0
Your Καλαθι
Ημερολόγιο του βουνού - 1944
Περιγραφή
Κείμενα και εικόνες που καθηλώνουν, από άμεση, πρώτη αντίληψη του συγγραφέα, ανασταίνοντας εφιαλτικές σκηνές τρόμου, σπάζοντας τα φράγματα των καιρών και της λήθης, ξυπνώντας συνειδήσεις.
Σελίδες της Ιστορίας δοσμένες με τη γλώσσα της νοηματικής μνήμης και τέχνης, που το ίδιο λιτά και απέριττα εικονίζουν την πίστη, την τρυφερότητα και την περηφάνεια του ανθρώπου.
Μιας τέχνης που μέσα στη ζούγκλα της «ελεύθερης αγοράς» και της Νέας Τάξης Πραγμάτων προειδοποιεί και κραυγάζει: «Άνθρωποι, γρηγορείτε»!
Απόσπασμα από το βιβλίο:
Υπηρετώντας στο Τάγμα Χορτιάτη του ΕΛΑΣ είχα κρατήσει προσωπικό ημερολόγιο όπου κατέγραφα τα συμβάντα της ζωής μας στο αντάρτικο.
Το ημερολόγιο ήταν πυκνογραμμένο σε χαρτάκια, με σχέδια και σημεία γραφής που δε θα μπορούσε να δώσουν πληροφορίες αν έπεφτε σε εχθρικά χέρια, αλλά και είχε το ελάχιστο μέγεθος ώστε να μπορεί να καταστραφεί εύκολα σε ώρα ανάγκης.
Ο τρόπος της παρουσίασης του ημερολογίου γεννάει προβλήματα. Η δημοσίευσή του ως έχει είναι αδύνατη καθώς θα παρουσίαζε ενδιαφέρον μόνο σαν ιστορικό ντοκουμέντο.
Ύστερα από συζήτηση με φίλους, κατέληξα ότι έπρεπε να του γίνει μια λογοτεχνική επεξεργασία για να είναι πιο εύληπτο στον αναγνώστη, αλλά πάντα με σεβασμό στα γεγονότα που περιγράφει.
Μαζί με τα χαρτάκια για το ημερολόγιο είχα πάρει μαζί μου κι ένα μπλοκάκι όπου θα μπορούσα να σκιτσάρω στιγμιότυπα από τη ζωή μας στο αντάρτικο.
“Ξημερώνει. Αγουροξυπνημένοι οι Γερμανοί πλένονται, πειράζονται, πλατσουρίζουν με τα νερά.
Κάποιοι θα πέσουν σε λίγο νεκροί, μα κανείς τους δεν ξέρει ότι ο χάρος τους έχει βάλει στο στόχαστρο.
[…]
Μισώ τον πόλεμο, το Χίτλερ, την αλαζονεία του φασισμού. Όλους αυτούς που βασανίζουν, που σκοτώνουν, που καίνε. Ωστόσο θα ήθελα, αν το μπορούσα, πολεμώντας τον φασισμό, να μη βρισκόμουν στην ανάγκη να σκοτώσω κανένα. Ούτε και τώρα νιώθω μίσος γι’ αυτούς με τους οποίους θα αλληλοσκοτωθούμε σε λίγο.
Σίγουρα αποτελώ την εξαίρεση κι αυτά που νιώθω δεν είναι παρά «απαράδεκτοι συναισθηματισμοί», όπως λέει ο Γρηγοράκης. που έχουν τις ρίζες τους στη μικροαστική μου καταγωγή.
Έτσι θα είναι. Δεν εξηγείται αλλιώς τούτη η εικόνα που τόσο επίμονα στήνεται μπροστά μου σαν εφιάλτης:
«Έχω γυρίσει. Η μάνα ράβει καθιστή στην ψάθινη πολυθρόνα της. Με ρωτάει συγκρατημένα και τάχα αδιάφορα (όπως το συνηθίζει, όταν κάτι την ενδιαφέρει πολύ). Έχεις σκοτώσει; Ξέρω, πως δεν θέλει να ξέρει αν ήταν Γερμανός, Βούλγαρος, Έλληνας. Αν αναγκάστηκα, αν έπρεπε να σκοτώσω, για να είμαι τώρα κοντά της. Της απαντάω πως ναι.
Η μάνα ανασηκώνει για λίγο τα μάτια της πάνω μου κι αμίλητη ξανασκύβει στο ράψιμο. Και είναι η ματιά της σαν μαχαιριά»!
Έγινε κι άλλες φορές. Αγωνιώντας πριν από τη μάχη, να νοιώθω στα χέρια μου τρέμουλο που σταματάει με τα πρώτα πυρά. Άντε όμως να πείσεις τους άλλους ότι δεν είναι από φόβο. Και κρύβω τα χέρια και βιάζομαι, πότε επί τέλους θ’ αρχίσει.”
Σελίδες της Ιστορίας δοσμένες με τη γλώσσα της νοηματικής μνήμης και τέχνης, που το ίδιο λιτά και απέριττα εικονίζουν την πίστη, την τρυφερότητα και την περηφάνεια του ανθρώπου.
Μιας τέχνης που μέσα στη ζούγκλα της «ελεύθερης αγοράς» και της Νέας Τάξης Πραγμάτων προειδοποιεί και κραυγάζει: «Άνθρωποι, γρηγορείτε»!
Απόσπασμα από το βιβλίο:
Υπηρετώντας στο Τάγμα Χορτιάτη του ΕΛΑΣ είχα κρατήσει προσωπικό ημερολόγιο όπου κατέγραφα τα συμβάντα της ζωής μας στο αντάρτικο.
Το ημερολόγιο ήταν πυκνογραμμένο σε χαρτάκια, με σχέδια και σημεία γραφής που δε θα μπορούσε να δώσουν πληροφορίες αν έπεφτε σε εχθρικά χέρια, αλλά και είχε το ελάχιστο μέγεθος ώστε να μπορεί να καταστραφεί εύκολα σε ώρα ανάγκης.
Ο τρόπος της παρουσίασης του ημερολογίου γεννάει προβλήματα. Η δημοσίευσή του ως έχει είναι αδύνατη καθώς θα παρουσίαζε ενδιαφέρον μόνο σαν ιστορικό ντοκουμέντο.
Ύστερα από συζήτηση με φίλους, κατέληξα ότι έπρεπε να του γίνει μια λογοτεχνική επεξεργασία για να είναι πιο εύληπτο στον αναγνώστη, αλλά πάντα με σεβασμό στα γεγονότα που περιγράφει.
Μαζί με τα χαρτάκια για το ημερολόγιο είχα πάρει μαζί μου κι ένα μπλοκάκι όπου θα μπορούσα να σκιτσάρω στιγμιότυπα από τη ζωή μας στο αντάρτικο.
“Ξημερώνει. Αγουροξυπνημένοι οι Γερμανοί πλένονται, πειράζονται, πλατσουρίζουν με τα νερά.
Κάποιοι θα πέσουν σε λίγο νεκροί, μα κανείς τους δεν ξέρει ότι ο χάρος τους έχει βάλει στο στόχαστρο.
[…]
Μισώ τον πόλεμο, το Χίτλερ, την αλαζονεία του φασισμού. Όλους αυτούς που βασανίζουν, που σκοτώνουν, που καίνε. Ωστόσο θα ήθελα, αν το μπορούσα, πολεμώντας τον φασισμό, να μη βρισκόμουν στην ανάγκη να σκοτώσω κανένα. Ούτε και τώρα νιώθω μίσος γι’ αυτούς με τους οποίους θα αλληλοσκοτωθούμε σε λίγο.
Σίγουρα αποτελώ την εξαίρεση κι αυτά που νιώθω δεν είναι παρά «απαράδεκτοι συναισθηματισμοί», όπως λέει ο Γρηγοράκης. που έχουν τις ρίζες τους στη μικροαστική μου καταγωγή.
Έτσι θα είναι. Δεν εξηγείται αλλιώς τούτη η εικόνα που τόσο επίμονα στήνεται μπροστά μου σαν εφιάλτης:
«Έχω γυρίσει. Η μάνα ράβει καθιστή στην ψάθινη πολυθρόνα της. Με ρωτάει συγκρατημένα και τάχα αδιάφορα (όπως το συνηθίζει, όταν κάτι την ενδιαφέρει πολύ). Έχεις σκοτώσει; Ξέρω, πως δεν θέλει να ξέρει αν ήταν Γερμανός, Βούλγαρος, Έλληνας. Αν αναγκάστηκα, αν έπρεπε να σκοτώσω, για να είμαι τώρα κοντά της. Της απαντάω πως ναι.
Η μάνα ανασηκώνει για λίγο τα μάτια της πάνω μου κι αμίλητη ξανασκύβει στο ράψιμο. Και είναι η ματιά της σαν μαχαιριά»!
Έγινε κι άλλες φορές. Αγωνιώντας πριν από τη μάχη, να νοιώθω στα χέρια μου τρέμουλο που σταματάει με τα πρώτα πυρά. Άντε όμως να πείσεις τους άλλους ότι δεν είναι από φόβο. Και κρύβω τα χέρια και βιάζομαι, πότε επί τέλους θ’ αρχίσει.”
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις