0
Your Καλαθι
Εργασία για όλους ή μαζική ανεργία;
Ο ρόλος της πληροφορικής στην τεχνολογική αλλαγή στο κατώφλι του 21ου αιώνα
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Η μαζική ανεργία -και ειδικότερα η έκταση και η διάρκεια της ανεργίας των νέων- αναδεικνύεται, για μια ακόμη φορά, σε πρόβλημα που έχει θορυβήσει την Ευρώπη. Πρόβλημα που εκδηλώνεται σε μια περίοδο κατά την οποία οι χώρες της Ευρωπαικής Ένωσης βρίσκονται αντιμέτωπες με τις νέες προκλήσεις των διαρθρωτικών αλλαγών στην παγκόσμια οικονομία. Αν και το να επιρρίπτουμε στους υπολογιστές την ευθύνη για την κρίση στην αγορά εργασίας αποτελεί υπεραπλούστευση, εν τούτοις είναι βέβαιο ότι δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει τις πολύπλοκες αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στις νέες τεχνολογίες, τις διαρθρωτικές αλλαγές και την απασχόληση. Όμως, η προσαρμογή της απασχόλησης στην τεχνολογική αλλαγή δεν είναι μια στιγμιαία και αυτόματη διαδικασία. Στο βιβλίο υποστηρίζεται ότι η διαδικασία δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας θα υπερσκελίσει τις (αναγκαίας κλίμακας) απώλειες εργασίας, μόνο μέσω της εφαρμογής κατάλληλων δημόσιων πολιτικών -ενός συνδυασμού δηλαδή μακρο-οικονομικών και άλλων πολιτικών διαρθρωτικών αλλαγών-, που θα εξομαλύνουν και θα επιτύχουν τη σύνθετη διεργασία της προσαρμογής. Οι πολιτικές αυτές, μέσω των οποίων επιδιώκεται η επιστροφή στο καθεστώς πλήρους απασχόλησης -προοπτική δύσκολη αλλά επ' ουδενί αδύνατη-, πρέπει να λάβουν υπόψη τους τα ειδικά χαρακτηριστικά των τεχνολογιών πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών, και ιδιαίτερα την ανάγκη νέων επενδύσεων υποδομής στις "λεωφόρους των πληροφοριών" και τις "παρόδους" τους, καθώς και στα συστήματα εκπαίδευσης και κατάρτισης. Η απάντηση στην πρόκληση του ανταγωνισμού από χώρες χαμηλού εργατικού κόστους δεν μπορεί να είναι η υποβάθμιση των ευρωπαικών κοινωνικών και περιβαλλοντικών προτύπων, αλλά η εφαρμογή μιας διττής στρατηγικής για την επίτευξη μιας διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας στον παραδοσιακό τομέα της οικονομίας, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη ενός δεύτερου προστατευμένου μη εμπορευματικού τομέα, ο οποίος θα παρέχει ένα αναβαθμισμένο φάσμα προσωπικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών υπηρεσιών.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Δεν υπάρχει κανένας άλλος τομέας της ανθρώπινης γνώσης όπου τα δεδομένα να απαξιώνονται σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα όσο τα θέματα που άπτονται των οικονομικών εξελίξεων. Το βιβλίο των Chris Freeman και Luc Soete που κυκλοφόρησε το 1994, διαπραγματεύεται τα προβλήματα που προκύπτουν στην απασχόληση από την εισαγωγή των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) στην παραγωγή. Θα περίμενε κανείς, σε έναν τομέα όπου τα δεδομένα αλλάζουν συνεχώς, οι προτεινόμενες θέσεις τους να είναι ήδη ξεπερασμένες. Η οπτική γωνία, όμως, μέσα από την οποία οι συγγραφείς αναλύουν τα προβλήματα της παγκόσμιας οικονομίας και της απασχόλησης στηρίζεται στην αποδοχή της αξίας των καινοτομιών για την αλλαγή του «τεχνολογικο-οικονομικού παραδείγματος». Οι συντεταγμένες αυτού του παραδείγματος στηρίζονται στην παραδοχή ότι τα στατιστικά δεδομένα πρέπει να δένονται άρρηκτα με ένα σαφώς καθορισμένο επιστημονικό πεδίο θεώρησης και ανάλυσής τους. Αυτή η παραδοχή συμβάλλει (ώς έναν βαθμό) στην υπέρβαση του εφήμερου των στοιχείων.
Ο Chris Freeman είναι ο θεμελιωτής ενός ρεύματος στη σύγχρονη οικονομική σκέψη που επικεντρώνεται στις θετικές δυνατότητες της τεχνολογικής αλλαγής. Ο Freeman υποστηρίζει ότι η οικονομική σκέψη διέπεται από μια αντίφαση, που συνδέεται αφενός με την ιδιαίτερη σημασία που έχουν οι τεχνολογικές καινοτομίες για την ανάπτυξη των καπιταλιστικών οικονομιών και αφετέρου από τη «σχετική παραγνώρισή» τους στο μεγαλύτερο τμήμα της οικονομικής βιβλιογραφίας. Θεωρεί επίσης, από κοινού με τον Luc Soete, ότι η οικονομική θεωρία δεν μπορεί να είναι ένας απλός καταγραφέας των οικονομικών εξελίξεων αλλά πρέπει να ενσωματώνει στο θεωρητικό της corpus και προτάσεις άσκησης δημόσιων πολιτικών διεξόδου από τις κρίσεις.
Για την επίτευξη αυτών των στόχων, ο Freeman υπήρξε ιδρυτής του Science Policy Research Unit (SPRU), ενός ερευνητικού κέντρου που επιδιώκει να συνδυάσει τη διεπιστημονική μελέτη των τεχνολογικών καινοτομιών με τη φιλοδοξία επίδρασης στη λήψη των αποφάσεων που διαμορφώνουν τις δημόσιες πολιτικές για τη χρήση των τεχνολογιών αιχμής. Αρωγός σ' αυτή την προσπάθεια είναι ο μαθητής και συνεργάτης του στο SPRU, Luc Soete, ο οποίος το 1988 ίδρυσε στο Μάαστριχτ το MERIT (Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών για την Καινοτομία και την Τεχνολογία). Κύριος στόχος του MERIT είναι η σύζευξη της οικονομικής γνώσης με το ενδιαφέρον για την καινοτομία και την τεχνολογική αλλαγή.
Οι δύο συγγραφείς απορρίπτουν τη δαιμονοποίηση των τεχνολογικών καινοτομιών ως αιτιών δημιουργίας μαζικής ανεργίας. Οι νέες τεχνολογίες οδηγούν στην αύξηση της ανεργίας εάν αυτές στηρίζονται απλώς σε αυτορυθμιζόμενους μηχανισμούς εξισορρόπησης της αγοράς και δεν συνοδεύονται από πολιτικές δυναμικής παρέμβασης των δημόσιων επενδύσεων, ιδιαίτερα στον τομέα της χρήσης των ΤΠΕ. Μια πολιτική ελέγχου των δράσεων των παραγόντων της αγοράς κάνει εφικτό το στόχο της πλήρους απασχόλησης. Ενα πρώτο πρόβλημα που προκύπτει εδώ είναι η αναντιστοιχία μεταξύ των θέσεων εργασίας που χάνονται και των νέων ευκαιριών απασχόλησης. Υπάρχει μια ασυμβατότητα γνώσεων, δεξιοτήτων και θελήσεων κάλυψης των θέσεων εργασίας που εμφανίζονται με τη χρήση των ΤΠΕ.
Οι συγγραφείς, όπως δεν δαιμονοποιούν τις νέες τεχνολογίες, δεν αιθεροβατούν και όσον αφορά τις δυνατότητες απασχόλησης που παρέχουν. Τονίζεται το γεγονός ότι οι ΤΠΕ προβλέπεται να δημιουργήσουν στην Ευρώπη ένα εκατομμύριο θέσεις εργασίας, ενώ είναι αναγκαία η δημιουργία είκοσι εκατομμυρίων θέσεων. Η άνοδος των ΤΠΕ «δεν αφορά όμως μόνο ορισμένα προϊόντα ή κλάδους, αλλά μια τεχνολογία που επηρεάζει κάθε κλάδο της βιομηχανίας και κάθε υπηρεσία του συνολικού τρόπου ζωής των βιομηχανικών κοινωνιών», κατά συνέπεια το ενδιαφέρον μας δεν πρέπει να σταθεί στις θέσεις απασχόλησης που δημιουργούνται στους τομείς αιχμής (υπηρεσίες πληροφορικής, τράπεζες δεδομένων), αλλά και σε τομείς οι οποίοι μπορούν να επωφεληθούν από την εφαρμογή των ΤΠΕ (εκδόσεις, κατάρτιση, εκπαίδευση, υπηρεσίες υγείας). Αυτοί οι τομείς όμως μπορούν να ωφεληθούν από τη χρήση των ΤΠΕ σε περίπτωση που αυτή συνδυασθεί με αλλαγές στη διοικητική οργάνωση και στο γενικότερο θεσμικό πλαίσιο.
Είναι απαραίτητη η χρήση ενός θεσμικού πλαισίου που θα διευκολύνει τις διάφορες μορφές ευελιξίας. Υπάρχουν όμως δύο μορφές ευελιξίας:
Η μία είναι η ευελιξία που συνδέεται με μια πολιτική χαμηλών μισθών. Αυτή η μορφή ευελιξίας οδηγεί σε υποκατάσταση των εισαγωγών, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε μια προσωρινή αύξηση της απασχόλησης, μακροπρόθεσμα όμως μειώνει την ανταγωνιστικότητα και επιτρέπει στην ανεργία να επιστρέψει από την πίσω πόρτα.
Υπάρχει όμως και άλλη μία μορφή ευελιξίας που, αν και λαμβάνει υπόψη της τις πληθωριστικές πιέσεις, προτείνει, αντί μιας πολιτικής χαμηλών αμοιβών, τη μεταστροφή σε δραστηριότητες υψηλής εξειδίκευσης, οι οποίες εξυπηρετούνται καλύτερα από οργανωτικές μορφές ευελιξίας. Αυτές οι μορφές ευελιξίας, σύμφωνα με τους συγγραφείς, δεν αποτελούν μορφές υποκατάστασης της πλήρους απασχόλησης, αντιθέτως συμβάλλουν στην επίτευξη αυτού του στόχου, ο οποίος όμως δεν μπορεί να γίνεται αντιληπτός με τους όρους της δεκαετίας του '60, αλλά μόνο ως διαθεσιμότητα εργασίας ή εκπαίδευσης γι' όλους όσοι το επιθυμούν.
Οι συγγραφείς προτείνουν την εφαρμογή ενός μοντέλου νεοσουμπετεριανής πολιτικής, που θα εστιάζεται σε τέσσερις κυρίως τομείς, που αφορούν σε δημόσιες κυρίως επενδύσεις α) στις φυσικές υποδομές β) στην εκπαίδευση-κατάρτιση γ) στο περιβάλλον και δ) στην υποστήριξη του «προστατευόμενου» μη εμπορεύσιμου τομέα. Ειδικά ο τελευταίος ασφυκτιά στο πλαίσιο της παραοικονομίας, ενώ θα μπορούσε με κατάλληλες φορολογικές πολιτικές και με την ενίσχυση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης να αποτελέσει σοβαρή πηγή απασχόλησης. Η επάνοδος στην πλήρη απασχόληση αποτελεί έργο δύσκολο αλλά όχι ακατόρθωτο. Για τους συγγραφείς, η απάντηση της Ευρώπης στα προβλήματα της ανεργίας δεν μπορεί να είναι η κατάργηση των κοινωνικών κατακτήσεων, αλλά αντιθέτως μια πολιτική επενδύσεων στην κατάρτιση, στην τεχνολογική και φυσική υποδομή.
Οι επιμελητές του έργου, πανεπιστημιακοί Γιάννης Καλογήρου και Βασίλης Πεσμαζόγλου, στον πρόλογό τους κάνουν μια εκτενή παρουσίαση της γενικότερης θεωρητικής και πρακτικής συμβολής των συγγραφέων και αναδεικνύουν εύστοχα τα κύρια σημεία αυτού του βιβλίου. Η εισαγωγή των δύο συγγραφέων στην ελληνική έκδοση αποσκοπεί στην επικαιροποίηση των συμπερασμάτων τους.
Αυτό το βιβλίο αποτελεί μια πρόταση άσκησης νέο-σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής μακριά από δογματισμούς και εύκολες λύσεις. Εγείρονται όμως δύο ενστάσεις μεθοδολογικής και θεωρητικής σημασίας:
Πρώτον, οι συγγραφείς επικεντρώνουν την προσοχή τους στη δημόσια παρέμβαση στον τομέα της χρήσης των ΤΠΕ, διαφεύγουν όμως την προσοχή τους οι πολιτικές του ιδιωτικού κεφαλαίου, που χρησιμοποιεί τις τεχνολογικές καινοτομίες για να γεννήσει περισσότερο κεφάλαιο χωρίς να περάσει από την εργασία.
Δεύτερον, η αδυναμία παρέμβασης δεν οφείλεται σε λάθη των ασκούμενων πολιτικών αλλά στις εγγενείς αδυναμίες της σχέσης του τρόπου παραγωγής με την ανθρώπινη εργασία. Οι ασκούμενες πολιτικές (περιοριστικές, αντιπληθωριστικές ή αντιελλειμματικές) δεν οφείλονται σε κάποιες σκοπιμότητες, ούτε μόνο σε μια ιδεολογική επικράτηση των αρχών της ανεξέλεγκτης αγοραίας λογικής. Τα παραπάνω αποτελούν αποτελέσματα μιας βαθύτερης κοινωνικής κίνησης που οδηγεί στη λεγόμενη μετα-βιομηχανική κοινωνία.
Ανεξάρτητα, όμως των οιωνδήποτε παρατηρήσεων αξίζει όσοι, είτε ως επιστήμονες είτε ως συνδικαλιστές είτε ως επαγγελματίες, ασχολούνται με τα προβλήματα της αγοράς εργασίας να μελετήσουν και να εμβαθύνουν στην προβληματική αυτού του βιβλίου, ειδικά στη χώρα μας που η αντιμετώπιση αυτών των θεμάτων γίνεται ελαφρά τη «δογματική» καρδία.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 22/11/2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις