Το ταξίδι στην Ελλάδα
Περιγραφή
Ο Γάλλος λογοτέχνης ταξιδεύει στην Ελλάδα, στα 1850-51, και καταγράφει τις εντυπώσεις του. Η έκδοση συνοδεύεται από πλούσιο υπομνη/ματισμό και σπάνιες φωτογραφίες της εποχής.
Κριτική:
Ο Φλωμπέρ στην πληγωμένη Ελλάδα
Το προσκύνημα του μεγάλου μυθιστοριογράφου του 19ου αιώνα σε τόπους όπου πια δεν κατοικούν ημίθεοι, αλλά ένας λαός ενδεής και κακοζωισμένος
«Σε λίγο αντικρίζουμε κάτι σπίτια. Τα σκυλιά, καθώς οσμίζονται την άφιξή μας, κάνουν τρομακτικό θόρυβο. Κανένας άλλος θόρυβος στο χωριό, ούτε ένα φως, όλα κοιμούνται κάτω από το χιόνι. Ο χωροφύλακας και ο Γιώργης χτυπούν την πόρτα μιας καλύβας, κανένας δεν ακούγεται. Πηγαίνουν να χτυπήσουν μια άλλη, μια φοβισμένη ανδρική φωνή αποκρίνεται, κανένας δεν θέλει ν' ανοίξει. Ο χωροφύλακας χτυπάει δυνατά με τον υποκόπανο την πόρτα, ο Γιώργης με κλωτσιές. Η φωνή, οργισμένη και τρεμάμενη, απαντά αχαλίνωτα, ανακατώνεται με μια φωνή γυναίκεια. Οσο κι αν ο Γιώργης επαναλαμβάνει μιλόρδοι, μιλόρδοι, νομίζουν πως είμαστε κλέφτες, και η λογομαχία, ανακατεμένη με κατάρες και από τις δύο πλευρές, συνεχίζεται. Παίρνω θέση πιο πέρα από την πόρτα, κοντά στον τοίχο, καθώς φοβάμαι κάποια τουφεκιά». Ο άνθρωπος που περιγράφει αυτή την τραγελαφική σκηνή, αντάξια της πένας ενός Μολιέρου, δεν είναι άλλος από τον Γουσταύο Φλωμπέρ, την εποχή (1850-51) που είχε επισκεφθεί την Ελλάδα και προσπαθούσε να περάσει τη νύχτα του σε κάποιο σπίτι στις πλαγιές του χιονισμένου Κιθαιρώνα. Η συνέχεια είναι το ίδιο απολαυστική: περιδεής ο νοικοκύρης και ακολουθούμενος από την οικοδέσποινα που τσιρίζει με όλη τη δύναμη των πνευμόνων της, βάζει τους ταξιδιώτες να ζεσταθούν σ' έναν μεγάλο στάβλο γεμάτο καπνό, όπου στη μέση του ανάβει μια φωτιά. Σιγά σιγά η ένταση καταλαγιάζει και δειπνούν με μια ντουζίνα αβγά και ρακί. Αφού καπνίσουν πέφτουν να κοιμηθούν πάνω στην ψάθα, σκεπασμένοι με μια κουβέρτα γεμάτη ψύλλους, προικώο, κατά τα φαινόμενα, της κυράς του σπιτιού.
Αρκετές οικονομικές δυσκολίες
Ο ναός του Επικούριου Απόλλωνα στις Βάσσες, περίπου την εποχή που τον επισκέφθηκε ο Φλωμπέρ. Εργο του άγγλου ζωγράφου Edward Lear (1812-1888), Cambridge, Fitzwilliam Museum
«Ηλιος, ελευθερία, πλατύς ορίζοντας» είναι τα βασικά στοιχεία που συναντά ο δημιουργός της Μαντάμ Μποβαρύ στην Ελλάδα της εποχής, η οποία δεν έχει συνέλθει ακόμη από τη μακραίωνη οθωμανική σκλαβιά και ξεχειλίζει φτώχεια και αντιφάσεις. Αν και ο συγγραφέας, καθώς μετακινείται διαρκώς, περιγράφει με τρόπο βιαστικό και σχεδόν ασθματικό τις εντυπώσεις του από το τοπίο, τα μνημεία και τους ανθρώπους, το κείμενο αυτό που πρωτοεκδόθηκε στα ελληνικά δεκαοχτώ χρόνια πριν και τώρα βρίσκεται στην έκτη έκδοσή του, έχει μεγάλη αξία ως ντοκουμέντο για την κατάσταση της Ελλάδας στα μισά του 19ου αιώνα. Μάλιστα, ο τρόπος που το εκλεπτυσμένο αυτό πνεύμα κρίνει όσα βλέπει, καθιστά το οδοιπορικό του ιδιαίτερα απολαυστικό για τον σημερινό αναγνώστη. Αν και ο Φλωμπέρ αντιμετώπιζε εκείνη την περίοδο αρκετές οικονομικές δυσκολίες (εξαιτίας τους «ψαλίδισε» το ταξίδι του στη χώρα μας και ματαίωσε την προγραμματισμένη επίσκεψή του στην Περσία, στην Κύπρο και στην Κρήτη), δεν φαίνεται να έχανε το κέφι του: η διάθεσή του για περιήγηση βρισκόταν πάντα στο ζενίθ.
Ο Φλωμπέρ έμεινε στη χώρα μας δύο μήνες σχεδόν (18 Δεκεμβρίου 1850 - 11 Φεβρουαρίου 1851), αντιμετωπίζοντας έναν βροχερό και ιδιαίτερα κρύο χειμώνα. Μεταξύ των άλλων επισκέφτηκε την Αθήνα, το Δαφνί, την Ελευσίνα, τις Θεσπιές, τις Πλαταιές, τη Λιβαδειά, την Αράχοβα, τους Δελφούς, τις Θερμοπύλες, τη Νεμέα, τις Μυκήνες, το Αργος, τη Σπάρτη, τη Μεσσήνη, τις Βάσσες, την Ανδρίτσαινα, την Ολυμπία. Κοντολογίς, τους πιο σημαντικούς αρχαιολογικούς και ιστορικούς χώρους της Ελλάδας, που συνθέτουν ένα ολοκληρωμένο πορτρέτο της ιστορικής της διαδρομής. Καταπλέοντας από την Κωνσταντινούπολη στον Πειραιά με το γαλλικό ατμόπλοιο «Μέντωρ», μένει τέσσερις μέρες στο λοιμοκαθαρτήριο και μετά επισκέπτεται τον συνταγματάρχη Τουρέ, που θα τον συντροφέψει ως τις 24 Ιανουαρίου. Μαζί θα περπατήσουν στην Αθήνα σε κήπους και πλατείες και θα συναντήσουν τη μία τον Κανάρη και την άλλη τη βασίλισσα Αμαλία, στην οποία ο Γάλλος δεν χαρίζεται, τουλάχιστον στις σημειώσεις του: «Ξαναείδα τη Μεγαλειοτάτη στο θέατρο. Είναι, ασφαλώς, άσχημη, όλη η όψη της έχει τον ίδιο τόνο, μάτι λαγού, φρύδια υπερβολικά ξανθά, άσχημα τσίνουρα. Λένε πως έχει ωραίο στήθος και ωραίο δέρμα. Πρόσωπο δίχως χαρακτήρα και άχαρο! Η Μεγαλειοτάτη γευματίζει έξι φορές την ημέρα, δεν της αποδίδουν κανέναν εραστή. Ο λαός την έχει βαρεθεί, κι εγώ το ίδιο, δίχως να ξέρω γιατί».
Δυο ολοστρόγγυλοι μαστοί
Ο γάλλος συγγραφέας συχνά διακατέχεται από αντιφατικά συναισθήματα, όμως συγκινείται βαθιά όχι μόνο μπροστά στα μνημεία ή τη φύση αλλά και στις χειρονομίες των απλών ανθρώπων. Γράφει στις 23 Ιανουαρίου 1851, όταν ανεβαίνει στον Ιερό Βράχο να αποχαιρετήσει, όπως λέει, την Ακρόπολη: «Σπρώχνοντας την πόρτα της Ακρόπολης, παρατήρησα πως έτριζε πονεμένα, σαν πόρτα σιταποθήκης. Βγήκα και κοίταζα το θέατρο του Ηρώδη, όταν ένας στρατιώτης ήρθε να μου πουλήσει για δυο δραχμές μια μικρή γυναικεία φιγούρα με τα μαλλιά της ανασηκωμένα στην κορυφή του κεφαλιού. Μια γυναίκα με κουρελιασμένα ρούχα και που την είδα μόνο από πίσω ανέβαινε στο κάστρο. Πηγαίνοντας στον Παρθενώνα και επιστρέφοντας εκεί, κοίταξα για πολλήν ώρα εκείνο το στήθος με τους ολοστρόγγυλους μαστούς που είναι φτιαγμένοι για να σε τρελάνουν από έρωτα. Χαίρε Αθήνα! Αλλού, τώρα!».
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ, Το ΒΗΜΑ, 01/07/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις