Πείραμα μνήμης
Περιγραφή
Είμαστε μια ομάδα αυτοβελτίωσης και αναζητούμε ανθρώπους οι οποίοι στο παρελθόν συμμετείχαν σε κάποιο ψυχιατρικό πείραμα μνήμης. Πιθανόν αυτή η αγγελία να σας αφορά, αλλά να μην μπορείτε πλέον να θυμηθείτε τα πειράματα στα οποία έχετε λάβει μέρος. Αν έχετε την παραμικρή αμφιβολία για τις αναμνήσεις σας, παρακαλούμε επισκεφθείτε τη σελίδα μας στο διαδίκτυο:
Εκεί μπορείτε να ελέγξετε αν έχετε συμμετάσχει σε κάποιο πείραμα μνήμης.
Περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να βρείτε στο καινούργιο βιβλίο του Σεμπάστιαν Φίτσεκ, Πείραμα μνήμης.
Το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου:
Σήμερα
Ο Μαρκ Λούκας δίστασε. Κούνησε το μοναδικό γερό δάχτυλο του σπασμένου χεριού του πάνω από το μπρούτζινο κουμπί του παλιομοδίτικου κουδουνιού για αρκετή ώρα, μέχρι να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία του και να το πατήσει.
Δεν γνώριζε τι ώρα ήταν. Η φρίκη των τελευταίων ωρών του είχε στερήσει και την αίσθηση του χρόνου. Στη μέση του δάσους, εξάλλου, ο χρόνος φαινόταν να μην έχει καμιά σημασία έτσι κι αλλιώς.
Ο παγερός αγέρας του Νοέμβρη και το έντονο χιονόνερο των τελευταίων ωρών είχαν καταλαγιάσει. Ακόμη και το φεγγάρι φαινόταν μέσα από ανοίγματα στα σύννεφα? ήταν η μοναδική πηγή φωτός σε μια νύχτα το ίδιο παγερή και σκοτεινή. Δεν υπήρχε καμιά ένδειξη ότι το αγκαλιασμένο από κισσό διώροφο ξύλινο σπίτι ήταν κατοικημένο. Ούτε και η δυσανάλογα μεγάλη καπνοδόχος που εξείχε από τη δίρριχτη στέγη φαινόταν να χρησιμοποιείται, μα ούτε στάθηκε δυνατό για τον Μαρκ να μυρίσει τη χαρακτηριστική οσμή καμένων κούτσουρων, σαν αυτή που τον είχε ξυπνήσει σ' εκείνο το σπίτι το ίδιο πρωινό - λίγο μετά τις έντεκα, όταν τον πήγαν για πρώτη φορά στον καθηγητή. Και τότε ένιωθε άρρωστος, επικίνδυνα άρρωστος, αλλά η κατάστασή του επιδεινώθηκε δραματικά έκτοτε.
Πριν από κάμποσες ώρες τα εξωτερικά συμπτώματα μόλις που διακρίνονταν πάνω του. Τώρα, από το στόμα και τη μύτη του έσταζε αίμα πάνω στη βρόμικη φόρμα του, τα τσακισμένα πλευρά του έβγαζαν ένα στριγκό ήχο με κάθε ανάσα του, ενώ το δεξί του χέρι κρεμόταν άνευρο από το κορμί του σαν ανταλλακτικό που είχε συναρμοστεί λαθεμένα.
Ο Μαρκ πάτησε το μπρούτζινο κουμπί ακόμη μια φορά, χωρίς όμως ν' ακούσει ήχο κουδουνιού. Έκανε πίσω και κοίταξε ψηλά στο μπαλκόνι της κρεβατοκάμαρας, που τη μέρα χάριζε μια μαγευτική θέα της μικρής λίμνης στο δάσος, η επιφάνεια της οποίας όταν δεν φυσούσε έμοιαζε μ' ένα γυάλινο σεντόνι - ένα αρυτίδωτο, σκουρόχρωμο τζάμι που θα έσπαγε σε χίλια κομμάτια αν κάποιος πέταγε μια πέτρα πάνω του.
Η κρεβατοκάμαρα παρέμενε σκοτεινή. Το σκυλί, του οποίου είχε λησμονήσει τ' όνομα, δεν γάβγισε. Κανένας ήχος. Δεν άκουσε κάποιον να περπατάει ταραγμένος από το άγουρο ξύπνημα μέσα στη νύχτα, σέρνοντας τις παντόφλες πάνω στο ξύλινο πάτωμα, να καθαρίζει νευρικά το λαιμό του και να προσπαθεί να ισιώσει τα ανακατωμένα του μαλλιά.
Παρόλα αυτά ο Μαρκ δεν ένιωσε έκπληκτος ούτε για μια στιγμή, ακόμη κι όταν η πόρτα άνοιξε ξαφνικά ως δια μαγείας. Τις τελευταίες ημέρες ήρθε αντιμέτωπος με πολλές ανεξήγητες καταστάσεις? έτσι, δεν έκανε την παραμικρή σκέψη καθώς αντίκρισε τον ψυχίατρο να στέκεται απέναντί του κουστουμαρισμένος, με τη γραβάτα άψογα δεμένη, θαρρείς συνήθιζε να βλέπει τους ασθενείς του στ' άγρια μεσάνυχτα. Ίσως πραγματικά να δούλευε μέσα στο μικρό του σπίτι - εξετάζοντας κάποιο από τα περιστατικά του ή μελετώντας σ' έναν από τους ογκώδεις τόμους θέματα νευροψυχολογίας, σχιζοφρένειας, πλύσης εγκεφάλου ή πολλαπλής προσωπικότητας, που ήταν σκορπισμένοι παντού, μολονότι εδώ και πολλά χρόνια μόνο περιστασιακά είχε εξασκήσει την ειδικότητά του.
Ο Μαρκ δεν αναρωτήθηκε ούτε γιατί το φως από το καθιστικό έγινε ορατό μόλις εκείνη τη στιγμή. Αντανακλώμενο από έναν καθρέφτη πάνω από τη σιφονιέρα, έμοιαζε να στεφανώνει τον καθηγητή με μια στιγμιαία άλω. Ώσπου ο ηλικιωμένος άντρας έκανε πίσω και η εικόνα χάθηκε.
Ο Μαρκ αναστέναξε. Ακούμπησε βαριεστημένα τον γερό του ώμο πάνω στον παραστάτη της πόρτας και σήκωσε το τσακισμένο του χέρι.
«Σας παρακαλώ», τον ικέτεψε, «πρέπει να μου πείτε».
Μόλις άρχισε να μιλάει, η γλώσσα του χτύπησε πάνω σ' ένα ετοιμόρροπο μπροστινό δόντι. Καθώς έβηξε έβγαλε μια μικρή σταγόνα αίματος από τη μύτη.
«Δεν καταλαβαίνω τι μου συμβαίνει».
Ο ψυχίατρος έγνεψε αργά, σαν να δυσκολευόταν να κουνήσει το κεφάλι του. Οι περισσότεροι άνθρωποι θα το αποτραβούσαν στη θέα του Μαρκ και θα έκλειναν δυνατά την πόρτα από τον τρόμο, ή τουλάχιστο θα καλούσαν ιατρική βοήθεια. Αλλά ο καθηγητής Νίκλας Χάμπερλαντ δεν αντέδρασε μ' αυτόν τον τρόπο. Απλά έκανε στο πλάι και είπε με χαμηλή, μελαγχολική φωνή: «Λυπάμαι, ήρθατε πολύ αργά. Δεν μπορώ να σας βοηθήσω».
Ο Μαρκ έγνεψε. Περίμενε αυτή την απάντηση και ήταν προετοιμασμένος να την ακούσει.
«Λυπάμαι, αλλά δεν έχετε άλλη επιλογή», αντιγύρισε κι έβγαλε το πιστόλι του από το σχισμένο δερμάτινο σακάκι του.
2
Ο καθηγητής κατευθύνθηκε προς το καθιστικό. Ο Μαρκ τον ακολούθησε σε πολύ μικρή απόσταση, με το όπλο να στοχεύει την πλάτη του, αλλά ένιωθε ευτυχής που ο ηλικιωμένος άντρας δεν γύρισε ώστε να δει ότι κόντευε να λιποθυμήσει. Λίγο έλειψε να χάσει τις αισθήσεις του αμέσως μόλις μπήκε στο σπίτι. Ο πονοκέφαλος, η ναυτία, η εφίδρωση, όλα τα συμπτώματα που είχαν επιδεινωθεί από τις ψυχικές δοκιμασίες των τελευταίων ωρών, υποτροπίασαν. Μπήκε στον πειρασμό να γαντζωθεί από τον ώμο του Χάμπερλαντ και να συρθεί πίσω του. Ήταν κουρασμένος, φοβερά εξαντλημένος, και η απόσταση του φάνηκε απείρως πιο μεγάλη απ' ό,τι στην πρώτη του επίσκεψη.
«Κοιτάξτε, λυπάμαι», επανέλαβε ο Χάμπερλαντ καθώς μπήκαν στο καθιστικό, όπου κυριαρχούσε ένα αναμμένο τζάκι μ' ένα κούτσουρο ν' αργοσβήνει στο κέντρο του. Ο τόνος της φωνής του ήταν ήρεμος, σχεδόν συμπονετικός. «Ειλικρινά σας λέω, μακάρι να είχατε έρθει νωρίτερα. Ο χρόνος τελειώνει».
Τα μάτια του Χάμπερλαντ παρέμεναν ανέκφραστα. Αν ήταν τρομοκρατημένος, είχε καταφέρει να το κρύψει πολύ πειστικά, σαν το γέρικο σκυλί που έμενε ακίνητο σαν πεθαμένο μέσα σ' ένα μικρό ψάθινο καλάθι πλάι στο παράθυρο. Η ωχροκίτρινη μαλλιαρή ύπαρξη ούτε καν το κεφάλι της δεν είχε σηκώσει όταν μπήκαν στο δωμάτιο ο Μαρκ με το γιατρό.
Ο Μαρκ πήγε στο μέσον του δωματίου και κοίταξε δισταχτικά ολόγυρα. «Τι εννοείτε, ο χρόνος τελειώνει;»
«Κοιτάξτε τον εαυτό σας. Είστε σε χειρότερη κατάσταση από το σπίτι μου».
Ο Μαρκ αντιγύρισε το χαμόγελο του Χάμπερλαντ, κίνηση που επίσης τον πόνεσε. Η διακόσμηση του σπιτιού ήταν το ίδιο παράξενη με τη θέση του μέσα στο δάσος. Κανένα κομμάτι της επίπλωσης δεν ταίριαζε με τα υπόλοιπα. Μια χοντροειδής παραφορτωμένη βιβλιοθήκη Ικέα ακουμπούσε σε μια κομψή σιφονιέρα Μπίντερμαϊερ. Το δάπεδο καλυπτόταν σχεδόν ολοκληρωτικά από χαλιά? ένα από αυτά χτυπούσε στο μάτι ότι ήταν χαλάκι μπάνιου - το χρώμα του ερχόταν σε χτυπητή αντίθεση με κείνο του χειροποίητου κινέζικου χαλιού δίπλα του. Ο Μαρκ έφερε αυτόματα στο μυαλό του μια αποθήκη με άχρηστα αντικείμενα. Κι όμως, τίποτα σ' αυτό το σύνολο δεν έμοιαζε τυχαίο. Μέχρι και το τελευταίο αντικείμενο, από το γραμμόφωνο στο καροτσάκι του τσαγιού μέχρι τον δερμάτινο σοφά, από την κουνιστή καρέκλα μέχρι τις λινές κουρτίνες, υπαινίσσονταν αναμνήσεις περασμένων εποχών. Λες κι ο καθηγητής φοβόταν πως αν ξεφορτωνόταν κάποια κομμάτια της επίπλωσης θα έχανε μια θύμηση από κάποια κρίσιμη φάση της ζωής του. Τα πανταχού παρόντα ιατρικά βιβλία και περιοδικά, τοποθετημένα όχι μόνο στα ράφια και στο γραφείο, αλλά και στα περβάζια των παραθύρων, στο πάτωμα, μέχρι και στο καλάθι με τα κούτσουρα, έμοιαζαν να χρησιμεύουν σαν σύνδεσμος ανάμεσα στον ετερόκλητο συρφετό.
«Καθίστε», τον κάλεσε ο Χάμπερλαντ. Μίλησε θαρρείς ο Μαρκ ήταν ακόμη ο καλοδεχούμενος επισκέπτης του πρωινού, όταν είχαν αποθέσει το αναίσθητο κορμί του πάνω στον αναπαυτικό σοφά, τα μαξιλάρια του οποίου ήταν τόσο παχιά και αφράτα που είχαν κοντέψει να τον πνίξουν. Τούτη τη φορά, όμως, προτίμησε να καθίσει μπροστά στο τζάκι. Κρύωνε πολύ, περισσότερο από ποτέ άλλοτε στη ζωή του.
«Να ρίξω μερικά ξύλα ακόμη στη φωτιά;» ρώτησε ο Χάμπερλαντ, που φάνηκε να διαβάζει τις σκέψεις του.
Χωρίς να περιμένει να πάρει απάντηση, πήγε στο καλάθι με τα κούτσουρα, τράβηξε ένα και το έριξε στη θράκα. Το ξύλο λαμπάδιασε αμέσως κι ο Μαρκ ένιωσε τη σχεδόν ακατανίκητη ώθηση να χώσει τα χέρια του μέσα στις φλόγες, ελπίζοντας να διώξει έτσι το κρύο από το σώμα του.
«Τι πάθατε;»
«Συγγνώμη;» Του πήρε κάμποσο να αποτραβήξει τα μάτια του από το τζάκι και να συγκεντρωθεί ξανά στον Χάμπερλαντ.
Ο καθηγητής τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. «Τα τραύματά σας», είπε, «ποιος σας τα προκάλεσε;»
«Εγώ».
Ο Μαρκ εξεπλάγη που ο ηλικιωμένος ψυχίατρος απλά έγνεψε. «Αυτό υπέθεσα κι εγώ».
«Γιατί;»
«Γιατί αμφιβάλλετε για την ίδια σας την ύπαρξη».
Η αλήθεια φάνηκε να καρφώνει κυριολεκτικά τον Μαρκ πάνω στα μαξιλάρια. Ο Χάμπερλαντ είχε δίκιο. Αυτό ακριβώς ήταν το πρόβλημά του. Το πρωί ο καθηγητής είχε περιοριστεί σε αόριστους υπαινιγμούς, τώρα, όμως, ο Μαρκ επιζητούσε απόλυτη σαφήνεια. Γι' αυτό προτίμησε τον μαλακό καναπέ.
«Θέλατε να μάθετε αν είστε πραγματικός, αυτός είναι ένας από τους λόγους που αυτοτραυματιστήκατε. Θέλατε να βεβαιωθείτε ότι είστε ικανός να νιώσετε τις αισθήσεις σας».
«Πώς το ξέρετε;»
Ο Χάμπερλαντ μόρφασε περιφρονητικά. «Εμπειρία. Κι εγώ βρέθηκα κάποτε σε παρόμοια κατάσταση».
Ο καθηγητής κοίταξε το ρολόι του. Ο Μαρκ δεν ήταν σίγουρος, αλλά σχημάτισε την εντύπωση ότι γύρω από το λουρί υπήρχαν ουλές, που έμοιαζαν περισσότερο με παλιά καψίματα παρά με κοψίματα.
«Μπορεί επίσημα να μην ασκώ το επάγγελμά μου, αλλά το αναλυτικό μου ταλέντο δεν με εγκατέλειψε. Ούτε κατά διάνοια. Να σας ρωτήσω τι αισθάνεστε αυτή τη στιγμή;»
«Κρύο».
«Καθόλου πόνο;»
«Είναι υποφερτός. Νομίζω πως βρίσκομαι ακόμη σε ισχυρό σοκ».
«Δεν νομίζετε, όμως, ότι θα ήταν καλύτερα να πάτε σε κάποιο τμήμα επειγόντων περιστατικών; Εδώ δεν έχω ούτε ασπιρίνη».
Ο Μαρκ κούνησε το κεφάλι. «Δεν θέλω χάπια. Το μόνο που χρειάζομαι είναι βεβαιότητα».
Ακούμπησε το πιστόλι πάνω στο τραπεζάκι, με την κάννη να σημαδεύει τον Χάμπερλαντ, ο οποίος εξακολουθούσε να στέκεται απέναντί του.
«Θέλω να μου αποδείξετε ότι υπάρχω στην πραγματικότητα».
Ο καθηγητής έξυσε το πίσω μέρος του κεφαλιού του, όπου η γκριζωπή τριχοφυΐα του διακοπτόταν από μια καραφλή επιφάνεια στο μέγεθος περίπου ενός πώματος μπύρας. «Ξέρετε ποια θεωρείται η συνηθισμένη διαφορά ανάμεσα στον άνθρωπο και τα ζώα;» Έδειξε το σκυλί στο καλάθι, που κλαψούριζε ανήσυχα στον ύπνο του. «Η συνείδηση. Αναρωτιόμαστε για την ύπαρξή μας, για το θάνατό μας, και για το τι υπάρχει μετά θάνατον, ενώ ένα ζώο δεν σπαταλάει ούτε μια σκέψη για το αν υπάρχει πάνω στη γη».
Ο Χάμπερλαντ πήγε στο σκυλί του ενόσω μιλούσε. Γονάτισε κι έβαλε στα χέρια του στοργικά το μαλλιαρό του κεφάλι.
«Ο Ταρζάν εδώ δεν μπορεί ούτε τον εαυτό του να αναγνωρίσει μέσα σ' έναν καθρέφτη».
Ο Μαρκ έξυσε λίγο ξεραμένο αίμα από το φρύδι του. Το βλέμμα του ξέφυγε στο παράθυρο. Για μια στιγμή σχημάτισε την εντύπωση ότι διέκρινε ένα φως έξω στο σκοτάδι. Ώσπου συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η αντανάκλαση της φωτιάς που τρεμόσβηνε στο τζάκι. Θα πρέπει να είχε αρχίσει να βρέχει ξανά, γιατί το εξωτερικό του τζαμιού είχε γεμίσει με σταγόνες. Ύστερα από λίγο είδε να ξεχωρίζει η αντανάκλασή του μακριά στο σκοτάδι πάνω από τη λίμνη.
«Μπορώ ακόμη να δω την αντανάκλασή μου, αλλά πώς μπορώ να είμαι σίγουρος ότι δεν είναι μια ψευδαίσθηση;»
«Τι σας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πάσχετε από παραισθήσεις;» αντιγύρισε ο Χάμπερλαντ.
Ο Μαρκ έριξε ξανά την προσοχή του στις σταγόνες πάνω στο τζάμι. Η αντανάκλασή του έμοιαζε να διαλύεται.
Μάλιστα. Πώς θα εξηγούσατε εσείς τους ουρανοξύστες που χάνονται στον ουρανό αμέσως μόλις βγω από το εσωτερικό τους; Τον άνθρωπο που βρίσκεται φυλακισμένος στο κελάρι μου μ' ένα σενάριο που περιγράφει τι πρόκειται να μου συμβεί τις επόμενες στιγμές; Α, το σημαντικότερο απ' όλα, πώς θα εξηγούσατε το γεγονός ότι οι νεκροί μου ξαφνικά ανασταίνονται;
«Η αιτία βρίσκεται στο γεγονός ότι δεν υπάρχει μια λογική εξήγηση για όλα όσα μου συνέβησαν σήμερα», είπε χαμηλόφωνα.
«Κι όμως, υπάρχει».
Ο Μαρκ έκανε μια γρήγορη περιστροφή. «Ποια είναι; Σας παρακαλώ, πείτε μου».
«Λυπάμαι, αλλά δεν έχουμε καιρό γι' αυτό». Ο Χάμπερλαντ ξανακοίταξε το ρολόι του. «Δεν θ' αργήσει να έρθει η στιγμή που θ' αναγκασθείτε να φύγετε από δω μια για πάντα».
«Μα τι λέτε;» Ο Μαρκ άρπαξε το πιστόλι από το τραπεζάκι και σηκώθηκε όρθιος. «Είστε ένας απ' αυτούς; Είστε κι εσείς μέσα στο κόλπο;» Έστρεψε το περίστροφο στο κεφάλι του ψυχίατρου.
Ο Χάμπερλαντ έβαλε μπροστά τα χέρια του σε στάση άμυνας.
«Δεν είναι αυτό που νομίζετε».
«Αλήθεια; Πώς το ξέρετε;»
Ο καθηγητής κούνησε συμπονετικά το κεφάλι.
«Ελάτε, πείτε μου επιτέλους!» Ο Μαρκ πρόφερε τις λέξεις τόσο δυνατά, που οι φλέβες στο λαιμό του πρήστηκαν. «Τι ξέρετε για μένα;»
Η απάντηση του έκοψε την ανάσα.
«Τα πάντα».
Η φωτιά κόρωσε. Ο Μαρκ αναγκάστηκε να αποστρέψει τα μάτια του, ανήμπορος να αντέξει την εκτυφλωτική λάμψη.
«Ξέρω τα πάντα, Μαρκ. Κι εσύ το ίδιο. Απλά αρνείσαι να το αποδεχτείς, αυτό είναι όλο».
«Τότε, τότε...» Τα μάτια του Μαρκ άρχισαν να υγραίνονται. «Τότε πείτε μου, σας ικετεύω, τι μου συμβαίνει;»
«Όχι, όχι, όχι». Ο Χάμπερλαντ ένωσε τα δυο του χέρια σε στάση προσευχής. «Πίστεψέ με, δεν μπορεί να γίνει τίποτε αν η κατανόηση που ζητάς δεν προέλθει από μέσα σου».
«Αυτά είναι αηδίες!» Ο Μαρκ ούρλιαξε. Έκλεισε τα μάτια του για μια στιγμή, ώστε να επικεντρώσει καλύτερα την προσοχή του στον πόνο που ένιωθε στους ώμους. Προτού συνεχίσει κατάπιε το αίμα που είχε μαζέψει μέσα στο στόμα του. «Πείτε μου αμέσως τι παιχνίδι παίζεται σε βάρος μου, αλλιώς, μα το Θεό, θα σας σκοτώσω».
Τώρα πια δεν στόχευε το κεφάλι του καθηγητή, αλλά ίσα στο συκώτι του. Η σφαίρα θα κατέστρεφε κάποια ζωτικά όργανα ακόμη κι αν αστοχούσε, και σ' αυτή την ερημιά οποιαδήποτε ιατρική βοήθεια θα έφτανε πολύ αργά.
Ο Χάμπερλαντ στεκόταν ακίνητος.
«Πολύ καλά», είπε τελικά, αφού τον κοίταξε στα μάτια σιωπηλά για κάμποση ώρα. «Θέλεις να μάθεις την αλήθεια;»
«Ναι».
Ο καθηγητής σωριάστηκε αργά στην πολυθρόνα και κοίταξε χαμηλά στη φωτιά, που έκαιγε ολοένα και πιο λαμπερή. Η φωνή του χαμήλωσε τόσο πολύ που ακουγόταν σαν ακατάληπτος ψίθυρος. «Σου έτυχε ποτέ να ακούσεις μια ιστορία και να ευχηθείς να μην είχες μάθει το τέλος της;»
Στράφηκε στον Μαρκ με συμπονετική έκφραση.
«Μη μου πεις ότι δεν σε προειδοποίησα».
Κριτικές
06/10/2014, 01:59
28/12/2011, 21:29
26/08/2010, 19:32