0
Your Καλαθι
Μπουβάρ και Πεκισέ
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
[...] Το βιβλίο, επομένως, είναι μια επιθεώρηση όλων των επιστημών, όπως αυτές εμφανίζονται σε δύο πνεύματα αρκετά διαυγή, μέτρια και απλοϊκά. Ταυτόχρονα, είναι και μια υπέροχη συσσώρευση γνώσης και, κυρίως, μια λαμπρή κριτική όλων των επιστημονικών συστημάτων, έτσι όπως αυτά αντιπαρατίθενται και αλληλοαναιρούνται από τις αιώνιες αντιφάσεις των συγγραφέων, τις αντιφάσεις των γεγονότων και τις αντιφάσεις των παραδεδεγμένων και αδιαμφισβήτητων νόμων. Είναι η ιστορία της αδυναμίας της ανθρώπινης διάνοιας, ένας περίπατος στον άπειρο λαβύρινθο της λογιοσύνης μ' ένα μίτο στο χέρι, ο μίτος αυτός είναι η μείζων ειρωνεία ενός θαυμάσιου στοχαστή που διαπιστώνει συνεχώς, στα πάντα, την αιώνια και οικουμενική βλακεία.
Guy de Maupassant
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η προσωπογραφία του Γκιστάβ Φλομπέρ (1821-1880), φιλοτεχνημένη από τον Robert - Victor - Felix Delaunay, η οποία κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου, αποτυπώνει μιαν εντυπωσιακή νεότητα και δεν παραπέμπει, όπως θα ήταν κατ' αρχήν εύλογο, στην περίοδο της βιολογικής παρακμής του, τότε δηλαδή που υπέρβαρος και φαλακρός συνέθετε το ύστατο και πλέον «επιστημονικό», ημιτελές, φευ, μυθιστόρημά του «Μπουβάρ και Πεκισέ». Εχω κάθε λόγο να πιστεύω ότι η «Πόλις» και ο οτρηρός μεταφραστής θέλουν να επισημάνουν ότι η σπερματική αρχή, το έναυσμα-εφαλτήριο του εν λόγω έργου εντοπίζεται στην περίοδο των εντελώς πρώιμων δοκιμών του συγγραφέα. Εννοώ συγκεκριμένα το «Ενα μάθημα φυσικής ιστορίας, είδος αντιγραφεύς» («Une lecon d' histoire naturelle, genre commis»), το οποίο ο δεκαεξάχρονος τολμητίας της δημιουργικής γραφής Φλομπέρ δημοσίευσε μαζί με άλλο ένα κείμενό του, τη «Βιβλιομανία» (βλ. τη μετάφρασή της από τον Ε. Χ. Γονατά, στις εκδόσεις «Στιγμή», 1985) στο δεκαπενθήμερο περιοδικό της Rouen Colibri, το γόνιμο έτος 1837.
Οπως ακριβώς ο «Νοέμβριος» (1842), το «Σμαρ» (Smarh, 1839) και το «Πάθος και αρετή» (1837) συνιστούν τα προπλάσματα της «Αισθηματικής αγωγής» (α, 1845), του «Πειρασμού του Αγίου Αντωνίου» (α, 1849) και της εμβληματικής «Κυρίας Μποβαρί» (1857), αντιστοίχως, έτσι και η πρωτόλεια εκείνη ιστορία συνιστά την αφετηρία του πιο φιλόδοξου έργου του Φλομπέρ, ο οποίος, κατά τον Ζαν Πολ Σαρτρ, «βρίσκεται στο σταυροδρόμι όλων των σημερινών μας προβλημάτων» (βλ. «Ο ηλίθιος της οικογένειας» στο «Νοέμβριος», εισαγωγή-μετάφραση-σημειώσεις: Οντέτ Βαρόν, εκδόσεις «Υψιλον», 1993).
Εχοντας αφομοιώσει χίλια πεντακόσια βιβλία, ο συγγραφέας αναλαμβάνει να εκθέσει, κρίνει, στηλιτεύσει και ακυρώσει, διά των συμπαθέστατων φερεφώνων του, Μπουβάρ και Πεκισέ, το σύνολο της περιρρέουσας, θλιβερής, κατά μέγα μέρος, όπως αποδεικνύεται, γνώσης. Το τιτάνιο εγχείρημα καταδεικνύει τόσο το εύρος των δεξιοτήτων της κειμενικής στρατηγικής όσο και τη γενικότερη προοπτική του φλομπερικού διαβήματος. Ανοιχτό σε μια άλλη λογοτεχνία, το μυθιστόρημα αυτό, παράδοξο και προκλητικό, το οποίο σημειωτέον πέρασε από σαράντα κύματα μέχρι να το εκτιμήσει πλήρως η συνήθως αμήχανη κριτική, προοικονομεί τη λογοτεχνική νεωτερικότητα, κατά τρόπο δαιμόνιο και λυσιτελή ταυτοχρόνως.
Οι Μπουβάρ - Πεκισέ, εμφανώς εξαντλημένοι από την τραγελαφική θέση στην οποία έχουν περιέλθει, τόσο λόγω της ανικανότητάς τους για μια παραγωγική πρόσληψη όσο και λόγω της σισύφειας υφής του σχεδίου-μαρτυρίου τους, επιστρέφουν αναγκαστικά στο μόνο πράγμα, το οποίο ξέρουν πράγματι να κάνουν καλά: αντιγράφουν οτιδήποτε υποπέσει στην αντίληψή τους. Η χρόνια αλεργία του Φλομπέρ, η σχεδόν νευρωσική αποστροφή που του προκαλούσε η κατακλυσμική θέα της οικουμενικής ευήθειας, απαντά στο σύνολο των έργων του. Εστω ενδεικτικά: «Η Ροζανέτ νόμιζε πως ο Λίβανος βρίσκεται στην Κίνα· γέλασε μόνη της με την άγνοιά της και παρακάλεσε τον Φεντερίκ να της δώσει μαθήματα γεωγραφίας» (βλ. «Η Αισθηματική αγωγή», μετάφραση, προλεγόμενα, σημειώσεις: Παναγιώτης Μουλλάς, εκδόσεις «Γαλαξίας», 1971) και «Βεβαίως, μπορεί κανείς να ζήσει, και να πεθάνει ακόμα, χωρίς να αναρωτηθεί ούτε μία φορά τι είναι ζωή και θάνατος. (...) Ο άνθρωπος τότε μοιάζει μ' αυτόν τον ταξιδιώτη που, χαμένος μέσα στην άμμο, ψάχνει παντού έναν δρόμο για να φτάσει στην όαση -αλλά βλέπει παντού την έρημο. Αμφισβήτηση είναι η ζωή! Η δράση, ο λόγος, η φύση, ο θάνατος! Αμφισβήτηση για όλα αυτά. Η αμφισβήτηση είναι ο θάνατος της ψυχής, λέπρα που κυριεύει τις φθαρμένες φυλές, αρρώστια που ξεκινάει από την επιστήμη και οδηγεί στην τρέλα. Η τρέλα είναι η αμφισβήτηση της λογικής. Ισως και να 'ναι η ίδια η λογική. Ποιος να το αποδείξει;» (βλ. «Απομνημονεύματα ενός τρελού», εισαγωγή, μετάφραση: Λητώ Ιωακειμίδου, εκδόσεις «Γαβριηλίδη», 2004). Η σκηνή του καταθλιπτικού θεάτρου των παρανοήσεων και των γνωσιολογικών ολισθημάτων του προλαλήσαντος Ντέιβιντ Χιουμ (1711-1776) στήνεται δηλαδή και από τους Μπουβάρ - Πεκισέ: «The mind is a kind of theater, where perceptions successively make their appearance, pass and re-pass, glide away and mingle in an infinite variety of postures and situations».
Το γεγονός και μόνον ότι ο ίδιος ο Φλομπέρ αναλαμβάνει να απαντήσει σ' αυτό το κρίσιμο, κάθε άλλο παρά ρητορικό, ερώτημά του «Ποιος να το αποδείξει;», τριάντα τέσσερα χρόνια ύστερα από τότε που το διατύπωσε πρώτη φορά, όταν δηλαδή αποφασίζει να καταπιαστεί με τη σύνθεση του «Μπουβάρ και Πεκισέ», ήτοι μόλις το 1872, αποδεικνύει ότι ο συγγραφέας, ήδη προ πολλού επιληπτικός, δεν ήθελε να αφήσει πίσω του ανοιχτούς λογαριασμούς με την πανανθρώπινη βλακεία. Επρόκειτο για μια απόπειρα καταφανούς εκδίκησης. Θυμίζω την οριακή καταγγελία: «Αποκαλώ αστό όποιον πρόστυχα διανοείται. Τίποτε δεν είναι ταπεινωτικότερο από το να βλέπεις τους ανόητους να τα καταφέρνουν». Κοντολογίς πρόκειται για το ίδιο εκείνο σύμπλεγμα δυσαρέσκειας που καταταλαιπωρεί τον πασίγνωστο πρίγκιπα της Δανίας: «...όσα τυχαία γίνονται γίνονται επίτηδες / για να με ερεθίζουν. Να προκαλούν την κούφια μου εκδίκηση / Ενα κτήνος είναι ο άνθρωπος, που κοιμάται / και ξυπνάει μονάχα για να φάει σαν το κτήνος. Δεν άξιζε / τη δωρεά του χρόνου. Αδικα η φύση φύσηξε μέσα μας / τον λόγο που ήταν προορισμένος για να γίνει / η μνήμη και η πρόβλεψη του κόσμου, κι αυτός ο νους / που είναι ο Θεός μέσα μας άδικα μάς κατοίκησε / Γιατί ποτέ δεν θα πάρουμε ό,τι έχει να μάς δώσει / Με αμνησία ζώου». («Αμλετ», μετάφραση Γιώργου Χειμωνά, 4η πράξη, 4η σκηνή, εκδόσεις «Κέδρος», 1988).
Θα μπορούσα μάλιστα να ισχυριστώ ότι οι δύο περιώνυμοι νεκροθάφτες -αντιγραφείς ηθών- αυτοσχέδιοι φιλόλογοι, οι οποίοι είναι έτοιμοι, στο περιθώριο της αμλετικής τραγωδίας, να παρετυμολογήσουν το παν, αποτελούν τους απώτατους προγόνους του ασπαίροντος ζεύγους Μπουβάρ - Πεκισέ. Αν οι δύο αυτοί χαρακτήρες του Φλομπέρ είναι όντως «μπουκωμένοι με λεκτικά σημειωτικά συστήματα», όπως ο Ρολάν Μπαρτ τόνισε πολλάκις στον Ζαν - Ζακ Μπροσιέ, τότε οι δύο νεκροθάφτες είναι μπουκωμένοι με παραβολές, θυμόσοφες καταγγελίες, εκκωφαντικά αποφθέγματα και εξωφρενικά αινίγματα. Αν το πρώτο ζευγάρι αποδομεί - ξεθάβει συνεχώς παρελθόν βλακείας και θάβει μανικά παρόν ανοησίας, το άλλο ζευγάρι ξεθάβει παρελθόν ανεδαφικής υποκειμενικότητας και θάβει ασύστολα παρόν ηλιθιότητας - φρίκης.
Το «Μπουβάρ και Πεκισέ» τεκμηριώνει τη διαχρονικότητα της αβελτηρίας μας εν γένει, όντας μια πειστικότατη μαρτυρία του θριάμβου της λογοτεχνίας.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 07/12/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις