Απληστία
30%
Περιγραφή
Σε έναν ρομαντικό περίπατο ή σε ένα ονειρεμένο ταξίδι μπορείς να γνωρίσεις τον ονειρεμένο σύντροφο, αλλά τι κάνεις όταν ήδη τον γνωρίζεις; Τότε δεν κάνεις πια το ταξίδι σε όλα εκείνα τα ρομαντικά μέρη. Μπορεί αυτός ο άνδρας να έχει την ανάγκη να ξεχάσει τη μοναχικότητα, μπορεί να μην του κάνει κόπο να πέφτει μαζί της στο κρεβάτι, μπορεί να την αγαπούσε, αν την είχε γνωρίσει. Όχι, το μέλλον μου λέει: φυσικά όχι! Μην το σκέφτεστε, καλύτερα να σκεφτείτε κάτι άλλο, σίγουρα θα έχετε τις αναμνήσεις σας, και προσέχετε καλά τα βιβλιάρια των καταθέσεών σας. Η γυναίκα για πολύ καιρό φερόταν επιφυλακτικά, και τώρα συμβαίνει το αντίθετο, δεν μπορεί να πάψει να αναζητάει τον άντρα παντού, επίμονα και ακούραστα. Το ενδιαφέρον από την πλευρά της μάλλον πρέπει να είναι πολύ μεγαλύτερο, ναι, έτσι είναι. Θα τον ερωτευτεί παράφορα, θα μεταμορφωθεί σε αναρριχητικό, σε μια λυσσασμένη για φιλιά, ώσπου ο άντρας να αρχίσει να φοβάται για τα μέλη του, ναι, ακριβώς έτσι έγινε. Αλλά όχι, αυτός ο άντρας δεν φοβάται τίποτα.
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Κριτική:
Μια τολμηρή πρόζα
Οι σκοτεινές διαστάσεις της Αυστρίας
«...Κατά κανόνα μπορείς να κάνεις τα πάντα με τις γυναίκες, λες κι έχουν διαπράξει κάτι κακό και θέλουν να τιμωρηθούν. Κι αυτό που δεν τους έχεις κάνει ποτέ, το κάνουν ακόμα πιο πρόθυμα. Αυτό ενοχλεί τους άντρες περίπου όπως όταν κάθονται σε ένα πιάνο και δεν ξέρουν να παίξουν...»
Από το μυθιστόρημα
Αυτές τις ειλικρινείς σκέψεις -καθώς και πολλές ακόμα- θα ακούσουν τα δύο φύλα διά στόματος της σημαντικής Αυστριακής συγγραφέως Ελφρίντε Γέλινεκ (1946), τιμημένης το 2004 με το βραβείο Νόμπελ, όταν θα ανοίξουν το παρόν μυθιστόρημά της: ένα κείμενο γραμμένο με το γνωστό κοφτερό, ελεύθερο, αδιάκοπα φυγόκεντρο -κάπου ηθελημένα ατημέλητο- ύφος μιας πεζογράφου, ποιήτριας και δραματουργού που ξέρει να προκαλεί, χωρίς εύκολους εντυπωσιασμούς.
Αλλά δεν ασχολείται η Γέλινεκ μόνο με το ζήτημα του άντρα και της γυναίκας στην «Απληστία», καίτοι αυτό ως στόχος είναι κεντρικός στην προβληματική της. Ο αυστριακός χώρος, επίσης, είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο κυκλοφορεί το ανήσυχο, κάπως σκοτεινό της βλέμμα, για να συλλάβει με έναν εξαιρετικά δυναμικό και πολυσυλλεκτικό μαγνήτη σύγχρονα φαινόμενα, παγιωμένες, κάποτε, ψυχικές και κοινωνικές αγκυλώσεις.
Οπως, αναλογικά, ο Κανέτι, ο Στράους και κυρίως ο Μπέρνχαρντ, η δημιουργός της πολυσυζητημένης «Λαγνείας», της εξίσου γνωστής «Πιανίστριας» και των «Αποκλεισμένων», για να θυμηθούμε κάποιους τίτλους πεζογραφημάτων της, ασκεί οξύτατη κριτική στο περιβάλλον της. Οπως ο τελευταίος, που σε ορισμένες του σελίδες είναι εξαιρετικά αρνητικός, ισοπεδωτικός και κάποτε πληκτικός μέσα από την πλησμονή μιας αφόρητης γκρίνιας για τον πολιτισμό που τον εξέθρεψε, έτσι και η Γέλινεκ ενίοτε νομίζεις ότι θέλει να αποφορτίσει μια παρόμοια απέχθεια. Το ίδιο θα έλεγα και για έναν άλλον διάσημο Αυστριακό των ημερών μας, τον κινηματογραφιστή Μίκαελ Χάνεκε, που σε κάποιες του ταινίες παρουσιάζει -υστερικά- ζοφερά απωθητική την πραγματικότητα της πατρίδας του.
Αλλά όχι, η Γέλινεκ κατορθώνει να μεταμορφώσει το ανεκδοτολογικό σε παραδειγματικό, σε μια υπόθεση δηλαδή που μας αφορά γενικότερα, εάν αυτή εκληφθεί ως μια πολιτισμική και υπαρξιακή τραγωδία. Η γραφή της έχει τέτοια πειθώ, έτσι καθώς μεταφέρει με θαυμαστό και άδολο -θα έλεγα μέσα από μια κατακτημένη πρωτογένεια- τρόπο, που κερδίζει τη συμμετοχή μας σε όλα τα επίπεδα. Μπορεί σε κάποια σημεία των κειμένων της να σε αποθαρρύνει η ξηρότητα ενός απερίφραστου, αλλά λίγο πιο κάτω σε κερδίζει ο υπαινιγμός, μάλλον η περίεργη εναρμόνιση του άμεσου με το αντίθετό του, έτσι καθώς το χοντροκομμένο (μια εκφραστική που αγγίζει το χυδαίο) ακυρώνεται θα 'λεγα, κυριολεκτικά εξαϋλωμένο από έναν σωρείτη συμφραζομένων φοβερών αποχρώσεων. Πνίγεσαι μέσα στην κινητικότητα ενός λόγου που ξέρει να αποσπά, με τις πιο λεπτές κεραίες, ήχους και δονήσεις μιας παράλογης κίνησης γύρω μας, ενώ δείχνει να τον απασχολεί μόνον η φυσιολογία. Που σε αιφνιδιάζει με τη φωτοευαισθησία του, την άνεσή του, επίσης, να παίζει άναρχα με καθετί, επιθυμώντας λες να αποδείξει, και το καταφέρνει, την απόλυτη αρμοδιότητα της γλώσσας να αρθρώσει οτιδήποτε, καθιστώντας το συγγενικό με το κεντρικό θέμα. Υπαινίσσομαι, με την τελευταία παρατήρηση, ένα είδος ευφυέστατα ιδεοφυγούς γραφής, η οποία εντούτοις κατορθώνει να εγγράψει κάποια δευτερεύοντα ή και φαινομενικά ασήμαντα, άσχετα με την ιστορία, στοιχεία, συγκροτώντας μια διαφορετική από τα συνηθισμένη ψυχική ατμόσφαιρα στον αναγνώστη.
Φυσικά, αναφέρομαι ιδιαίτερα στο ανά χείρας μυθιστόρημα, γραμμένο πριν από εφτά χρόνια, που είναι ένα κείμενο, ας το πούμε εξεζητημένα, μεταμοντέρνο: πώς αλλιώς να χαρακτηρίσεις μια αφήγηση που αυτοαναφορικά μπαινοβγαίνει μέσα στην ιστορία, εκδιπλώνεται και αναδιπλώνεται, διασκορπίζεται, χάνεται, παίζει με τη γραφή, με το θέμα το ίδιο. Ναι, η Γέλινεκ στην «Απληστία» φτάνει να δηλώνει ...πλήξη με τους ήρωές της, την επιθυμία της περίπου να τους παρατήσει: οπότε ασχολείται με ένα σωρό άλλα μοτίβα που θα μπορούσαν να τους αφορούν: και «μαγικά» αυτή η χημεία συντελείται. Από τις διάφορες οπτικές γωνίες της πολιορκεί τον αστυνομικό ήρωά της, που υπηρετεί στην επαρχία και είναι άπληστος με τις γυναίκες και το χρήμα. Η Γέλινεκ εάν έχει δει το ομώνυμο με το βιβλίο της κλασικό φιλμ του Εριχ φον Στροχάιμ (συμπατρώτη της που στον Μεσοπόλεμο γύριζε ταινίες στο Χόλιγουντ), ακροθιγώς το μιμήθηκε, ως προς τις σκληρές ορέξεις των ηρώων, σε ένα διαφορετικό, βέβαια, κλίμα, εντός πάντως της τυφλής επικράτειας των ενστίκτων.
Ο «χωροφύλακάς» της, λοιπόν, φτάνει μέχρι τον φόνο, σε ένα περιβάλλον όπου τα πάντα τον ωθούν στις πιο ακραίες πράξεις. Ο καπιταλιστικός way of life, που είναι στρωμένος με την εμμονή στο κέρδος, βρίσκεται ακριβώς πίσω από τα κίνητρά του, ενώ βαθύτερα αργοσαλεύουν οι ακαθόριστες ορμές του, διόλου αθώες οπωσδήποτε. Απέναντί του οι διαθέσιμες κάθε στιγμή γυναίκες, το ίδιο γκρίζες με αυτόν. Η Γέλινεκ δεν έχει κανένα πρόβλημα στο να εγκαλέσει το φύλο της για τους εκτροχιασμούς που καταγράφει. Δεν έχει κανένα δισταγμό να εκτεθεί απέναντί τους, χρησιμοποιώντας μάλιστα την πιο ωμή γλώσσα. Πιστεύει ότι δικαιολογείται για τη στάση της αυτή, επειδή θέτει και τον εαυτό της μέσα στον κύκλο της ενοχής, διαπιστώνοντας ότι ο πλατωνικός ανδρόγυνος θα μπορούσε να υφίσταται, όχι ως μια αρμονική ένωση, αλλά ως μια οιονεί καταδίκη. Οι συμπεριφορές αμφοτέρων των φύλων, ιδιαίτερα οι σεξουαλικές, είναι ανόητες, βίαιες και παγερές. Λοιδορεί την ανάγκη της γυναίκας για μόνιμη άντληση αγάπης, ενώ μέσα στην παθητικότητα της τελευταίας δεν βρίσκει τίποτε το αθώο ή ελκυστικό. Εκείνο που ενδιαφέρει τη Γ., πριν απ' όλα, είναι να αποτυπώσει και όχι να ωραιοποιήσει. Οπότε και η παθολογία, μάς λέει, είναι αδύνατο να παρακαμφθεί. Ετσι οι ήρωές της δεν έχουν κάνει λίφτινγκ, παρουσιάζονται τυλιγμένοι από τα πλέον αταίριαστα μεταξύ τους αρώματα: αγγελικοί και μαζί «εκκριματικοί».
Τώρα, όπως έγινε αντιληπτό πιο πάνω, η Γέλινεκ δείχνει να αδιαφορεί για την ευθύγραμμη αφήγηση. Την ενδιαφέρει να αφηγηθεί πολλές ιστορίες και όχι μόνο μία: να εξακτινωθεί προς διάφορες κατευθύνσεις, αδιαφορώντας για τις επικρίσεις, οι οποίες μπορούν να της χρεώσουν πλατειασμούς και λογόρροια. Εάν αυτό συμβαίνει κάποτε, δεν ευθύνεται η Γέλινεκ, αλλά τα όποια αδιέξοδα του σημερινού μυθιστορήματος, η εκτενής αφήγηση, ούτως ειπείν, θα πρόσθετα. Η συγγραφέας μας κάνει ό,τι μπορεί να βγει από το αδιέξοδο και κερδίζει στα σημεία, χάρη στη μεγάλη της ικανότητα, όπως υπαινίχτηκα, να συγκρατεί τις πιο απρόβλεπτες μετακινήσεις των πραγμάτων, ανακαλύπτοντας το αιφνίδιο βάθος τους, συνήθως μια ανοιχτή παγίδα, ένα έρεβος. Η εξομολογητική της διάθεση και ο έξυπνος χειρισμός των τρόπων του «παντογνώστη αφηγητή» τείνουν να προσδώσουν στο εγχείρημά της (σε αυτή, δηλαδή, τη συνεχή φυγόκεντρο) την αξία της «άποψης».
Ειδικά οι γωνίες που συνεχώς αλλάζει, τοποθετώντας τον εαυτό της εντός του παιγνίου, προσφέρουν στο σύνολο την επιθυμητή, παράδοξη όσο και υψηλή θερμοκρασία. Ο ανοιχτός της διάλογος με το κείμενο και τον αναγνώστη, μέσα από την εξομολογητική της διάθεση, χαρίζει στη γραφή της ένα τολμηρό όσο και αφοπλιστικό πρόσημο.
Η μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα, δημιουργική. Μία παρατήρηση-απορία μόνο: Θα μπορούσε άραγε αντί της λέξης χωροφύλακας, που εξελληνίζει τον ήρωα, να βρεθεί κάποια άλλη;
ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ, BΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 28/09/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις