Στη δροσιά των κήπων μου

Μυθιστόρημα
Έκπτωση
40%
Τιμή Εκδότη: 20.99
12.59
Τιμή Πρωτοπορίας
+
121104
Συγγραφέας: Γαβαλά, Μαρία
Εκδόσεις: Εστία
Σελίδες:429
Ημερομηνία Έκδοσης:01/05/2001
ISBN:9789600509656
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή


Το τέταρτο μυθιστόρημα της Μαρίας Γαβαλά Στη δροσιά των κήπων μου είναι μια ιστορία που περικλείει πολλές ιστορίες πάνω στις σχέσεις -κυρίως ερωτικές- οκτώ προσώπων που ζουν στη σύγχρονη Αθήνα. Ιστορίες μέσα σε ιστορίες, βίοι που περιπλέκονται μεταξύ τους, ξετυλίγοντας τις δυσκολίες αυτής της συνύπαρξης κι αποκαλύπτοντας την εύθραυστη φύση τους. Το μυθιστόρημα επικεντρώνεται σ' εκείνο που μένει και σ' εκείνο που εξακολουθεί να γίνεται στη ζωή των ηρώων μετά τη θραύση, μετά το κομμάτιασμα των σχέσεων αλλά και των προσωπικών ισορροπιών.





ΚΡΙΤΙΚΗ



Εχοντας τέσσερα μυθιστορήματα στο ενεργητικό της η Γαβαλά υπηρετεί μια χαμηλόφωνη λογοτεχνία, βασισμένη στη σκιαγράφηση λεπταίσθητων συναισθηματικών καταστάσεων και χαρακτήρων, που αντιστέκεται στον περιορισμό της σε κάποιο λογοτεχνικό είδος. Ακόμη περισσότερο αντιστέκεται στον υποβιβασμό της σε οιονδήποτε χαρακτηρισμό φέρει τον επιθετικό προσδιορισμό «γυναικείο», μολονότι η γυναίκα και οι ποικίλες σχέσεις της με τον κόσμο είναι ο κεντρικός θεματικός άξονας των βιβλίων της. Λογοτεχνία γραμμένη από μια γυναίκα, λοιπόν, που μιλάει για γυναίκες, δίχως να είναι ούτε στιγμή γυναικεία, φαντάζει παράξενο.

Ωστόσο από βιβλίο σε βιβλίο οι εμμονές τής Γαβαλά αναδίνονται με όλο και μεγαλύτερη διαύγεια, με ευρύτερη γωνία στόχευσης, πιο πλούσιες σε χρωματισμούς και σημασίες. Με αυτή την έννοια, το τελευταίο της μυθιστόρημα Στη δροσιά των κήπων μου αποτελεί το απαύγασμα αυτής της διαδικασίας, μια πλουραλιστική και φιλόδοξη σύνθεση. Σε αυτό όχι μονάχα ξαναβρίσκει κανείς σε πλήρη ανάπτυξη όλες τις θεματικές σταθερές των προηγούμενων βιβλίων της ­ η αμφιθυμία στις σχέσεις μάνας - κόρης, το γυναικείο σώμα ως τόπος οδύνης, ωδίνων και ηδονής, η αδήριτη ανάγκη ανδρικής παρουσίας, το παρελθόν ως διαρκώς μετακινούμενο παρόν ­, αλλά για πρώτη φορά αποκτά τόση σημασία σε έκταση μα και σε βάρος το κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο στο οποίο κινούνται οι ήρωές της.

Το βιβλίο Στη δροσιά των κήπων μου είναι ένα ζωντανό και πολυφωνικό μυθιστόρημα, γεμάτο από εμβληματικά πορτρέτα σύγχρονων ανθρώπων. Είναι μια περίτεχνη σύνθεση από πρόσωπα και ιστορίες, μια σειρά από νήματα που υφαίνουν έναν πυκνό ιστό που διακλαδώνεται συγχρονικά όσο και διαχρονικά. Πανταχού παρούσα στις σελίδες του είναι η Αθήνα, πότε ως σύγχρονη μεγαλούπολη και πότε ως τόπος σημαδεμένος από επάλληλες στρώσεις παρελθόντος. Οι ατελείωτες εργασίες για την κατασκευή των μεγάλων έργων σκοντάφτουν συνεχώς, αρχαία και βυζαντινά ευρήματα εμφανίζονται κάτω από κάθε τρύπα που διανοίγεται.

Σε αυτή την πόλη, όπου το παρελθόν και η ιστορική μνήμη αναδίνονται από παντού, τα πρόσωπα της Γαβαλά διερευνούν τον δικό τους μικρόκοσμο ­ γυρεύουν ισορροπίες, αλήθειες, εξιλέωση, τη ζεστασιά του έτερου σώματος. Σε αυτή την πολύβουη, συγκεχυμένη πόλη χαράσσουν τις μοναχικές τους πορείες, σε αναζήτηση της ομορφιάς και του έρωτα. «Ας απαρνηθούμε το μετεωρισμό μας, την ικανότητά μας να πετάμε από κλαδί σε κλαδί, όπως τα πουλιά. (...) Ας πατήσουμε γερά στο χώμα, να γίνουμε γήινοι, σταθεροί, ανθρώπινοι. Ο κόσμος δεν έχει ανάγκη μονάχα τους αλαφροΐσκιωτους και τους αθώους, αλλά και τους πονηρούς, τους καταφερτζήδες, τους ενήλικες». Η Σοφία Μάχτου, που βρίσκεται μόνη, αντιμέτωπη με την αρρώστια της κι έναν απραγματοποίητο έρωτα, βρίσκει καταφύγιο στο εγκαταλειμμένο σπίτι του Γιάννη Ρόμπου, όπου και ξεκινά να γράφει το από χρόνια σχεδιαζόμενο μυθιστόρημά της. Η Ελένη Ξανθού συμπαραστέκεται στις τελευταίες στιγμές της θετής μητέρας της, καθώς ο λυτρωτής θάνατος αργεί να έρθει και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια καταρρακώνεται ­ μια από τις πιο δυνατές ιστορίες του βιβλίου. Ο καθηγητής Κυριάκος Γέροντας, η γυναίκα του Ευρυδίκη και το φάντασμα της αλκοολικής μητέρας της. Το μικρό τους κοριτσάκι, η Μαρία, φιλάσθενο και φιλοπερίεργο. Ο εβραϊκής καταγωγής Λεόν Γιόφε και η προσπάθειά του να λύσει το μυστήριο του πολυπράγμονα και αμφιλεγόμενου πατέρα του. Ανθρώπινες ιστορίες που συναντιούνται, διασταυρώνονται, που κινούνται πότε πότε ακόμη και παράλληλα ­ η αναπόληση από την Ευρυδίκη της πρώτης ερωτικής επαφής της με τον Κυριάκο ταυτόχρονα με την αφήγηση της πρώτης εξωσυζυγικής σχέσης του Κυριάκου είναι από τις πλέον χαρακτηριστικές αυτής της αφηγηματικής τεχνικής.

Ο μυθιστορηματικός χρόνος φθάνει ως την Πρωτοχρονιά του 2004, χρονιά τέλεσης των Ολυμπιακών Αγώνων. Το τελευταίο συλλογικό όνειρο των Ελλήνων φαντάζει κιόλας ξεθωριασμένο, μικροαστικό, ασήμαντο. Πάνω από τα ερείπια της παλιάς πόλης απλώνονται γερανοί, μεταλλικά μεγαθήρια. Ενας από τους ήρωες του βιβλίου έχει τη μανία να φωτογραφίζει τους ανθρώπους που δουλεύουν στις σήραγγες για την κατασκευή του μετρό, ενώ ένα δεκαπεντάχρονο κορίτσι δέχεται ένα μπουκέτο λουλούδια από έναν λαθρομετανάστη στην κορυφή ενός ουρανοξύστη. Στην ταράτσα του γυάλινου κτιρίου ένας πυκνός καταπράσινος κήπος ξαφνιάζει το μάτι. Η πόλη είναι ακόμη ζωντανή, μια ερωτική ιστορία μπορεί να πυροδοτηθεί ανά πάσα στιγμή.



Κώστας Κατσουλάρης

ΤΟ ΒΗΜΑ, 22-07-2001







ΚΡΙΤΙΚΗ



Στο τελευταίο μυθιστόρημά της η Μαρία Γαβαλά επανέρχεται σε θέματα και ανθρώπινους τύπους που παρουσίασε και στο τρίτο βιβλίο της, στο «Παραθαλάσσιο Θέρετρο το Χειμώνα». Τα πρόσωπα παρουσιάζουν ομοιότητες, όχι μονάχα στις ψυχικές ιδιοσυγκρασίες και στις ενασχολήσεις τους αλλά και στον τρόπο που αυτές εκφράζονται. Στη «Δροσιά των κήπων μου» οι ιδιότητες των προσώπων αυτών προεκτείνονται, καθώς προικίζονται με καινούργιες και ευρύτερες διαστάσεις και οι εμπειρίες τους τοποθετούνται σε ένα καινούργιο πλαίσιο. Συναντάμε κι εδώ, όπως και στο προηγούμενο βιβλίο, την αναζήτηση της μητρικής μορφής, την παρουσία μιας αλκοολικής μητέρας, καθώς και μια περιγραφή χωρών υπό αναμόρφωση (μετατροπές παλιών σπιτιών, κήπων... κ.λπ.). Η σημαντικότερη διαφοροποίηση όμως βρίσκεται στη προέκταση του δίπτυχου έρωτας/ θάνατος με μια τρίτη διάσταση που εμφανίζεται στο τελευταίο μυθιστόρημα, τη δημιουργικότητα, που αποτελεί σύνθεση των δυο κυριοτέρων και βασικών ανθρώπινων ορμών. Η δημιουργικότητα είναι κύριο θέμα για τα μυθιστορηματικά πρόσωπα της «Δροσιάς των Κήπων μου» με κύριο εκφραστή της, την κεντρική ηρωίδα, Σοφία Μάχτου, της οποίας αποσπάσματα από το μυθιστόρημα που γράφει, παρατίθενται στο βιβλίο.

Στο αποσπασματικό αυτό μυθιστόρημα -στα σύντομα κεφάλαιά του μας δίνονται τμηματικά οι ιστορίες οκτώ πρόσωπων- οι ζωές των ηρώων τέμνονται και επηρεάζουν τις ζωές των άλλων, είτε με άμεση επαφή είτε μέσω τρίτων. Για όλους σημαντικό ρόλο παίζει κάποιο μακρινό τραύμα που εδράζεται σε μια απροσδιόριστη στιγμή του παρελθόντος τους και που είναι υπεύθυνο για τις μετέπειτα επιλογές τους, την εξέλιξή τους και κυρίως για τις σχέσεις τους με το άλλο φύλο. Με τις συνεχείς αναδρομές στο παρελθόν των ηρώων μαθαίνουμε τα γεγονότα που συνήθως σχετίζονται με την παιδική τους ηλικία, και που ως τέτοια είναι καταλυτικά για τις σχέσεις με τους ανθρώπους που συναντούν αργότερα.

Η συγγραφέας επιλέγει ως κεντρική μεταφορά του μυθιστορήματος το γυαλί (ύαλος) για να παρουσιάσει τη θρυμματισμένη φύση των χαρακτήρων, την ασυναρμολόγητη, συχνά ανεξιχνίαστη συμπεριφορά τους, και την ιστορία τους, που δεν δύναται να αποτελέσει μια ολότητα, παρεκτός κι αν υπάρξει το μέσον εκείνο μέσα από το οποίο ο καθένας ξεχωριστά θα μπορέσει να ανασυνθέσει την προσωπική ιστορία του σε μια νέα διάσταση. Το μέσον αυτό είναι μια μορφή τέχνης, όπως στην περίπτωση της Σοφίας Μάχτου η γραφή ή για την Ελένη Ξάνθου η καλλιέργεια των κήπων ενώ για τον Γιάννη Ρόμπο, φίλο και προστάτη της Σοφίας, η ζωγραφική.

Οι τρόποι αλληλεπίδρασης και οι διαπλεκόμενοι βίοι των χαρακτήρων παρουσιάζονται κυρίως μέσα από τους τρεις κύριους γυναικείους χαρακτήρες, που αποτελούν ένα εκκεντρικό τρίπτυχο: η σύζυγος, η ερωμένη και η εν δυνάμει ερωμένη του Κυριάκου Γέροντα, καθηγητή Ιστορίας, που μαζεύει ψηφίδες και μαρμάρινα τεμάχια από αρχαία αγάλματα. Η σύζυγός του Ευρυδίκη είναι μια γυναίκα που βιώνει μια προέκταση του δράματος της μητέρας της και τη συναντάμε τη στιγμή που ετοιμάζεται να βυθιστεί στον εαυτό της, κάτι που αποφεύγεται καθώς συγκρατείται στην επιφάνεια λόγω του ψυχαναγκαστικού ενδιαφέροντος για τη φροντίδα της κόρης της. Η δε ερωμένη του καθηγητή, Ελένη Ξάνθου, είναι κηπουρός, μια σκληρή αλλά ευαίσθητη γυναίκα η οποία, μη δυνάμενη να προσδιορίσει τις ακριβείς ρίζες της (υιοθετημένη), επιδίδεται στην καλλιέργεια και στη δενδροφύτευση κήπων και χώρων πρασίνου, δημιουργώντας έτσι ένα υγιές περιβάλλον πραγματικής ζωής. Η τρίτη γυναίκα, η Σοφία Μάχτου, είναι η εν δυνάμει ερωμένη και εν δυνάμει συγγραφέας, και καλλιεργεί την αρένα της φαντασίας της παίρνοντας ερεθίσματα από τον εξωτερικό κόσμο και μέσα από το δυνατό έρωτα που της εμπνέει ο καθηγητής, έρωτα που δεν βιώνει στην πραγματικότητα, γιατί αυτός δεν είναι παρά μια αφορμή για να αρχίσει να γράφει το μυθιστόρημα που για χρόνια έφερε μέσα της. Η περιρρέουσα ερωτική ατμόσφαιρα που δημιουργείται ανάμεσά τους κινητοποιεί τα ψυχικά τραύματά της (ο τίτλος του βιβλίου είναι «Ματωμένη»), προεκτείνει την πραγματικότητα και μέσα από τη γραφή πασχίζει να κατακτήσει αυτό που θα μπορούσε να είχε γίνει αλλά ποτέ δεν έγινε. Ομως, παρ' ότι στις τρεις γυναίκες έχουν δοθεί διαφορετικοί ρόλοι εν τούτοις μοιάζουν μεταξύ τους καθώς η μια αποτελεί το συμπλήρωμα της άλλης, ενώ η παρουσία της ερωμένης είναι απαραίτητη για να δοθεί υπόσταση και να τονιστεί η αυταπάρνηση της συζύγου.

Οι αντρικοί χαρακτήρες του μυθιστορήματος παρουσιάζουν κι εκείνοι ομοιότητες, όπως η συνήθεια τους να συλλέγουν θραύσματα. Ο καθηγητής συλλέγει τεμάχια αγαλμάτων, ο Λέον Γιόφε, ειδικός στη γεωλογία και στα πετρώματα, επιδεικνύει ιδιαίτερο ζήλο για τον αθηναϊκό σχιστόλιθο και συλλέγει απολιθώματα και λείψανα φυτών και ζώων πότε στα βάθη της Αθήνας, σκαμμένης για το κτίσιμο του μετρό, και πότε στα πευκοδάση της Πεντέλης ενώ ο Γιάννης Ρόμπος, φίλος και προστάτης της Σοφίας Μάχτου, είναι προικισμένος με μια ξεχωριστή ικανότητα και ευαισθησία και ζωγραφίζει εύσαρκες γυναίκες, αποτυπώνοντας αποσπασματικά πρόσωπα και γυναικεία σώματα.

Η γραφή της Μαρίας Γαβαλά είναι ιδιαίτερα ασκημένη και ικανή να μεταφέρει με ανάγλυφες περιγραφές τις ιδιαιτερότητες των χαρακτήρων της που ενώ εξωτερικά διαφέρουν λόγω των συνήθειων τους, μοιάζουν να διαθέτουν όλοι έναν παρόμοιο ψυχισμό με συνέπεια να μη διαφοροποιούνται επαρκώς και αυτό να λειτουργεί σε βάρος της πλοκής. Παρουσιάζονται όλοι ενοχικοί, δεμένοι με το παρελθόν τους, με τραύματα που σπάνια τρέπονται σε κινητήρια δύναμη ώστε να δημιουργηθεί μια εξέλιξη. Η αφήγηση δίδεται σε σύντομα ξεχωριστά κεφάλαια, προσφέροντας έτσι τμηματικά μέρη της ιστορίας τους, η οποία σε κάποια σημεία, ίσως λόγω της ομοιότητας των χαρακτήρων, παρουσιάζεται θολή.

Υπάρχουν όμως οι περιγραφές μεμονωμένων επεισοδίων, διασκεδαστικών και εφευρετικών, όπως το επεισόδιο με το οποίο ανοίγει αλλά και καταλήγει το μυθιστόρημα όπου παρουσιάζεται η Μαρία (κόρη της Ευρυδίκης) που σπάει μια τζαμαρία με τη φωνή της μπροστά στα μάτια έκπληκτων θεατών, την Πρωτοχρονιά του 2004.

Στο σύνολό του το μυθιστόρημα, παρ' ότι εσωστρεφές, με αργή δράση, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον κυρίως για το ιδιαίτερα εφευρετικό θέμα της γραφής ενός μυθιστορήματος σε αντιπαραβολή με την καλλιέργεια των κήπων. Βλέπουμε πως η αναδιάταξη και η ταξινόμηση, όταν πρόκειται για εξωτερικούς χώρους, είναι μια άμεση διαδικασία ενώ στην περίπτωση της συγγραφής ενός μυθιστορήματος τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται και κανένα βίωμα, όσο δυνατό και να είναι, δεν εγγυάται τη διαιώνισή του μέσα από τη γλώσσα. Στη γραφή, ακόμα και όταν πρόκειται για χαρακτήρες εμπνευσμένους από την πραγματική ζωή, κυριαρχεί η επινόηση, όπου το σημαντικότερο ρόλο παίζει η φαντασία της μυθιστοριογράφου, η ικανότητά της να εφευρίσκει και να «καλλιεργεί», και είναι το μοναδικό πεδίο όπου οι ημιτελείς και οι ανολοκλήρωτες σχέσεις μπορούν να αποτελέσουν υλικό διερεύνησης και προέκτασης. Βλέπουμε πως το ζευγάρι που πλάθει μυθιστορηματικά η Σοφία Μάχτου διαφέρει από τον καθηγητή και από την ίδια, ενώ η ανίχνευση της δικής της αλήθειας την απομακρύνει από τα πραγματικά γεγονότα. Για τη συγγραφέα η αληθινή δροσιά είναι αυτή που προσφέρεται από τη μετουσίωση και τη δημιουργία, μοναδικό μέσον για να μάθει αλλά και για να συγκατοικήσει με τα τραύματά της.



ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 31/08/2001

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!