Ο αιώνας των Λαβυρίνθων

Έκπτωση
30%
Τιμή Εκδότη: 19.17
13.42
Τιμή Πρωτοπορίας
Υπάρχει και μεταχειρισμένο με €3.90
+
143272
Συγγραφέας: Γαλανάκη, Ρέα
Εκδόσεις: Καστανιώτης
Σελίδες:389
Ημερομηνία Έκδοσης:01/10/2002
ISBN:9789600333435
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Περιορισμένη διαθεσιμότητα
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή


Η ιστορία μιας φανταστικής οικογένειας, που ξεκινά το 1878 στην Οθωμανική Κρήτη για να σταματήσει το 1978 μετά το τέλος της δικτατορίας, ή πριν τον Έβανς ανακάλυψη της Κνωσσού από Κρήτα αρχαιολόγο, η αναζήτηση μιας γυναίκας εξαφανισμένης σε σφαγή, μια δολοφονία όπου το πολιτικό έγκλημα αγγίζει τη βεντέτα, το χρονικό μιας πόλης και μιας ορεινής περιοχής της νήσου κατά τον εικοστό κυρίως αιώνα, αυτά κυρίως ξετυλίγουν τον μίτο τους στον Αιώνα των Λαβυρίνθων. Με επίκεντρο λοιπόν την Κρήτη, την ανέκαθεν ταυτισμένη με τον μύθο του Λαβυρίνθου, ο «Αιώνας των Φώτων» το δικό φως και σκοτάδι. Τη δική του, εντέλει, εικόνα για τα ανθρώπινα -όπως βιώθηκαν, όπως καταγράφτηκαν, όπως ακούστηκαν, όπως θα μπορούσαν να είχαν συμβεί.





ΚΡΙΤΙΚΗ



Τέταρτο ιστορικό μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη, που απ' ό,τι φαίνεται εγκαθίσταται οριστικά στο είδος (έχουν προηγηθεί ο «Βίος του Ισμαήλ Φερίκ πασά», το «Θα υπογράφω Λουί» και το «Ελένη ή ο Κανένας»). Το χρονικό άνυσμα της αφήγησης καλύπτει αυτή τη φορά το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα -για την ακρίβεια τέσσερις εικοσαετίες από τον 20ό αιώνα και μία εικοσαετία από το 19ο αιώνα. Εκατό χρόνια ακριβώς, λοιπόν. Μία πλήρης εκατονταετία, με κέντρο αναφοράς την Κρήτη, από την οποία ξεκινώντας οι ήρωες φτάνουν προς τα ανατολικά ώς τη Μικρά Ασία και προς τα δυτικά ώς το αλβανικό μέτωπο.

Κυρίαρχες αφηγηματικές μορφές ο Σήφης και ο Αντρέας, γιοι του δασκάλου Παπαουλάκη, επιστάτη στην ανασκαφή του Μίνωος Καλοκαιρινού, που έφερε στο φως το παλάτι της Κνωσού το 1878 -πολύ νωρίτερα, με άλλα λόγια, από τον Εβανς. Στο παιχνίδι μπαίνουν γρήγορα κι άλλα πρόσωπα: η γυναίκα του δασκάλου, Αννέζα, ο γιος του Σήφη, Χρίστος και η κόρη του Αριάδνη, η σύζυγος και εξαδέλφη του Αντρέα, Στέλλα, η ανιψιά του Μίνωος Καλοκαιρινού, Σκεύω, που εξαφανίζεται κατά τη διάρκεια της σφαγής του χριστιανικού πληθυσμού στο Ηράκλειο, το 1898, καθώς και ο Πατουχονίκος, που διακρίνεται για τις ανδραγαθίες του στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο και γίνεται αντάρτης επί Κατοχής, αλλά επιστρέφει τρελός στο χωριό του μετά τον εκτοπισμό του στη Μακρόνησο.



Εθνικές και πολιτικές περιπέτειες



Το ιστορικό σχήμα εντός του οποίου τοποθετεί η Γαλανάκη τους μυθιστορηματικούς πρωταγωνιστές της είναι το σχήμα της διαδρομής που ακολουθεί η Ελλάδα σε ορισμένες από τις πλέον κρίσιμες για την εθνική και την πολιτική της υπόσταση περιπέτειες: από την απομάκρυνση της τουρκικής κυριαρχίας στην Κρήτη, λίγο προτού εκπνεύσει ο 20ός αιώνας, και τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 ώς τον πόλεμο με την Ιταλία το 1940, τον Εμφύλιο της περιόδου 1946 - 1949 και το καθεστώς των συνταγματαρχών το 1967. Σ' ένα τέτοιο πλαίσιο, ο Αντρέας και ο Σήφης δεν χάνουν ούτε μία στιγμή (ό,τι κι αν συμβεί, όποια ρότα κι αν παίρνει εκάστοτε το ριζικό τους) την επαφή τους με τα κοινά. Είναι, αντιθέτως, άνθρωποι βαθιά χωμένοι στην πολιτική: βενιζελικός ο Αντρέας και κομμουνιστής ο Σήφης, θα συγκρουστούν πολλές φορές μετωπικά, αλλά δεν θα χωριστούν ποτέ. Η Ιστορία παρ' όλα αυτά θα βαρύνει υπέρμετρα επί των κεφαλών τους και θα απαιτήσει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ολόκληρη την ύπαρξή τους.

Ο Αντρέας και ο Σήφης. Θέλουν και οι δύο έναν καλύτερο κόσμο, στηριγμένο στην ισονομία και στην ελευθερία. Θέλουν και οι δύο μια πατρίδα με δικαιωμένα σύνορα και διεθνή αναγνώριση. Θέλουν, τέλος, και οι δύο μια Κρήτη ισάξια του παρελθόντος της, αρχαιότερου και νεότερου. Κι εκείνο που κρατούν στα χέρια τους μετά το διάβα ενός πολύπαθου βίου (ο Σήφης πέφτει θύμα μιας εμφυλιακής βεντέτας, ενώ ο Αντρέας προλαβαίνει να χαρεί τα γεράματά του), δεν είναι παρά ένας λειψός κορμός, ένας κόσμος με κομμένες τις περισσότερες από τις ζωτικές του αρτηρίες: εθνικές απώλειες και πολιτικές ήττες, που άλλο δεν σημαίνουν, βεβαίως, από ακυρωμένες ελπίδες και λυγισμένα οράματα, σ' έναν λαβύρινθο (για να παραπέμψω στον τίτλο του βιβλίου) μάταιων προσδοκιών και εξαιρετικά αμφίβολων προοπτικών.



Πολλαπλά χρονικά επίπεδα



Στο καινούριο της μυθιστόρημα η Γαλανάκη έχει καταβάλει εμφανή προσπάθεια να περιορίσει και να ελέγξει την έντονη ποιητικότητα της αφήγησης, ο οποίος μπορεί να απέδωσε ανθηρούς καρπούς στο «Βίο του Ισμαήλ Φερίκ Πασά», αλλά προκάλεσε σοβαρά συνθετικά προβλήματα τόσο στο «Θα υπογράφω Λουί» όσο και στο «Ελένη ή ο Κανένας». Η σύνθεση στον «Αιώνα των Λαβυρίνθων» έχει στέρεη δομή, ενώ η οργάνωση του λόγου εμφανίζεται με μεγάλη και εσωτερικά κερδισμένη πειθαρχία. Με ξεχωριστή επίσης προσοχή έχει κεντήσει η συγγραφέας τον καμβά των περίπλοκων οικογενειακών σχέσεων που απεικονίζονται στο βιβλίο της: σχέσεις οι οποίες διαχέονται λειτουργικά σε πολλαπλά χρονικά και τοπικά επίπεδα, χωρίς την παραμικρή παραχώρηση σε οποιουδήποτε τύπου τεχνική ευκολία.

Ως προς τα μυθιστορηματικά πρόσωπα, ισχύει ό,τι είδαμε και πρωτύτερα: ο Σήφης και ο Αντρέας, όπως και όσοι κατά καιρούς τους περιβάλλουν, είναι άρρηκτα δεμένοι με την ιστορική μοίρα της εποχής και του τόπου τους -παραδίδονται ολόψυχοι στο συλλογικό τους περίγυρο, για να μετατραπούν γοργά σε οργανικά ψηφία της τοιχογραφίας του. Η Γαλανάκη μοιάζει να βάζει το δράμα της Ιστορίας πάνω από τη γραμμή της ατομικής ζωής των ηρώων της. Τούτο σημαίνει δύο πράγματα: πρώτον, ότι η Ιστορία προηγείται ούτως ή άλλως της μυθιστορηματικής δράσης και δεύτερον ότι οι αφηγηματικοί πρωταγωνιστές παραιτούνται εκόντες άκοντες από ένα ζωτικό μέρος του εαυτού τους. Είναι θέμα οπτικής. Τι αποφασίζει κανείς ότι έχει σπουδαιότερο βάρος: ο σχηματισμός μιας γενικής πλατφόρμας στην οποία εντάσσονται σιγά σιγά (και πάντως σε μόνιμη υποστολή) τα πρόσωπα και οι ατομικές τους έγνοιες ή η πορεία από έναν καθαρώς ατομικό κόσμο προς μία ευρύτερη επιφάνεια, όπου η Ιστορία μένει σφηνωμένη στη σάρκα της προσωπικής εμπειρίας; Η Γαλανάκη διαλέγει σαφώς την πρώτη λύση, οδηγώντας τον αναγνώστη της στο αναπεπταμένο πεδίο ενός από κάθε άποψη μαρτυρικού αιώνα. Μια ορισμένη έλλειψη πνοής των πρωταγωνιστών της είναι υπό αυτή την έννοια απολύτως αναμενόμενη, με την πρόσθετη παρατήρηση ότι δύο από τα κεντρικά ευρήματα του έργου, η ανασκαφή του Μίνωος Καλοκαιρινού και η εξαφάνιση της Σκεύως, παραμένουν ώς το τέρμα του μάλλον αναξιοποίητα, δίχως να μπορούν να ζωντανέψουν την πλοκή.

Οπως κι αν έχει τελικά, δεν θα πρέπει να παραγνωρίσουμε πως ο «Αιώνας των Λαβυρίνθων» επιθεωρεί μέσω ενός φανταστικού περισκοπίου μια βαριά όσο και δυσεξήγητη ιστορική πραγματικότητα. Και οι εικόνες που συλλαμβάνει αυτό το περισκόπιο, ανεξαρτήτως του μεγέθους της επιρροής η οποία ασκείται έτσι στα αφηγηματικά πρόσωπα, εναλλάσσονται στα μάτια μας με γοργούς και πυκνούς ρυθμούς, σ' ένα προοπτικό βάθος από το οποίο δεν λείπει η υποβλητική ατμόσφαιρα μιας συχνά υπαινικτικής γλώσσας: μιας γλώσσας που κάποτε συνορεύει με τη σημαίνουσα σιωπή.



ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 22/11/2002







ΚΡΙΤΙΚΗ



Ο Αιώνας των Λαβυρίνθων, το καινούργιο μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη, συνεχίζει την πορεία του στις αναγνωστικές διαδρομές και στους λαβυρίνθους των αισθήσεων και των ιδεών των αναγνωστών λογοτεχνίας. Χρόνια συνομιλητής με τη Ρέα Γαλανάκη σε ζητήματα που αφορούν τη λογοτεχνία - και των άλλων αλλά κυρίως τη δική της -, χρόνια φίλοι, με σημείο αναφοράς την Πάτρα, ζήτησα από τη συγγραφέα να απαντήσει με προσωπικό, δοκιμιακό λόγο σε μια σειρά θέματα που έχουν σχέση με την ποιητική, δηλαδή την κατασκευαστική τέχνη του μυθιστορήματός της. Ιδού το αποτέλεσμα.

Για το μοτίβο του λαβυρίνθου. Το μοτίβο του λαβυρίνθου επιδέχεται πολλές αναγνώσεις. Πρώτα απ' όλα υπάρχει ως αρχαιολογικός τόπος - και το εξηγώ: ο Ηρακλειώτης Μίνως Καλοκαιρινός, που πρώτος ανακάλυψε την Κνωσό 20 χρόνια πριν από τον Εβανς, η δε ανασκαφή του μού παρείχε το έναυσμα για το μυθιστόρημα, είχε ταυτίσει τον μυθικό Λαβύρινθο με μια λαξευτή σπηλιά κοντά στο μινωικό ανάκτορο, άποψη που πολύ νωρίς αμφισβητήθηκε. Στη λογοτεχνία βέβαια τα ερωτήματα ποιος ήταν ο μυθικός Λαβύρινθος και αν όντως υπήρξε τίθενται με άλλη πρόθεση, με άλλα μέσα και με άλλη στόχευση. Καθώς όμως η Κρήτη ήταν από πάντα ταυτισμένη με τον μυθικό Λαβύρινθο, η εντοπιότητα δεν μπορούσε να παραμεριστεί σ' ένα κρητοκεντρικό μυθιστόρημα, πολύ περισσότερο αφού η Κνωσός βρίσκεται έξω από την πόλη όπου γεννήθηκα και που με απασχολεί σ' αυτό το βιβλίο. Αντίθετα, έπρεπε να γίνει το λάδι στη μηχανή της αφήγησης.

Το μυθολογικό μοτίβο του λαβυρίνθου έχει μέσα στο μυθιστόρημα το ρεαλιστικό, το λαϊκό του αντίβαρο. Δουλεύω πολύ με αυτό, με την κοινόχρηστη δηλαδή σημασία του μοτίβου, με την ευκολία που μέχρι σήμερα ο κόσμος αποκαλεί κάτι «λαβύρινθο».

Παραβλέποντας για την ώρα την επιρροή του μοτίβου στους λογοτεχνικούς μου χειρισμούς αναφέρομαι στον τίτλο. Ο Αιώνας των Λαβυρίνθων είναι ένα μικρό σχόλιο στον μεγάλο Αιώνα των Φώτων. Οχι στις ίδιες τις ιδέες του Διαφωτισμού, που τις τιμώ και θα τις υπερασπίζομαι μέχρι θανάτου, αλλά στην αισιοδοξία που δικαιολογημένα είχαν όταν γεννηθήκαν. Υπάρχει κάτι σαν μικρό παράπονο για το αναπόδεικτο κάποιων πραγμάτων. Η επιλογή του τίτλου ενισχύθηκε από το ότι ο 20ός αιώνας θεωρείται από σύγχρονους ιστορικούς (Χομπσμπάουμ, Μαζάουερ) ένας σκοτεινός αιώνας, αφού η μαζικότητα του ζόφου, των καταστροφών, και η τεχνογνωσία που υποστήριξε τον μαζικό θάνατο υπήρξαν πρωτόγνωρες.

Το μυθιστόρημα που αρχίζει το 1878 σταματά το 1978, στα χρόνια της μεταπολίτευσης, στο ξενοδοχείο «Λαβύρινθος», κάπου στο Λιβυκό πέλαγος της Κρήτης, όπου η οικογένεια συγκεντρώνεται και προσπαθεί να διαλευκάνει την προ εικοσαετίας πολιτική ενδεχομένως δολοφονία ενός μέλους της. Τότε φαίνεται να λήγει στην Ελλάδα μια μακρά περίοδος κάθε είδους πολέμων, κινημάτων, δικτατοριών, εμπλοκής επομένως πάρα πολλών ανθρώπων σε μεγάλα δεινά, σε κυνηγητά, εξορίες, φυλακές, παρανομίες, δολοφονίες. Εκτοτε η ιστορία της χώρας κυλά σχεδόν αναίμακτη.

Για την κυκλικότητα στο έργο. Η δομή ενός μυθιστορήματος σχετικού με τους λαβυρίνθους δεν θα μπορούσε παρά να είναι κυκλική. Μόνο με κυκλικές γραμμές είναι νοητός ο λαβύρινθος, υπενθυμίζοντας ίσως έτσι την προελληνικότητα της ίδιας της λέξης ακόμη κι όταν χρησιμοποιείται ως καθημερινή λέξη, αλλά και τη σχέση του λαβυρίνθου με άλλα αρχέτυπα, λόγου χάριν τον κύκλο του χρόνου ή της βλάστησης. Ανά 20 λοιπόν χρόνια από το 1878 μέχρι το 1978 τρεις γενιές της οικογένειας, γύρω από την οποία υφαίνεται το βιβλίο, συγκεντρώνονται με αφορμή ένα κοινωνικό, εθιμικό ή ιστορικό γεγονός. Και ενώ το γεγονός εξελίσσεται στον πραγματικό του χρόνο, οι ήρωες ξαναπιάνουν τις ιστορίες τους από το σημείο όπου τις είχαν αφήσει πριν από 20 χρόνια.

Για το βιωματικό και αυτοβιογραφικό. Δεν ταυτίζω βέβαια το βιωματικό με το αυτοβιογραφικό. Ετσι κι αλλιώς έχω τη γνώμη ότι ο συγγραφέας σχεδόν αδυνατεί να γράψει αυτοβιογραφία. Γράφει ένα ακόμη μυθιστόρημα που δανείζεται τη φόρμα της αυτοβιογραφίας. Από την άλλη μεριά, όμως, όλα τα έργα του περιέχουν τα δικά του βιώματα, δηλωμένα με άμεσο ή με λανθάνοντα τρόπο.

Ο Αιώνας των Λαβυρίνθων δεν έχει την παραμικρή σχέση με αυτοβιογραφία, αφού εξιστορεί τρεις γενιές από τη ζωή μιας φανταστικής οικογένειας, ενώ σε δεύτερο πλάνο εξιστορεί κάποια ιστορικά γεγονότα στην Κρήτη, σε όλη την Ελλάδα. Είναι όμως έντονα βιωματικό έργο, πολύ πιο έντονα από όσο στα προηγούμενα μυθιστορήματά μου, όπου το βίωμα για προφανείς λόγους ήταν πολύ διαμεσολαβημένο. Η είσοδός μου στον 20ό αιώνα, με επίκεντρο μάλιστα τον τόπο καταγωγής μου, μου έλυσε πολλούς κόμπους από τα χέρια. Ευφορία αισθανόμουν καθώς μπορούσα πλέον να μπολιάσω στο μυθιστορηματικό μου δέντρο ιστορίες που είχα ακούσει να διηγούνται συγγενείς και φίλοι (σταμάτησα και σε ιστορίες που μου είχαν κρύψει και τις έμαθα αργότερα), προσωπικά μου αισθήματα, αναμνήσεις ή παρατηρήσεις και μετά να αρχίσω να επεξεργάζομαι «εν φαντασία και λόγω» όλα αυτά με τον τρόπο που το μπόλι τους να δέσει σε έναν καινούργιο καρπό. Αυτό εννοώ ως βιωματικό: όχι τη νοσταλγία, την έκθεση των αναμνήσεων, αλλά την ανασύνθεση ενός ολόκληρου κόσμου σε ένα επινοημένο λογοτεχνικό έργο με τρόπο που να μην ταυτίζονται πρόσωπα και καταστάσεις αλλά να περιέχονται.

Εκανα όμως και κάτι παραπέρα. Απαθανάτισα με μια λέξη, με το πέρασμα του ονόματός τους μια στιγμή στο μυθιστόρημα, ανθρώπους που σημάδεψαν τη ζωή της πόλης ή τη δική μου και έχουν όλοι φύγει. Μιλώ για τον πατέρα μου Εμμανουήλ Γαλανάκη, τους καθηγητές μου Μενέλαο Παρλαμά και Δημήτρη Πλάκα, τους αρχαιολόγους Πλάτωνα και Μαρινάτο, τον ζωγράφο Θωμά Φανουράκη, το σχολείο μου, τον «Κοραή», κάποιους αγαπημένους συγγενείς και άλλους. Ηταν μια απόδοση τιμής, μια συγκίνηση ανεξάρτητη από οτιδήποτε άλλο.

Για τη γεωγραφία του μυθιστορήματος. Οσο πολύπλοκος είναι ο χρόνος στη λογοτεχνία άλλο τόσο είναι και ο τόπος, πόσο μάλλον που αυτά τα δύο δεν διαχωρίζονται. Στον Αιώνα των Λαβυρίνθων η γεωγραφία μένει σε μεγάλο βαθμό αναγνωρίσιμη, κυρίως του Ηρακλείου, όπου μεγάλωσα, και της ορεινής επαρχίας Βιάννου που καταλήγει νότια προς το Λιβυκό πέλαγος, τόπου της εκ μητρός καταγωγής μου. Οι βιωμένοι τόποι, ως γεωγραφική περιγραφή αλλά και ως δεξαμενή ιστοριών, ψιθύρων ή τελετουργιών, είναι αρκετοί στο μυθιστόρημα, κοντά τους όμως έχω στήσει και το σκηνικό αρκετών φανταστικών τόπων.

Ισως είναι περιττό να πω ότι το περιτειχισμένο Ηράκλειο και η ανταρτομάνα, η κατεστραμμένη ορεινή επαρχία Βιάννου, είναι γεωγραφικά, τοπικά οι κατ' εξοχήν γεωγραφικοί «λαβύρινθοι» του μυθιστορήματος. Δραματουργικά αποκτούν το δικό τους ανεξάρτητο βάρος αφού ταυτίζονται με τη σκηνή όπου κάθε 20 χρόνια παίζεται και μια πράξη από τον κύκλο ζωής των ηρώων μου. Πρόκειται στην ουσία για την Κρήτη με την αστική και την αγροτική της κοινωνία, όπως τη γνώρισα παλιά, όπως την ξαναγνωρίζω γράφοντας αργά γι' αυτήν, όπως προσπάθησα να την αναδείξω δραματουργικά σαν μια αμάραντη πατρίδα λαβυρίνθων.

Για τους ήρωες. Στο καινούργιο μου μυθιστόρημα επιδίωξα να καινοτομήσω σε πολλά μέτωπα. Ενα από αυτά ήταν ότι συνδύασα τη μυθοπλασία (για τα πρόσωπα) με το είδος του χρονικού (για τον τόπο). Ως προς τα πρόσωπα, λοιπόν, τον κύριο λόγο έχει η εξιστόρηση των περιπετειών μιας φανταστικής οικογένειας κατά το χρονικό διάστημα της εκατονταετίας που επέλεξα. Υπαρκτό πρόσωπο απ' αυτή την οικογένεια είναι μόνο ο πατριάρχης της οικογένειας Χρίστος Παπαουλάκης, δάσκαλος και επιστάτης στην πρώτη, τη λησμονημένη ανασκαφή της Κνωσού από τον Μίνωα Καλοκαιρινό, για τον οποίο δεν γνωρίζουμε τίποτε άλλο από το όνομά του. Επομένως όλα τα μέλη της πρωταγωνιστικής οικογένειας είναι πλάσματα της φαντασίας μου. Αυτή λοιπόν η πλασματική και μεγάλη οικογένεια του δάσκαλου, με πρωταγωνιστές τους δυο γιους του, τον βενιζελικό Αντρέα και τον μετά τη Μικρασία αριστερό Σήφη, ξετυλίγει τον μίτο της προσωπικής και της δημόσιας ιστορίας των μελών της στο πρώτο πλάνο, επιδιώκοντας να συνθέσει την τοιχογραφία μιας κοινωνίας, μιας εποχής.

Στο φόντο της τοιχογραφίας ξετυλίγουν τον δικό τους μίτο τα ιστορικά πρόσωπα και τα ιστορικά γεγονότα. Η σε μικρές δόσεις ιστορική αφήγηση μου φάνηκε απαραίτητη για το «χρονικό» ενός τόπου που επιδίωξα να φιλοτεχνήσω. Οσο για τους υπαρκτούς ήρωες θα ανέφερα πρώτους τον Μίνωα Καλοκαιρινό και την ανιψιά του Σκεύω, κυριότερα μέσα στο μυθιστόρημα μέλη τής μέχρι και σήμερα επιφανούς οικογένειας των Καλοκαιρινών. Από τον 20ό αιώνα τα ιστορικά πρόσωπα είναι σε γενικές γραμμές γνωστά. Εμμεση, πλην εξέχουσα αναφορά γίνεται στον εντελώς αποσιωπημένο αρχηγό του ΕΛΑΣ και του Δημοκρατικού Στρατού Ανατολικής Κρήτης, τον Γιάννη Ποδιά, τον θρυλικό και βιαιοθάνατο καπετάνιο.

Τα φανταστικά και τα ιστορικά πρόσωπα, οι ζωντανοί και οι νεκροί, αναπτύσσουν μεταξύ τους μιαν επικοινωνία, ένα διάλογο που κόβεται για να ξαναρχίσει μετά από τις αλλαγές μιας εικοσαετίας. Το γεγονός ότι για πρώτη φορά και οι πρωταγωνιστές μου και τα περισσότερα πρόσωπα του μυθιστορήματος ήταν πλάσματα της φαντασίας μου ήταν, φαίνεται, ο κύριος λόγος που απόλαυσα την ευφορία μιας δημιουργικής ελευθερίας, τέτοιας που δεν είχα τη δυνατότητα να χαρώ γράφοντας τα τρία προηγούμενα μυθιστορήματά μου. Δεύτερος λόγος για τη συγγραφική εκείνη ευφορία θα πρέπει να ήταν ότι αυτό το μυθιστόρημα υπήρξε πιο βιωματικό, πιο οικείο.

Για τη γλώσσα. Η γλώσσα του μυθιστορήματος είναι και αυτή, νομίζω, πιο ελεύθερη, πιο γρήγορη, πιο ανοικτή. Πάνω απ' όλα είναι - ας το πω έτσι - πιο ζεστή, πιο οικεία. Από τη μια έκρινα ότι τέτοια γλώσσα θα έπρεπε να έχει το βιβλίο μου για τον 20ό αιώνα, από την άλλη ότι δεν θα μπορούσε να συμβεί αλλιώς σε ένα μυθιστόρημα περί λαβυρίνθων, παρά να είναι και η γλώσσα ένας ακόμη μίτος που ξετυλίγεται με κυκλικές, γοργές, ίσης σχεδόν διάρκειας κινήσεις όλο προς τα μπρος, καμιά φορά και προς τα πίσω. Χωρίς να πάψει, ωστόσο, να είναι και μια γλώσσα-βίωμα παλιό, δαιδαλικό, σκληρό σαν τον χαλκό, που το λιώσιμό του αυτή τη φορά στο καλούπι της αφήγησης μου έδωσε ξανά μιαν αίσθηση ευλάβειας, μα πάνω απ' όλα ευφορίας.

Για τις μικρές λεπτομέρειες. Μια μεγάλη δυσκολία του βιβλίου ήταν ότι έπρεπε να δημιουργήσω έξι διαφορετικές σκηνογραφίες ανά 20 έτη ώστε να φιλοξενήσουν τις έξι διαφορετικές συναντήσεις της οικογένειας. Υπήρξαν μνήμες, μα υπήρξαν και επινοήσεις, χαρούμενες ή σκληρές, οτιδήποτε δηλαδή μπορεί να βγάλει ο συγγραφέας από το σεντούκι του προκειμένου να πείσει τον κόσμο για την αληθοφάνεια της φαντασίας του: ένα στολισμένο άλογο, μια καμήλα που πείσμωσε από το θαλασσινό ταξίδι και δεν περπατά, μια πέρδικα που κρύβεται στις φτέρες, ένας γάιδαρος που τριγυρνά σε ένα μικρό νεκροταφείο, οι μανταρισμένες τρύπες μιας υφαντής μπατανίας, η μυρωδιά του πράσινου σαπουνιού, ένα χάρτινο αποκριάτικο καπέλο, το πράσινο ματάκι του παλιού ραδιόφωνου, το νεροπίστολο ενός αγοριού κοντά στα όπλα των ανθρώπων, η γλύκα των τελευταίων σταφυλιών, το θέαμα από ψηλά ενός φορτωμένου ελαιώνα. Απειρες τέτοιες μικρές πινελιές αντισταθμίζουν τον ανθρώπινο πόνο μνημονεύοντας τη χάρη και την ομορφιά του κόσμου, το μέγα βάρος των μικρών πραγμάτων.

Για τη διακειμενικότητα. Στον Αιώνα των Λαβυρίνθων υπάρχει και η άμεση και η έμμεση συνομιλία μου με συγγραφείς. Είναι Κρήτες, όχι όμως γενικά και αόριστα. Κατάγονται από τους δυο τόπους στους οποίους εκτυλίσσεται το μυθιστόρημα, δηλαδή το Ηράκλειο, τη γενέτειρα πόλη μου, και τη Βιάννο, τόπο της μητρικής καταγωγής μου. Στην άμεση αναφορά μου ανήκει το όνειρο ενός από τους δύο κεντρικούς ήρωες, του φιλόλογου Αντρέα Παπαουλάκη. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς ονειρεύεται τον Νίκο Καζαντζάκη, τέκνο της ίδιας πόλης, της ίδιας γειτονιάς, που η κηδεία του είχε γίνει περίπου ένα χρόνο ενωρίτερα.

Θα μπορούσα να βάλω από μόνη της την κηδεία του συγγραφέα, που όσοι τη ζήσαμε τη θυμόμαστε ίσως σαν την πιο σπουδαία μέρα της δεκαετίας του '50 στο Ηράκλειο, μια μέρα δίβουλη, βαριά, έτοιμη να ξεσπάσει σε επεισόδια. Δεν ήταν όμως αυτός ο σκοπός μου, να αφηγηθώ δηλαδή την κηδεία του. Δεν θα ενέτασσα ποτέ έναν τόσο σημαντικό συγγραφέα όπως τον Νίκο Καζαντζάκη στο μυθιστόρημα αν δεν επιχειρούσα να εκμαιεύσω κάτι παραπάνω. Ηθελα μέσω του πασίγνωστου συγγραφέα να μιλήσω για τη νίκη της τέχνης επί του φανατισμού. Ας μην κρυβόμαστε, η εποχή μας, ο 21ος αιώνας, στην Ελλάδα δοκιμάζεται από ανάλογες συγκρούσεις.

Ερευνώντας βρήκα μια συντομότατη πληροφορία ότι ο καπετάν Πολυξίγκης επιφορτίστηκε από την οικογένεια της Σκεύως Καλοκαιρινού να ταξιδέψει σε διάφορα μέρη για να βρει τη νεαρή γυναίκα. Επρόκειτο βέβαια για υπαρκτό πρόσωπο του Ηρακλείου, το ίδιο που έδωσε αφορμή για τη δημιουργία του ομώνυμου ήρωα στον Καπετάν Μιχάλη του Νίκου Καζαντζάκη. Τρεις δεκαετίες μετά τη χρονιά στην οποία τελειώνει το γνωστό μυθιστόρημα, στο γλέντι ενός γάμου που περιγράφω στο δικό μου βιβλίο ένας καλεσμένος αφηγείται όσα γνωρίζει για την αναποτελεσματική έρευνα του καπετάν Πολυξίγκη να βρει τη Σκεύω αλλά και για τη ζωή του στο Ηράκλειο.

Ο Πατούχας του Ιωάννη Κονδυλάκη, του συγγραφέα που καταγόταν από την Ανω Βιάννο και επέστρεφε τόσο συχνά εκεί γράφοντας για τον γενέθλιο τόπο, με οδήγησε στη δημιουργία του Πατουχονίκου, σημαντικού ήρωα στον Αιώνα των Λαβυρίνθων από την Κατοχή και μετά. Ο ίδιος ο Κονδυλάκης δεν αναφέρεται ρητά στο μυθιστόρημα. Οσο για τη σχέση μεταξύ των δύο μυθιστορηματικών ηρώων, ακόμη και αν έχει περισσότερες διαφορές από ομοιότητες, αυτό δεν αποκλείει ούτε τον οφειλόμενο φόρο τιμής από την πλευρά μου ούτε την ελευθερία μου ως συγγραφέα.

Και ο Κρητοαιγύπτιος Ισμαήλ Φερίκ πασάς, το υπαρκτό πρόσωπο που μου ενέπνευσε το πρώτο μου μυθιστόρημα, αναφέρεται συντομότατα δυο φορές στο τέταρτο μυθιστόρημά μου. Ετσι κι αλλιώς η γέννησή του ως μυθιστορηματικού ήρωα βρίσκεται έξω από το χρονικό πλαίσιο του Αιώνα των Λαβυρίνθων, αλλά και πάλι αυτό δεν αποκλείει ίσως τη συνομιλία των δύο μυθιστορημάτων.

Για την ιστορία και τη λογοτεχνία. Η λογοτεχνία διαχειρίζεται το ιστορικό πρόσωπο ή συμβάν με διαφορετικό απ' αρχής μέχρι τέλους τρόπο από τον τρόπο των ιστορικών. Στη λογοτεχνία το ιστορικό δεσμεύεται πλήρως από τους λογοτεχνικούς χειρισμούς, είτε όσον αφορά στη σύνθεση είτε στη γλωσσική διατύπωση. Και παραμένει ανοιχτό το ερώτημα τι ονομάζεται στις απαρχές του 21ου αιώνα «ιστορικό» μυθιστόρημα. Το ερώτημα είναι αν κατ' ουσίαν θα πρέπει να αντιγράφει το ρεαλιστικό μοντέλο του αντίστοιχου είδους, όπως διαμορφώθηκε κατά τον 19ο αιώνα, τον λεγόμενο και «αιώνα της Ιστορίας», ή αν θα πρέπει να αυτονομηθεί, μιας και οι αντιλήψεις μας και για την ιστορία και για τη λογοτεχνία, για το καθετί, έχουν διαφοροποιηθεί.

Προσωπικά δεν με ενδιαφέρει τόσο το πώς θα ονομαστεί το μυθιστόρημα που γράφω, ονομασία απαραίτητη ενδεχομένως για την ταξινόμησή του, όσο η ουσία. Γράφω απλώς λογοτεχνία. Δεν είναι λοιπόν ούτε το ιστορικό θέμα ούτε η ιστορική μου αίσθηση που προκαλούν το λογοτεχνικό αποτέλεσμα. Η λογοτεχνία φτιάχνεται μόνο με λογοτεχνικά υλικά, μεταποιεί μάλλον το οτιδήποτε αγγίζει σε λογοτεχνικό υλικό προκειμένου να ράψει τη στολή της.



ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ

ΤΟ ΒΗΜΑ , 01-12-2002

Κριτικές

1878 – 1978: εκατό χρόνια ιστορίας της νήσου Κρήτης μέσα από τις ζωές των μελών μιας φανταστικής οικογένειας, που κινούνται μεταξύ Ηρακλείου και Άνω Ρίζας (μιας ορεινής περιοχής στο ν. Ηρακλείου), μας διηγείται σε αυτό το μυθιστόρημά της η Ρ. Γαλανάκη.
Κατά τη γνώμη μου, είναι μια ακόμη - από τις πολλές παρόμοιες - λογοτεχνική απόπειρα να παρουσιαστεί η ιστορία από «τα κάτω», μέσα δηλαδή από τις προσωπικές διαδρομές των μυθιστορηματικών ηρώων, κάτι που το απέραντα δημιουργικό σύμπαν της λογοτεχνίας επιτρέπει. Ωστόσο, κι ενώ δε λείπει από τη Ρ. Γαλανάκη το συγγραφικό τάλαντο, το αποτέλεσμα είναι κατώτερο των αρχικών προσδοκιών του αναγνώστη. Η συγγραφέας αποδεικνύεται σε αυτό το έργο της μάλλον ανεπαρκής. Η αφήγηση είναι εντελώς φλατ, επίπεδη, δίχως τις απαραίτητες κορυφώσεις. Οι ήρωες δε ζουν τα γεγονότα, απλώς τα ανασύρουν από τη μνήμη τους, τα αναδιηγούνται ή τα ξαναθυμούνται και αυτό στερεί από το κείμενο τη δραματουργική του ταλάντωση. Άλλο είναι να ¨βλέπεις¨ έναν ήρωα να ζει, να δοκιμάζεται και να παθαίνει σε παρόντα χρόνο κι άλλο είναι σε τριτοπρόσωπη αφήγηση να μαθαίνουμε τι και τι έπραξε σε διάφορες φάσεις της ζωής του και πώς έζησε τα διάφορα ιστορικά γεγονότα που τον σημάδεψαν. Η επιλογή της συγγραφέως να χωρίσει την αφήγηση σε έξι κεφάλαια – αρχίζοντας από το 1878 και προχωρώντας ανά εικοσαετία στο επόμενο – επιλέγοντας τριτοπρόσωπη αφήγηση η οποία σε κάθε κεφάλαιο κάνει το απαραίτητο φλας μπακ, είναι αποτυχημένη και στερεί από το κείμενο τη ζωντάνια του, ενώ και οι ήρωες του έργου μοιάζουν απλώς χάρτινοι, δίχως πνοή. Δεν κατάφερα, πραγματικά, σε κανένα σημείο του βιβλίου να ταυτιστώ με κάποιον από αυτούς, ούτε και αισθάνθηκα ότι διαβάζω κάτι ξεχωριστό και αξιοπρόσεκτο. Τελειώνοντας, θα έλεγα με βεβαιότητα, ότι πρόκειται μάλλον για ένα ¨χλιαρό¨ μυθιστόρημα…
Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!