0
Your Καλαθι
Η ερωμένη του Γάλλου υποπλοίαρχου
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Δεν μπορούσα να παντρευτώ αυτόν τον άντρα. Έτσι, παντρεύτηκα την ντροπή. Δεν εννοώ πως ήξερα τι έκανα, πως εν ψυχρώ άφησα τον Βαργκέν να με πάρει. Μου φαινόταν τότε σαν να άφηνα τον εαυτό μου να πέσει από γκρεμό ή να βύθιζα μαχαίρι στην καρδιά μου. Ήταν αυτοκτονία. Μια πράξη απόγνωσης, κύριε Σμίθσον. Ξέρω πως ήταν σατανικό... βλάσφημο, αλλά δεν ήξερα άλλο τρόπο για να ξεφύγω από αυτό που ήμουν. Αν είχα φύγει από το δωμάτιο και είχα επιστρέψει στης κυρίας Τάλμποτ, και συνέχιζα να είμαι όπως πριν, ξέρω πως τώρα θα ήμουν πραγματικά νεκρή... και από το ίδιο μου το χέρι. Αυτό που με κράτησε ζωντανή είναι η ντροπή μου, η επίγνωση πως είμαι στ' αλήθεια διαφορετική από τις άλλες γυναίκες. Ποτέ δε θα αποκτήσω παιδιά, σύζυγο και αυτές τις αγνές ευτυχίες που έχουν εκείνες. Και οι άνθρωποι ποτέ δεν θα καταλάβουν το λόγο που διέπραξα αυτό το έγκλημα". Έκανε παύση, σαν να συναισθάνθηκε για πρώτη φορά αυτό που είπε. "Μερικές φορές σχεδόν τους λυπάμαι. Νομίζω πως έχω μια ελευθερία την οποία δεν μπορούν να αντιληφθούν. Καμία προσβολή, καμία κατηγορία δεν μπορεί να με αγγίξει. Γιατί έχω τοποθετήσει τον εαυτό μου πέρα από τα όρια. Δεν είμαι τίποτα, δεν είμαι ούτε καν άνθρωπος πια. Είμαι η πόρνη του Γάλλου υποπλοιάρχου".
"Η ερωμένη του Γάλλου υποπλοιάρχου" ξεκίνησε από ένα όραμα που είχε ο συγγραφέας το φθινόπωρο του 1966 σε ένα αγρόκτημα στο Λάιμ Ρήτζις. Τέσσερις δεκαετίες αργότερα η Σάρα Γούντραφ, με την ανεξήγητη για βικτοριανή δεσποσύνη συμπεριφορά, συμπεριλαμβάνεται ήδη στις κλασικές ηρωίδες της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ο Τζων Φώουλς, στο αρτιότερο τεχνικά έργο του, πέτυχε ταυτόχρονα να πλάσει ένα γοητευτικό ειδύλλιο, να αναβιώσει και να κρίνει με επιστημονική συνέπεια μια ιστορική περίοδο, και να οδηγήσει το μυθιστόρημα σε νέους δρόμους. Στην ιδιαίτερα ευτυχή μεταφορά του βιβλίου στον κινηματογράφο συνέβαλε το σενάριο του Χάρολντ Πίντερ.
Φαίδων Ταμβάκης
ΚΡΙΤΙΚΗ
«Η ιστορία που λέω είναι όλη φανταστική. Οι χαρακτήρες που δημιούργησα ποτέ δεν υπήρξαν έξω από τα όρια του δικού μου μυαλού», δηλώνει κάπου στο κεφάλαιο δεκατρία του μυθιστορήματος ο Φόουλς, εισβάλλοντας στη σκηνή, αιφνιδιάζοντας τον αναγνώστη με μια ομολογία που αποκαλύπτει τον πλαστό χαρακτήρα τής, καθ' όλα, πειστικής ιστορίας του. Η «Ερωμένη του Γάλλου Υποπλοίαρχου» και όχι «Λοχαγού» -όπως έγινε γνωστό στη χώρα μας λόγω της ταινίας του Χάρολντ Πίντερ- δημοσιεύτηκε το 1969, περιγράφει μια ερωτική ιστορία που έλαβε χώρα έναν αιώνα πριν και θεωρείται σταθμός για την εξέλιξη του ευρωπαϊκού μυθιστορήματος. Σ' αυτό αποδομείται αλλά και αναδομείται το βικτοριανό μυθιστόρημα, γεγονός που οφείλεται κυρίως στη συνεχή παρουσία αλλά και στις παρεμβάσεις του συγγραφέα, ο οποίος δεν παραλείπει να προβάλει τις ιδέες για τους χαρακτήρες, τις κοινωνικές δομές, τις ιστορικές εξελίξεις αλλά και το ρόλο του αφηγητή. Το μυθιστόρημα που «αναδομεί» ο Φόουλς ελάχιστα σχετίζεται με τα κλασικά βικτοριανά έργα των προκατόχων του, Ντίκενς, Τζέιν Οστιν, Τόμας Χάρντι ή Τζορτζ Ελιοτ, παρ' ότι υιοθετεί τρόπους και δανείζεται στοιχεία από αυτά, αποφεύγει την πιστή αναπαράσταση της πραγματικότητας και εμμένει κυρίως στο σχολιασμό της βικτοριανής εποχής και σ' αυτό που ονομάζει «βικτοριανισμό». Ταυτόχρονα παραθέτει πλήθος αποσπασμάτων από έργα που έχουν γραφεί για την εποχή ή κατά τη διάρκεια της εποχής και τοποθετεί επιγράμματα στην αρχή των κεφαλαίων από στίχους των Χάρντι, Αρνολντ, Τένισον και άλλων. Το μυθιστόρημα του Φόουλς υπόκειται στους κανόνες των δικών του συμβάσεων και ερμηνειών για την εποχή, αλλά ταυτόχρονα την ερευνά από τη θέση εκείνου που γνωρίζει όσα οι βικτοριανοί αγνοούσαν, αποδίδοντας τις αβεβαιότητες, τις αντιφάσεις και τις απόκρυφες πλευρές από το πρίσμα και τη γνώση του 20ού αιώνα.
Παρ' ότι οι χαρακτήρες του τοποθετούνται σε μια παρωχημένη ιστορικά εποχή και είναι εξοπλισμένοι με τις ανάλογες ιδιότητες, ταυτόχρονα -αποδεχόμενος το γεγονός πως ένας σύγχρονος συγγραφέας δεν μπορεί να γράψει όπως ένας βικτοριανός- οι ιδιότητες αυτές σχολιάζονται και αμφισβητούνται: Ενας συγγραφέας που ζει «στην εποχή του Αλέν Ρομπ-Γκριγιέ και του Ρολάν Μπαρτ... δεν μπορεί να προσποιηθεί, όπως ένας βικτοριανός συνάδελφός του, πως γνωρίζει τα πάντα».
Στο κεφάλαιο δεκατρία του μυθιστορήματος αρχίζει να σπάει την ψευδαίσθηση που είχε τόσο προσεκτικά δημιουργήσει: «Ποια είναι η Σάρα; Δεν γνωρίζω», ομολογεί. Προφανώς, το εγχείρημα της ρεαλιστικής απεικόνισης δεν μπορεί πλέον να εκτελεστεί. Ο συγγραφέας, παρ' ότι πειστικά στην αρχή ανέλαβε να μας παρουσιάσει μια «μεγάλη αφήγηση», δεν μπορεί να συνεχίσει να διεκδικεί την εποπτική του θέση και εισβάλει στο κείμενο, παρουσιάζοντας τις δικές του σκέψεις, τις δυσκολίες ή ακόμα και τις ηθικές του αναστολές.
Ο ήρωάς του Κάρολος Σμίθσον, ένας Βρετανός αργόσχολος αριστοκράτης, αντιμετωπίζει μια σειρά τυπικών «κλασικών» διλημμάτων και πεποιθήσεων που συγκρούονται καθώς απλώνονται στο αφηγηματικό πεδίο. Το δίλημμά του πρωτίστως εντοπίζεται ανάμεσα σε μια ξανθιά εύπορη γυναίκα της τάξης του, την Ερνεστίνα, και τη Σάρα, μια κοκκινομάλλα που διεγείρει τις αισθήσεις του, δηλαδή ανάμεσα στη λογική και τον αισθησιασμό, στην κοινωνική αποδοχή και τον κίνδυνο, στην προσωπική ελευθερία και την κοινωνική υποταγή, στην πρόοδο και τη συντήρηση. Συχνά ο συγγραφέας υιοθετεί τους τρόπους του βικτοριανού αφηγητή του Καρόλου, αλλά αυτό δεν διαρκεί για πολύ, γιατί έχει πλέον πάψει να είναι ο πανεπόπτης αφηγητής και ζει στην εποχή που οι συγγραφείς δεν είναι πλέον «οι θεοί της βικτοριανής απεικόνισης, παντογνώστες και θεσμοθέτες, αλλά, σύμφωνα με τη νέα θεολογική εικόνα, η πρώτη αρχή είναι ελευθερία, όχι εξουσία». Κι αυτό, βέβαια, σημαίνει ελευθερία όχι μόνο για τους χαρακτήρες αλλά και για το συγγραφέα, ο οποίος, μη διαθέτοντας πλέον τις ιδιότητες ενός θεού, μετατρέπεται σε μάγο, σε πλαστογράφο, σε παραχαράχτη ή ακόμα και σε ιμπρεσάριο, καθώς ύστερα από δώδεκα κεφάλαια και έχοντάς μας εισάγει σε έναν αληθοφανή κόσμο, αποφασίζει να επιδείξει την πλαστότητά του, φέρνοντάς μας αντιμέτωπους με την πραγματικότητα του αφηγηματικού του κόσμου, δηλαδή με την αδυναμία του δημιουργού και την αμφιβολία του για την εξέλιξη της αφήγησης.
Ταυτόχρονα, το μυθιστόρημα υπονομεύεται και από μέσα, από αυτό που ο Brian Mac Hale ονόμασε «δημιουργικό αναχρονισμό» και που εμφανίζεται στα τοπία, στις περιγραφές των χώρων, στις συνήθειες των χαρακτήρων αλλά και σ' αυτές ακόμα τις ιδέες τους, καθώς παρουσιάζονται συχνά προικισμένοι με μια γνώση που ξεπερνά την εποχή τους. Για παράδειγμα, η κεντρική ηρωίδα Σάρα Γούντραφ είναι μια αυτοδημιούργητη, ελεύθερη γυναίκα, έξω από τις συμβάσεις και την ιστορία, με τον ψυχισμό μιας σύγχρονης γυναίκας που ξεπερνά τους περιορισμούς της εποχής της. Ο συγγραφέας τής προσφέρει μια ανεξάρτητη διαδρομή και βούληση που υπερβαίνει τα πλαίσια τόσο του κόσμου της όσο και της ίδιας της αφήγησης, καθώς «ξαφνιάζει» ακόμα και το δημιουργό της με τις αντιδράσεις της και παρεμποδίζει την αβίαστη κατάληξη της ιστορίας, αναγκάζοντάς τον να γράψει τρεις διαφορετικές εκδοχές της πορείας της. Επίσης, οι «δημιουργικοί αναχρονισμοί» συναντιούνται στις πλείστες «εισβολές» του εικοστού αιώνα στο χώρο και στο χρόνο που εξελίσσεται η ιστορία. Ετσι ο κυματοθραύστης στο Λάιμ συγκρίνεται με γλυπτό του Χένρι Μουρ, ο υπηρέτης έχει συμπεριφορά νεαρού του '60, το τοπίο κοντά στο Λάιμ του δεκάτου ενάτου αιώνα περιγράφεται σαν από αεροφωτογραφία και ένα βικτοριανό απόγευμα στο σπίτι χαρακτηρίζεται από την απουσία τηλεόρασης.
«Η Ερωμένη του Γάλλου Υποπλοίαρχου» είναι ένα εξαιρετικά διττό έργο: πρόκειται, εν μέρει, για την απόπειρα ενός σύγχρονου συγγραφέα να «διασώσει» το βικτοριανό μυθιστόρημα αλλά ταυτόχρονα εξετάζει και τον εικοστό αιώνα κάτω από το φως των βικτοριανών γραπτών πληροφοριών. Η ιστορία τοποθετείται εκατό χρόνια πριν από τη γραφή του, την εποχή των έντονων αντιθέσεων και ιστορικών αλλαγών, εποχή του Δαρβίνου και του Μαρξ, αλλά και άκρατου πουριτανισμού, και καταλήγει στην αρχή της κατάρρευσης του βικτοριανού κόσμου και στην αρχή των εξεζητημένων αισθητικών αναζητήσεων των προ-ραφαηλιτών ζωγράφων. Δεν είναι τυχαίο που ο Κάρολος ανακαλύπτει τη Σάρα, μετά την πολύχρονη εξαφάνισή της, στο στούντιο του ζωγράφου Ροσέτι ενώ ήδη βρισκόμαστε στην εποχή που γεννιέται ο εικοστός αιώνας, εποχή της «νέας γυναίκας», που στρέφεται «στο κυνήγι των στόχων της» και που αρχίζει λίγο πριν από το τέλος του μυθιστορήματος.
Κάπου στο μέσον του βιβλίου κατορθώνει να δώσει ένα, σύμφωνα με τα βικτοριανά πρότυπα, τέλος, όπου ο ήρωάς του θυσιάζει τη μοιραία γυναίκα και παντρεύεται την ενάρετη, αποκτούν επτά παιδιά κι έκτοτε ζει μια ικανοποιητική, ήρεμη ζωή. Αλλά φυσικά αυτό δεν αρκεί καθώς δεν ταιριάζει στην υπαρξιακή αγωνία του ήρωά του και αναλαμβάνει να συνεχίσει τη δράση, φέρνοντας πάλι στο προσκήνιο τη Σάρα. Αυτή η νέα απόπειρα καταλήγει σε δύο διαφορετικές εκδοχές, που τοποθετούνται η μία μετά την άλλη λίγο πριν από το τέλος του μυθιστορήματος, κατορθώνοντας έτσι να ελευθερώσει τους χαρακτήρες του από την κυριαρχία του, προσφέροντάς τους την υπαρξιακή ελευθερία αλλά και την ωριμότητα να ξεπεράσουν την ιστορία τους αλλά και την ιστορία του συγγραφικού κόσμου και να αυτονομηθούν. Γιατί εν τέλει τι άλλο είναι «Η ερωμένη του Γάλλου Υποπλοίαρχου», αν όχι η απεικόνιση της διαδικασίας της δημιουργίας αυτού του κόσμου και της απόπειρας απαλλαγής από τα αφηγηματικά πλαίσια;
Η μετάφραση κατορθώνει να αποδώσει την ατμόσφαιρα, τις συνεχείς παρεμβάσεις, τους φιλοσοφικούς στοχασμούς, την απομίμηση αλλά και τους πειραματισμούς του συγγραφέα ιδιαίτερα δημιουργικά και να καταστήσει την ελληνική μεταφορά του εξίσου απολαυστική με το πρωτότυπο.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 02/07/2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις