Ελένη ή ο κανένας ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ

Μυθιστόρημα
Έκπτωση
49%
Τιμή Εκδότη: 15.79
8.00
Τιμή Πρωτοπορίας
+
361516
Συγγραφέας: Γαλανάκη, Ρέα
Εκδόσεις: Άγρα
Σελίδες:253
Ημερομηνία Έκδοσης:01/01/1998
ISBN:2229603252533

Περιγραφή


Το μυθιστόρημα ''Ελένη, η ο Κανένας'' στηρίζεται σε μια πραγματική ιστορία. Το νήμα έδωσε η ζωή της Σπετσιώτισσας και πρώτης σπουδασμένης Ελληνίδας ζωγράφου Ελένης Αλταμούρα-Μπούκουρα. Ζωή δραματική, άγνωστη ακόμη εν πολλοίς, έλκει πρόσφατα το ενδιαφέρον κομίζοντας νέα στοιχεία στα ήδη δεδομένα, ότι δηλαδή εκείνη η Ελένη ντύθηκε στην Ιταλία σαν άντρας προκειμένου να σπουδάσει, ότι ο έρωτας και ο γάμος της με τον ζωγράφο και επαναστάτη Σαβέριο Αλταμούρα γρήγορα διαλύθηκε, ότι επέστρεψε στην Αθήνα και εργάστηκε, ότι πέθαναν τα δύο παιδιά που ανέθρεψε πάνω στη νιότη τους -μια κόρη και ο περίφημος ζωγράφος Ιωάννης Αλταμούρας-, ότι κατόπιν έζησε έγκλειστη στις Σπέτσες έναν μακρόχρονο, μονήρη και σχεδόν μυστηριώδη βίο.






ΚΡΙΤΙΚΗ




Το νέο βιβλίο της Ρέας Γαλανάκη βασίζεται στην περιπετειώδη ζώη της ζωγράφου Ελένης Αλταμούρα (1821-1900), που μεγάλωσε στη μετεπαναστατική Ελλάδα του 19ου αιώνα και υπήρξε η πρώτη Ελληνίδα με την ανυποχώρητη τόλμη να σπουδάσει συστηματικά την τέχνη της στην Ιταλία ενάντια σε όλους τους κοινωνικούς καταναγκασμούς της εποχής, τους οποίους παρέκαμψε με ευφάνταστους όσο και εκκεντρικούς τρόπους: μεταμφιέστηκε σε άντρα και μπήκε στους ανεγνωρισμένους εικαστικούς κύκλους της γειτονικής χώρας, μεταστράφηκε στον καθολικισμό προκειμένου να νομιμοποιήσει τα εξώγαμα τέκνα της μέσω ενός συμβατικού γάμου, που ενταφίασε ένα θυελλώδη έρωτα με τον ιταλό ομότεχνό της Σαβέριο Αλταμούρα και επιστρέφοντας στην Ελλάδα, αφού εξάσκησε με επιτυχία την τέχνη της επί μία εικοσαετία περίπου στην πρωτεύουσα, αποσύρθηκε το τελευταίο τέταρτο του αιώνα στις γενέθλιες Σπέτσες, όπου έχασε τα παιδιά της, έκοψε οριστικά τους δεσμούς της με τη ζωγραφική και σε πλήρη σχεδόν απομόνωση, έγκλειστη σε διηνεκές πένθος, στα όρια του λόγου και της παράνοιας, έσβησε αθόρυβα αφήνοντας πίσω της πλήθος τα ερωτηματικά και τις εικασίες.

Είναι σχεδόν σίγουρο ότι οι κριτικοί θα κατατάξουν και αυτό το βιβλίο της Γαλανάκη στις μυθιστορηματικές βιογραφίες, εκτιμώντας κάπως μονότροπα το γεγονός ότι «λογοτεχνίζει» τον βίο ενός ιστορικού προσώπου και ότι πρόκειται για μυθιστόρημα που στηρίζεται σε αρχειακό υλικό, σε βιογραφικά δεδομένα, σε μαρτυρίες, έγγραφα και γεγονότα· δεν είναι βεβαίως εδώ ο κατάλληλος χώρος για να συζητηθούν οι πολλαπλές διασταυρώσεις, οι πλούσιοι συνδυασμοί που μπορεί να προκύψουν από τη συνάντηση της ιστορίας και της λογοτεχνίας. Μένοντας πάντως περισσότερο στη ζώνη της μυθοπλασίας, και από μια άλλη σκοπιά, θα τόνιζα πως εν προκειμένω αντιμετωπίζουμε σε πλήρη εξέλιξη και ένα είδος «οικογενειακού μυθιστορήματος», με όλες τις ψυχαναλυτικές συνδηλώσεις του όρου, την κατασκευή δηλαδή (και την επιβολή ή την αποδοχή, ώς ένα βαθμό) μιας φανταστικής ταυτότητας.

Παρά το γεγονός ότι τα δύο προηγούμενα μυθιστορήματα της συγγραφέως (Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ πασά, 1989, και Θα υπογράφω Λουί, 1993) είναι ανδροκεντρικά, σε αντίθεση με τη γυναικοκεντρική προοπτική του τελευταίου, συναρμολογούν όλα μια βαθύτερη λογική, εκκινούν και δορυφορούν γύρω από το ίδιο τραυματικό κέντρο: τον διχασμό, τη διπλή ταυτότητα, το δίτοπο, διώνυμο και δίφυλο πρόσωπο, που παλεύει απεγνωσμένα να συμφιλιώσει τα δύο μισά κομμάτια του εαυτού του, να υπερβεί τη σχάση, που τον οδηγεί άφευκτα στην ήττα, στην αυτοκτονία, στην τρέλα. Από αυτή την άποψη, μπορεί κανείς να μιλήσει για μυθιστορηματική τριλογία, που μοιάζει να ολοκληρώνει μια ευρύτερη σύλληψη, ένα γενικότερο προβληματισμό για τον ελληνικό 19ο αιώνα, τον εθνοκεντρισμό και τον ρομαντισμό του, τις κεντρομόλες και τις φυγόκεντρες τάσεις του, τη «μεγάλη», τη συλλογική επανάσταση και τις μικρές, ατομικές επαναστάσεις, τις προσωπικές επαναστατικές επιλογές που διαταράσσουν πάγιες νοοτροπίες της καθημερινότητας και ανατρέπουν προαιώνια ήθη. Και είναι σημαντικό να παρατηρήσει κανείς ακόμη πως η «μυθιστορηματική» Ελένη εμφανίζεται ως οιονεί ανάπτυγμα της «διηγηματικής» Όλγας, της επίσης διχασμένης ηρωίδας του πρώτου από τα τρία Ομόκεντρα διηγήματα (1986), η ιστορία της οποίας γίνεται λαϊκό παραμύθι και σφραγίζεται από τη διχαλωτή κουλτούρα της, τη βουλιμία της για γνώση, το ισόβιο ερωτικό μαράζι και την απόσυρσή της από τα εγκόσμια («δεν βγήκε από το σπίτι ώσπου πέθανε, γριά»). Λεπτομέρεια που δηλώνει, πιστεύω, πως η Ελένη, ή ο Κανένας ωρίμαζε επί μακρόν και ο «μύθος» και ο «τύπος» της αναζητούσαν το πλαίσιο, την αγκίστρωση στην ιστορία ώστε να προκύψει το μυθιστόρημα.

Το κείμενο χωρίζεται σε τρία άνισα μέρη, το πρώτο (κεφ. Α-Δ) και το τελευταίο (κεφ. Υ-Ω) σε τριτοπρόσωπη αφήγηση, το μεγαλύτερο και μεσαίο μέρος (κεφ. Ε-Τ) σε πρωτοπρόσωπη, δηλαδή ανοίγει και κλείνει με «ουδέτερη», εξωτερική φωνή, επικά (δεν είναι τυχαίο ότι τα κεφάλαια του βιβλίου αριθμούνται από το Α ώς το Ω, σαν ραψωδίες)· στο μεσαίο μέρος, το λυρικότερο, παρεμβαίνει δυναμικά ο πρωτοπρόσωπος λόγος της ίδιας της ηρωίδας, μοιρασμένος επίσης συμμετρικά σε εναλλασσόμενες οκτώ ορθογράμματες και οκτώ πλαγιογράμματες αφηγήσεις, είδος σπασμένου καθρέφτη που συνδυάζει καλειδοσκοπικά τη διαφάνεια με τη θαμπάδα, μικρές φωτεινές και φαιές κηλίδες. Είναι το μέρος που αποτελεί τη ραχοκοκαλιά του βιβλίου και λόγω κατασκευαστικής τεχνικής. Σε αυτό το μεσαίο μέρος της πρωτοπρόσωπης ελεγείας διασταυρώνονται και αλληλοτέμνονται δύο νήματα ­ θα μπορούσε κανείς και να τα χρωματίσει: το κόκκινο και το μαύρο. Ακολουθώντας τα, οδηγούμαστε σε δύο διακριτούς κόσμους, σε δύο επίπεδα που ωστόσο συνυπάρχουν, συγκατοικούν μέσα στη διαφορά τους και επιτείνουν το σχιζοειδές της αφήγησης. Από τη μια, η εύτακτη, γραμμική αναπόληση του παρελθόντος, η γεωμετρία των παθών, η χρονολογική παράταξη και τακτοποίηση των περασμένων («Νόμιζα ότι διαδοχικές Ελένες είχαν βαδίσει στην οδό του βίου μου γεννώντας καθεμιά τους πριν χαθεί την επόμενή της»): το κόκκινο ένδυμα του αλλοτινού θριάμβου· από την άλλη, ο εγκλεισμός στην «αποθήκη» των Σπετσών, το μαύρο ένδυμα του τωρινού πένθους, «ο ενεστώς της τρικυμίας, η γηρασμένη μορφή, το δυσκίνητο σώμα, το λοξοδρομισμένο μυαλό, που συνεχίζει ψηλαφητά ­σαν τυφλός­ τις εμμονές μιας αείζωης αφήγησης. Ασκήσεις μνήμης για την έγκλειστη Ελένη, που καθηλωμένη στο νησί της νιότης της, φάσμα του παλιού εαυτού της, έχοντας κάψει στην κυριολεξία το παρελθόν της, παίζει με τα αποκαΐδια του στην ερημιά της, τα συνταιριάζει και τα ξεδιαλέγει όπως τύχει, πότε με την πατροπαράδοτη νοικοκυροσύνη του φύλου της, πότε με την παραφορά και την αλλοκοτία του Κανένα, του καλλιτέχνη που επίσης υπήρξε μια από τις πολλές εκδοχές τού είναι της και εξακολουθεί να της επιβάλλει με πείσμα ψαλιδισμένα οράματα και θάματα.

Στην ουσία, ατενίζουμε μια τρίπτυχη θανατογραφία. Ο τόνος του τέλους δίνεται από την αρχή: ήδη στο πρώτο μέρος, ενδείξεις, υπαινιγμοί και φευγαλέα λυγρά σήματα προϊδεάζουν για την κατάληξη της ιστορίας που ξεκινάει με τα ηλιόλουστα χρόνια της «μικρής Ελένης» στο νησί· στο ίδιο νησί που γίνεται και ο τάφος της, το σκηνικό για την τελετουργική έξοδο στο πένθιμο τρίτο και τελευταίο μέρος, όπου η πιστή Λασκαρίνα, κορυφαία, και ο χορός των αμόρφωτων γυναικών ξορκίζουν την «αφορεσμένη» ζωή και τον «σημαδιακό» θάνατο. Ουροβόρος όφις, το κείμενο βρίσκει στο τέλος την αρχή του, την Ελένη «και πάλι αθωωμένη», μέσα στο «θαύμα μιας αφανούς, μιας τρυφερής, μιας ασταμάτητης ανάστασης», και βρίσκει και τον ρυθμό του, την περιοδικότητα, την κυκλική ανάσα της προφορικής παράδοσης, η οποία αναλαμβάνει τη διαχείριση και την επιβίωση του «μύθου» της Ελένης στις γενιές που θα διαδέχονται η μια την άλλη. Δεν πρόκειται λοιπόν για κείμενο ευθύγραμμης πορείας, αλλά για ένα πολύπλεγμα, έναν ιστό αράχνης, όπου χάνεται κανείς προς στιγμήν, αλλά ξαναβρίσκει το κέντρο, ξαναβρίσκει το παρελθόν να ζει μέσα στο παρόν, προτού κονιορτοποιηθεί και να γίνει άχνη του θρύλου.

Το χαρτοβασίλειο που αντίκρισαν οι συγγενείς της Ελένης ανοίγοντας το σφραγισμένο και «στοιχειωμένο» σπίτι, μετά τον θάνατό της, δηλαδή ένα χάος βιβλίων, εφημερίδων και περιοδικών, τετράδια με ρητά και απόκρυφα περιεχόμενα, έγγραφα, χειρόγραφους καταλόγους των βιβλίων που διάβαζε, αναρίθμητες επιστολές και σημειώματα, δείγματα μιας πυρετικής γραφομανίας, δήλωνε ενδεχομένως την ανομολόγητη πρόθεσή της να γράψει το «μυθιστόρημα της ζωής της», σκαλίζοντας συνεχώς το παρελθόν, μαζεύοντας τα κομμάτια του, μη πετώντας τίποτε· αυτό το «οικογενειακό μυθιστόρημα» κάνει παρανάλωμα του πυρός ο αδελφός της, στον ρόλο του ιεροεξεταστή: ενίοτε, ανασκαλεύουμε το παρελθόν όχι αναγκαστικά για να βρούμε και να σώσουμε ρίζες, αλλά ακριβώς για να μπορέσουμε επιτέλους να τις κόψουμε.

Σαν μυθιστόρημα: αν δεν είχε ήδη κατοχυρωθεί ο τίτλος, θα μπορούσε κάλλιστα να συνοψίσει επιγραμματικά τη ζωή της Ελένης Αλταμούρα, που κατόρθωσε να σκηνοθετήσει τον βίο της, όπως κάθε γνήσιος καλλιτέχνης, να ζήσει ως άλλος, να καταργήσει τα όρια ανάμεσα στο «πραγματικό» και στο «πλασματικό», διαβαίνοντας το λοξό σύνορο που το είπαν «τρέλα» για να ορίσουν πρόχειρα τη διαφορά, την παράβαση του κανόνα, την απόκλιση από την ευθεία, την υπερερμηνεία των σημείων· φαινόμενα που γοητεύουν, παρασύρουν, τα επιζητούμε στα λογοτεχνήματα, μηχανισμούς απώθησης όταν γειτνιάζουν με την εύρυθμη καθημερινότητά μας. Αυτόν τον μυθιστορηματικό βίο μεταγράφει μυθιστορηματικά η Ρέα Γαλανάκη, με μελετημένη δηλαδή τεχνική, με άρτιες «δέσεις» και «λύσεις», με μαστορικές κορυφώσεις και υφέσεις, φανερές και κρυφές συμμετρίες και αντιστίξεις, προσφέροντας επιτέλους στην άστεγη Ελένη Αλταμούρα, έναν περίπου αιώνα μετά τον θάνατό της, «ένα δικό της δωμάτιο» στα δωμάτια της λογοτεχνίας μας.

Λίζυ Τσιριμώκου, ΤΟ ΒΗΜΑ, 21-06-1998

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!