ικανή να ανοίξει λαγούμια και σε κάθε στιγμή να πεταχτεί μπροστά μας. Τεχνικές και τεχνάσματα που μας απομακρύνουν από τα καθημερινά προβλήματα ή μας τονίζουν καταχωνιασμένα συναισθήματα και επιθυμίες;
ΤΡΕΙΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΥΝΕΝΩΝΟΝΤΑΙ
Πρωτοεμφανιζόμενη συγγραφέας που διαθέτει ταλέντο και οξεία ρεαλιστική παρατήρηση, η Μαρία Φακίνου έγραψε ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα όπου τρεις ιστορίες συνδέονται με τους δευτερεύοντες ήρωες, που μπαινοβγαίνουν από τη μια στην άλλη. Όμως οι εναλλαγές των αφηγήσεων παραείναι χαλαρές και τελικά το παιχνίδι χάνεται στους αρμούς των ιστοριών
Πρωτοεμφανιζόμενη συγγραφέας που διαθέτει ταλέντο και οξεία ρεαλιστική παρατήρηση, η Μαρία Φακίνου έγραψε ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα όπου τρεις ιστορίες συνδέονται με τους δευτερεύοντες ήρωες, που μπαινοβγαίνουν από τη μια στην άλλη. Όμως οι εναλλαγές των αφηγήσεων παραείναι χαλαρές και τελικά το παιχνίδι χάνεται στους αρμούς των ιστοριών
Με Το καπρίτσιο της κυρίας Ν. η Μαρία Φακίνου κάνει την εμφάνισή της στο λογοτεχνικό προσκήνιο με ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα.
Κατά το οπισθόφυλλο του βιβλίου της, η Φακίνου έχει μια προπαίδεια. Μετέφρασε ποίηση και ένα θεατρικό έργο- του Βρετανού Άντριου Κάουι, που ανέβηκε με την ομάδα Βreath of art- εφόδια διόλου ευκαταφρόνητα. Η Φακίνου και να γράφει γνωρίζει, και με ικανότητα χειρίζεται τους μύθους, και με επάρκεια στήνει ιστορίες σε περίγυρους ψευδώνυμα ρεαλιστικούς. Συνενώνει τρεις ιστορίες. Στην πρώτη ιστορία: ο διάσημος Λόρδος Ματαντόρ- μας παραπέμπει στον Μαλντορόρ του ρομαντικού Λώτρεαμόν;- αφιέρωσε τριάντα χρόνια έρευνας και επίπονης εργασίας για να σταχυολογήσει τα τελευταία λόγια ιστορικών προσωπικοτήτων πριν από τον επιθανάτιο τους ρόγχο. Μια πρωία αντιμετωπίζει έναν παράξενο επισκέπτη, τον θεό, που τον προτρέπει να συνεχίσει το έργο του το οποίο έχει προαποφασιστεί από τη γέννησή του. Γεννήθηκε σε ένα περιβάλλον που τον οδήγησε να γίνει ένας σημαντικός λόγιος. Ο εγγονός του λόρδου, ο Καρλ, ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, είναι το αντίθετο του θείου του, επιρρεπής στις γήινες απολαύσεις.
Αποτυχημένα επιρρεπής. Με τη Φάνυ, την κόρη της οικονόμου του θείου του, είχε μια αποτυχημένη, εφηβική συνεύρεση και πάρ΄ όλες τις προσπάθειές του αδυνατεί να συναντήσει σε όλη την ιστορία την ποθητή κοπέλα. Και όταν καλεί στο σπίτι του θείου του τις τρεις ερωμένες του, αυτές επιδίδονται σε μεταξύ τους ομόφυλα παιχνίδια. Η επιθυμία μένει έγκλειστη στο σώμα σαν μαρτύριο χωρίς τέλος, χωρίς οργασμό. Οι επιθυμίες στερούνται σώματος. Η επόμενη ιστορία είναι της Άννας Μπένγιαμιν, γυναίκας εργαζόμενης, καθηγήτριας γαλλικών και μόνης που θα συγκατοικήσει σε μια μονοκατοικία της οδού Γκούσταβ Μάλερ με μια γυναίκα συγγραφέα και την κόρη της. Η τρίτη ιστορία εξελίσσεται σε ένα καλοκαιρινό ξενοδοχείο με μια γυναίκα και την κόρη της.
Η σύνδεση
Οι τρεις ιστορίες συνδέονται με τους δευτερεύοντες ήρωες που μπαινοβγαίνουν από τη μια ιστορία στην άλλη. Οι εναλλαγές των αφηγήσεων είναι χαλαρές, έχουν στηθεί με τρόπο που ελάχιστα προάγει τη δράση και δεν δημιουργεί κεντρικές ανάσες. Η ιδιαίτερη πνοή της πρώτης ιστορίας γρήγορα στερείται τον ρυθμό της. Το παιχνίδι χάνεται στους αρμούς των ιστοριών.
Αν ορίσω ως σπονδυλωτό μυθιστόρημα, τα Τρία μονόπρακτα του Βαλτινού, όπου οι τρεις «άσχετες» εκ πρώτης όψεως ιστορίες πλέκονται υπόγεια και δημιουργούν ένα σύνολο συμπαγές με πολλαπλά νοήματα, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί η Φακίνου επιχείρησε ένα τέτοια τόλμημα χωρίς να έχει εξασφαλίσει την αναγκαία δομή που θα έκανε το αφήγημα να απογειωθεί.
Το σπονδυλωτό μυθιστόρημα δεν μπορεί να στηρίζεται σε μια, έξοχη έστω, ιδέα. Κάτι άλλο χρειάζεται για να μη μένουν εκκρεμή τα γεγονότα μέχρι το τέλος. Η Φακίνου και νέα είναι και ταλέντο διαθέτει και οξεία ρεαλιστική παρατήρηση. Εύχομαι στο δεύτερο βιβλίο της, με περισσότερη δουλειά, να αποφύγει τις αβλεψίες και ατοπίες του πρώτου. Το οφείλει κυρίως στον εαυτό της.
Τα πρεσβυωπικά ματογυάλια της ηλικίας μας
Αν η φανταστική λογοτεχνία του περασμένου αιώνα επέτρεπε την αναφορά σε θέματα ταμπού, σήμερα που κάθε κοινωνική λογοκρισία έχει φτάσει στην ασυδοσία, τι τρέπει νεώτερους συγγραφείς σε φαντασίες και ψευδαισθήσεις; Είναι τόσο μεγάλη η απογοήτευση των νέων για τον κόσμο που τους παραδίδουμε ώστε τους αναγκάζει να στραφούν σε κόσμους της φαντασίας; Και τι ρόλο παίζουν οι αλλοιώσεις της πραγματικότητας, μέσα από τα πρεσβυωπικά ματογυάλια της ηλικίας μας;
Πριν από 40 χρόνια, όταν η χώρα περνούσε μια άλλη κρίση- χειρότερη, ηπιότερη, ποιος θα το κρίνει;- ένα τριαντάχρονος νέος, επηρεασμένος από την τραγική και συγχρόνως γελοία επιστράτευση του ΄74, μας έδωσε το Πεθαίνω σαν χώρα. Σήμερα τι;
Έναν ολόκληρο θάνατο πώς θα τον περάσουμε; ρωτά ο Λεοντάρης.
Με τη μαγεία του φανταστικού;
Τάσος Χατζητάτσης, Τα Νέα, 7/3/2008
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις