0
Your Καλαθι
Εγώ, ο Πιερ Ριβιέρ, που έσφαξα τη μητέρα μου, την αδερφή μου και τον αδερφό μου...
Μια περίπτωση μητροκτονίας- αδελφοκτονίας τον 19ο αιώνα
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Μια περίπτωση μητροκτονίας-αδελφοκτονίας το 19ο αιώνα.
Στις 3 Ιουνίου του 1835 ο εικοσάχρονος αγρότης Πιερ Ριβιέρ σκοτώνει εκ προμελέτης και εν ψυχρώ τη μητέρα του, έγκυο στον έκτο μήνα, την αδερφή και τον αδερφό του. Το υπόμνημα που συνέταξε για να εξηγήσει τον τριπλό του φόνο έδωσε αφορμή για μια βασική αντιπαράθεση: πρόκειται για τον λόγο ενός εγκληματία ή το παραλήρημα ενός τρελού; Πρόκειται, εντέλει, για τη διαμάχη του δικαστικού με τον πρωτοεμφανιζόμενο τότε ψυχιατρικό λόγο.
Κείμενο πολλαπλών αναγνώσεων, το υπόμνημα του Ριβιέρ ύστερα από εκατόν πενήντα χρόνια εξακολουθεί να επιδέχεται πολλών διαφορετικών ερμηνειών. Χωρίς καμία διάθεση ψυχολογικής, ψυχαναλυτικής ή γλωσσολογικής ανάλυσης στον λόγο του Ριβιέρ, ο Μισέλ Φουκώ και οι συνεργάτες του στο College de France έχουν την ευκαιρία να δείξουν πώς μία μεμονωμένη περίπτωση μπορεί να αξιοποιηθεί κατάλληλα από τις στρατηγικές των κυρίαρχων λόγων. [...]
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
Το βιβλίο αυτό είναι μια συλλογική δουλειά που έγινε στο σεμινάριο του Μισέλ Φουκό, στο College de France. Το αντικείμενο της μελέτης ήταν οι σχέσεις ανάμεσα στην Ψυχιατρική και την Ποινική Δικονομία. Το 19ο αιώνα, η πρώτη αρχίζει να υπεισέρχεται στον τομέα της δεύτερης και να διεκδικεί ένα μέρος από την άσκηση του κοινωνικού ελέγχου, την «ψυχιατρική διαχείριση» των εγκληματιών που θεωρούνται ψυχοπαθείς, προσπαθώντας, ταυτόχρονα, να κερδίσει έναν χώρο παρέμβασης ανάμεσα στην προληπτική και την κατασταλτική πολιτική. Εκείνη την εποχή, εξάλλου, ο νόμος για τις ελαφρυντικές περιστάσεις έχει συγκλονίσει το πεδίο απονομής της δικαιοσύνης στη Γαλλία, καθώς χάρη σ' αυτόν όλο και λιγότερες είναι οι περιπτώσεις που μένουν ατιμώρητες. Ενώ ελαττώνεται η αυστηρότητα της καταστολής, το πεδίο της επεκτείνεται σε πλάτος. Παράλληλα, όμως, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τα οικογενειακά εγκλήματα, η καταμέτρηση της ποινής θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη και τους άλλους παράγοντες, καθώς τα εγκλήματα αυτά ισοδυναμούν με τη βασιλοκτονία. Ο μονάρχης παρουσιάζεται ως πατέρας, στο πλαίσιο της προαγωγής της οικογένειας ως μοντέλου της κοινωνίας. Ο φάκελος Ριβιέρ περιλαμβάνει ένα πλούσιο υλικό, όπου διασταυρώνονται διάφοροι τύποι λόγων με προέλευση, μορφή και οργάνωση διαφορετική: ο λόγος των εκπροσώπων της δικαιοσύνης, των γιατρών, των μαρτύρων, αλλά και ο λόγος του ίδιου του φονιά. Γιατί ο Πιέρ Ριβιέρ, ένας σχεδόν αγράμματος νεαρός αγρότης, γράφει, όταν του ζητείται από τον ανακριτή, ένα υπόμνημα για τους λόγους που τον οδήγησαν στο έγκλημά του. Πρόκειται, όμως, για ένα υπόμνημα που είχε σχεδιαστεί μαζί με το έγκλημα. Ο δράστης βλέπει το έγκλημά του ως τον τρόπο για να απαλλάξει τον πατέρα του από μια κακιά γυναίκα, αλλά ταυτόχρονα και ως μια ηρωική πράξη θυσίας που θα του επέτρεπε να περάσει στην αθανασία. Μετά από εκατόν πενήντα χρόνια, το υπόμνημα του Ριβιέρ μας φαίνεται εξαιρετικά παράδοξο, γράφει ο Μισέλ Φουκό στο δικό του μέρος της ανάλυσης. Αλλά και μόνον η ομορφιά αυτού του κειμένου θα έφτανε για να το διαφυλάξει και στις μέρες μας. [...] Πώς όμως το αντιμετώπισαν οι γιατροί, οι δικαστές και οι ένορκοι;
[...] Υποβάλλουν το κείμενο και τη χειρονομία του σε μι τριπλή δοκιμασία αλήθειας: αλήθεια των περιστατικών, αλήθεια της εκτίμησης και, τέλος, αλήθεια της επιστήμης.
Σήμερα, άραγε, πόσο μπορεί το κείμενο αυτό να πραγματώσει αυτό που επιθυμούσε ο συγγραφέας του: «Το μόνο που ζητάω είναι να καταλαβαίνει ο άλλος τι θέλω να πω»;
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 31/01/2
ΚΡΙΤΙΚΗ
«Στις 3 Ιουνίου του 1835 ο εικοσάχρονος αγρότης Πιέρ Ριβιέρ σκοτώνει εκ προμελέτης και εν ψυχρώ τη μητέρα του, έγκυο στον έκτο μήνα, την αδερφή του και τον αδερφό του. Το υπόμνημα που συνέταξε για να εξηγήσει τον τριπλό του φόνο έδωσε αφορμή για μια βασική αντιπαράθεση: πρόκειται για το λόγο ενός εγκληματία ή το παραλήρημα ενός τρελού;» μας πληροφορεί, θέτοντας συνάμα ένα καίριο ερώτημα, το οπισθόφυλλο. Πριν όμως απ' οτιδήποτε άλλο, το είδος του βιβλίου απαιτεί τη διεξοδική περιγραφή του.
Το βιβλίο αποτελείται από δύο μέρη (ας τα ονομάσουμε, για λόγους ευκολίας, «ιστορικό» και «σχολιογραφικό»). Στο ιστορικό μέρος δεσπόζει το απολογητικό υπόμνημα του δολοφόνου: ένας νεαρός Γάλλος αγρότης, με καταφανώς διαταραγμένας τας φρένας, τρέφει την -λιγότερο ή περισσότερο δικαιολογημένη, πάντως έμμονη-ιδέα ότι η μάνα του και η οικογένειά της βασανίζουν τον πατέρα του. Ετσι, δολοφονεί τη μάνα του, ενώ η μπάλα τής παραφροσύνης του παίρνει και τα δύο αδέλφια του. Υστερα από σύντομη περιπλάνηση συλλαμβάνεται από την αστυνομία. Το απολογητικό υπόμνημα συντάσσεται, βεβαίως, μετά τα γεγονότα, στο νόμιμο πλαίσιο της σχετικής ποινικής διαδικασίας.
Η απολογία του Ριβιέρ εφοδιάζεται αρμοδίως με ένα πλούσιο πραγματολογικό υλικό (το κείμενο της ανάκρισης, μαρτυρικές καταθέσεις, αστυνομικές εκθέσεις, εισαγγελικά υπομνήματα, επιστολές, άρθρα εφημερίδων, εντάλματα, κατηγορητήρια, ιατρικές γνωματεύσεις, πρακτικά της δίκης, χρονολόγια κ.λπ.), που δίνει μια πλήρη εικόνα του προσώπου και της εποχής.
Το σχολιογραφικό μέρος του βιβλίου συντίθεται από τα κείμενα που συνέταξε η περί τον Φουκό ομάδα πανεπιστημιακών, τα οποία σχολιάζουν άλλοτε το γεγονός του φόνου και άλλοτε το κείμενο-απολογία του Ριβιέρ από πολύ διαφορετικές σκοπιές (κοινωνιολογική, νομική, ψυχιατρική, ιστορική, τεχνοϊστορική κ.λπ.). Ανάμεσά τους, το κείμενο του ίδιου του Φουκό, το μοναδικό που εξετάζει το κείμενο της απολογίας -αλλά και τη σχέση κειμένου-γεγονότος- από τη σκοπιά που μας ενδιαφέρει εδώ, την αφηγηματολογική.
Τέλος, το όλον πλαισιώνεται από το προλογικό σημείωμα του μεταφραστή κι ένα σύντομο εισαγωγικό κείμενο του Φουκό.
Γιατί όμως να ενδιαφέρει τον αναγνώστη της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα η απολογία ενός παράφρονα δολοφόνου, χαμένου κάπου στη γαλλική επαρχία στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα;
Πρώτα απ' όλα, γιατί το κείμενο αυτό δίνει μια πολύ καλή αφορμή να εξετάσει κάποιος τη σχέση ανάμεσα στην εξωτερική, υλική πραγματικότητα και την αντίστοιχη κειμενική, της οποίας η πρώτη αποτελεί ένα απλό υποσύνολο. (Και είναι κρίμα που ο περιορισμένος χώρος δεν επιτρέπει να εξετάσουμε δύο άλλα σημαντικά ζητήματα που θέτουν, αντίστοιχα, το ιστορικό και το σχολιογραφικό μέρος του βιβλίου: α) τη φύση και τα όρια της λαϊκής αφήγησης και β) την όχι και τόσο αθώα σχέση του επιστημονικού λόγου με το λογοτεχνικό.) Εστω και χωρίς προθέσεις λογοτεχνικότητας, το κείμενο -οποιοδήποτε λογοτεχνικό κείμενο- θα αποτελεί πάντα το άθροισμα μιας πραγματικότητας (η οποία δεν πρέπει να νοείται στενά, καθώς περιέχει και την ψυχοδιανοητική πραγματικότητα του συγγραφέα του, τη φαντασία του, το στοχασμό του κ.λπ.) συν το αποτύπωμα της συγγραφικής συνείδησης. Ο,τι κι αν κάνει ο Ριβιέρ, και ανεξάρτητα από τις προθέσεις του, καταλείπει ένα κείμενο που περιλαμβάνει μια δισχιδή πραγματικότητα (την υλική, που τον περιβάλλει, και την άυλη, που κουβαλάει μέσα του) και τον, απολύτως ατομικό, τρόπο με τον οποίο τη ζει και την ερμηνεύει (το αποτύπωμα της συνείδησής του).
Η λαϊκή αφήγηση, με τη σειρά της, επώνυμη ή ανώνυμη, με ή χωρίς προθέσεις λογοτεχνικότητας, πέρα από τα άφθονα δείγματα υψηλής λογοτεχνίας που μας έχει δώσει, έχει μια βαρύνουσα αξία ως προς την ερμηνεία και την προέλευση του λογοτεχνικού φαινομένου: προσπαθώντας να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στο οικείο και το καθημερινό, από τη μια, με το ανοίκειο και το θαυμαστό, από την άλλη, αποτέλεσε, πιθανολογούμε, τη μήτρα που γέννησε τη λογοτεχνία. Στη συνέχεια, περνώντας από τον αυτόπτη και αυτήκοο ιστορητή στον αξιόπιστο μεταφορέα ενός αποσπάσματος της (εξωτερικής, υλικής) πραγματικότητας, προχώρησε ακόμη ένα βήμα, για να φτάσει τελικά στο συνειδητό ψευδολόγο και ν' αρχίσει έτσι ένα παιχνίδι που κρατάει αιώνες τώρα...
Παρασυρθήκαμε όμως...
Στο πολύ ενδιαφέρον, αλλά δυστυχώς πολύ σύντομο, κείμενό του ο Φουκό διατείνεται ότι το κείμενο και ο φόνος -το γεγονός και η αφήγησή του- συνδέονται τόσο στενά, που αποτελούν, μέσα από ένα πλέγμα σχέσεων, δύο διαφορετικά αλλά περίπου ισότιμα μέρη της ίδιας χειρονομίας, καθώς «η αφήγηση του εγκλήματος για τους ανθρώπους της εποχής δεν ήταν διόλου έξω από το έγκλημα ή πάνω από αυτό».
«Το κείμενο δεν αφηγείται τη χειρονομία», μας λέει. Το συγκεκριμένο κείμενο, θα προσθέταμε εμείς, είναι η χειρονομία, η κορυφαία πράξη, μαζί με το φόνο, του φονιά. Κάπως πιο προκλητικά: η απολογία στο μυαλό του Ριβιέρ -πράγμα που δείχνουν και οι παλινωδίες του- προηγήθηκε του φόνου· εν τέλει: ο φόνος έγινε για να γραφεί το κείμενο.
Δεν είναι εύκολο -ίσως ούτε επιθυμητό- να ορίσει κάποιος πού αρχίζουν και πού τελειώνουν τα όρια της λογοτεχνικής γραφής, στην ουσία δηλαδή μιας διαδικασίας μεταφοράς, μιας (ριζικής) πράξης μετάθεσης από μια σύνθετη πραγματικότητα σε μια νέα, αυτόνομη, ακόμη πιο σύνθετη πραγματικότητα, καθώς η δεύτερη περιέχει και τη συμβολική διάσταση και λειτουργία. Πολύ περισσότερο μάλιστα επειδή η λογοτεχνία, αιώνες τώρα, με το ένα χέρι θωρακίζει την κοινωνία των ανθρώπων απέναντι στα φαντασιακά της φόβητρα και με το άλλο τα δημιουργεί...
Η μετάφραση του Γιάννη Οικονόμου είναι εξαιρετική. Εχοντας να αναμετρηθεί με πολύ διαφορετικά είδη κειμένων (από δικαστικές πραγματογνωμοσύνες μέχρι το σύγχρονο θεωρητικό λόγο, περνώντας ενδιάμεσα από το διαταραγμένο παλαιικό λόγο τού πρωταγωνιστή), απέδωσε ικανοποιητικότατα το ύφος τους χωρίς να προδώσει την ουσία τους.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΞΕΝΑΡΙΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 05/09/2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις