Το Lexus και η ελιά ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ

Τι είναι η παγκοσμιοποίηση
Έκπτωση
71%
Τιμή Εκδότη: 20.00
5.90
Τιμή Πρωτοπορίας
+
357998
Συγγραφέας: Φρίντμαν, Τόμας
Εκδόσεις: Ωκεανίδα
Σελίδες:629
Μεταφραστής:ΜΠΑΡΤΖΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΕΡΡΙΚΟΣ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/01/2001
ISBN:2229604101946

Περιγραφή


[...] Το Lexus και η ελιά εξηγεί με απλές ιστορίες το μοντέλο της παγκοσμιοποίησης, πώς επηρεάζει τα έθνη και τον καθένα από μας, τι κερδίζουμε και τι χάνουμε, από τι κινδυνεύουμε και τι ευκαιρίες ανοίγονται μπροστά μας. Ένα βιβλίο που πρέπει να διαβάσουν όλοι όσοι ενδιαφέρονται για τον τρόπο που λειτουργεί ο σύγχρονος κόσμος.







Το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου





ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ



Σκηνή έναρξης:

Ο κόσμος είναι δέκα χρονών



Είναι ενοχλητικό - δεν έχουμε καμιά σχέση με τη Ρωσία. Είμαστε μια μικρή εγχώρια επιχείρηση που προσπαθεί ν' αναπτυχθεί, αλλά μας εμποδίζει ο τρόπος με τον οποίο διοικούν αυτές οι κυβερνήσεις τις χώρες τους.

ΝΤΑΓΚΛΑΣ ΧΑΝΣΟΝ, διευθύνων σύμβουλος της Rocky Mountain Internet Inc., μιλώντας στη «Wall Street Journal» μετά την κρίση του 1998 που τον υποχρέωσε ν' αναβάλει την έκδοση ενός ομολογιακού δανείου υψηλού κινδύνου 175 εκατομμυρίων δολαρίων.



Το πρωί της 8ης Δεκεμβρίου 1997 η κυβέρνηση της Ταϊλάνδης ανακοίνωσε το κλείσιμο των 56 από τους 58 κορυφαίους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς της χώρας. Σχεδόν μέσα σε μια νύχτα οι ιδιωτικές αυτές τράπεζες είχαν χρεοκοπήσει εξαιτίας της κατάρρευσης του εθνικού νομίσματος, του μπαχτ. Οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί είχαν πραγματοποιήσει υψηλούς δανεισμούς σε αμερικανικά δολάρια και τα είχαν δανείσει με τη σειρά τους σε ταϊλανδέζικες επιχειρήσεις για την οικοδόμηση ξενοδοχείων, συγκροτημάτων επαγγελματικών χώρων, πολυτελών διαμερισμάτων και εργοστασίων. Οι οργανισμοί αυτοί ένιωθαν ασφαλείς, καθώς η κυβέρνηση της Ταϊλάνδης είχε δεσμευτεί να διατηρήσει σταθερή την ισοτιμία του μπαχτ έναντι του δολαρίου.

Όταν όμως η κυβέρνηση απέτυχε να τηρήσει τη δέσμευση της, λόγω πολύ ισχυρών κερδοσκοπικών πιέσεων που ασκήθηκαν παγκοσμίως στο μπαχτ -και προκλήθηκαν από την ξαφνική συνειδητοποίηση πως η οικονομία της Ταϊλάνδης δεν ήταν τόσο ισχυρή όσο πίστευαν προηγουμένως-, το ταϊλανδέζικο νόμισμα έπεσε κατά 30%. Αυτό σήμαινε πως οι επιχειρήσεις που είχαν δανειστεί δολάρια έπρεπε να καταβάλουν 30% περισσότερα ταϊλανδέζικα μπαχτ για να αποπληρώσουν τα δάνεια τους. Πολλές επιχειρήσεις αδυνατούσαν να εξοφλήσουν τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, πολλοί χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί δεν μπορούσαν ν' αποπληρώσουν τους ξένους δανειστές τους και όλο το σύστημα κατέρρευσε, αφήνοντας άνεργους 20.000 υπαλλήλους γραφείου. Την άλλη μέρα έτυχε να πηγαίνω σ' ένα ραντεβού στην Αζόκε Στριτ της Μπανγκόκ, το αντίστοιχο της Ουόλ Στριτ, όπου έδρευαν οι περισσότεροι από τους χρεοκοπημένους οργανισμούς. Καθώς προσπερνούσαμε αργά τις κατεστραμμένες αυτές εταιρείες, ο ταξιτζής μου τις έδειχνε μία μία λέγοντας: «Νεκρή!... νεκρή!... νεκρή!... νεκρή!... νεκρή!»

Εκείνη τη στιγμή δεν το ήξερα -κανείς δεν το ήξερε-, αλλά οι ταϊλανδέζικοι αυτοί επενδυτικοί οίκοι ήταν τα πρώτα ντόμινο της πρώτης παγκόσμιας οικονομικής κρίσης της νέας εποχής, της παγκοσμιοποίησης - της εποχής που ακολούθησε τον Ψυχρό Πόλεμο. Η κρίση της Ταϊλάνδης πυροδότησε γενική διαρροή κεφαλαίων απ' όλες κυριολεκτικά τις αναδυόμενες αγορές της Νοτιοανατολικής Ασίας, προκαλώντας πτώση της αξίας των νομισμάτων της Νότιας Κορέας, της Μαλαισίας και της Ινδονησίας. Διεθνείς και εγχώριοι επενδυτές άρχισαν να μελετούν προσεκτικότερα τις οικονομίες αυτές, τις βρήκαν ανεπαρκείς και ή μετέφεραν τα κεφάλαια τους σε ασφαλέστερους λιμένες ή απαίτησαν υψηλότερα επιτόκια, ως αποζημίωση για τον υψηλότερο κίνδυνο. Λίγο καιρό αργότερα, ένα από τα δημοφιλέστερα μπλουζάκια που κυκλοφορούσαν στην Μπανγκόκ έγραφε πάνω «Πρώην Πλούσιος».

Μέσα σε λίγους μήνες η ύφεση στη Νοτιοανατολική Ασία άρχισε να επηρεάζει τις τιμές των προϊόντων σ' όλο τον κόσμο. Η Ασία ήταν μια σημαντική μηχανή για την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη - μια μηχανή που κατανάλωνε τεράστιες ποσότητες πρώτων υλών. Όταν η μηχανή αυτή άρχισε να ρετάρει, οι τιμές του χρυσού, του χαλκού, του αλουμινίου και, το σημαντικότερο, του αργού πετρελαίου άρχισαν να πέφτουν. Αυτή η πτώση των τιμών σε παγκόσμια κλίμακα εξελίχτηκε σε μηχανισμό μετάδοσης της κρίσης από τη Νοτιοανατολική Ασία στη Ρωσία. Εκείνη την εποχή η Ρωσία ήταν απασχολημένη με τα δικά της προβλήματα. Προσπαθούσε, με τη βοήθεια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, να βγει από το οικονομικό τέλμα που η ίδια είχε δημιουργήσει και να μπει σε μια σταθερή πορεία ανάπτυξης. Το πρόβλημα με τη Ρωσία όμως ήταν ότι τα περισσότερα εργοστάσια της δεν ήταν σε θέση να κατασκευάσουν ανταγωνιστικά προϊόντα. Στην πραγματικότητα, πολλά από τα ρωσικά προϊόντα θεωρούνταν «αρνητικής προστιθέμενης αξίας». Με άλλα λόγια, ένα ρωσικό τρακτέρ ήταν τόσο κακής κατασκευής, που άξιζε περισσότερο ως μέταλλο παρά ως όχημα. Επιπλέον, τα ρωσικά εργοστάσια που κατασκεύαζαν εξαγώγιμα προϊόντα, πλήρωναν ελάχιστους ή και καθόλου φόρους στην κυβέρνηση, που υπέφερε έτσι από χρόνια έλλειψη πόρων.

Χωρίς σπουδαία οικονομία όπου να βασιστεί για φορολογικά έσοδα, η ρωσική κυβέρνηση είχε φτάσει στο σημείο να εξαρτάται κυρίως από τη φορολογία επί του αργού πετρελαίου και των άλλων εξαγόμενων προϊόντων για τη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού της. Εξαρτιόταν επίσης από ξένους δανειστές, των οποίων τα χρήματα προσέλκυε προσφέροντας γελοία επιτόκια για τα διάφορα κρατικά ομόλογα.

Καθώς η οικονομία της Ρωσίας συνέχισε να διολισθαίνει στις αρχές του 1998, οι Ρώσοι αναγκάστηκαν ν' αυξήσουν το επιτόκιο των ομολόγων τους σε ρούβλια από 20 σε 50 και σε 70%, προκειμένου να συνεχίσουν να προσελκύουν τους ξένους. Τα αντισταθμιστικά κεφάλαια και οι ξένες τράπεζες συνέχιζαν να αγοράζουν τα ομόλογα, υπολογίζοντας ότι ακόμη κι αν η ρωσική κυβέρνηση αδυνατούσε να τα εξοφλήσει, θα παρενέβαινε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, παρέχοντας οικονομική ενίσχυση στη Ρωσία, κι έτσι θα έπαιρναν τα χρήματα τους. Μερικά αντισταθμιστικά κεφάλαια και ξένες τράπεζες όχι μόνο συνέχισαν να τοποθετούν τα λεφτά τους στη Ρωσία, αλλά φρόντισαν να δανειστούν με 5% και μετά αγόρασαν ρωσικά ομόλογα που απέδιδαν 20 ή 30%. Όπως θα 'λεγε η γιαγιά: «Φοβερή συμφωνία!» Αλλά όπως επίσης θα 'λεγε η γιαγιά: «Αν φαίνεται πολύ καλό για να είναι αληθινό, τότε συνήθως είναι!»

Και ήταν. Η πτώση της τιμής του πετρελαίου στην Ασία δυσκόλευε όλο και περισσότερο τη ρωσική κυβέρνηση να πληρώνει τους τόκους και το κεφάλαιο των κρατικών ομολόγων της. Από την άλλη, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, που πιεζόταν να παραχωρήσει δάνεια προκειμένου να διασώσει την Ταϊλάνδη, την Κορέα και την Ινδονησία, αντιστάθηκε στις προτάσεις να διαθέσει περισσότερα κεφάλαια για τη Ρωσία - πριν οι Ρώσοι εκπληρώσουν τις υποσχέσεις για μεταρρύθμιση της οικονομίας τους, υποχρεώνοντας αρχικά τις μεγάλες επιχειρήσεις και τις τράπεζες τους να πληρώσουν κάποιους φόρους. Στις 17 Αυγούστου το χάρτινο ρωσικό οικονομικό οικοδόμημα κατέρρευσε, προκαλώντας στις αγορές διπλό πλήγμα: η Ρωσία υποτίμησε τα κρατικά της ομόλογα ενώ ταυτόχρονα ανέστειλε μονομερώς την εξόφληση τους, χωρίς να προειδοποιήσει τους πιστωτές της ή να διαπραγματευτεί οποιαδήποτε συμφωνία εξόφλησης. Τα αντισταθμιστικά κεφάλαια, οι τράπεζες και οι τράπεζες επενδύσεων που είχαν επενδύσει στη Ρωσία άρχισαν να συσσωρεύουν τεράστιες απώλειες και όσοι είχαν δανειστεί χρήματα προκειμένου να μεγιστοποιήσουν το ποντάρισμά τους στο καζίνο του Κρεμλίνου, απειλήθηκαν με χρεοκοπία.

Εκ πρώτης όψεως, η κατάρρευση της ρωσικής οικονομίας δεν θα έπρεπε να έχει τόσο μεγάλο αντίκτυπο στο παγκόσμιο σύστημα. Η οικονομία της Ρωσίας ήταν μικρότερη από εκείνη των Κάτω Χωρών. Το σύστημα όμως ήταν πλέον περισσότερο παγκόσμιο από κάθε άλλη φορά και, όπως ακριβώς η τιμή του αργού πετρελαίου ήταν ο μηχανισμός μετάδοσης της κρίσης από τη Νοτιοανατολική Ασία στη Ρωσία, έτσι και τα αντισταθμιστικά κεφάλαια -οι πελώριες, ανεξέλεγκτες δεξαμενές ιδιωτικών κεφαλαίων που διατρέχουν την υφήλιο αναζητώντας τις καλύτερες επενδυτικές ευκαιρίες- ήταν ο μηχανισμός μετάδοσης της κρίσης από τη Ρωσία σε όλες τις άλλες αναδυόμενες αγορές του κόσμου, ιδιαίτερα τη Βραζιλία. Τα αντισταθμιστικά και άλλα χρηματιστηριακά κεφάλαια, έχοντας υποστεί τεράστιες απώλειες στη Ρωσία, μερικές από τις οποίες έγιναν πενήντα φορές μεγαλύτερες λόγω της χρήσης δανειακών κεφαλαίων, υποχρεώθηκαν ξαφνικά να συγκεντρώσουν μετρητά για να εξοφλήσουν τους τραπεζίτες τους. Έπρεπε να πουλήσουν οτιδήποτε ρευστοποιήσιμο. Έτσι, άρχισαν να πουλάνε περιουσιακά στοιχεία που κατείχαν σε οικονομικά ισχυρές χώρες για να καλύψουν τις απώλειες τους σε οικονομικά αδύναμες. Η Βραζιλία, για παράδειγμα, η οποία κατά τη γνώμη της παγκόσμιας αγοράς και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου είχε κάνει πολλές σωστές κινήσεις, είδε ξαφνικά όλες τις μετοχές και τα ομολογά της να πωλούνται από πανικόβλητους επενδυτές. Έτσι αναγκάστηκε ν' αυξήσει τα επιτόκια της μέχρι και στο 40%, σε μια προσπάθεια να συγκρατήσει κεφάλαια στη χώρα. Παραλλαγές αυτού του σεναρίου παίχτηκαν σε όλες τις αναδυόμενες αγορές του κόσμου, καθώς οι επενδυτές τρέπονταν σε φυγή αναζητώντας ασφάλεια. Ρευστοποίησαν τις βραζιλιάνικες, τις κορεατικές, τις αιγυπτιακές, τις ισραηλινές και τις μεξικανικές μετοχές και τα ομολογά τους και τοποθέτησαν τα λεφτά ή κάτω από τα στρώματα τους ή στα ασφαλέστερα αμερικανικά ομόλογα που μπορούσαν να βρουν. Με αυτό τον τρόπο, η επιδείνωση της κατάστασης στη Βραζιλία και τις άλλες αναδυόμενες αγορές έγινε ο μηχανισμός που προκάλεσε μαζική στροφή προς τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα. Αυτή με τη σειρά της οδήγησε στην κατακόρυφη άνοδο της αξίας των αμερικανικών κρατικών ομολόγων, έριξε σημαντικά το επιτόκιο που χρειαζόταν να προσφέρει γι' αυτά η αμερικανική κυβέρνηση προκειμένου να προσελκύει επενδυτές και διεύρυνε το χάσμα ανάμεσα στα αμερικανικά κρατικά ομόλογα και τα άλλα ομόλογα, εταιρικά και αναδυόμενων αγορών.

Η απότομη αυτή πτώση στην απόδοση των αμερικανικών κρατικών ομολόγων σακάτεψε ακόμη περισσότερα αντισταθμιστικά κεφάλαια και τράπεζες επενδύσεων. Παράδειγμα η Long-Term Capital Management που έδρευε στο Γκρίνουιτς του Κονέκτικατ. Η LTCM ήταν η «Μητέρα όλων των αντισταθμιστικών κεφαλαίων». Καθώς πάρα πολλά αντισταθμιστικά κεφάλαια στα τέλη της δεκαετίας του 1980 είχαν εισρεύσει στην αγορά, το πεδίο είχε γίνει άγρια ανταγωνιστικό. Όλοι προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν τις ίδιες ευκαιρίες. Προκειμένου να κερδίσουν χρήματα σ' έναν τόσο άγρια ανταγωνιστικό κόσμο, τα αντισταθμιστικά κεφάλαια υποχρεώνονταν ν' αναζητούν όλο και δελεαστικότερες ευκαιρίες με όλο και μεγαλύτερες δεξαμενές μετρητών. Στην προσπάθεια να κατευθύνει τα κεφάλαια αυτά σε κατάλληλες τοποθετήσεις, η LTCM προσέφυγε στο έργο δύο οικονομολόγων που είχαν τιμηθεί με το Βραβείο Νόμπελ και η ερευνά τους υποστήριζε ότι οι βασικές μεταβολές στις τιμές των μετοχών και των ομολόγων μπορούσαν να προβλεφθούν από τη συμπεριφορά τους στο παρελθόν. Χρησιμοποιώντας υπολογιστικά μοντέλα και δανειζόμενη από διαφορετικές τράπεζες, η LTCM τοποθέτησε 120 δισεκατομμύρια δολάρια σε επισφαλή χαρτιά, ποντάροντας στην πορεία που θ' ακολουθούσαν ορισμένα κρίσιμα ομόλογα το καλοκαίρι του 1998. Κατά βάθος, με την κίνηση αυτή η LTCM πόνταρε στην πτώση της αξίας των αμερικανικών κρατικών ομολόγων και την άνοδο της αξίας των ομολόγων υψηλού κινδύνου και των ομολόγων αναδυόμενων αγορών. Το μοντέλο της LTCM όμως δεν πρόβλεψε την παγκόσμια αναταραχή που ξέσπασε τον Αύγουστο εξαιτίας της ρωσικής κατάρρευσης, κι έτσι οι τοποθετήσεις της εταιρείας αποδείχτηκαν λανθασμένες. Όταν σύσσωμος ο επενδυτικός κόσμος πανικοβλήθηκε κι αποφάσισε να καταφύγει στα αμερικανικά κρατικά ομόλογα, η τιμή τους εκτινάχτηκε στα ύψη αντί να πέσει, ενώ η αξία των ομολόγων υψηλού κινδύνου και των ομολόγων αναδυόμενων αγορών κατέρρευσε αντί να αυξηθεί. Η LTCM έμοιαζε με γιάντες που το τραβούσαν από τις δυο άκρες. Έπρεπε να εξασφαλίσει εγγυήσεις των τραπεζιτών της για να μην προχωρήσει σε αναγκαστική πώληση όλων των μετοχών και των ομολόγων της, πράγμα που θα μπορούσε να προκαλέσει ξαφνική καταστροφή της παγκόσμιας αγοράς.

Και τώρα φτάνουμε στη γειτονιά μου. Στις αρχές Αυγούστου του 1998 έτυχε να επενδύσω στη νέα τράπεζα ενός φίλου μου, η οποία λειτουργεί μέσω Ίντερνετ. Η μετοχή άνοιξε στα 14,50 δολάρια κι εκτοξεύτηκε στα 27. Αισθανόμουν μεγαλοφυής. Τότε όμως η Ρωσία αθέτησε τις υποχρεώσεις της, θέτοντας σε κίνηση όλα εκείνα τα ντόμινο, και η μετοχή του φίλου μου έπεσε στα 8 δολάρια. Γιατί; Επειδή η τράπεζα του είχε υπό τον έλεγχο της πολλές υποθήκες σπιτιών και με την πτώση των επιτοκίων στην Αμερική που προκλήθηκε από τη σπουδή όλων να αγοράσουν κρατικά ομόλογα, οι αγορές φοβήθηκαν ότι πολλοί θ' αποπλήρωναν νωρίς τις υποθήκες των σπιτιών τους. Σε μια τέτοια περίπτωση, η τράπεζα του φίλου μου ίσως να μην είχε πια την απαιτούμενη ροή εσόδων, στα οποία βασιζόταν για να πληρώνει τους καταθέτες. Στην πραγματικότητα οι αγορές είχαν κάνει λάθος για την τράπεζα του φίλου μου και η μετοχή του ανέβηκε και πάλι στα ύψη. Στις αρχές του 1999 αισθανόμουν και πάλι μεγαλοφυής, καθώς η τρέλα της αγοράς για τις μετοχές του Amazon.com.Internet εκτόξευε στα ύψη τη μετοχή της τράπεζας του φίλου μου, καθώς και άλλες μετοχές υψηλής τεχνολογίας που είχαμε. Δεν πέρασε πολύς καιρός όμως και ο υπόλοιπος κόσμος χάλασε πάλι τη γιορτή. Μόνο που τώρα στη θέση της Ρωσίας ήταν η Βραζιλία εκείνη που γκρέμισε την εξώπορτα, αναστατώνοντας τις αγορές των ΗΠΑ και ανακόπτοντας (προσωρινά) την άνθηση των μετοχών του Ίντερνετ.

Καθώς παρακολουθούσα όλο αυτό το έργο να εξελίσσεται, το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν ότι χρειάστηκαν εννιά μήνες για να φτάσει ο αντίκτυπος των γεγονότων της οδού Αζόκε στη γειτονιά μου, ενώ χρειάστηκε μόνο μία εβδομάδα για να επηρεάσει ο βραζιλιάνικος Αμαζόνιος το Amazon.com. Η «USA Today» συνόψισε εύστοχα την κατάσταση της παγκόσμιας αγοράς στα τέλη του 1998: «Το κακό απλώθηκε από τη μια ήπειρο στην άλλη σαν ιός». «Οι αμερικανικές αγορές αντέδρασαν αστραπιαία... Ακόμη και στα κουρεία οι πελάτες μιλούσαν για το ταϊλανδέζικο μπαχτ».

Αν μη τι άλλο, ο κύκλος από την οδό Αζόκε στη γειτονιά μου κι από τον Αμαζόνιο της Βραζιλίας στο Amazon.com συνέβαλε ώστε να ενημερωθούμε εγώ και πολλοί άλλοι για τη σημερινή παγκόσμια κατάσταση. Το αργοκίνητο, σταθερό, ξεκάθαρο σύστημα του Ψυχρού Πολέμου, που κυριάρχησε στις διεθνείς σχέσεις από το 1945, είχε αντικατασταθεί οριστικά από ένα νέο, πιο ευέλικτο, διαπλεκόμενο σύστημα που ονομαζόταν παγκοσμιοποίηση. Ένα ποτάμι είμαστε όλοι. Αν δεν το καταλάβαμε απόλυτα το 1989, όταν έπεσε το Τείχος του Βερολίνου, το καταλάβαμε σίγουρα μια δεκαετία αργότερα. Πράγματι, στις 11 Οκτωβρίου 1998, στην κορύφωση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, η Merill Lynch δημοσίευσε ολοσέλιδες διαφημίσεις σε μεγάλες αμερικανικές εφημερίδες για να υπογραμμίσει το γεγονός. Οι διαφημίσεις έλεγαν:



Ο ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ 10 ΧΡΟΝΩΝ



Γεννήθηκε όταν έπεσε το Τείχος, το 1989. Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι η νεαρότερη οικονομία του κόσμου -η παγκόσμια οικονομία- αναζητεί ακόμη τον προσανατολισμό της. Οι πολύπλοκοι ελεγκτικοί και εξισορροπητικοί μηχανισμοί που σταθεροποιούν τις οικονομίες ενσωματώνονται μόνο με την παρέλευση του χρόνου. Πολλές αγορές απελευθερώθηκαν μόλις πρόσφατα, διοικούμενες για πρώτη φορά από το λαϊκό αίσθημα κι όχι από την κρατική γροθιά. Από τη θέση που βρισκόμαστε, τίποτα δεν μειώνει την υπόσχεση που δόθηκε, πριν από μια δεκαετία, από την κατάρρευση ενός περιτοιχισμένου κόσμου... Η εξάπλωση των ελεύθερων αγορών και της δημοκρατίας σε όλο τον κόσμο επιτρέπει σε περισσότερους ανθρώπους, παντού, να μετατρέψουν τις εμπνεύσεις τους σε επιτεύγματα. Και η τεχνολογία, κατάλληλα ελεγχόμενη και φιλελεύθερα διανεμημένη, έχει τη δύναμη να εξαλείψει όχι μόνο γεωγραφικά αλλά και ανθρώπινα σύνορα. Η εντύπωση που μας δίνει είναι ότι ο κόσμος, αν και δεκάχρονος, εξακολουθεί να προσφέρει μεγάλες υποσχέσεις. Στο μεταξύ, κανείς δεν ισχυρίστηκε ποτέ ότι είναι εύκολο να μεγαλώνεις.

Στην πραγματικότητα, η διαφήμιση της Merill Lynch θα ήταν κάπως σωστότερη αν έλεγε ότι αυτή η περίοδος της πάγκοσμιοποίησης είναι δέκα χρονών. Γιατί, από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1920, ο κόσμος βίωσε μια παρόμοια περίοδο παγκοσμιοποίησης. Αν συγκρίναμε τον όγκο του διασυνοριακού εμπορίου και της διασυνοριακής ροής κεφαλαίων με τα ακαθάριστα εθνικά προϊόντα, καθώς και τη διακίνηση εργασίας από χώρα σε χώρα με τους πληθυσμούς, θα διαπιστώναμε πως η περίοδος της παγκοσμιοποίησης που προηγήθηκε του Α' Παγκοσμίου Πολέμου είχε αρκετές ομοιότητες μ' αυτή που βιώνουμε σήμερα. Η Μεγάλη Βρετανία, η κυρίαρχη παγκόσμια δύναμη εκείνης της εποχής, ήταν ένας τεράστιος επενδυτής σε αναδυόμενες αγορές, ενώ οι μεγαλοεπενδυτές στην Αγγλία, στην Ευρώπη και την Αμερική πλήττονταν συχνά από οικονομικές κρίσεις που προκαλούνταν από προβλήματα με τα ομόλογα των σιδηροδρόμων της Αργεντινής, τα κρατικά ομόλογα της Λετονίας ή αυτά της Γερμανίας. Δεν υπήρχαν συναλλαγματικοί έλεγχοι, κι έτσι, πριν καλά καλά αρχίσει να λειτουργεί ο υπερατλαντικός ασύρματος το 1866, οι τραπεζικές και οικονομικές κρίσεις στη Νέα Υόρκη άρχισαν να μεταδίδονται ταχύτατα στο Λονδίνο ή στο Παρίσι. Κάποτε ήμουν σ' ένα πάνελ μαζί με τον Τζον Μονκς, επικεφαλής της Ένωσης Βρετανικών Εργατικών Συνδικάτων, και τον άκουσα να παρατηρεί ότι στο πρώτο συνέδριο της Ένωσης Βρετανικών Συνδικάτων, στο Μάντσεστερ το 1868, είχαν τεθεί για συζήτηση και θέματα όπως: «Η ανάγκη αντιμετώπισης του ανταγωνισμού από τις αποικίες στην Ασία» και «Η ανάγκη εναρμόνισης των μορφωτικών και εκπαιδευτικών προτύπων των Ηνωμένων Πολιτειών και της Γερμανίας». Την εποχή εκείνη οι άνθρωποι μετανάστευαν όπως και τώρα και, με εξαίρεση τις εμπόλεμες περιόδους, πριν από το 1914 δεν απαιτούνταν διαβατήρια για τη μετακίνηση. Όλοι εκείνοι οι μετανάστες που πλημμύρισαν τις αμερικανικές ακτές, ήρθαν χωρίς βίζα. Αν συνυπολογίσει κανείς όλους αυτούς τους παράγοντες μαζί με την εφεύρεση του ατμόπλοιου, του τηλέγραφου, του σιδηροδρόμου και τελικά του τηλεφώνου, γίνεται σαφές ότι αυτή η πρώτη περίοδος της παγκοσμιοποίησης πριν από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο συρρίκνωσε το μέγεθος του κόσμου από «μεγάλο» σε «μέτριο».

Αυτή η πρώτη εποχή παγκοσμιοποίησης και παγκόσμιου οικονομικού καπιταλισμού διαλύθηκε από τα διαδοχικά σφυροκοπήματα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, της Ρωσικής Επανάστασης και της Μεγάλης Ύφεσης που διέσπασαν τον κόσμο τόσο εθνικά όσο και ιδεολογικά. Ο επίσημα διαιρεμένος κόσμος που προέκυψε μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο αποκρυσταλλώθηκε λόγω του Ψυχρού Πολέμου. Ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν επίσης ένα διεθνές σύστημα. Διάρκεσε περίπου από το 1945 ώς το 1989, όταν, με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, αντικαταστάθηκε από ένα άλλο σύστημα: τη νέα εποχή της παγκοσμιοποίησης που ζούμε τώρα. Πείτε την «Παγκοσμιοποίηση - Δεύτερος Γύρος». Όπως αποδεικνύεται, η περίοδος των εβδομήντα πέντε περίπου χρόνων από την έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ώς το τέλος του Ψυχρού Πολέμου ήταν απλώς ένα μακρύ διάλειμμα ανάμεσα στη μία και την άλλη εποχή παγκοσμιοποίησης.

Ενώ υπάρχουν πολλές ομοιότητες ανάμεσα στην προηγούμενη περίοδο παγκοσμιοποίησης και σ' αυτή που διανύουμε τώρα, το καινούργιο στοιχείο σήμερα είναι ο βαθμός και η ένταση με την οποία ενώνεται ο κόσμος, διαμορφώνοντας μια ενιαία παγκοσμιοποιημένη αγορά. Άλλο καινούργιο στοιχείο είναι ο αριθμός ανθρώπων και χωρών που είναι σε θέση να συμμετάσχουν σ' αυτή τη διαδικασία και να επηρεαστούν απ' αυτή. Η πριν από το 1914 περίοδος παγκοσμιοποίησης μπορεί να ήταν έντονη, αλλά πολλές αναπτυσσόμενες χώρες της εποχής εκείνης είχαν μείνει έξω από το παιχνίδι. Μπορεί επίσης να ήταν ευρείας κλίμακας για την εποχή της, αλλά συγκριτικά με τη σημερινή ήταν μικροσκοπική. Οι ημερήσιες εμπορικές συναλλαγές το 1900 ανέρχονταν σε εκατομμύρια δολάρια. Το 1992, σύμφωνα με στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας της Νέας Υόρκης, ήταν 820 δισεκατομμύρια δολάρια την ημέρα, ενώ τον Απρίλιο του 1998 είχαν ανέλθει στο 1,5 τρισεκατομμύριο. Την τελευταία δεκαετία μόνο, ο συνολικός διασυνοριακός δανεισμός από τις τράπεζες όλου του κόσμου διπλασιάστηκε. Γύρω στο 1900, η ροή ιδιωτικών κεφαλαίων από αναπτυγμένες προς αναπτυσσόμενες χώρες ήταν λίγες εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια, ενώ στη διαδικασία εμπλέκονταν σχετικά λίγες χώρες. Σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, μόνο το 1997 η ροή ιδιωτικών κεφαλαίων από τον αναπτυγμένο κόσμο προς όλες τις αναδυόμενες αγορές έφτασε συνολικά στα 215 δισεκατομμύρια δολάρια. Σε σύγκριση με την περίοδο πριν από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, η νέα εποχή της παγκοσμιοποίησης είναι πυραυλοκίνητη.

Ωστόσο, η σημερινή περίοδος της παγκοσμιοποίησης δεν είναι διαφορετική μόνο σε έκταση και ένταση· διαφέρει και ποιοτικά. Κατά τον Economist, η προηγούμενη περίοδος παγκοσμιοποίησης βασίστηκε στη μείωση του κόστους μεταφοράς. Χάρη στην εφεύρεση του σιδηροδρόμου, του ατμόπλοιου και του αυτοκινήτου, οι άνθρωποι μπορούσαν να μετακινηθούν και να συναλλαγούν εμπορικά με πολύ περισσότερα μέρη, ταχύτερα και φτηνότερα. Η σημερινή περίοδος παγκοσμιοποίησης στηρίζεται στη μείωση του κόστους των τηλεπικοινωνιών -χάρη στα μικροτσίπς, στους δορυφόρους, στις οπτικές ίνες και το Ίντερνετ. Οι νέες αυτές τεχνολογίες μπορούν να συσφίξουν ακόμη περισσότερο τις σχέσεις των λαών. Χάρη σ' αυτές, οι αναπτυσσόμενες χώρες δεν είναι πια υποχρεωμένες να πωλούν τις πρώτες ύλες τους στη Δύση και να παίρνουν ως αντάλλαγμα έτοιμα προϊόντα· μπορούν να γίνουν και οι ίδιες μεγαλοπαραγωγοί. Επίσης, οι τεχνολογίες αυτές επιτρέπουν στις εταιρείες να εγκαθιστούν τομείς της παραγωγής, της έρευνας και της εμπορικής δραστηριότητας τους σε διαφορετικές χώρες, διατηρώντας τους συνδεδεμένους μεταξύ τους με ηλεκτρονικούς υπολογιστές και τηλεσυνδέσεις, σαν να βρίσκονταν στον ίδιο χώρο. Επίσης, χάρη στο συνδυασμό ηλεκτρονικών υπολογιστών και φτηνών τηλεπικοινωνιών, οι άνθρωποι μπορούν πλέον να προσφέρουν και να πωλούν υπηρεσίες σε παγκόσμια κλίμακα -από ιατρικές συμβουλές μέχρι προγράμματα υπολογιστών-, πράγμα αδιανόητο στο παρελθόν. Γιατί όμως; Σύμφωνα με τον Economist, ένα τρίλεπτο τηλεφώνημα μεταξύ Νέας Υόρκης και Λονδίνου το 1930 στοίχιζε τριακόσια δολάρια (με τιμές του 1996). Σήμερα είναι σχεδόν δωρεάν μέσω Ίντερνετ.

Εκείνο όμως που καθιστά τη σημερινή εποχή της παγκοσμιοποίησης μοναδική δεν είναι μόνο το γεγονός ότι οι τεχνολογίες αυτές δίνουν στα παραδοσιακά έθνη-κράτη και τις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να φτάσουν σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου ταχύτερα, φτηνότερα και βαθύτερα από άλλοτε. Είναι και το γεγονός ότι η ίδια δυνατότητα προσφέρεται και στα άτομα. Το συνειδητοποίησα με τον εντυπωσιακότερο τρόπο το καλοκαίρι του 1998, όταν μια μέρα μου τηλεφώνησε αναστατωμένη η τότε 79χρονη μητέρα μου Μάργκαρετ Φρίντμαν που ζει στη Μινεάπολη. «Τι συμβαίνει, μαμά;» τη ρώτησα. «Παίζω μπριτζ στο Ίντερνετ με τρεις Γάλλους», μου είπε, «αλλά μιλάνε γαλλικά και δεν μπορώ να τους καταλάβω». Επειδή γέλασα με την ιδέα πως η μητέρα μου έπαιζε μπριτζ στο Ίντερνετ με Γάλλους, παρεξηγήθηκε. «Μη γελάς», μου είπε, «τις προάλλες έπαιζα μπριτζ με κάποιον από τη Σιβηρία».

Σε όσους ισχυρίζονται ότι η σημερινή περίοδος της παγκοσμιοποίησης δεν διαφέρει από την προηγούμενη, θα έθετα ένα απλό ερώτημα: Έπαιζε η προγιαγιά σας μπριτζ το 1900 με τρεις Γάλλους στο Ίντερνετ; Δεν νομίζω. Υπάρχουν κάποια στοιχεία σ' αυτή την περίοδο που τα έχουμε ξαναδεί, κάποια που δεν τα έχουμε ξαναδεί και κάποια άλλα τόσο καινούργια που ούτε καν τα κατανοούμε. Για όλους αυτούς τους λόγους, θα συνόψιζα τις διαφορές ανάμεσα στις δύο περιόδους παγκοσμιοποίησης ως εξής: αν η πρώτη περίοδος παγκοσμιοποίησης συρρίκνωσε το μέγεθος του κόσμου από «μεγάλο» σε «μέτριο», η τωρινή συρρικνώνει το μέγεθος του από «μέτριο» σε «μικρό».

Το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας επιχειρεί να εξηγήσει πώς αυτή η νέα περίοδος της παγκοσμιοποίησης έγινε στα τέλη του 20ού αιώνα το κυρίαρχο διεθνές σύστημα -αντικαθιστώντας το σύστημα του Ψυχρού Πολέμου- και να εξετάσει τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνει στις μέρες μας την εσωτερική πολιτική και τις διεθνείς σχέσεις όλων των κρατών. Με την έννοια αυτή, αποτελεί μέρος της φιλολογίας που επιχειρεί να περιγράψει τον μετα-ψυχροπολεμικό κόσμο. Ανάμεσα στις πιο γνωστές σχετικές εργασίες είναι οι παρακάτω: Η άνοδος και η πτώση των Μεγάλων Δυνάμεων: Οικονομικές αλλαγές και στρατιωτικές συγκρούσεις από το 1500 έως το 2000 του Πολ Μ. Κένεντι, Το τέλος της Ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος του Φράνσις Φουκουγιάμα, τα δοκίμια και τα βιβλία του Ρόμπερτ Ντ. Κάπλαν και Η σύγκρουση των πολιτισμών και η αναδιάρθρωση της Παγκόσμιας Τάξης του Σάμιουελ Π. Χάντινγκτον.

Αν και όλα αυτά τα βιβλία περιείχαν σημαντικές αλήθειες, νομίζω ότι κανένα δεν περιέγραψε σφαιρικά τον μετα-ψυχροπολεμικό κόσμο. Η περιγραφή του Κάπλαν ήταν γλαφυρή και ειλικρινής, αλλά πήρε τις ζοφερότερες γωνιές της υδρογείου και προχώρησε σε ακραίες γενικεύσεις για την τύχη του υπόλοιπου κόσμου. Ο Χάντινγκτον διέκρινε πολιτιστικές συγκρούσεις σ' όλο τον κόσμο, τις μεγαλοποίησε αυθαίρετα και ισχυρίστηκε ότι θα είναι διαρκείς κι ότι ο επόμενος παγκόσμιος πόλεμος θα διεξαχθεί «μεταξύ πολιτισμών». Πιστεύω ότι τόσο ο Κάπλαν όσο και ο Χάντινγκτον υποτίμησαν σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο με τον οποίο οι κρατικές εξουσίες, το δέλεαρ της παγκόσμιας αγοράς, η διάδοση της τεχνολογίας, η άνθηση των δικτύων και η διάδοση παγκόσμιων προτύπων μπορούν να ανατρέψουν τις ασπρόμαυρες (και κυρίως τις μαύρες) προβλέψεις τους.

Τόσο ο Κένεντι όσο και ο Χάντινγκτον προσπάθησαν να προβλέψουν το μέλλον βασιζόμενοι αποκλειστικά στο παρελθόν. Ο Κένεντι κατέγραψε (ευφυέστατα) την κατάρρευση της ισπανικής, της γαλλικής και της βρετανικής αυτοκρατορίας, κατέληξε όμως υποστηρίζοντας ότι η αμερικανική αυτοκρατορία είναι η επόμενη που θα καταρρεύσει, εξαιτίας του ιμπεριαλιστικού υπερεπεκτατισμού της. Το έμμεσο μήνυμα του ήταν ότι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου δεν σήμανε μόνο το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης αλλά και την αρχή της πτώσης των Ηνωμένων Πολιτειών. Πιστεύω ότι ο Κένεντι δεν αντιλήφθηκε ότι η σχετική παρακμή των Ηνωμένων Πολιτειών τη δεκαετία του 1980, όταν έγραφε το βιβλίο του, ήταν στάδιο της προετοιμασίας και της προσαρμογής τους στο νέο σύστημα της παγκοσμιοποίησης - στάδιο που μεγάλο μέρος του υπόλοιπου κόσμου το περνάει μόλις τώρα. Ο Κένεντι δεν πρόβλεψε ότι υπό την πίεση της παγκοσμιοποίησης η Αμερική θα έκανε περικοπές στις στρατιωτικές δαπάνες της, θα προέβαινε σε συρρίκνωση του κυβερνητικού μηχανισμού της και θα διοχέτευε όλο και περισσότερη εξουσία στην ελεύθερη αγορά, με τρόπους που θα ενίσχυαν τη θέση της ως Μεγάλης Δύναμης αντί να την περιορίζουν.

Η άποψη του Χάντινγκτον ήταν ότι, με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, δεν θα τα βάζουμε πια με τους Σοβιετικούς και φυσιολογικά θα πάρουν πάλι τη θέση τους οι ινδουιστές και οι μουσουλμάνοι. Έμμεσα απέκλεισε την περίπτωση να αναδειχθεί κάποιο νέο διεθνές σύστημα που θα δώσει νέα τροπή στα γεγονότα. Κατά τη γνώμη του, τον Ψυχρό Πόλεμο μπορούσε ν' ακολουθήσει μόνο ο φυλετισμός, τίποτα νέο.

Το πρωτοποριακό βιβλίο του Φουκουγιάμα περιείχε την ακριβέστερη σύλληψη σχετικά με τη νέα εποχή -το θρίαμβο του φιλελευθερισμού, την ανάδειξη του καπιταλισμού της ελεύθερης αγοράς στον αποτελεσματικότερο τρόπο οργάνωσης μιας κοινωνίας-, αλλά ο τίτλος του (περισσότερο κι από το ίδιο το βιβλίο) προσέδωσε σ' αυτό το θρίαμβο κάτι τελεσίδικο που δεν ταιριάζει στη δική μου οπτική για τον σημερινό κόσμο.

Κατά κάποιον τρόπο, το καθένα απ' αυτά τα βιβλία ξεχώρισε επειδή προσπάθησε να συλλάβει μέσα σε μία και μόνη σκέψη το «μοναδικό μεγάλο πράγμα», το μηχανισμό, το βασικό όχημα που θα κατεύθυνε τις διεθνείς υποθέσεις στον μετα-ψυχροπολεμικό κόσμο - είτε αυτό ήταν η σύγκρουση των πολιτισμών είτε το χάος, είτε η κατάρρευση των αυτοκρατοριών ή ο θρίαμβος του φιλελευθερισμού.

Αυτό εδώ το βιβλίο είναι πολύ διαφορετικό. Πιστεύω ότι αν θέλει να κατανοήσει κανείς τον μετα-ψυχροπολεμικό κόσμο, πρέπει πρώτα να συνειδητοποιήσει ότι τον έχει διαδεχτεί ένα νέο διεθνές σύστημα - η παγκοσμιοποίηση. Αυτό είναι το «μοναδικό μεγάλο πράγμα» στο οποίο πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας. Η παγκοσμιοποίηση δεν είναι το μοναδικό πράγμα που επηρεάζει τα γεγονότα στον σημερινό κόσμο, αλλά αν υπάρχει ένα Βόρειο Σέλας και μια παγκόσμια δύναμη που διαμορφώνει τις εξελίξεις, είναι αυτό το σύστημα. Το νέο είναι το σύστημα· το παλιό είναι η πολιτική αναμέτρησης δυνάμεων, το χάος, οι συγκρουόμενοι πολιτισμοί και ο φιλελευθερισμός. Και το δράμα του μετα-ψυχροπολεμικού κόσμου είναι η αλληλεπίδραση ανάμεσα στο νέο σύστημα και τα παλιά πάθη. Είναι ένα σύνθετο δράμα που η τελευταία πράξη του δεν έχει γραφτεί ακόμα. Γι' αυτό, στον αστερισμό της παγκοσμιοποίησης θ' ανακαλύψετε συγκρούσεις πολιτισμών αλλά και ομογενοποίηση πολιτισμών, περιβαλλοντικές καταστροφές αλλά και εκπληκτικές περιπτώσεις διάσωσης του περιβάλλοντος, το θρίαμβο του φιλελεύθερου καπιταλισμού της ελεύθερης αγοράς αλλά και την αντίδραση σ' αυτόν, την αντοχή εθνών-κρατών αλλά και την ανάδειξη πανίσχυρων μη κρατικών παραγόντων. Εγώ προσπάθησα να γράψω έναν οδηγό που θα σας βοηθήσει να παρακολουθήσετε το δράμα αυτό και την εξέλιξη του.

Και κάτι τελευταίο πριν αρχίσουμε. Ο εκδότης του βιβλίου Τζόναθαν Γκαλάσι μου τηλεφώνησε μια μέρα και είπε: «Έλεγα σε κάποιους φίλους ότι γράφεις ένα βιβλίο για την παγκοσμιοποίηση και είπαν: "Α, ο Φρίντμαν, του αρέσει η παγκοσμιοποίηση". Τι έχεις να πεις;» Απάντησα στον Τζόναθαν ότι αισθάνομαι για την παγκοσμιοποίηση όπως περίπου και για την αυγή. Νομίζω ότι είναι καλό πράγμα που ανατέλλει ο ήλιος κάθε πρωί. Κάνει περισσότερο καλό παρά κακό. Αλλά ακόμη κι αν δεν μου άρεσε η αυγή, δεν θα μπορούσα να κάνω τίποτα. Δεν την ξεκίνησα εγώ την παγκοσμιοποίηση, δεν μπορώ να τη σταματήσω -παρά μόνο με τεράστιο κόστος σε βάρος της ανθρώπινης εξέλιξης- και δεν σκοπεύω να χάσω τον καιρό μου προσπαθώντας. Προτιμώ απλώς να σκέφτομαι πώς μπορώ να αντλήσω το καλύτερο απ' αυτό το νέο σύστημα και ν' αποτρέψω το χειρότερο, για τους περισσότερους ανθρώπους. Μ' αυτό το πνεύμα γράφτηκε το βιβλίο.

Το πρώτο μέρος του εξηγεί το σημερινό σύστημα της παγκοσμιοποίησης και τον τρόπο λειτουργίας του. Το δεύτερο, πώς συνδέονται με το σύστημα έθνη-κράτη, κοινότητες, άτομα και περιβάλλον. Το τρίτο, τις αντιδράσεις εναντίον της παγκοσμιοποίησης. Και το τέταρτο, τον μοναδικό ρόλο που διαδραματίζουν και πρέπει να συνεχίσουν να διαδραματίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες στη σταθεροποίηση αυτού του νέου συστήματος.



1 Φεβρουαρίου 1999

ΤΟΜΑΣ Λ. ΦΡΙΝΤΜΑΝ

Ουάσιγκτον D.C.

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!