0
Your Καλαθι
Ένα σχεδόν γαλάζιο χέρι ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Έκπτωση
55%
55%
Περιγραφή
Οκτώ ιστορίες, μικρές ή μεγάλες, που μας ταξιδεύουν από τον περιορισμένο χρόνο της καθημερινής ζωής στον απέραντο χρόνο των μύθων. Οκτώ σκληρές και τρυφερές ιστορίες για πρόσωπα που ερωτεύτηκαν, που μεταμορφώθηκαν, που τιμωρήθηκαν, που διασκέδασαν, που περιπλανιούνται πρόσφυγες, ή που συνεχίζουνε το παραμύθι από το σημείο που το είχαν κάποτε αφήσει. Οκτώ ιστορίες πραγματικές, αφού ανοίγονται προς την ορατή όσο και προς την αθέατη πλευρά μας. Κάποιες ανάμεσά τους ειρωνεύονται ή οργίζονται. Οκτώ ιστορίες, τέλος, για να τιμηθούν τα όνειρα εκείνων που επιμένουν να ονειρεύονται.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Δεύτερη συλλογή διηγημάτων της Ρέας Γαλανάκη, που κυκλοφορεί είκοσι σχεδόν χρόνια μετά την πρώτη, η οποία τυπώθηκε υπό τον τίτλο «Ομόκεντρα διηγήματα» το 1986, μια τριετία προτού δει το φως της δημοσιότητας το παρθενικό ιστορικό της μυθιστόρημα, ο πολυσυζητημένος σήμερα «Βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά (Spina nel cuore)». Η συγγραφέας σημειώνει επιλογικά πως τα καινούρια της διηγήματα γράφτηκαν τα τελευταία χρόνια παράλληλα με τα μυθιστορήματά της (ας υπενθυμιστεί: όλα ιστορικά) και εν συνεχεία ξαναδουλεύτηκαν για τις ανάγκες τής ανά χείρας έκδοσης. Διαβάζοντας κανείς τα οχτώ κομμάτια τα οποία φιλοξενούνται στον τόμο (όπου και η «Ιστορία της Ολγας» από τα «Ομόκεντρα διηγήματα») καταλαβαίνει πολύ καλά το νόημα αυτής της επιλογικής σημείωσης. Ο,τι κατά κόρον έχει απασχολήσει τη Γαλανάκη στη μυθιστοριογραφική της παραγωγή είναι η συντριβή των γεμάτων φωτισμένες φιλοδοξίες ηρώων της από τις σιδερένιες ιστορικές ανάγκες και επιταγές της εποχής τους. Κι ό,τι μπορούν οι ίδιοι ήρωες να αντιτάξουν στη σχεδόν μοιραία συντελεσμένη ήττα και καταστροφή τους δεν είναι τίποτε άλλο από την καταβύθισή τους στο ρεμβασμό και στο όνειρο -από τη διαφυγή τους από τους περιορισμούς και τις απαγορεύσεις της πραγματικότητας σε μια περιοχή υπέρβασης των πρακτικών αντιξοοτήτων ή, για να το πω με μεγαλύτερη ακρίβεια, σε μια γλώσσα ικανή να αφαιρεί λυτρωτικά από τον κόσμο το ρεαλιστικό του σχήμα.
Ποιητική όραση
Η ποιητική αυτή όραση έχει προκαλέσει κάποιους κλονισμούς σε επίπεδο ισορροπίας της αφηγηματικής δομής στα δύο ενδιάμεσα μυθιστορήματα της Γαλανάκη («Θα υπογράφω Λουί», 1993, και «Ελένη, ή ο Κανένας», 1998), έχει, όμως, εκ παραλλήλου αποδώσει και γόνιμους καρπούς τόσο στον παλαιότερο «Βίο του Ισμαήλ Φερίκ Πασά» όσο και στον πολύ πρόσφατο «Αιώνα των Λαβυρίνθων» (2002). Κι ένα έτσι προσανατολισμένο και τόσο σταθερό μέσα στο χρόνο βλέμμα αποτελεί, όπως και να το κάνουμε, αναπόσπαστο μέρος της μεθόδου με την οποία η συγγραφέας συλλαμβάνει και οργανώνει το μυθοπλαστικό της σύμπαν και, πιο συγκεκριμένα, της μεθόδου με την οποία αντιπαραβάλλει την υποκειμενικότητα και τον καθαρώς ατομικό προορισμό των πρωταγωνιστών της στο ιστοριογραφικό, αντικειμενικό υλικό της.
Με την εξαίρεση της Ολγας των «Ομόκεντρων διηγημάτων» και της νύμφης Αργυράς του «Μνήμη του έρωτα, λήθη του έρωτα», οι ήρωες των κομματιών που περιλαμβάνονται στην καινούρια συλλογή τής Γαλανάκη μοιάζουν από την πρώτη στιγμή απαλλαγμένοι από το άχθος της Ιστορίας. Ενταγμένοι σ' ένα σύγχρονο, καθημερινό παρόν, όπου τίποτε δεν αλλάζει δραματικά και καμία κρίσιμη απόφαση έναντι μιας έτσι κι αλλιώς ακύμαντης εποχής δεν βασανίζει το μυαλό τους, έχουν την ευκαιρία να ταξιδέψουν με μεγαλύτερη άνεση στο όνειρο και τη ρευστή του γεωγραφία. Φτωχοί μετανάστες που περιπλανιούνται χαμένοι σε μιαν άγνωστη και άξενη πόλη («Μνήμη ανθρώπου, λήθη ανθρώπου»), ξαφνικές ερωτικές αναπολήσεις, που αφήνουν το πάθος να ξεσπάσει με όλη του τη δύναμη («Ενα σχεδόν γαλάζιο χέρι»), ψυχές ευπαθείς και αλαφροΐσκιωτες, που τρομάζουν γλυκά με τα φαντάσματα του παρελθόντος («Το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου»), υπαρξιακές αναρωτήσεις χωρίς απάντηση («Δυο χιλιάδες κεριά για τα γενέθλια του μηδενός»), αλλά και αγαπημένες λογοτεχνικές μορφές, που ζωντανεύουν γύρω από ένα καθαροδευτεριάτικο τραπέζι («Καινούργιο γεύμα σε παλιό σερβίτσιο») ή στην αυστηρή μοναξιά του προσωπικού χώρου («Ενας άντρας καμωμένος από λέξεις»). Αυτές είναι οι ονειρικές φιγούρες και καταστάσεις που κυριαρχούν στα διηγήματα της Γαλανάκη. Καταστάσεις και φιγούρες που συναντάμε ή αναγνωρίζουμε και στα πρόσωπα της Ολγας και της Αργυράς, οι οποίες ακολουθούν σχεδόν εν υπνώσει την τροχιά του μυθολογικού ή του ιστορικού τους χρόνου.
Λύτρωση και απαντοχή
Το όνειρο, βέβαια, δεν σώζει ούτε αλλάζει την ωχρή πραγματικότητα, όπου κι αν ανήκει αυτή η πραγματικότητα -στην ιστορία, στη μυθολογία ή στην κοινή, καθημερινή μας εμπειρία. Το όνειρο, όμως, μπορεί κάλλιστα να προσφέρει μιαν απαντοχή ή μια πύκνωση: μιαν έστω προσωρινή έξοδο από το κομφούζιο και τα ενοχλητικά τερτίπια του παρόντος ή μιαν απρόσμενη αναλαμπή, έτοιμη να συνοψίσει και να φωτίσει μιαν ολόκληρη ζωή. Κι αυτό είναι, νομίζω, ό,τι κατά βάσιν θέλει να μας πει η Γαλανάκη με τα διηγήματά της. Τα σύνολα (οι μεγάλες ροές και τάσεις της συλλογικής μοίρας) έχουν πάντα στοιχήματα και επιδιώξεις που πρέπει, θέλουν δεν θέλουν, να κερδίσουν ή να χάσουν. Τα άτομα, αντιθέτως, δεν αποκλείεται, ακόμη κι όταν παραμένουν εγκλωβισμένα στα σύνολα, να διεκδικήσουν ένα ελάχιστο ποσοστό ελευθερίας -μια μικρή, αλλά πολύτιμη ανάσα, που θα τα βοηθήσει να ζήσουν καλύτερα: με λιγότερες εξωτερικές δεσμεύσεις και με ένα πιο αντιπροσωπευτικό και αυθεντικό νόημα για τον εαυτό τους, αλλά και για τους άλλους.
Από τα κείμενα του τόμου ξεχωρίζω με άνεση τέσσερα: τα «Μνήμη του έρωτα, λήθη του έρωτα» (για το λειτουργικό συνδυασμό της αρκαδικής μυθολογίας με την ιστοριοδιφική γλώσσα), «Ενα σχεδόν γαλάζιο χέρι» (για το ωραίο, αν όχι και μαγευτικό ταξίδι στη χώρα του ύπνου), «Το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου» (για την προσεκτικά ζυγιασμένη ισορροπία ανάμεσα στον τρόπο με τον οποίο εννοούμε την Ιστορία μακριά από ιδεολογικές αγκυλώσεις και στον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να παρασυρθούμε από την ποιητική της αύρα) και, τέλος, «Ενας άντρας καμωμένος με λέξεις» (για την πλούσια φαντασία που τρέφει το διάλογο της αφηγήτριας με το «Κιβώτιο» του Αρη Αλεξάνδρου). Η «Ιστορία της Ολγας» έχει πάντα τη δική της, ξεχωριστή αξία, που δικαίως απέσπασε τα θερμά σχόλια της κριτικής και με την πρώτη δημοσίευσή της.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 02/07/2004
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ενα «τελετουργικό γεύμα στην ύπαιθρο», με τρεις καλεσμένους και οικοδέσποινα την αφηγήτρια-συγγραφέα. Ενα παραμυθένιο γεύμα, καθώς προσφέρεται σε «κουκλίστικο σερβίτσιο», από εκείνα της δεκαετίας του '50, που είχαν τα σκεύη στερεωμένα με λαστιχάκια σε ένα μεγάλο ζωγραφισμένο χαρτόνι. Αυτό το πολυτελές σερβίτσιο, αφού πρόβλεπε έως φλιτζανάκια του καφέ και πιατάκια του γλυκού, ένα μικρό κορίτσι καλής οικογενείας κάποτε το άπλωνε στα χρωματιστά πλακάκια της αυλής στο σπίτι του, στο Ηράκλειο, και φαντασίωνε, εικάζουμε, κουβέντες και βλέμματα με αόρατους συνδαιτυμόνες. Πρόσωπα μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, που τα γεννούσαν οι ακόμη ασύνειδοι πόθοι μιας πρώιμης εφηβείας. Δεκαετίες αργότερα το κορίτσι φαίνεται ότι έγινε μια αθεράπευτα ρομαντική γυναίκα, που γευματίζει με τους μεγάλους έρωτες της ζωής της: τον Κρητικό Εμμανουήλ Καμπάνη-Παπαδάκη που αλλαξοπίστησε, τον φλογερό Πατρινό Ανδρέα Ρηγόπουλο που αυτοκτόνησε· τέλος, με εκείνη την υπερβαλλόντως, για την εποχή της, τολμηρή ζωγράφο, την Ελένη Αλταμούρα-Μπούκουρα, που, ως αναμενόταν, γέρασε μοναχή της. Είναι μια Καθαρή Δευτέρα, ημέρα όπου οι μάσκες έχουν πέσει, και όμως οι συνδαιτυμόνες κρατούν το ιστορικό προσωπείο τους. Μόνο η οικοδέσποινα γνωρίζει τα κρυμμένα δικά της φαντάσματα, αλλά δεν τα αποκαλύπτει, απλώς πίνει στην υγεία τους. Και ο αναγνώστης εγκαταλείπεται στη συγκίνηση μιας συζήτησης για την εντοπιότητα του καλού κρασιού αλλά και «το ανέφικτο κάθε πατρίδος». Εμπλεος φθόνου για αυτούς τους ευτυχείς θνητούς, τους συγγραφείς, που έχουν το ελεύθερο να παίζουν διά βίου. «Χάριν παιδιάς» η Ρέα Γαλανάκη δεν έγραψε μόνο το διήγημα «Καινούργιο γεύμα σε παλιό σερβίτσιο», αλλά και τα υπόλοιπα της πρόσφατης συλλογής συνεχίζοντας την παράδοση των «παιζω-γράφων».
H συνήθης ανάσα
Υστερα από τέσσερα μυθιστορήματα εντός μιας δεκαπενταετίας ήρθε ο καιρός για τη συνήθη συγγραφική ανάσα που προσφέρει μια συλλογή διηγημάτων. Και ως συνέχεια στα Ομόκεντρα διηγήματα, τη μοναδική προηγούμενη συναγωγή πεζών, γραμμένων στα μέσα της δεκαετίας του '80. Αν και τα πρόσφατα οκτώ διηγήματα θα χαρακτηρίζονταν μάλλον έκκεντρα, στον βαθμό που το κοινό κέντρο των τριών παλαιότερων εντοπιζόταν μόνο στον γενέθλιο τόπο της συγγραφέως, το Ηράκλειο και την Κρήτη. Διηγήματα καινούργια και άλλα ήδη δημοσιευμένα κατά την τελευταία δεκαετία που ξαναδουλεύτηκαν. Επεμβάσεις στη φραστική δομή, λεκτικές τροποποιήσεις, αλλαγές στα σημεία στίξεως ή και διαφοροποιήσεις στις παραγράφους. Μια δεύτερη ή και τρίτη γραφή, που σε παλαιότερους καιρούς εθεωρείτο σχεδόν αυτονόητη, όταν σκόρπια δημοσιεύματα συγκεντρώνονταν σε βιβλίο. Τα τελευταία χρόνια ωστόσο οι συγγραφείς, ιδιαίτερα οι νεότεροι, δείχνουν να απορούν τα μάλα στην ερώτηση μη τυχόν και ξαναδουλεύουν τα κείμενά τους. Και με το δίκιο τους, μια και ο προφορικός λόγος, καθώς και η μαρτυρία των ντοκουμέντων, που έχουν επικρατήσει στην πεζογραφία, υποτίθεται πως δεν χρήζουν μορφικής φροντίδας.
H Γαλανάκη αποφεύγει ως μίασμα την προφορικότητα και το ιστορικό μυθιστόρημα που καλλιεργεί μένει μακριά από αποδεικτικά στοιχεία και τεκμήρια. Αλλωστε, σε αντίθεση με τους περισσότερους που καταπιάστηκαν μετά από αυτήν με το είδος, δεν επιζητεί να «ξαναγράψει» την Ιστορία. Αυτό φαίνεται και από τα ιστορικά πρόσωπα που επιλέγει. Δευτεραγωνιστές ή και τριταγωνιστές στο περιθώριο της Ιστορίας, όλοι τους δραματικά πρόσωπα, που έρχονται από τον 19ο αιώνα. Ακόμη και στο τελευταίο μυθιστόρημα, Ο αιώνας των λαβυρίνθων, που απλώνεται στον 20ό αιώνα, οι ήρωες παραμένουν κατ' εξοχήν ρομαντικά πρόσωπα. Σε ένα από τα δύο καινούργια διηγήματα της πρόσφατης συλλογής, «Το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου», η συγγραφέας ειρωνεύεται ή μάλλον ορθότερα απογειώνει στο γκροτέσκο τις απόπειρες να «ξαναγραφτεί» η Ιστορία. Στα τέλη του 20ού αιώνα οι αρχές των δύο εμπλεκομένων πόλεων, των Αθηνών και της Σπάρτης, «διακηρύσσουν τη λήξη με όρους ισοτιμίας αναδρομικά του καταστροφικού εκείνου πολέμου», χωρίς πλέον νικητές και ηττημένους. H αφήγηση παρακολουθεί διαδοχικά τρεις αποκλίνουσες οπτικές: της γραμματέως στο δημαρχείο Σπάρτης, που σαν «αλαφροΐσκιωτη» στις φαντασιώσεις της έχει καταργήσει τα χρονικά στεγανά, συγχέοντας παρόν και παρελθόν· του πρακτικού συζύγου της, που θέλει να μηνύσει τις αρχές· και του παιδιού τους, που έτσι κι αλλιώς ζει ακόμη στον κόσμο των παραμυθιών.
Παιχνίδια με δύο χρόνους
Και στα άλλα διηγήματα η αφήγηση παίζει με δύο χρόνους και περισσότερες οπτικές γωνίες, ενώ κυριαρχεί η φαντασία και θάλλει το μυθικό στοιχείο, επιτρέποντας στην ποιητική πνοή της γλώσσας να ανασαίνει ελεύθερα. Το παλαιότερο διήγημα της συλλογής «Μνήμη του έρωτα, λήθη του έρωτα» ανιστορεί τον έρωτα μιας νύμφης και ενός θνητού, πρώτα από την πλευρά του θνητού βοσκού, την οποία θα υιοθετούσε και ένα παραμύθι, και μετά από τη σκοπιά της φεμινίζουσας θεότητας. Ως επιμύθιο έρχεται η αφήγηση του περιηγητή, ενός ανθρώπου των Φώτων, που διαβάζει τη λησμονημένη πλέον ιστορία των δύο ερωτευμένων στον Παυσανία. Υπεράνω των προλήψεων που γεννούν οι θρύλοι, και όμως ενδίδει σε έναν δεισιδαίμονα φόβο και δεν πίνει από το νερό που πιστεύεται ότι φέρνει τη λήθη του έρωτα. Συνέχεια στη μυθολογία του νερού, που υφαίνει η Γαλανάκη στο βιβλίο της, το επόμενο διήγημα για τους Κούρδους, τους περαστικούς από την Πάτρα, που δεν πίνουν νερό από το «Πηγάδι του Αϊ-Αντρέα», μη και αγαπήσουν την πόλη και μετά δεν θέλουν πια να την εγκαταλείψουν. Για τους μετανάστες έχουν γραφτεί και εξακολουθούν να γράφονται διηγήματα σκληρού ρεαλισμού. Στο διήγημα της Γαλανάκη ξετυλίγονται σκηνές τελετουργίας που μυθοποιούν τις καταστάσεις.
Στον ίδιο μυθικό κόσμο, ανάμεσα στο όνειρο και στο παραμύθι, κινείται και το ομότιτλο της συλλογής διήγημα που αντλεί έμπνευση από την προσωπική μυθολογία της συγγραφέως. Μυθολογία στην οποία ο ρομαντισμός καταλαμβάνει μεγάλο μέρος, όπως δείχνει σε ένα άλλο διήγημα, «Δυο χιλιάδες κεριά για τα γενέθλια του μηδενός», εκείνος ο άντρας που έρχεται «από τα βάθη της ζωής της» για να φιλοσοφήσουν μαζί το γύρισμα του αιώνα. Αν και στοχαστικότερη αποδεικνύεται η συζήτηση με «Εναν άντρα καμωμένο από λέξεις», τον μοναδικό μυθιστορηματικό ήρωα του Αρη Αλεξάνδρου, στον οποίον η αφήγηση δίνει μια μάλλον ανορθόδοξη προοπτική.
Τελευταίο διήγημα του βιβλίου «H ιστορία της Ολγας», το πρώτο από τα Ομόκεντρα διηγήματα. Ξαναδουλεμένη η ιστορία, αφού έχουν εκδοθεί τα μυθιστορήματα Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ πασά και Ο αιώνας των λαβυρίνθων, αποκτά επιπλέον διαστάσεις, καθώς φανερώνονται τα μυστικά περάσματα από την Ολγα στους μυθιστορηματικούς ήρωες, τον Ισμαήλ Σελίμ και τη Σκεύω Τσαγκάκη, το γένος Καλοκαιρινού, βαφτισιμιά του αρχαιολόγου Μίνωα Καλοκαιρινού. Ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύονται οι υπαινικτικοί τρόποι με τους οποίους πλάθονται άνθρωποι διχασμένοι ανάμεσα σε δύο κοινότητες και δύο θρησκείες. Πριν από 20 χρόνια η Γαλανάκη εξηγούσε τον τρόπο της μυθικής αφήγησής της, ισχυριζόμενη πως «από πολύ νωρίς υπήρξε θύμα των παραμυθιών». Και ευτυχώς παραμένει.
MAPH ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΟ ΒΗΜΑ, 12-09-2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις