0
Your Καλαθι
Ας με λένε Γκάντενμπαϊν
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Στο μυθιστόρημα "Ας με λένε Γκάντενμπαϊν", ένας ξένος βγαίνει από ένα μπαρ για να βρεθεί λίγο αργότερα νεκρός στο αυτοκίνητό του. Ο αφηγητής, έχοντας ακούσει τυχαία θραύσματα συζητήσεων, συναρμολογεί την ιστορία αυτού του ανθρώπου, ή μαλλον δύο ιστορίες, δύο εκδοχές, με δύο διαφορετικούς ήρωες: τον Έντερλιν και τον Γκάντενμπαϊν. Όσο για τον Γκάντενμπαϊν είναι ο ίδιος ένας παρατηρητής: παριστάνοντας τον τυφλό παρακολουθεί τους άλλους: τους βλέπει όπως πραγματικά είναι. Μιας και τον θεωρούν αόματοδεν κάνουν καμιά προσπάθεια να φτιασιδωθούν για χάρη του. Ο Γκάντενμπαϊν, όπως όλοι οι ήρωες του "εγωιστή" Φρις, είναι άνδρας: his life as a man. Οι σχέσεις του με τις γυναίκες -την ηθοποιό Λίλα και το κωλ-γκέρλ Καμίλα- ξεδιπλώνουν τις σχέσεις των ανδρών με τις γυναίκες. Μια επιφάνεια κινούμενης άμμου.
Ο Μαξ Φρις είναι μια από τις πιο ενδιαφέρουσες φυσιογνωμίες της γερμανικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα.
"ίσως επειδή σχεδόν όλα όσα έχω κάνει με αφορούν προσωπικά" απάντησε ο Μαξ Φρις όταν, σε ραδιοφωνική εκπομπή τον Μάρτιο του 1982, ρωτήθηκε πώς εξηγούσε την επιτυχία του. Την ίδια διαπίστωση έκανε και ο Γερμανός συγγραφέας Χέλμουτ Χάιζενμπυτελ σε άρθρο του για το μυθιστόρημα του Φρις "Ας με λένε Γκάντενμπαϊν", σημειώνοντας ότι πρόκειται για την προσπάθεια του συγγραφέα "να ξεκαθαρίσει κάτι που τον αφορά προσωπικά".
ΚΡΙΤΙΚΗ
«Ενας άντρας έζησε κάτι κι αναζητά τώρα μια ιστορία γι' αυτό που έζησε - φαίνεται πως δεν μπορεί ν' αντέξει κανείς ένα βίωμα που παραμένει δίχως μια ιστορία»
Η αρχική κατάσταση στον «Γκάντενμπαϊν»: 1) ένας άγνωστος άντρας πεθαίνει, όχι βίαια, απλώς αναπάντεχα, πρόκειται για έναν εύκολο, σύντομο θάνατο, σαν εκείνους που εύχεται κανείς. 2) Ο αφηγητής σε μια ξένη πόλη παίρνει αγνώστους στο κατόπι, σαν να ψάχνει να στρατολογήσει χαρακτήρες για μια περιπέτεια που ετοιμάζεται να σκηνοθετήσει. 3) Ενας ανώνυμος άντρας έχει έναν εφιάλτη, χάνει την αίσθηση του εαυτού του και περιφέρεται στους δρόμους γυμνός, με μεγαλύτερη επιθυμία του το να ουρλιάξει, πράγμα που είναι ανίκανος να κάνει. 4) Ο αφηγητής σκέφτεται τον διαλυμένο του έρωτα, μόνος σ' ένα άδειο σπίτι, όπου τα τρόφιμα μουχλιάζουν στο ψυγείο και όλα τα έπιπλα είναι καλυμμένα με λευκά πανιά. («Παράξενο θέαμα: σαν επιμνημόσυνη τελετή σε μια χώρα με ξενικά έθιμα».)
Σε αυτές τις ιστορίες που ο Φρις «τις αλλάζει σαν πουκάμισα», εντυπωσιάζει ο βαθμός στον οποίο η διεξοδικότητα και η συγκρότηση του ύφους λειτουργούν σαν αντίστιξη στη θεματολογία. Δύσκολο να φανταστείς πιο πολιτισμένο τρόπο να πεθάνει κανείς ή να τρελαθεί, πιο κυριαρχημένο τρόπο να στοχάζεται κάποιος πάνω στην εγκατάλειψη τη στιγμή που τη βιώνει. Ακόμα κι όταν ο αφηγητής αποπειράται να βάλει φωτιά στο άδειο διαμέρισμα, εκείνο που προέχει είναι η μεθοδικότητα στην καταγραφή, όχι το συναίσθημα, αλλά η εντύπωση που καλλιεργείται ότι βρίσκεται έξω από τον εαυτό του και τον παρατηρεί.
Στον πρόλογό της η Σώτη Τριανταφύλλου χαρακτηρίζει αυτήν τη λελογισμένη μετριοπάθεια του συγγραφέα ως θεμελιώδες γνώρισμα της ζωής στη Δύση. Αλλοι σχολιαστές του Φρις διχάζονται ως προς το αν αυτή η συναισθηματική απόσταση εξ ιδίων στα μυθιστορήματά του πρόκειται για ίδιον της δυτικής συνείδησης γενικότερα ή απλώς των ανδρών. Κατ' εμέ, η συνείδηση, της οποίας τις παραμέτρους διερευνά το βιβλίο, είναι ανδρική, με τρόπο αδιαφιλονίκητο όσο και αποκαλυπτικό. Τις τροχιές που διαγράφουν οι γυναίκες, τις δράσεις και τον λόγο τους τα υπαγορεύει εξ ολοκλήρου ο ανδρικός πόθος ή φόβος. (Με τους άντρες μοιάζουν μόνον όταν... σιωπούν!)
Στο τέλος του βιβλίου, οι εικόνες του εγκαταλειμμένου διαμερίσματος επιστρέφουν αυτούσιες, ίσως για να μας δώσουν να καταλάβουμε, επιτέλους!, ότι ο άντρας που στις ενδιάμεσες σελίδες έχει ζήσει τόσες ζωές «για χάρη μας», λέει την αλήθεια ομολογώντας πως αντί της ζωής του, βιώνει φαντασιώσεις και ότι ουδέποτε υπήρξε κάποιος ονόματι Γκάντενμπαϊν. Στην πραγματικότητα, δεν έχει καν σηκωθεί από την πολυθρόνα με το άσπρο ντύμα.
Οσον αφορά τη συγγραφική του πρόθεση, το «Ας με λένε Γκάντενμπαϊν» θα μπορούσε να στοχεύει στη διαφυγή από τη βαλσαμωμένη μνήμη μιας χαμένης κοινής ζωής (όπου «όλα συνεχίζουν να υφίστανται, μόνον ο χρόνος είναι απών») και στο να μετουσιώσει σε μελαγχολία, έστω, εκείνη τη μουδιασμένη μεταμέλεια που αποπνέει κατά τόπους το κείμενο - «γιατί είναι τόσο απαίσια τα άδεια παπούτσια;»
Πρόκειται για μια ανάγνωση που μαζί με τα βιογραφικά στοιχεία (ο χωρισμός, ύστερα από τριετή σχέση, από την ποιήτρια/συγγραφέα Ινγκεμποργκ Μπάχμαν) την ενισχύει το σχόλιο του ίδιου του συγγραφέα: «Εχω στ' αλήθεια κάποιους ενδοιασμούς να δείξω το βιβλίο στο κοινό. Ομως, αν δεν το κάνω δεν θα απαλλαγώ ποτέ απ' αυτό».
Αν, λοιπόν, ο «Γκάντενμπαϊν», βρίθει φαντασμάτων, ίσως να μπορούσε να διαβαστεί, ακριβώς, σαν μια επιμνημόσυνη τελετή, δηλαδή σαν κατεργασία ενός πένθους μέσα από δυνητικά βιώματα και εαυτούς. Υπό μια έννοια, εξάλλου, η κατάλυση του εγώ αποτελεί τον κοινό τόπο τόσο του πένθους όσο και της νεωτερικότητας της γραφής του Μαξ Φρις.
Εκείνο που έχει ενδιαφέρον σαφώς είναι η δεξιοτεχνία με την οποία ο Φρις επιτελεί αυτή την κατεργασία, η εφαρμοσμένη του διαλεκτική ανάμεσα στο βίωμα και στην επινόηση, στην οποία θ' άξιζε να αφιερωθεί ένα σεμινάριο επάνω σε αφηγηματικές τεχνικές.
Πολύ συνοπτικά, η κυρίαρχη στρατηγική είναι η διάθλαση του αφηγηματικού υποκειμένου μέσα από δύο κυρίως προσωπεία, τον Εντερλιν και τον Γκάντενμπαϊν, δύο εκδοχές του εαυτού του με τις οποίες ο αφηγητής ταυτίζεται ή όχι, κατά βούληση. Οι περιπέτειες που τους αναλογούν αναπτύσσονται επάνω σε διαφορετικές, αλλά συγγενείς θεματικές: Ο Εντερλιν, ένας σαρανταδυάρης ακαδημαϊκός, υποφέρει από μια τραγελαφική αμφιθυμία για το αν θέλει ή δεν θέλει να ξαναζήσει μια παράνομη ερωτική στιγμή με μια γυναίκα (που όμως τότε θα γινόταν σχέση κι επανάληψη.) Προσπαθεί, λοιπόν, να ελέγξει τη σχέση ελέγχοντας την απόσταση: όταν ο άλλος πλησιάζει, ο ίδιος απομακρύνεται κ.ο.κ. Αργότερα, περνάει μια περιπέτεια με την υγεία του, από την οποία βγαίνει με προσδόκιμο ζωής περίπου έναν χρόνο. Κι εδώ τον αφορά άμεσα το φάσμα της επανάληψης (τι θα επέλεγε να ξαναζήσει μέσα σ' αυτόν τον έναν χρόνο) και η κρυφή, προσωπική γνώση του επικείμενου θανάτου του, που είναι αδύνατον να τη μεταδώσει ή να τη μοιραστεί. Το μυστικό του γίνεται ένας αδιάβλητος πυρήνας απ' όπου, κυρίως, αντλεί την αίσθηση του ποιος είναι.
Τα θέματα του Γκάντενμπαϊν δεν διαφέρουν πολύ. Και αυτόν τον απορροφά ένας πολυεπίπεδος προβληματισμός για την ερωτική και κοινωνική συνύπαρξη με τους άλλους, με τα όλα τους τα ελαττώματα συν την ανάγκη τους για αποδοχή. Σε μια κρίση ευμένειας απέναντί τους, αποφασίζει να ζήσει σαν τυφλός, ώστε να μη χρειάζεται οι άλλοι να «φτιασιδώνονται» απέναντί του. «Ο ρόλος του από δω και μπρος συνίσταται στο ό,τι πιστεύει». Ετσι όμως βρίσκεται στη λεπτή θέση να χρειάζεται να κάνει και τα στραβά μάτια απέναντι στις απιστίες της γυναίκας του. Η μεγαλοθυμία έχει όμως κι αυτή τα όριά της και η κρίση γίνεται αναπόφευκτη - ή ίσως και όχι.
Είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς για την «πλοκή του μυθιστορήματος» χωρίς να αδικήσει, εξ ορισμού, την ευρηματικότητα με την οποία τέμνονται (και ανατέμνονται) τα περιστατικά της κάθε ιστορίας, όπως τη ζουν οι δύο διαφοροποιημένες μεν, αλλά συγκοινωνούσες personnae. Κάθε τέτοια προδιάθεση, εξάλλου, την αναιρεί η τοποθέτηση του συγγραφέα επάνω στο «τι πραγματικά συνέβη», που είναι, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι τέτοιο θέμα δεν υφίσταται. Είναι δυνατόν, φέρ' ειπείν, μια ζωή να την καθορίσει η ανάμνηση μιας πράξης που δεν έγινε, όπως, ας πούμε, στην περίπτωση του Εντερλιν, ένας φόνος. Επίσης, μπορεί μια διαίσθηση για κάτι που δεν έχει ακόμη συμβεί, να εγγραφεί στη συνείδηση με τόση ένταση που, μπροστά της, το ιστορικό συμβάν να ωχριά: «Θυμάμαι πως την πρώτη φορά που άκουσα από μια γυναίκα ότι είχε πάει με έναν άλλο έβαλα τις φωνές μόνο και μόνο επειδή αυτό ταυτίστηκε τόσο απόλυτα με τη διαίσθησή μου, όπως ταυτίζεται έκτοτε με την ανάμνησή μου της πρώτης φοράς...»
Με παρόμοιους τρόπους η αφήγηση εκμεταλλεύεται στο μέγιστο την εγγενή αμετροέπεια ανάμεσα στο βίωμα και στον λόγο.
Ούτε η συστηματική καχυποψία απέναντι στις ιστορίες που εφευρίσκουμε και ονομάζουμε «ζωή μας» ούτε η κριτική απόσταση από «αυτό που αποκαλούμε αίσθημα» ούτε η εμφανής παιδεία και οξυδέρκεια των ανδρών του «Γκάντενμπαϊν» δεν τους απαλλάσσουν, βέβαια, από τα βάσανα της εγκατάλειψης και της ζήλιας ή από την αναγκαία τέχνη της προσποίησης. Πίσω, δε, από την κοσμιότητα με την οποία επωμίζονται την βαθιά προσωπική μοναξιά τους, αφήνεται να διαγραφεί το οδυνηρό ενδεχόμενο ότι αδυνατούν να δοθούν σε οτιδήποτε απειλεί την περιβόητη αυτάρκειά τους. Ο χρονικογράφος της ίδιας της ανδρικής συνείδησης, γίνεται επίσης καταδότης της.
Πρόκειται, εντέλει, για ένα πολυπρισματικό αφήγημα, έντονα θεατρικό κατά τόπους, θαρραλέο τόσο σε ύφος όσο και σε περιεχόμενο, με μια άλλοτε φαιδρή και άλλοτε στυφή ευμένεια ως προς τα ανθρώπινα και, κυρίως, θεμελιωδώς ανήσυχο ως προς τη σχέση με τον εαυτό και τις ιστορίες του. Επάξιά του η μετάφραση της Μαρίας Τοπάλη.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 02/11/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις