0
Your Καλαθι
Η ελληνική παράδοση στις μουσικές γραφές του μεσαίωνα
Εισαγωγή στη νευματική επιστήμη. Συγκριτική παρουσίαση της ιστορικής και τεχνικής εξέλιξηςτων βυζαντινών, των παλαιοσλαβικών και
Έκπτωση
25%
25%
Περιγραφή
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το βιβλίο του καθηγητή στην έδρα της Ιστορικής Μουσικολογίας του Πανεπιστημίου του Αμβούργου Κωνσταντίνου Φλώρου «Η ελληνική παράδοση στις μουσικές γραφές του Μεσαίωνα - Εισαγωγή στη Νευματική Επιστήμη», που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά, είναι η πρώτη ουσιαστικά δυνατότητα που δίδεται στον ελληνόγλωσσο αναγνώστη να έρθει σε επαφή με το έργο του διαπρεπούς έλληνα μουσικολόγου. Το θέμα του, ειδικότερα μουσικολογικό, αναφέρεται στις σχέσεις ανάμεσα στα τρία μεσαιωνικά συστήματα νευματικών γραφών, το βυζαντινό, το παλαιοσλαβικό και το λατινικό. Ομως το κείμενο του βιβλίου, εισαγωγικό στο ευρύτερο τρίτομο σύγγραμμα του ίδιου συγγραφέα «Παγκόσμια Νευματική Επιστήμη» («Universale Neumenkunde», γερμανική έκδοση, 1970), απευθύνεται στον γενικότερο αναγνώστη, είτε τον μύστη άλλων μουσικών κλάδων είτε τον γενικής παιδείας αναγνώστη, στον οποίο παρουσιάζει συνοπτικά και παραστατικά τα αποτελέσματα των ειδικότερων και ευρύτερων εργασιών, καθώς και την κατάσταση της έρευνας στην περιοχή της Νευματικής.
Το πεδίο της νευματικής ορίζεται από τα νεύματα, «τα φθογγόσημα με τα οποία ιχνογραφήθηκε η μονοφωνική μουσική του χριστιανισμού γύρω στον 8ο αιώνα κι έπειτα». Το σύστημα αυτό μουσικής παρασημαντικής αποτελείται από σύμβολα τα οποία γράφονται δίπλα στις λέξεις του κειμένου που τραγουδιέται και προέρχεται από τα σημεία της προσωδίας των αλεξανδρινών γραμματικών (τις γνωστές οξεία, βαρεία, περισπωμένη κτλ.).
Ιστορικά ακολούθησε μια συγκεκριμένη πορεία, από τις πιο συνοπτικές και ελλειπτικές μουσικές καταγραφές προς την ολοένα και μεγαλύτερη ανάλυσή του. Για την ακρίβεια, η «Παγκόσμια Νευματική Επιστήμη» μπορεί να παραστήσει και να χαράξει μια σειρά παράλληλων ιστορικών πορειών διαφόρων επί μέρους νευματικών συστημάτων, που κινούνται όλες προς την κατεύθυνση της συγκεκριμενοποίησης και της ανάλυσης των νευμάτων που χρησιμοποιούνται στον κάθε χώρο από περίοδο σε περίοδο. Κατά τη γεωγραφική της διάδοση η καθόλου νευματική παράδοση εκτείνεται πέραν της Ευρώπης, στη Μέση Ανατολή και στον Καύκασο, και σήμερα παραδίδονται νεύματα βυζαντινά, λατινικά, σλαβικά, αρμενικά και γεωργιανά. Η κάθε ομάδα νευμάτων είχε δική της εξέλιξη στον χρόνο, και αποτελέσματα εξέλιξης νευματικών συστημάτων είναι τόσο η γνωστή σύγχρονη ευρωπαϊκή μουσική γραφή των τονικών υψών στο πεντάγραμμο όσο και η εν χρήσει σήμερα παρασημαντική της βυζαντινής εκκλησιαστικής μας μουσικής, που παρουσιάζει την κλίμακα, τους εναρκτήριους φθόγγους και τα σχετικά διαστήματα της κίνησης της μελωδικής γραμμής.
Με νεύματα σημειωμένα μας έχει παραδοθεί ένας μεγάλος αριθμός μεσαιωνικών μουσικών χειρογράφων. Στο ζήτημα της αποκρυπτογράφησης των μουσικών συμβόλων η επιστήμη είχε εξαρχής συναντήσει σημαντικές δυσκολίες, ώστε ως τις τελευταίες δεκαετίες πολλά από τα παλαιότερα μουσικά χειρόγραφα δεν είχαν διαβαστεί, εφόσον δεν είχε «σπάσει ο κώδικας» στον οποίο είναι γραμμένα. Η κατάσταση στον τομέα αυτόν έχει αλλάξει σημαντικά την τελευταία περίοδο, και στην πρόοδο που σημειώθηκε σπουδαίο ρόλο έπαιξε η επιστημονική συμβολή του συγγραφέα της «Παγκόσμιας Νευματικής». Συνοπτικά, η παρεμβολή του Φλώρου στη μελέτη των νευματικών σημειογραφιών εκδηλώνεται πρώτα στο μεθοδολογικό πεδίο και φτάνει σε συγκεκριμένα και θεαματικά αποτελέσματα μέσα από ένα μεγάλο όγκο συστηματικής και αναλυτικής εργασίας και ένα μεγάλο αριθμό εύστοχων λύσεων σε επί μέρους ζητήματα.
Οσον αφορά το μεθοδολογικό πεδίο, εδώ αναφερόμαστε στον τρόπο της προσέγγισης από την επιστήμη του συγκεκριμένου κάθε φορά προς αποκωδικοποίηση νευματικού συστήματος. Ενα νευματικό σύστημα μπορεί να προσεγγιστεί είτε μέσω μεταγενέστερων συστημάτων του ιδίου χώρου (το παλαιότερο βυζαντινό μέσω ενός νεότερου βυζαντινού που έχουμε ήδη αποκωδικοποιήσει, το παλαιότερο σλαβικό μέσω ενός νεότερου σλαβικού, το παλαιότερο λατινικό μέσω ενός νεότερου λατινικού ομοίως κτλ.) είτε μέσω συγχρόνων του συστημάτων κάποιου άλλου χώρου (το παλαιότερο σλαβικό μέσω του συγχρόνου του βυζαντινού κτλ.). Από αυτές τις προσεγγίσεις, η πρώτη, διαχρονική περισσότερο στη μεθοδολογία της, χαρακτηρίζεται «παλινδρομική», η δεύτερη, πιο συγχρονική, «συγκριτική προοδευτική». Ως τα μέσα του αιώνα μας η επικρατούσα μέθοδος ήταν η διαχρονική «παλινδρομική», η οποία όμως προσέκρουε σε σημαντικές δυσκολίες: τα μουσικά συστήματα (ιδίως το σλαβικό και το λατινικό) εξελίσσονταν γρήγορα, οι μελωδίες ανανεώνονταν, οι σημειογραφίες άλλαζαν και αυτές, και οι παλαιότερες ήταν αρκετά ελλειπτικές, ώστε ούτε επί τη βάσει των στοιχείων που έδιναν οι ίδιες ούτε επί τη βάσει των μεταγενέστερων εξελίξεών τους προέκυπταν αρκετά στοιχεία για μια ικανοποιητική αποκωδικοποίησή τους. Ο Φλώρος αντιμετώπισε το ζήτημα αυτό ακολουθώντας την εξής γενική πορεία: ξεκίνησε από το πεδίο της βυζαντινής μουσικής, στο οποίο η παράδοση ήταν ισχυρότερη, οι διαχρονικές συγγένειες των μελωδιών δεδομένες και τα στοιχεία για την αποκρυπτογράφηση των νευματικών συμβόλων πλουσιότερα. Στο πεδίο αυτό προχώρησε κατ' αρχήν διαχρονικά, από τις ήδη αποκωδικοποιημένες μεσοβυζαντινές μουσικές σημειογραφίες (15ος-17ος αιώνας) στην αποκρυπτογράφηση των παλαιοβυζαντινών σημειογραφικών συστημάτων (όπως παραδίδονται σε χειρόγραφα μετά τον 10ο αιώνα). Στη συνέχεια, τεκμηριώνοντας την αρχική ταύτιση και τις κατά συνέπεια στενότατες συγγένειες των παλαιοσλαβικών νευματικών συστημάτων (11ος-14ος αιώνας) με τα βυζαντινά, έφτασε να αποκωδικοποιήσει τις παλαιοσλαβικές μουσικές σημειογραφίες. Οι δύο αυτές σημαντικότατες συμβολές του Φλώρου πάνω στα νευματικά συστήματα του ανατολικού χώρου, οι οποίες προτάθηκαν μέσα από μια σειρά εργασίες του στις αρχές της δεκαετίας του 1960, συμπληρώνονται με μια σειρά επί μέρους συμβολές πάνω στην ερμηνεία των παλαιότερων λατινικών νευμάτων (τα παλαιότερα ευρισκόμενα χρονολογούνται στον 9ο αιώνα), συχνά με βάση τα αντίστοιχα βυζαντινά νεύματα και τις ερμηνείες τους. Το συμπέρασμα που προκύπτει από τις αποδείξεις που προσφέρει η συστηματική σύγκριση ανατολικών και δυτικών σημειογραφιών είναι ότι «η Ρώμη πήρε τη χορική της σημειογραφία, με ορισμένες αλλαγές, απευθείας από το Βυζάντιο».
Μια αποτίμηση της σημασίας μιας τέτοιας επανεκτίμησης των ιστορικών προοπτικών της νευματικής από την άποψη της γενικής μουσικής παιδείας θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής: στη δυτική μουσική παράδοση μια αδιατάρακτη συνέχεια προς τα πίσω θεωρείται ότι φτάνει συνήθως στο Γρηγοριανό μέλος. Ο Βενσάν ντ' Εντί, για παράδειγμα, στα «Μαθήματα μουσικής σύνθεσης» («Cours de Composition Musicale» αποδίδουν τη διδασκαλία του Ντ' Εντί στο Παρίσι, στο τέλος του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού) αναπαράγει για λογαριασμό του κοινού μαθητή της σύνθεσης την εξέλιξη της ευρωπαϊκής μουσικής παράδοσης ξεκινώντας από το Γρηγοριανό, συνεχίζοντας με τις πρώιμες μορφές της πολυφωνίας και προχωρώντας στην πλήρη εξέλιξη της πολυφωνίας και στη νεότερη αρμονία. Ηδη με τα νεότερα πορίσματα της νευματικής επιστήμης, σύμφωνα με τα οποία το Γρηγοριανό μέλος οφείλει ως επί το πολύ στο βυζαντινό όχι μόνο τη χορική του σημειογραφία και την ορολογία της αλλά και ολόκληρες μελωδίες ή και στερεότυπες μελωδικές γραμμές, η αρχή της ευρωπαϊκής μουσικής παράδοσης θα πρέπει να μετατοπιστεί προς τα πίσω στον χρόνο και μέσα στην περιοχή της βυζαντινής μουσικής.
Με αυτό τον τρόπο οι υποθέσεις μιας «Παγκόσμιας Νευματικής», δηλαδή μιας κατ' αρχήν ιστορικής ενότητας όλων των γνωστών μας νευματικών συστημάτων, με αφετηρία το βυζαντινό, αποδεικνύονται μέσα από τα ίδια τα αποτελέσματα της εφαρμογής τους στην πράξη και κυοφορούν μια γενικότερη ανανέωση της μουσικής μας προοπτικής, με άγνωστες ακόμη πρακτικές συνέπειες. Είναι όμως σημαντικό ότι τούτη η ιστορικά δοσμένη παγκοσμιότητα του νευματικού πεδίου προτείνεται, τεκμηριώνεται και διατυπώνεται μέσα από το έργο ενός επιστήμονα ο οποίος φέρει ο ίδιος χαρακτηριστικά παγκόσμιου ανθρώπου, καθώς Ελληνας σταδιοδρομεί στον γερμανικό και στον διεθνή ακαδημαϊκό χώρο, με νομικές σπουδές στις αποσκευές του, σπουδάζει μουσικολογία, σύνθεση και διεύθυνση ορχήστρας και, διαθέτοντας εξειδίκευση στη μεσαιωνική μουσική, επεκτείνεται και στη μουσική των αιώνων που ακολούθησαν, έχοντας να επιδείξει συμβολές στη βιβλιογραφία για συνθέτες όπως ο Βάγκνερ, ο Μάλερ, ο Λίγκετι, ο Νόνο και ο Χέντσε.
Κωστής Δεμερτζής
ΤΟ ΒΗΜΑ, 14-02-1999
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις