0
Your Καλαθι
Με θάμβος και κρίση
Έκπτωση
35%
35%
Περιγραφή
Επτά δοκίµια και τέσσερις βιβλιοκρισίες του ποιητή Νίκου Φωκά για τον Σκιαθίτη συγγραφέα, δηµοσιευµένα σε εφηµερίδες, περιοδικά και πρακτικά συνεδρίων από το 1977 έως το 2003 έχουν συγκεντρωθεί στον όγδοο αυτό τόµο της περίφηµης σειράς "Οι Νεώτεροι για τον Παπαδιαμάντη", που διευθύνει ο Ν. Δ.Τριανταφυλλόπουλος. Ήδη από το 1977, ο Νίκος Φωκάς υποστήριξε την αντοχή του παπαδιαµαντικού έργου στο χρόνο αντιδρώντας στην άποψη του γραµµατολόγου, Παναγιώτη Μουλλά που τρία χρόνια πριν, στο βιβλίο του Α. Παπαδιαµάντης αυτοβιογραφούµενος προεξοφλούσε τον αφανισµό του. Η θέση αυτή του Νίκου Φωκά όχι µόνο δικαιώνει αλλά και καθιστά αναγκαία την επανέκδοση των δοκιµίων του σήµερα, αφού, όπως σηµειώνει ο Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος στον πρόλογό του, "εικοσιοκτώ χρόνια µετά τον "Αυτοβιογραφούµενο" του Μουλλά και εικοσιπέντε από τη "Νίκη του Παπαδιαµάντη" του Φωκά (που αναδηµοσιεύεται στο βιβλίο), ξέρουµε ότι αληθινός δεν βγήκε ο γραµµατολόγος, αλλά ο ποιητής"...
ΚΡΙΤΙΚΗ
Με σύμβουλο έκδοσης -ποιον άλλον;- τον ακαταπόνητο και χαλκέντερο Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλο η «Νεφέλη» συγκέντρωσε σε κομψό τομίδιο εφτά δοκίμια και τέσσερις βιβλιοκρισίες που έγραψε ο ποιητής Νίκος Φωκάς από το 1977 μέχρι το 2001 και δημοσίευσε σε εφημερίδες και άλλα έντυπα [τα τρία πρώτα δοκίμια, «Η νίκη του Παπαδιαμάντη», «Συμβολή στην επιβεβαίωση μιας διάδοσης» και «Η ανορθόδοξη κλίμακα» στον ερεθιστικό τόμο «Επιχειρήματα για τη γλώσα, για τη λογοτεχνία», («Εστία», 1982)]. Το νέο βιβλίο, όγδοο (ένατο) της γνωστής σειράς «Οι νεώτεροι για τον Παπαδιαμάντη», προλογίζει μάλλον ηρέμως, και επιλογίζει, στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, περιπαθώς ο Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος. Επειδή υπάρχει μια βαθύτερη ανταπόκριση μεταξύ των δύο ανδρών του κριτικού εκδότη-μελετητή και του ποιητή-κριτικού, παραθέτω την πρώτη παράγραφο του επιλόγου που κανονικά η θέση της ήταν στο «Προλογικό σημείωμα»: «Οταν πρωτοδιάβασα -εδώ και είκοσι έξι χρόνια- τη "Νίκη του Παπαδιαμάντη" στην "Καθημερινή", αισθάνθηκα την ανάγκη να χορέψω "μ' ένα τύμπανον τερπνόν". Αν ζούσε στην πόλη μας ο Νίκος Φωκάς, θα έτρεχα να τον ασπαστώ». Στο προλόγισμα, όπου μετριάζεται ικανώς προβάλλοντας δύο σημεία που η κριτική δεν μπορεί να παραβλέψει.
Το πρώτο αφορά τους τελευταίους στίχους του πρώτου δοκιμίου του Ν. Φωκά, που παραθέτει ο προλογίζων [(επ' ευκαιρία το ρήμα «κατοχυρώνει» (του Παπαδιαμάντη) διορθωτέο σε «κατακυρώνει», όπως άλλωστε φέρεται και στο υπό κρίση τομίδιο και στην έκδοση της «Εστίας»]. Η τελευταία παράγραφος του δοκιμίου καταλήγει στην ακόλουθη παραβολική (υποθετική) διατύπωση: «... σαν η τελική νίκη για τον ταπεινό Σκιαθίτη συγγραφέα να επισπεύδεται, και μάλιστα -κατά κάποια αντίστροφη νομοτέλεια της τέχνης- ταυτόχρονα με την εξάπλωση του ανθρώπου από τη Σκιάθο στο διάστημα». Παρά την ποιητική πνοή και ίσως κάποιο διαφαινόμενο μειδίαμα, αν όχι και ειρωνεία, το συνεκδοχικό σχήμα, όπου αντί του όλου (της οικουμένης γης, της υφηλίου) τίθεται το μέρος -ένας τόπος, βέβαια, εξυψωμένος και, αν θέλετε, καθαγιασμένος από τη διηγηματογραφία του Παπαδιαμάντη (η Σκιάθος)- κρίνεται ως υπερβολικό. Στο δεύτερο σημείο, που αποσπώ από τη σύμφρασή του, θα απέδιδα απολύτως θετική τιμή, με κάποια επιφύλαξη ως προς το δεύτερο μέλος της σύμπλεξης: «...ο Νίκος Φωκάς χωρίς την παραμικρή απώλεια της θερμότητάς του, καταφέρνει αξιοθαύμαστα να ελέγχει τη ζέση του, και στα ποιήματα και στα πεζά του...» (σ. 8). Δεν είναι πολλοί, πιστεύω, όσοι δεν θα συμφωνούσαν ότι τα πεζογραφήματα του Νίκου Φωκά, στα οποία τα τελευταία χρόνια προστίθενται ιδιότυπα και ιδιόμορφα πεζά που δημοσιεύονται κατά το πλείστον στο περιοδικό ευθύνη, χωρίς να αποτελούν πάρεργο, δεν ισούνται προς το ποιητικό του έργο. Κατά τα άλλα, όσα σημειώνει ο Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος για τον έλεγχο της λέξης, οπότε και της θερμότητας του ποιητικού λόγου του Νίκου Φωκά, είναι καίρια και ορθά. Αλλωστε πάνω σ' αυτά ακριβώς θα κριθεί τελικά η μοναδικότητά του στη μεταπολεμική ποίηση, την οποία είχε διακηρύξει ο Θ.Δ. Φραγκόπουλος από το 1992 (βλ. περιοδικό «Διαβάζω», τ. 271, 8.7.92).
Μέχρι στιγμής στράφηκα προς τα προλεγόμενα του Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου, το πρώτο κείμενο του τομιδίου, με φόβο να μην απομένει χώρος παρά για το τελευταίο που αναφέρεται στη μετάφραση από τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη του μυθιστορήματος του Αλφόνσου Δωδέ «Ταρταρίνος ο εκ Ταρασκώνος», στο οποίο και θα έρθουμε σε λίγο. Το τελευταίο αυτό προτιμήθηκε γιατί το μεταφραστικό έργο του Σκιαθίτη πεζογράφου, καθόλου αμελητέο, και μάλιστα, όπως μας βεβαιώνει ο Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, «ογκωδέστερο από το πρωτότυπο», δεν έχει ακόμη κριθεί επαρκώς.
Περί θρησκευτικότητας
Στα ενδιάμεσα δοκίμια και κριτικές ο αναγνώστης καλείται να κρίνει εάν και κατά πόσο και σε ποια ακριβώς κείμενα τηρούνται οι εν τίτλω φράσεις (υποσχέσεις και όροι) «Με θάμβος και κρίση». Στο πρώτο δοκίμιο «Η νίκη του Παπαδιαμάντη», γραμμένο κατά το πνεύμα της πολεμικής θεολογίας, περισσεύει το «θάμβος» και λιγοστεύει η «κρίση». Επιπλέον ο Ν. Φωκάς, ενώ είναι υπεράγαν αυστηρός με τον Παναγιώτη Μουλλά (όπως άλλωστε και ο προλογίζων), χαρίζεται στον Στέλιο Ράμφο, εφόσον η θεωρία του για τη δήθεν «παλινωδία» του Παπαδιαμάντη, ήτοι τη «μετάσταση» (όπως θα έλεγε ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος) από το μυθιστόρημα στο διήγημα, δεν έχει καμία βάση, και πολύ λιγότερο θεολογική. Απεναντίας, τέλεια σχεδόν ισορρόπηση ανάμεσα στο θάμβος (το ισχυρό συναίσθημα γοητείας και ενθουσιασμού) και στην κριτική επαγρύπνηση χαρακτηρίζει το δοκίμιο «Συμβολή στην επιβεβαίωση μιας διάδοσης», που αποτελεί, παρά τη μικρή έκταση, πλήρη διατριβή για την παρομοίωση και την ποιητικότητα. Λαμπρά και διδακτικότατα είναι τα δοκίμια «Η ανορθόδοξη κλίμακα», όπου και προσεγγίζεται η αληθινή θρσκευτικότητα του Παπαδιαμάντη. Εννοείται ότι όχι λίγες λεπτομέρειες, παρατηρήσεις και συμπεράσματα θα φωτίζονται διαφορετικά όσο περισσότερο ξεμακραίνουμε από κάθε λογοτεχνικό φατριασμό και αξιώσεις αγιότητας. Ο Παπαδιαμάντης είναι πρωτίστως συγγραφέας και λογοτέχνης και ως τέτοιος πρέπει να κρίνεται. Ετσι στο διήγημα «Ο Αντίκτυπος του νου» (σαστιμάρα του λογικού από τις αντιφατικές απόψεις, κατά το ερμήνευμα του Γ. Βαλέτα), ένα από τα πλέον, αν όχι το πλέον, ανεξίθρησκο και ανεξίγλωσσο κείμενο του Σκιαθίτη, ο συγγραφέας κάπου φυλάγετια και βάζει τον ήρωά του να μην αποκλείει ευθύς εξαρχής και κατηγορηματικά το τερατώδες ενδεχόμενοι οι Εβραίοι να είναι πράγματι αιματοπότες και φονιάδες μικρών παιδιών. Διαφορετικά και η οικονομία του αφηγήματος θα διαταρασσόταν και ο ίδιος ο συγγραφέας ως άτομο θα ερχόταν σε αντίθεση με βαθιά ριζωμένες προκαταλήψεις στο λαό, στους μοναχούς και σε μερίδα του κλήρου, αποκορύφωμα του οποίου υπήρξε το πλήρες μίσους βιβλίο «Ανατροπή της θρησκείας των Εβραίων και των εθίμων αυτών...» του Νεόφυτου μοναχού Καυσοκαλυβίτη του εξ Εβραίων.
Επιπλέον και στον «Δερβίση» (μη-διήγημα το χαρακτηρίζει ο Νίκος Φωκάς), αποδεχόμαστε μάλλον αμήχανα και ερμηνεύουμε βεβιασμένα τη μετάβαση από το περσικής καταγωγής όνομα «νάι», «νάι» (ο καλαμένιος αυλός), δύο φορές, μέσω του τουρκικού κατά το έτυμο «νάζι» στο ελληνικότατο καταφατικό και βεβαιωτικό μόριο «ναι», συχνά πυκνά στη Καινή Διαθήκη και μάλιστα στο κατά Ματθαίον 5,37 κατά παλλιλογία («έσται ο λόγος υμών ναι, ναι...»). Κανένα θεολογικό βάθος ή συσχετισμός δεν χωρεί ανάμεσα στο όνομα του πνευστού οργάνου των Περσών, Αράβων και Τούρκων με το «ναι» του Ματθαίου, του Λουκά, των Επιστολών και της Αποκαλύψεως. Αυτό φαίνεται από παρέμβλητα και ενδιάμεσα σχόλια που εκφωνεί ο ομιλητής (αφηγητής) του διηγήματος. «Νάι, νάι < νάζι: - κατά εν ζήτα ελαττούται». «Αύρα, ουρανός, άσμα γλυκερόν, μελιχρόν, αβρόν, μεθυστικόν» και «Νάι, νάι: κατά δύο κοκκίδας, διαφέρει διά να είναι το Ναι, όπου είπεν ο Χριστός (Το Ναι το ήμερον, το ταπεινόν, το πράον, το Ναι το φιλάνθρωπον»). Ολα αυτά τα αληθώς τερπνά τελούνται με την οιονεί μαγική επήρεια και επενέργεια της ηχούς (του αντίλαλου) που διδάχτηκε ο φιλαναγνώστης διηγηματογράφος από τους τόμους της Ελληνικής ή Παλατινής Ανθολογίας που ήξερε από πρώτο χέρι. Αλλωστε σε διήγημά του έχει περάσει την εκπληκτική και για τα αρχαία και για τα νέα ελληνικά αντήχηση ερώ (= αγαπώ) - ερώ (= θα πω), ενώ σε άλλο λίαν έντεχνο Καλλιμάχειο επίγραμμα απηχείται -φαίνεται απίστευτο- το ναι, (υπό τον τύπο ναίχι): συ ναίχι καλός καλός = άλλος έχει.
Το μεταφραστικό του έργο
Αλλά μόλις προφταίνουμε να στραφούμε προς το μεταφραστικό έργο του Παπαδιαμάντη. Αν είναι αλήθεια αυτό που διατείνεται ο Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος (Αλφόνσος Δωδέ, σ. 18) ότι ο Σκιαθίτης πεζογράφος «όχι μόνο δεν μεταφράζει τα αγγλικά με οιονεί αγγλικά και οιονεί ελληνικά συγχρόνως και τα γαλλικά παρομοίως, όχι μόνο δεν αλλοιώνει βίαια τη φύση της ελληνικής γλώσσας, αλλά και δίνει στους ξένους συγγραφείς, που δεν είναι τις περισσότερες φορές ούτε δεύτερης σειράς, αρκετή από τη δική του χάρη», τότε δεν έχω δικαίωμα να αποκρύψω τη σκέψη μου, κάπως και κάπου, όπως λένε, εξαπατά και ξεγελάει τους αναγνώστες. Και κάτι τέτοιο καμία θεωρία της μετάφρασης δεν το επιτρέπει, ούτε καν το δικαιολογεί. Περισσότερο επιφυλακτική ως προς αυτό αποδεικνύεται η Ελένη Δαμβουνέλη στο προλογικό της σημείωμα: «Είναι χαρακτηριστικό πως η μετάφραση (του Παπαδιαμάντη) συχνά μαρτυρεί περισσότερο τον μεταφραστή απ' όσο τον κάποτε άγνωστο ξένο συγγραφέα». Αλλά χωρίς άλλο οι αναγνώστες δικαιούνται να ξέρουν εάν έξαφνα η απολαυστική περιγραφή της σελ. 39 του κεφ. Στ' («Οι δυο Ταρταρίνοι», ήτοι ο Ταρταρίνος-Κιχώτος και Ταρταρίνος-Σάγχος) οφείλεται στο συγγραφέα ή στο μεταφραστή.
Στο «Θάμβος» ή αλλιώς στον υπερβάλοντα ζήλο του Ν. Φωκά πρέπει να αποδώσουμε το ότι ο κριτικός επιδοκιμάζει τη λαθροχειρία του Παπαδιαμάντη που διαφαίνεται στο ακόλουθο απόσπασμα (σελ. 117): «Δεν μπορώ εξάλλου να μη σταθώ επίσης μ' ένα μειδίαμα βαθιάς συγκίνησης, όταν διαπιστώνω (σελ. 131) ότι προκειμένου να γίνει συνεργός σε μια ασέβεια, ο Παπαδιαμάντης προτιμάει να απιστήσει συνειδητά στο πρωτότυπο, αποφεύγοντας σε μια, μάλλον ιλαροτραγική, σκηνή της αφήγησης να παροιμοιάσει τον Ταρταρίνο με τον Χριστό στη Γεθσημανή, όπως κάνει ο "Δυτικός" Ντοντέ, υποκαθιστώντας τον Χριστό με τον Αδά, του Μίλτωνος». Αν είναι έτσι, αν δηλαδή ο Παπαδιαμάντης μεταφράζοντας δεν είχε προ οφθλαμών έκδοση του μυθιστορήματος στην οποία ενδεχομένως ο Γάλλος συγγραφέας είχε ο ίδιος αντικαταστήσει το όνομα του Χριστού (στη Γεθσημανή) με εκείνο του Αδάμ (στου Μίλτωνος, από τον «Χαμένο Παράδεισο», υποθέτω), πράγμα το οποίο δεν μου είναι ευχερές να ελέγξω, στην περίπτωση αυτή σφάλλουν και αυθαιρετούν τόσο ο μεταφραστής όσο και ο κριτικός του -ο δεύτερος μάλιστα περισσότερο, εφόσον φαίνεται να ευλογεί μια αρχή που αν εφαρμοστεί γενικά, ίσως αποδειχτεί όχι εντελώς ακίνδυνη.
Φοβάμαι ότι και ο χειρισμός που επιφύλασσε ο Ν. Φωκάς σαν κατακλείδα της κριτικής του, παρ' ότι απολαυστικό δείγμα της λεπτότατης ρητορικής του, δεν πρέπει να γίνει δεκτός χωρίς επιφυλάξεις. Συγκεκριμένα, αφού παραθέσει ένα χαριτωμένο απόσπασμα του Γάλλου μυθιστοριογράφου και διηγηματογράφου, του οποίου ο αιθέριος αισθησιασμός πρέπει να άγγιξε τον κάθε άλλο παρά αναίσθητο στα ερωτικά Ελληνα συγγραφέα και μεταφραστή, επιλέγει αποστρεφόμενος στους αναγνώστες: «Μήπως σας έλειψαν τα γαλλικά; Μήπως θελήσατε ν' ανατρέξετε στο πρωτότυπο; 'Η μήπως αυτό δεν υπήρξε ποτέ;» (σελ. 170).
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΠΕΛΕΖΙΝΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 25/02/2005
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις