0
Your Καλαθι
Για να μπορούμε να επιλέγουμε
Για τον δημοκρατικό έλεγχο της ευρωπαϊκής νομισματικής εξουσίας
Περιγραφή
Το να είναι ο προσανατολισμός της οικονομικής πολιτικής της Ένωσης ουσιαστικά ανεξάρτητος από κάθε δημοκρατική διαδικασία, αυτό είναι κάτι και αντίθετο προς τις πολιτικές παραδόσεις των Ευρωπαϊκών λαών, και επικίνδυνο για τη συνολική οικονομική αποτελεσματικότητα. Σ' αυτή την αποδυνάμωση της πηγής της κυριαρχίας έγκειται σήμερα το «Ευρωπαϊκό πρόβλημα», και όχι τόσο στην υποχώρηση των εθνικών Κρατών.
Σε καθεμιά από τις χώρες μας εμφανίζεται δημοκρατικό έλλειμμα, καθώς η διακυβέρνησή τους γίνεται πλέον περισσότερο με βάση κανόνες, που βρίσκονται έξω από την επιρροή των ψηφοφόρων, παρά με βάση τις δικές τους επιλογές. Εκείνο που αποτελεί σήμερα την αληθινή πρόκληση για την οικονομική αλλά και για την πολιτική Ευρώπη είναι να αντιστραφεί αυτή η ιεραρχία προτεραιοτήτων ανάμεσα στους κανόνες και τις επιλογές. Προϋπόθεση για να προχωρήσουμε προς αυτήν την κατεύθυνση είναι να υπάρξει μια διακυβέρνηση -και σε Ευρωπαϊκό και σε εθνικό επίπεδο- πλησιέστερη προς τις απαιτήσεις της δημοκρατίας.
Γιατί η δημοκρατία δεν αποτελεί μόνο το κοινό καταφύγιο των λαών της Ευρώπης, αλλά είναι και τείχος προστασίας απέναντι σε κάθε δογματισμό, καθώς και εγγύηση οικονομικής αποτελεσματικότητας.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Jean-Paul Fitoussi θεωρείται ένας από τους πλέον έγκυρους ευρωπαίους οικονομολόγους και είναι γνωστός στους οικονομολογικούς κύκλους της ΕΕ τόσο από τις μελέτες και τα βιβλία του όσο και από την αρθρογραφία του στην εφημερίδα «Le Monde». Είναι βαθύς γνώστης της οικονομίας της ΕΕ και τουλάχιστον από την αρθρογραφία του, αλλά και από το παρόν βιβλίο, μπορεί να διαπιστώσει κανείς ότι συντάσσεται, εξ αφορμής ίσως και της τελευταίας υφέσεως, με την πλευρά των αναθεωρητών ορισμένων θεσμικών και κανονιστικών οργάνων τα οποία υφίστανται στην ευρωζώνη. Και ίσως, αν έχει δίκαιο ο συγγραφέας, η αναθεώρησή τους να είναι σήμερα περισσότερο επιβεβλημένη από ποτέ. (Θα πρέπει να σημειώσουμε επίσης ότι ο Fitoussi δεν βρίσκεται από την πλευρά αυτήν για λόγους αντιπολιτεύσεως ή για λόγους γκρίνιας, αλλά διότι πράγματι υφίστανται προβλήματα, τα οποία, κατ' αυτόν, ο διάλογος μόνον μπορεί να επιλύσει.)
Το πρόβλημα που απασχολεί τον Fitoussi είναι ότι οι χώρες-μέλη της ΟΝΕ παρεχώρησαν-εκχώρησαν σημαντικό μέρος των πολιτικών τους εξουσιών σε θεσμικά ή κανονιστικά όργανα, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η Επιτροπή Ανταγωνισμού και το Σύμφωνο Σταθερότητας, με αποτέλεσμα οι επιλογές των ψηφοφόρων να μην αντανακλώνται πάντα στις ακολουθούμενες πολιτικές. Με άλλα λόγια, ο συγγραφέας ανησυχεί μήπως έχουμε να κάνουμε με την εδραίωση μιας «πεφωτισμένης» (έστω) δεσποτείας ορισμένων τεχνοκρατών (σελ. 28), οι οποίοι επιβάλλουν στις τοπικές κοινωνίες κανόνες που περιορίζουν αισθητά τον βαθμό επιλογής πολιτικής και τη συνακόλουθη ελευθερία κινήσεων. Υπάρχει ο φόβος να έχει εγκαθιδρυθεί, δηλαδή, ένα καθεστώς κανόνων και όχι ένα καθεστώς επιλογών (σελ. 25), το οποίο περιορίζει σημαντικά τα «διακυβεύματα των εθνικών εκλογών» και το οποίο, απομονωμένο στο μικροπεριβάλλον του, ενδέχεται να μην μπορεί να αντιληφθεί τις απαιτήσεις των καιρών.
Εχουμε λοιπόν ένα «δημοκρατικό έλλειμμα» στην άσκηση της νομισματικής πολιτικής; Εχουμε ένα αντίστοιχο έλλειμμα στους κανόνες που καθορίζουν την άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής; Και είναι τελικά μόνον οι διαρθρωτικές αλλαγές εκείνες που θα μπορέσουν να βοηθήσουν την ευρωπαϊκή οικονομία να ανακάμψει από την υφισταμένη ύφεση; Ο Fitoussi, μετά από μια εις βάθος αξιολόγηση της συμπεριφοράς της ΕΚΤ κατά την τελευταία τριετία, διαπιστώνει ότι στην παρούσα φάση δεν υπάρχει έλλειμμα, αλλά ότι θα μπορούσε να υπάρξει εάν οι εθνικές κυβερνήσεις απαιτούσαν διακαώς μια διαφορετική νομισματική ή δημοσιονομική πολιτική και εάν, φυσικά, οι τεχνοκράτες επέλεγαν την αποστασιοποίησή τους από τις απαιτήσεις αυτές. Η αλήθεια είναι ότι η οικονομική ορθοδοξία, η οποία διαπνέει την ΕΚΤ, και ο καταστατικός περιορισμός της μόνον ως προς τη σταθερότητα των τιμών (χωρίς το ανάλογο της αμερικανικής Fed, για την οποία προβλέπεται από το καταστατικό της και η ενεργός της προσπάθεια για την επίτευξη καθεστώτος πλήρους απασχόλησης) αφήνουν περιθώρια παρεξήγησης όποτε παρατηρείται μια διαφορά φάσεως μεταξύ των ακολουθούμενων και των επιθυμητών οικονομικών πολιτικών. Το αποτέλεσμα είναι να πρέπει να δίδονται κάθε τόσο από τα στελέχη της ΕΚΤ διευκρινίσεις σχετικά με τις επιδιώξεις της (π.χ., σταθερότητα τιμών μεν, αλλά και ενεργός αποφυγή του αποπληθωρισμού διά της παροχής ρευστού αν χρειασθεί).
Το πρόβλημα στο οποίο εστιάζεται η προσοχή του συγγραφέα είναι η απόσταση που θα μπορούσε να προκύψει μεταξύ των θεσπισμένων κανόνων και θεσμών αφενός και των μεταβαλλόμενων πολιτικών επιθυμιών αφετέρου. Παρέχοντας την τεκμηρίωση των θέσεών του αυτών, ο Fitoussi ακολούθως προσπαθεί να διερευνήσει ορισμένες πιθανές λύσεις διερωτώμενος αν η οικονομική ορθοδοξία των χαμηλών ελλειμμάτων και των σταθερών τιμών είναι ικανή να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις που δημιουργούν οι διακυμάνσεις της παρούσης οικονομικής συγκυρίας. Προτείνει έτσι να εισαχθεί περισσότερος δημοκρατικός έλεγχος στη θέσπιση και στην εφαρμογή των διαφόρων κανονισμών. Η δημοκρατία αποτελεί κατά τον συγγραφέα μια εγγύηση για την προαγωγή της οικονομικής αποτελεσματικότητας καθώς είναι ένα σύστημα που ενεργώς επιζητεί τον διάλογο και, συνεπώς, τη βαθύτερη μελέτη και εξέταση των προβλημάτων. Η καλύτερη κατάρτιση των συμμετεχόντων σε έναν τέτοιο διάλογο συνεπάγεται και την παραγωγή βέλτιστων λύσεων. Ετσι, για παράδειγμα, θα μπορούσαν να ληφθούν μέτρα που να αυξάνουν τον βαθμό λογοδοσίας της ΕΚΤ προς τις αιρετές αρχές (accountability) καθώς και την ανταλλαγή απόψεων των στελεχών της με τους τοπικούς αντιπροσώπους.
Αν θα έπρεπε να αντικρούσει κανείς τα επιχειρήματα του Fitoussi, δύσκολα θα μπορούσε να αντιτάξει σοβαρά επιχειρήματα τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το ζήτημα του εκδημοκρατισμού της νομισματικής εξουσίας. Αλλά με βάση την οικονομική θεωρία του Ανταμ Σμιθ (του φιλοσόφου που θα μπορούσε να θεωρηθεί από ορισμένους επικριτές του και ως «ο θεωρητικός του θανάτου της πολιτικής» - βλ. σελ. 108), η αγορά θα πρέπει να διορθώνει από μόνη της τις υπερβολές της και το κράτος θα πρέπει να μην παρεμβαίνει στις εσφαλμένες επιλογές των οικονομικών συντελεστών. Ισως το δίκαιο να είναι πράγματι αυτό. Για παράδειγμα, «εκδημοκρατισμός» της νομισματικής πολιτικής θα μπορούσε να σημαίνει υψηλούς ρυθμούς πληθωρισμού (χορήγηση νέου χρήματος για την κάλυψη ελλειμμάτων και χρεών), κάτι που ισοδυναμεί με καταλήστευση όλων εκείνων που ήδη κατέχουν χρήματα. Επίσης, τα «υψηλά ελλείμματα» ενδέχεται να σημαίνουν μακροπρόθεσμα και υπέρμετρη φορολόγηση όλων εκείνων που έκαναν τις σωστές επιλογές κατά το παρελθόν για να επιδοτηθούν όλοι όσοι έκαναν τις λαθεμένες. Και οπωσδήποτε όλα αυτά τα ζητήματα απαιτούν ιδιαίτερη εμβάθυνση προτού τελεσιδικήσει οριστικώς κανείς υπέρ των απόψεων του Fitoussi.
Εν κατακλείδι θα πρέπει να πούμε ότι, είτε συμφωνεί κανείς με τα πορίσματα του βιβλίου είτε όχι, η σκέψη και ο διάλογος προάγονται μέσα από τη στρωτή παράθεση των σκέψεων του συγγραφέα και μέσα από μια ιδιαίτερα επιμελημένη απόδοσή τους στα ελληνικά. Θα πρέπει επίσης να τονίσουμε ότι οι εκδόσεις Πόλις μάς έχουν συνηθίσει σε ποιοτικά βιβλία που φέρνουν πιο κοντά στον έλληνα αναγνώστη τα έργα σημαντικών σύγχρονων διανοητών.
Νίκος Α. Κεράνης (οικονομολόγος)
ΤΟ ΒΗΜΑ, 30-03-2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις