0
Your Καλαθι
Δοκίμια για τη Νέα Ελληνική Αρχιτεκτονική. Θεωρητικά, ιστορικά, κριτικά
Essays on neohellenic architecture. Theory, history, criticism
Περιγραφή
Η ελληνική αρχιτεκτονική του 19ου και 2ού αιώνα είναι παραγνωρισμένη τόσο από τους αρχιτέκτονες όσο και από τον απλό κόσμο, επειδή επισκιάζεται σε μεγάλο βαθμό από το κλασικό παρελθόν της. Το βιβλίο "Δοκίμια για τη νέα ελληνική αρχιτεκτονική" της Ελένης Φέσσα - Εμμανουήλ, έρχεται να ανατάξει αυτό το δεδομένο. Στηριγμένο σε στέρεα τεκμηριωμένη έρευνα, φέρνει στο φως την ουσία της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής, όπως αυτή εξελίχθηκε μέχρι τη δεκαετία του 1970. Άπτεται ακόμη και της αρχιτεκτονικής του πρόσφατου παρελθόντος, δίνοντάς μας έτσι την ελπίδα ότι το έργο της αυτό θα έχει και συνέχεια.
Η έκδοση ενός αρχιτεκτονικού βιβλίου σε δύο γλώσσες -στη γλώσσα του συγγραφέα και σε μια από τις μείζονες διεθνείς γλώσσες- είανι ένα σπάνιο φαινόμενο. Το γεγονός ότι το πλήρες κείμενο του βιβλίου αυτού παρέχεται στα ελληνικά και τα αγγλικά ταυτόχρονα, είναι πολύ σημαντικό για τη Διεθνή Ένωση Αρχιτεκτόνων (ΔΕΑ) και θα μπορούσε να αποτελέσει προηγούμενο για παρόμοιες εκδόσεις σε άλλες χώρες. [...]
Βασίλης Σγούτας, Πρόεδρος UIA
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η ελληνική αρχιτεκτονική του 19ου και του 20ού αιώνα, προκειμένου να γίνει γνωστή στο εγχώριο αλλά και στο διεθνές κοινό, απέκτησε ένα όχημα: μια σειρά δίγλωσσων εικονογραφημένων τόμων που θα εκδίδονται υπό την αιγίδα του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Εφηρμοσμένης Επικοινωνίας (ΕΠΙΕΕ).
Στους τόμους αυτούς θα μπορεί να αξιοποιείται και να δημοσιοποιείται η έρευνα των ιστορικών της αρχιτεκτονικής που συγκεντρώνουν στοιχεία για τη νεφελώδη πορεία της ελληνικής αρχιτεκτονικής ιστορίας. Στόχος η επιστημονική αναβάθμιση της ελληνικής αρχιτεκτονικής ιστοριογραφίας.
Ο πρώτος τόμος παρουσιάζει τους καρπούς της έρευνας της αρχιτέκτονος Ελένης Φεσσά-Εμμανουήλ, η οποία έχει εστιάσει το ενδιαφέρον της στο ρευστό τοπίο της ελληνικής αρχιτεκτονικής του 20ού αιώνα.
Σε δέκα δοκίμια για την αρχιτεκτονική της νεότερης Ελλάδας, τρία θεωρητικά, δύο ιστορικά και πέντε κριτικά, η συγγραφέας, αναπληρώτρια καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών, επιχειρεί, όπως δήλωσε κατά την παρουσίαση του βιβλίου, όχι μόνο να θίξει τα κακώς κείμενα της νέας ελληνικής αρχιτεκτονικής αλλά και να τεκμηριώσει τη φωτεινή τους όψη. Στο πρώτο δοκίμιο εξετάζεται «Η ιδεολογική κρίση της νέας ελληνικής αρχιτεκτονικής: 1827-1940», το δεύτερο έχει θέμα «Πρότυπα, κανόνας και ελευθερία στην αρχιτεκτονική της νεότερης Ελλάδας» και το τρίτο θεωρητικό εξετάζει «Ζητήματα αρχιτεκτονικής ιστορίας και κριτικής».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η έρευνα για τα «Δημόσια και ιδιωτικά κτίρια γοήτρου στην Ελλάδα: 1945-1990». Το αισιόδοξο μήνυμα του βιβλίου είναι ότι «από την Ελλάδα δεν έλειψαν ποτέ οι ικανοί πολεοδόμοι και οι προικισμένοι αρχιτέκτονες αλλά οι προϋποθέσεις για τη δημιουργική τους δράση».
ΜΑΙΡΗ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ
ΤΟ ΒΗΜΑ, 08-07-2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η αρχιτεκτονική ιστοριογραφία εμπλουτίστηκε πρόσφατα με το αξιόλογο βιβλίο της Ελένης Φεσσά-Εμμανουήλ, αναπληρώτριας καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Αθηνών, «Δοκίμια για τη νέα ελληνική αρχιτεκτονική». Τα δέκα κείμενα που συγκροτούν αυτή την επιμελημένη και πλούσια εικονογραφημένη δίγλωσση έκδοση -στα ελληνικά και τα αγγλικά-, αποτελούν εξέλιξη προηγούμενων εργασιών της για θέματα της νεότερης ελληνικής αρχιτεκτονικής, με τα οποία ασχολείται συστηματικά την τελευταία εικοσαετία.
Τα πυκνογραμμένα κείμενα ταξινομούνται σε τρεις ενότητες: θεωρητικά, ιστορικά και κριτικά δοκίμια. Χαρακτηρίζονται από πρωτοτυπία και την έντονα προσωπική προσέγγιση της συγγραφέως και απαντούν σε επιλεγμένα καίρια θέματα ή δημιουργούν ερεθίσματα για περαιτέρω διερεύνηση ή ακόμη και για αντίλογο. Τα θέματα που εξετάζονται αφορούν όχι μόνο τους ειδικούς, αλλά και το ευρύτερο κοινό, ακόμη κι εκείνους που στέκουν κυρίως στις φωτογραφίες, γιατί αυτές έχουν επιλεγεί με πολλή προσοχή και συνοδεύονται από ιδιαίτερα κατατοπιστικές λεζάντες.
Η πρώτη ενότητα, τα «θεωρητικά» δοκίμια, περιέχει τρεις μελέτες που προσεγγίζουν θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος. Η πρώτη, με τίτλο «Η ιδεολογική κρίση της νέας ελληνικής αρχιτεκτονικής: 1827 - 1940», αναφέρεται σε τρεις βασικούς σταθμούς της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής (στην εισδοχή του κλασικισμού και στην παράλληλη εγκατάλειψη της αρχιτεκτονικής παράδοσης των χρόνων της Τουρκοκρατίας, στην εν συνεχεία επιστροφή «στις ρίζες» με τα ρεύματα του «αρχιτεκτονικού λαϊκισμού ή δημοτικισμού» κατά την περίοδο 1910-30, και τέλος, στο μοντερνισμό της δεκαετίας του '30) και σχολιάζει τις ιδεολογίες που καλλιεργήθηκαν και τις επιρροές τους -θετικές και αρνητικές- στις αρχιτεκτονικές λύσεις που δόθηκαν.
Η δεύτερη μελέτη με τίτλο «Πρότυπα, κανόνας και ελευθερία στην αρχιτεκτονική της νεότερης Ελλάδας», αναφέρεται στις ιδιαιτερότητες της νέας ελληνικής αρχιτεκτονικής, ως προς την πορεία της και την ποικιλία των προτύπων της, σε τρεις κρίσιμες περιόδους της (του νεοκλασικισμού, της «επιστροφής στις ρίζες» και του μοντέρνου κινήματος). Η προσέγγιση της συγγραφέως γίνεται μέσα από το θεωρητικό και κτισμένο έργο τριών αντιπροσωπευτικών και κορυφαίων αρχιτεκτόνων αυτών των περιόδων που επιλέγει να παρουσιάσει, του Λύσανδρου Καυταντζόγλου, του Αριστοτέλη Ζάχου και του Αρη Κωνσταντινίδη.
Η θεωρητική ενότητα κλείνει με τα «Ζητήματα αρχιτεκτονικής ιστορίας και κριτικής» όπου η Ελένη Φλεσσά προσεγγίζει, στο πλαίσιο ενός γενικότερου προβληματισμού, το θέμα των σχέσεων της διεθνούς με την ελληνική αρχιτεκτονική του 20ού αιώνα, επισημαίνοντας τις δυσκολίες που υπάρχουν για την αντικειμενική αξιολόγηση και κατανόηση μιας τοπικής έκφρασης.
Η δεύτερη ενότητα, τα ιστορικά δοκίμια, που είναι και η μεγαλύτερη, περιλαμβάνει μια αναλυτική και αξιολογότατη μελέτη, τα «Δημόσια και ιδιωτικά κτίρια γοήτρου στην Ελλάδα : 1945-1990», η οποία αναφέρεται στα σημαντικά δημόσιου χαρακτήρα ή ιδιωτικά κτίρια (πολιτιστικά, δημόσιων οργανισμών, τραπεζών, γραφείων κ.λπ.) του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Πρόκειται για συστηματική καταγραφή και προσπάθεια ορισμού των ιδιοτυπιών και των κύριων αξόνων που ακολούθησε η αρχιτεκτονική των έργων «γοήτρου» από την πρώτη μεταπολεμική περίοδο μέχρι και την τελευταία εικοσιπενταετία (με την είσοδο των νέων ρευμάτων μεταμοντερνισμού, αποδόμησης κ.λπ.). Πολύ σημαντική από άποψη τεκμηρίωσης είναι η αναφορά στο σύνολο των αρχιτεκτόνων που δραστηριοποιήθηκαν σ' αυτό τον τομέα, η επισήμανση όσων διακρίθηκαν ως «νεωτεριστές, διανοούμενοι και επαναστάτες», και ο σχολιασμός σημαντικών έργων μεμονωμένων δημιουργών, ομάδων και συγκροτημένων αρχιτεκτονικών γραφείων.
Στην ενότητα των ιστορικών δοκιμίων περιέχεται μια ακόμη ενδιαφέρουσα μελέτη με τίτλο «Η Αθήνα στο δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα. Πολεοδομικός σχηματισμός και αρχιτεκτονική δημιουργία», που εξετάζει ορισμένες πτυχές της αλλαγής της πρωτεύουσας από τη νεοκλασική στη σημερινή της χαοτική μορφή. Πρόκειται για εμπεριστατωμένη αναφορά που ακολουθεί τη χαρακτηριστική χρονική κατάταξη της προηγούμενης μελέτης και προσπαθεί να επισημάνει όχι μόνο την αρνητική αλλά και τη θετική όψη των αρχιτεκτονικών και πολεοδομικών ιδιαιτεροτήτων της πρωτεύουσας. Σχολιάζονται έτσι οι συνέπειες που είχε ο εξοστρακισμός προσωπικοτήτων της αρχιτεκτονικής από τη διαμόρφωση δημόσιων χώρων και κτιρίων και το πολύ μικρό ποσοστό των αρχιτεκτόνων (2%) που σχετίστηκαν με το μεταπολεμικό οικοδομικό οργασμό (έργο κυρίως πολιτικών μηχανικών, υπομηχανικών ή απλών εμπειροτεχνών). Σημειώνεται παράλληλα, χωρίς να υποτιμάται, το κοινωνικό και πολιτισμικό κόστος αυτού του τρόπου, η οικονομική αποτελεσματικότητα της «αντιπαροχής» στη διαμόρφωση της αστικής πολυκατοικίας, όπως επίσης και η δημιουργία στο διάστημα αυτό αρχιτεκτονημάτων ποιότητας, μεγάλης επιρροής και ξεχωριστής σημασίας.
Η συλλογή των δοκιμίων ολοκληρώνεται με την τρίτη ενότητα (κριτικά δοκίμια), που περιλαμβάνει πέντε σύντομα αλλά σημαντικά κείμενα. Τα δύο πρώτα («Η περιθωριοποίηση των αρχιτεκτόνων στη διαμόρφωση της σύγχρονης ελληνικής πόλης και των σημαντικών κτιρίων της» και «Ο αφανισμός της διατηρητέας αρχιτεκτονικής του 20ού αιώνα») αναφέρονται αφ' ενός στο δευτερεύοντα ρόλο που είχαν οι αρχιτέκτονες στον αστικό σχεδιασμό και την αρχιτεκτονική αξιώσεων των ελληνικών πόλεων και αφ' ετέρου στην αδιαφορία ή την αντιφατική στάση των αρμόδιων φορέων απέναντι στη μοντέρνα αρχιτεκτονική κληρονομιά, που οδήγησε στην καταστροφή μεγάλου μέρους της ή στην κακοποίησή της. Τα δύο επόμενα («Χάθηκε ένα παραδειγματικό αρχιτεκτόνημα του Μεσοπολέμου» και «Το μέγαρο Τριανταφυλλάκου: Ενα σπάνιο δείγμα αρχιτεκτονικής art deco στην Αθήνα, έργο του Δημητρίου Φωτιάδη»), αναφέρονται στην προσωπικότητα και τα έργα δύο σημαντικών δημιουργών του Μεσοπολέμου, του Γ. Κοντολέοντα και του Δ. Φωτιάδη, και στο ανανεωτικό πνεύμα που έφεραν στην αρχιτεκτονική, ενώ το τελευταίο κείμενο («Αρχαιολογία, αρχιτεκτονική και πολιτική: Μια μεταϊστορική έκθεση στη Ρώμη με θέμα τα Δωδεκάνησα»), μεταφέρει τον προβληματισμό της συγγραφέως για τις προθέσεις των διοργανωτών μιας μεγάλης έκθεσης σχετικής με τα έργα της φασιστικής περιόδου στα Δωδεκάνησα, που έγινε περίπου προ πενταετίας στη Ρώμη και μεταφέρθηκε στη συνέχεια και στην Ελλάδα, σχολιάζοντας επίσης τα θετικά και αρνητικά στοιχεία της μακρόχρονης δραστηριότητας των Ιταλών στο χώρο (νέα κτίρια, έργα υποδομής, έρευνες και αναστηλώσεις μνημείων).
Από τη σύντομη αυτή αναφορά στα περιεχόμενα του βιβλίου φαίνεται ότι δεν πρόκειται για απλά δοκίμια, όπως με μετριοφροσύνη τιτλοφορεί τα δέκα κείμενά της η συγγραφέας, αλλά για αξιόλογες διερευνήσεις, με κριτικό πνεύμα, σημαντικών σταθμών της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής, από την οθωνική περίοδο μέχρι τις μέρες μας. Το βιβλίο αξίζει να γνωρίσει σημαντική αποδοχή, διότι συμβάλλει στην προβολή και τη γνώση της νέας ελληνικής αρχιτεκτονικής, στη συσχέτισή της με τη διεθνή εξέλιξη και ακόμη, στην ανάπτυξη της ευαισθησίας της κοινής γνώμης για την ανάγκη προστασίας των αξιόλογων κτιρίων του 20ού αιώνα.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΜΠΙΡΜΠΙΛΗ (Αναπληρώτρια καθηγήτρια ΕΜΠ)
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 26/07/2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις