0
Your Καλαθι
Το εργαστήρι του μεταφραστή
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Το εργαστήρι του μεταφραστή μοιάζει λίγο με το εργαστήρι του αλχημιστή, όπου το ένα υλικό μεταμορφώνεται σε άλλο.
Σαν μια σύντομη περιήγηση σ' αυτό το χώρο, οκτώ δοκίμια παρουσιάζουν τα σύνθετα προβλήματα που καλείται να λύσει ο μεταφραστής για να πετύχει τη μεταμόρφωση του κειμένου από τη μια γλώσσα στην άλλη.
Σε μια πρωτότυπη προσέγγιση, στο εισαγωγικό κείμενο εκτίθεται με τη μορφή διηγήματος, μια βαθύτερη προβληματική γύρω από τη φύση του μεταφραστικού έργου. Τα άλλα δοκίμια παρουσιάζουν τη συνάντηση με τα «μεγάλα» κλασικά κείμενα, μιλούν για τη μετάφραση ως εργασία στο σύγχρονο κοινωνικό περιβάλλον, ή επιχειρούν να περιγράψουν τη διεργασία της μεταφραστικής πράξης, μέσα από συγκεκριμένα παραδείγματα. Τέλος, ο επίλογος προσπαθεί να δείξει πως κι ο ίδιος ο μεταφραστής επιδιώκει να μιλήσει μέσα από το ξένο κείμενο που μεταφράζει.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Μίλτος Φραγκόπουλος, για τους παροικούντες τη μικρή μας λογοτεχνική πόλη, είναι εδώ και χρόνια αναγνωρίσιμη και αναγνωρισμένη φυσιογνωμία στο σινάφι των διανοουμένων. Δόκιμος και ευρηματικός μεταφραστής, «εξελλήνισε» αρκετά κείμενα, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται δύο άκρως απαιτητικά, «δύσκολα» βιβλία, Τα ταξίδια του Γκάλλιβερ του Σουίφτ, με το οποίο εγκαινιάζει τη μεταφραστική του σταδιοδρομία το 1982, και το Ζαούμ του Χλέμπνικωφ, σωστή σπαζοκεφαλιά, το 1995. Εχει επίσης μεταφράσει αγγλόφωνη κυρίως λογοτεχνία (Χάρντυ, Μπέλλοου, Κουτσύ, Μπλέηκ), καθώς και ψυχαναλυτικά κείμενα από τα γαλλικά (στο ενεργητικό του άλλωστε ανήκει και η γλωσσική επιμέλεια του ψυχαναλυτικού λεξικού των Λαπλάνς και Πονταλίς), ενώ είναι ήδη και συγγραφέας δύο μυθιστορημάτων. Εχοντας σπουδάσει Ιστορία της Τέχνης και Φιλοσοφία στην Αγγλία, διδάσκει σήμερα στη Σχολή Βακαλό και στο ΕΚΕΜΕΛ. Στον παρόντα τόμο συγκεντρώνει οκτώ δοκίμια γύρω από τη μεταφραστική πρακτική (τα δύο, ανέκδοτα, ανοίγουν και κλείνουν δίκην προλόγου και επιλόγου τα ενδιάμεσα έξι παλαιότερα κείμενα, που καλύπτουν χρονικά μια περίοδο περίπου εικοσαετίας). Ολα τούτα τα μικρά ή μεγαλύτερα δοκίμια αποτυπώνουν την αγωνία του μεταφραστή την ώρα της δουλειάς, πάνω στη μεταγλώττιση, όταν όλες οι κεραίες του είναι ορθωμένες επιχειρώντας να συλλάβουν την καίρια λέξη, την εύστοχη διατύπωση, την αποτελεσματική μετακένωση από το ένα στο άλλο γλωσσικό σύστημα.
Ο Φραγκόπουλος, όπως φαίνεται άλλωστε τόσο από τον πρόλογό του όσο και από διάσπαρτες μνείες στα κείμενά του, είναι ενήμερος των ποικίλων θεωρητικών σχημάτων και τάσεων της μετάφρασης (που εντάσσονται στο πλαίσιο της λεγόμενης μεταφρασεολογίας), αλλά προτιμά να ασχολείται με την προβληματική της μεταφραστικής πράξης, της «μαχόμενης μεταφραστικής εργασίας», όπως τη χαρακτηρίζει, του μεταφραστικού γίγνεσθαι. Ετσι, στα δοκίμιά του καταθέτει την πλούσια προσωπική εμπειρία του από την «ελληνοποίηση» συγκεκριμένων κειμένων, όπως είναι η περίπτωση, μεταξύ άλλων, του Γκάλλιβερ του Σουίφτ, του Χαμένου Παραδείσου του Μίλτον, του Ναυτίλου του Πάουντ, της Belle Dame sans Merci του Κητς, του Ego Dominus Tuus του Γέητς ή ζητημάτων της αποκαλούμενης τεχνικής μετάφρασης, κινούμενος στα όρια μεταξύ του καλώς εννοούμενου ερασιτεχνισμού και του επαγγελματισμού. Ασκώντας συστηματικά τη μετάφραση και διδάσκοντάς την (στα σεμινάρια του ΕΚΕΜΕΛ, λόγου χάριν), ο Φραγκόπουλος γνωρίζει από πρώτο χέρι ότι μεταφράζοντας κανείς επιλέγει κειμενικές εκδοχές, συγκεκριμένες αναγνώσεις, ερμηνεύει, σκηνοθετεί, δεσμεύεται να «φέρει» στη γλώσσα του μια ανέφικτη μουσικότητα, έναν τόνο που γνωρίζει πως δεν είναι ποτέ δυνατόν να αποδοθεί ατόφιος: «πελαγοδρομεί παλεύοντας όχι με τις λέξεις που έχουν τα ισοδύναμά τους στο λεξικό, αλλά με εκείνες τις αποχρώσεις που καθιστούν το λεξικό άχρηστο ή ατελές». Από την άποψη αυτή, επισημαίνει στο πρώτο κιόλας δοκίμιό του, τίθεται αυτόχρημα το ζήτημα της μετάφρασης ως δημιουργικής, καλλιτεχνικής διεργασίας, που τη διακρίνουν τρεις στιγμές, η φυσική, η τεχνική και η δημιουργική, συνδυαζόμενες με την τριάδα του άγγελου, της μούσας και του «ντουέντε», έτσι όπως το αναλύει ο Λόρκα.
Σε όλα τα δοκίμια του τόμου διακρίνεται το πάθος του Φραγκόπουλου για τη μετάφραση. Ο μεταφραστής, κατά την αντίληψή του, αφιερώνει κυριολεκτικά τη ζωή του στη μετάφραση υπακούοντας σε αυτό το πάθος ή μάλλον την κλήση, με τη λατινική σημασία της vocatio, μιας φωνής που σε κλητεύει, σε καλεί να περάσεις ένα κείμενο από την αντίπερα όχθη στο δικό σου έδαφος, ξενίζοντάς το με διττό τρόπο. Αυτό σημαίνει ότι το δεξιώνεσαι, το φιλοξενείς στη γλώσσα σου, διατηρώντας όμως κατά το δυνατόν την ετερότητά του, την ξενότητά του, έτσι ώστε ξενιστής αμφιτρύων και ξενιζόμενος προσκεκλημένος να διαλέγονται επί ίσοις όροις διατηρώντας την ταυτότητά τους και την ιδιοπροσωπία τους. Πρόκειται για την περίπτωση του μεταφραστή-ακρίτα, ο οποίος εργάζεται ευσυνείδητα στη μεθοριακή ζώνη, μεταξύ δύο (ή περισσότερων) γλωσσών, δύο πολιτισμών, δύο νοοτροπιών, προετοιμάζοντας τη συνάντησή τους, με μόνιμο μέλημά του να υπηρετήσει έντιμα τόσο τα ξένα, αλλότρια συμφέροντα όσο και τα αντίστοιχα των ομόγλωσσων συμπολιτών του, τα ίδια, «ημέτερα» συμφέροντα. Αυτός ο μη εθνοκεντρικός μεταφραστής πολιτεύεται λοιπόν ή μάλλον οφείλει να πολιτεύεται με διακεκριμένο ήθος και να διαπνέεται από την αύρα του κοσμοπολιτισμού, εχέγγυο για την απάλειψη κάθε τοπικισμού ή επαρχιωτισμού που συχνά στρεβλώνουν τόσο το γράμμα όσο και το πνεύμα των πρωτότυπων κειμένων.
«Κάθε γενιά κάνει ή οφείλει να κάνει τις δικές της μεταφράσεις των κλασικών» επισημαίνει ο Φραγκόπουλος σχολιάζοντας τη δική του μετάφραση του Γκάλλιβερ. «Για τούτο τα κλασικά έργα με τον αστείρευτο πλούτο της σύνθεσής τους, γεννήματα κατά κανόνα συγκυριών συνταρακτικών, σε κάθε διαφορετική εποχή έχουν κάτι διαφορετικό να παρουσιάσουν στον αναγνώστη. Ετσι η μετάφραση τέτοιων έργων πρέπει να έρχεται στην ώρα της - και μ' αυτή την έννοια μπορεί να είναι ωραία. Πρέπει ο μεταφραστής να θέλει να μεταφράσει το κείμενο, κάτι να τον παρακινεί να το κάνει. Πρέπει το κείμενο να λειτουργεί στη συγκυρία μέσα στην οποία μεταφράζεται. Πρέπει η μετάφραση να επικοινωνεί με τον καιρό της. Και οι καιροί για τη μετάφραση, όπως και για τη γραφή γενικότερα, αλλάζουν». Η άποψη αυτή του Φραγκόπουλου ενισχύεται εμπράκτως με την προσέγγισή του στον Χαμένο Παράδεισο του Μίλτον: αποτολμά συνετά και ταπεινά να μεταφράσει τους πρώτους 255 στίχους του μείζονος αυτού ποιήματος· πλάι στο πρωτότυπο παρουσιάζει τη δική του μετάφραση, παραθέτοντας επίσης (και μεταφράζοντας) τη μεταφραστική εκδοχή του Σατωμπριάν (1836), καθώς και μια παλαιότερη ελληνική μετάφραση του Paradise Lost της δεκαετίας του 1930 (1937) σε δημοτική και δεκαπεντασύλλαβο, φιλοτεχνημένη από τον Χρ. Γαλατόπουλο (επανεκδίδεται το 1992 από τον Γκοβόστη). Η συγκριτική ανάγνωση τούτων των κειμενικών εκδοχών παραπέμπει σε συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες και καθοριστικές αισθητικές επιταγές, που διευρύνουν τον ορίζοντα πρόσληψης του σημερινού αναγνώστη.
Η αντιφωνική αυτή πρακτική επιχειρείται και στην Belle Dame sans Merci του Κητς, ποίημα-έμβλημα του ρομαντισμού με μακρά μεταφραστική ιστορία: σύνθεμα, αρχικά, του γάλλου Σαρτιέ (Chartier, ποιητή του 15ου αιώνα), μεταγλωττίζεται εκείνη την εποχή στα αγγλικά και αποκτά, χάρη στον Κητς, μια «σύγχρονη ευαισθησία», αν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο ρομαντισμός, παρά τα θρυλούμενα, κατέχει ακόμη μέρος της καλλιτεχνικής μας αγωγής. Και στην περίπτωση αυτή παρατίθενται οι διάφορες κειμενικές εκδοχές, καθώς και σε αντικριστή διάταξη το πρωτότυπο και η μετάφραση του Φραγκόπουλου. Θα πήγαινε μακριά η ανάπτυξη των πλεονεκτημάτων της δίγλωσσης έκδοσης, που ωθεί τα δύο κείμενα σε συνεχή αναμέτρηση και κάμψη των αντιστάσεων του ενός έναντι της επέλασης του άλλου, δίχως ωστόσο να παραδίδει όλα του τα όπλα, διατηρώντας το φρόνημα και το αυθεντικό ηχόχρωμά του μέχρι τέλους. Θα παρατηρούσαμε όμως ότι, εν προκειμένω, χρήσιμη θα ήταν στο όλο εγχείρημα και η παράθεση κάποιων από τις παλαιότερες ελληνικές μεταφραστικές εκδοχές της Belle Dame, λόγου χάριν η απόδοση του Μαλακάση.
Δεν νομίζω ότι, λόγω χώρου, μπορώ να επεκταθώ περισσότερο στα ερεθιστικά προβλήματα που θέτει το εξαίρετο βιβλίο του Μ. Φραγκόπουλου. Φρονώ ότι πρέπει να μπει οπωσδήποτε στις βιβλιοθήκες όλων όσοι ασχολούνται με τους λαβυρίνθους της μετάφρασης: θα τους λύσει συγκεκριμένες δυσκολίες και είναι σίγουρο ότι θα διευρύνει την προβληματική τους, θα περιορίσει την αυτοπεποίθησή τους, την αίσθηση επάρκειας, που παραβλάπτει τα μάλα το έργο του μεταφραστή, εφόσον τέλειες μεταφράσεις δεν υφίστανται, και αυτή είναι μια επωδός στο παρόν βιβλίο. Συνάμα, πέραν του «ειδικού» αναγνώστη, τα δοκίμια αυτά παρουσιάζουν στη μέση στάθμη του αναγνωστικού κοινού πόσο επίμοχθη, βασανιστική και, εν τέλει, άχαρη καθώς και ανεκτίμητη είναι η δουλειά του μεταφραστή, ο οποίος συχνά κακοπληρωμένος, υποτιμημένος και απαξιωμένος συνεχίζει αγόγγυστα την εργασία του περατάρη, του διαπορθμέα ανάμεσα στα γλωσσικά σύνορα που χωρίζουν λογοτεχνίες και πολιτισμούς. Είναι ευοίωνο το γεγονός ότι αρχίζει να τού αναγνωρίζεται κάπως, όλο και περισσότερο, η διπλωματική αποστολή που επιτελεί και τον κατατάσσει στο επίλεκτο πνευματικό δυναμικό το οποίο διαθέτει κάθε χώρα.
Λίζυ Τσιριμώκου (καθηγήτρια Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας)
ΤΟ ΒΗΜΑ, 21-03-2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις