0
Your Καλαθι
Εικοσιπέντε ποιήματα
Περιγραφή
ΚΡΙΤΙΚΗ
«Ποίηση δεν είναι τίποτε άλλο από λέξεις που έχουν γίνει πράξεις». Ο ορισμός αυτός αν και ο ίδιος απεχθανόταν τα σκληρά και άκαμπτα όρια τέτοιου είδους αποφθεγμάτων ανήκει σε έναν από τους σημαντικότερους αμερικανούς ποιητές του 20ού αιώνα, τον Ρόμπερτ Λι Φροστ, ο οποίος, παρ' ότι τηρεί αποστάσεις από τον μοντερνισμό που διαπνέει τα έργα διάσημων συγκαιρινών του ομοτέχνων (Έλιοτ, Πάουντ, Στίβενς κ.ά.), γράφει μια ποίηση σοβαρή και στοχαστική αλλά ταυτόχρονα πνευματώδη, η οποία απαιτεί αδιάλειπτη προσοχή και αυξημένη ευαισθησία καθώς χρησιμοποιεί συχνά τη δραματικότητα των παύσεων.
«Γράφουμε για πράγματα που βλέπουμε και γράφουμε σε τόνους που ακούμε» έλεγε συχνά ο Ρόμπερτ Λι Φροστ για να εξηγήσει τα απλά, σχεδόν ταπεινά υλικά με τα οποία ήταν καμωμένες οι εικόνες της ποίησής του: ένα κοπάδι που βόσκει ήσυχο στο χλοερό λιβάδι, άλση με φυλλοβόλα που θάλλουν και αναδεύονται από μια ξαφνική ριπή ανέμου, άστρα που μόλις ξεπροβάλλουν χλωμά πάνω από τους σωρούς το χιόνι, απατηλές αντανακλάσεις από το φως σε ένα βαθύσκιωτο πηγάδι όλα εκείνα που μπορεί κανείς να συναντήσει στη μακάρια γαλήνη της εξοχής είναι εικόνες που εκ πρώτης όψεως δημιουργούν την εντύπωση μιας ποίησης σχεδόν βουκολικής. Αλλωστε ο ίδιος ανάμεσα στις πολλές ετερόκλητες ενασχολήσεις του αφιερώθηκε για ένα διάστημα και στην καλλιέργεια της γης ενώ η μαγευτική φύση της Νέας Αγγλίας, απ' όπου καταγόταν και όπου μετοίκησε με την οικογένειά του σε ηλικία δέκα ετών, επηρέασε βαθιά τον νου και την ψυχή του. Η δημιουργία του όμως αρκετά παρεξηγημένη και σήμερα ακόμη απέχει πολύ από αυτόν τον χαρακτηρισμό. Η υπαρξιακή αγωνία είναι εκείνη που κινεί και συμπλέκει τα νήματά της ενώ η θρησκεία και η μεταφυσική εν γένει την τροφοδοτούν αδιάλειπτα με έμπνευση και στοχασμό.
Τι είναι όμως για εκείνον η ποίηση; «Για τον Φροστ», σημειώνει στο δοκίμιό του που συμπληρώνει την έκδοση ο Λόρενς Τόμσον, «το μυστήριο, το θαύμα, η αρετή, η μαγεία της ποίησης έγκεινται στην ετερογένεια στοιχείων που έχουν κατά κάποιον τρόπο συγχωνευθεί σε μια αυτόνομη ενότητα. Το πρόβλημα για τον ποιητή είναι πώς να κατορθώσει αυτή τη συσσωμάτωση, αυτή τη σύντηξη». Σύμφωνα με τον Τόμσον, ο Φροστ θεωρούσε τη μορφή το κυριότερο, το πιο ουσιαστικό στοιχείο στην ποίηση οποιασδήποτε εποχής. Γι' αυτό και υπογραμμίζει ότι ο αμερικανός ποιητής δεν έχανε ευκαιρία να τονίζει πως «μία ακόμη απαίτηση της ποίησης είναι να οδηγήσει τη μορφική αυτή σύντηξη διαφορετικών στοιχείων στο προσωπικό ιδίωμα ποιητικής έκφρασης χωρίς να θυσιασθεί η ευτυχισμένη επικοινωνία που πρέπει να υπάρχει ανάμεσα στην εμπειρία του ποιητή και στην εμπειρία εκείνων που θα διαβάσουν ή θα ακούσουν αργότερα το ποίημα». Ο Φροστ απεχθάνεται να βλέπει κάποιους να χρησιμοποιούν την ποίηση ως όχημα για να διαλαλούν τις ματαιωμένες τους επιθυμίες ή την αηδία τους. Τα παράπονα θα τα ήθελε περιορισμένα στην πρόζα, έτσι ώστε η ποίηση να συγκεντρώνεται στις βαθύτερες οδύνες, στους «γόους, τους αθεράπευτους γόους», για να μπορεί «να τραβάει μπροστά με δάκρυα». Γι' αυτόν η ποίηση είναι αποτέλεσμα πίστης. «Την ομορφιά», γράφει, «αυτό το κάτι, τη χάρη του πράγματος που πρόκειται να γεννηθεί την αισθανόμαστε μάλλον παρά τη γνωρίζουμε». Σε ένα άλλο κείμενό του λέει για τη γένεση του ποιήματος: «Ένα ποίημα αρχίζει μ' ένα σφίξιμο στον λαιμό, μια νοσταλγία πατρίδας ή έναν πόνο αγάπης. Είναι μια κίνηση προς την έκφραση. Μια προσπάθεια για ολοκλήρωση. Πλήρες ποίημα είναι αυτό στο οποίο μια συγκίνηση έχει ανακαλύψει τη σκέψη της και η σκέψη τις λέξεις...». Και κάπου αλλού δηλώνει: «Η μεγάλη απόλαυση όταν γράφεις είναι ότι παρασύρεσαι. Είναι σαν να στεκόσουν με τα πόδια ανοιχτά πάνω στο θέμα που κείτεται στη γη. Κόβουν τον σπάγκο και το θέμα σηκώνεται από κάτω σου και το ιππεύεις. Προσαρμόζεσαι στις κινήσεις του. Αυτό είναι ποίημα».
Ο Φροστ, που στις ΗΠΑ κατέχει άτυπα τη θέση του εθνικού ποιητή, γεννήθηκε στον Αγιο Φραγκίσκο στα 1874 και, όταν ήρθε η ώρα να κλείσει τα μάτια του, 89 χρόνια αργότερα, ήταν εξαιρετικά δημοφιλής. Αν και στην ποίηση αφιερώθηκε όψιμα εξέδωσε την πρώτη του συλλογή Α boy's will το 1913, σε ηλικία 39 ετών, η φήμη του απλώθηκε γρήγορα και η απήχηση των έργων του ήταν μεγάλη. Αυτό, σύμφωνα με τους μελετητές, οφείλεται στο γεγονός ότι η δημιουργία του επέδειξε από την αρχή μια νέα ζωτικότητα χωρίς να καταφεύγει στις μανιέρες και στους περιορισμούς της μοντέρνας πειραματικής τεχνικής. Γυρίζοντας το 1916 στην Αμερική, μετά την έκδοση στην Αγγλία και της δεύτερης ποιητικής του συλλογής North of Boston, στην οποία ο Έζρα Πάουντ, που τότε ζούσε στο Λονδίνο, επεφύλαξε μια διθυραμβική κριτική, ήταν ήδη διάσημος. Εκ των υστέρων, ποιητές με εντελώς διαφορετική ιδιοσυγκρασία, όπως ο Ranson, o MacLeish, o Hillyer, κατέθεσαν ότι όφειλαν πολλά στις δύο εκείνες συλλογές. Αλλά και σε αρκετούς άλλους αμερικανούς, ακόμη και ευρωπαίους ποιητές ανιχνεύονται δείγματα της επίδρασής του.
Το πρώτο αυτό βιβλίο της σειράς «Η τέχνη της ποιήσεως», που διευθύνει ο ποιητής Γιώργος Κοροπούλης, καλύπτει ένα σημαντικό κενό στη βιβλιογραφία της ξενόγλωσσης λογοτεχνίας καθώς ώς σήμερα, εκτός από σκόρπιες μεταφράσεις έργων του Φροστ σε φιλολογικά περιοδικά, ο έλληνας αναγνώστης δεν είχε την ευκαιρία να γνωρίσει το ποιητικό του corpus με έναν τρόπο πιο συγκροτημένο. Ο μεταφραστής χρησιμοποίησε την προσφιλή του μέθοδο της διπλής μετάφρασης, που εισηγήθηκε σε μια προηγούμενη αναμέτρησή του με την ποίηση του Κάρολου Μποντλέρ. Τα έμμετρα, ομοιοκατάληκτα ποιήματα αποδίδονται στα ελληνικά σε δύο πολύ διαφορετικές αλληλοσυμπληρούμενες όμως εκδοχές. Η μία είναι σχεδόν κατά λέξη μετάφραση, πιστή και σχολαστική, ώστε να διασωθεί με ακρίβεια το νόημα του κειμένου. Η άλλη είναι πιο ελεύθερη πάντα βέβαια στα όρια που θέτει το πρωτότυπο με στόχο ό,τι προκύπτει να αποδεσμευθεί από αυτό και να αποκτήσει μια αυτάρκεια, μια δική του ζωή. Ο αναγνώστης καλείται να συνθέσει με γνώμονα τη δική του ευαισθησία μια τρίτη, τελική εκδοχή που θα τον εκφράζει απόλυτα. Όσον αφορά τα έμμετρα αλλά ανομοιοκατάληκτα ποιήματα του Φροστ, ο Φωκάς θεωρεί ότι δεν συντρέχει λόγος για διπλή μετάφραση καθώς η έλλειψη ομοιοκαταληξίας τού παρέχει αρκετά περιθώρια ελευθερίας. Επισημαίνει μάλιστα ότι κατέληξε σε αυτή τη λύση εφόσον έτσι κι αλλιώς ο ιαμβικός πεντάμετρος του πρωτοτύπου ως ελεύθερος στίχος ακούγεται στο ελληνικό αφτί. Και στις δύο πάντως περιπτώσεις η μετάφραση χαρακτηρίζεται από ευαισθησία και μεταδίδει στον αναγνώστη συγκίνηση αυθεντική.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ, ΤΟ ΒΗΜΑ, 10-05-1998
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις