Λαγνεία

Έκπτωση
30%
Τιμή Εκδότη: 17.04
11.93
Τιμή Πρωτοπορίας
+
79397
Συγγραφέας: Γέλινεκ, Ελφρίντε
Εκδόσεις: Εκκρεμές
Σελίδες:260
Μεταφραστής:ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ ΛΕΥΤΕΡΗΣ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/10/2004
ISBN:9789607651150
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Άμεσα διαθέσιμο
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή


Η «Λαγνεία» μια αδρή και αθυρόστομη αντιπορνογραφία, έγινε ήδη Bestseller. Μια τέτοια γλωσσική και διανοητική πρόκληση για τους αναγνώστες δεν έχει το όμοιό της στη σημερινή γερμανόφωνη λογοτεχνία.





ΚΡΙΤΙΚΗ



Στις περισσότερες περιπτώσεις όπου η ποίηση και η μυθοπλασία συνυπάρχουν μέσα στο ίδιο κείμενο έχει κανείς την εντύπωση ότι αντιμάχονται και υποσκάπτουν διαρκώς η μία τη λειτουργία της άλλης, έτσι που το αποτέλεσμα να φαντάζει συχνά ως παρά φύσιν διασταύρωση, δυσπρόσιτο στην ανάγνωση και φτωχότερο από όσο διατείνεται στην παραγωγή νοημάτων. Είναι ως εκ τούτου πραγματικό ευτύχημα για τον αναγνώστη η συνάντηση με βιβλία όπως η Λαγνεία της Αυστριακής Ελφρίντε Γέλινεκ, στο οποίο η ποιητικότητα και η αφηγηματική δεινότητα δένουν με τέτοιο απόλυτο τρόπο ώστε το τελικό κείμενο να προκύπτει πολύ πιο πλούσιο από το άθροισμα των τεχνικών του: είναι η πεμπτουσία των δύο μορφών σε μια καινούργια ­ δηλαδή μοναδική ­ έκφραση.

Ο τόπος, μια μικρή επαρχιακή πόλη στις Αυστριακές Αλπεις, κοντά σ' ένα παραθεριστικό κέντρο. Τα πρόσωπα, μια ώριμη γυναίκα, ο άντρας της, διευθυντής του τοπικού εργοστασίου χαρτοποιίας, και το μοναδικό τους παιδί. Γύρω τους οι κάτοικοι της μικρής πόλης, θαμπές φιγούρες πίσω από τα θολά τζάμια, εργάτες στο τοπικό εργοστάσιο οι περισσότεροι, αλλιώς άνεργοι. Λίγο παραπέρα, μα και πανταχού παρούσες, οι ορδές των χειμερινών παραθεριστών, οι αθλητές του χιονιού. Ο άντρας θεωρεί τη γυναίκα ιδιοκτησία του, όπως και το σπίτι του, η γυναίκα δίνεται σε αυτό τον άντρα ­ τον νόμιμο σύζυγό της ­, ωστόσο αισθάνεται κενή. Στη γωνία παραμονεύει ο απαραίτητος τρίτος, ο νεαρός εραστής, κι έτσι η περιπέτεια αρχίζει. Πρόκειται όμως πραγματικά για περιπέτεια; Και αν ναι, για τι είδους περιπέτεια;

Με αυτά τα ελάχιστα δραματουργικά δεδομένα η Γέλινεκ ξεκινάει την καταιγιστική αφήγησή της και από τις πρώτες κιόλας φράσεις εισάγει τον αναγνώστη σ' έναν κόσμο όπου όλα μοιάζουν να έχουν γυρίσει ανάποδα. Διαβάζοντας ωστόσο προσεκτικότερα διαπιστώνει κανείς ότι αυτή η αίσθηση εκχέρσωσης των πάντων δεν προκύπτει από μια αφηρημένη ποιητικίζουσα διάθεση αλλά, ακριβώς το αντίθετο, από το αίτημα της απόλυτης κυριολεξίας, από την επιθυμία να φανερωθεί, να ειπωθεί η ίδια η ζωή. Η συγγραφέας αποφεύγει τις περιγραφές ­ των προσώπων, των τόπων ή των συναισθηματικών καταστάσεων ­ πασχίζοντας να βρει απευθείας τον στόχο, να βρει τις λέξεις που θα εκφράσουν τα ίδια τα πράγματα, την ελάχιστη διαμεσολάβηση της γλώσσας. Η Γέλινεκ δεν περιγράφει αλλά γράφει, και ως εκ τούτου το κείμενό της ανθίσταται στην περιγραφή του, δεν περιγράφεται.

Και όμως η αφήγηση τρέχει. Η γυναίκα φτάνει σ' ένα μεταίχμιο, θέλει να ξεφύγει, αλλά δεν ξέρει ακριβώς από ποιον ή από τι. Παίρνει τους δρόμους και χάνεται στο χιονισμένο βουνό, όπου και συναντά τον νεαρό εραστή, πολλά υποσχόμενο φοιτητή της Νομικής. Η γυναίκα αφήνεται, δίνεται και πάλι, ωστόσο αυτό που της επιστρέφεται δεν θα είναι ούτε τούτη τη φορά το προσδοκώμενο. Η γυναίκα γυρίζει πάλι σπίτι, όπου ο άντρας και το παιδί την περιμένουν, την απαιτούν. Ο κύκλος της συζυγικής ζωής συνεχίζεται, απαράλλακτος, βίαιος, παγωμένος, ο άντρας και σύζυγος θέλει να κατέχει, να χρησιμοποιεί αυτό για το οποίο πληρώνει ακριβά. Το παιδί ζητάει διαρκώς, είναι ο μονάκριβος γιος του διευθυντή, αισθάνεται ότι όλα του ανήκουν. Η ώριμη γυναίκα θα αποπειραθεί εκ νέου να ξεφύγει, να ξαναβρεί τον νεαρό εραστή, όμως τούτη τη φορά θα χαθεί ακόμη πιο πολύ, θα ταπεινωθεί, θα βιαστεί και θα εξευτελιστεί. Σύρεται πίσω στο σπίτι όπου και καταφεύγει στην οριακή, ύστατη πράξη, την έκπληξη του τέλους.

Η Γέλινεκ ασελγεί πάνω στα θεμέλια της σύγχρονης οικογένειας, της σεξουαλικότητας και της εργασίας, σαρώνοντας ταυτόχρονα όλα αυτά τα πεδία με γλώσσα κοφτερή και σαρκαστική. Ιδιοκτησία, χρήμα, εξουσία, άντρας, γυναίκα, σεξ, φανερώνονται το ένα μέσα από το άλλο σαν σε μια ατελείωτη ρωσική κούκλα. Με κάθε φράση της συσχετίζει και συνενώνει ένα ευρύτατο πεδίο νοημάτων και συναισθημάτων, υφαίνοντας ένα κείμενο το οποίο από όπου και να προσεγγίσεις ακτινοβολεί τη σοφία της δημιουργού του, τη διαπεραστική γυναικεία ματιά της.

Μου μοιάζει ότι σπάνια ένας συγγραφέας κατόρθωσε να μιλήσει για τις σχέσεις των δύο φύλων με τόση τόλμη, οξυδέρκεια και θράσος. Μου μοιάζει επίσης ότι ακόμη πιο σπάνια μια γυναίκα επέτρεψε στον εαυτό της να μιλήσει για τη Γυναίκα ­τη σύζυγο, την ερωμένη, τη μάνα­ με τόσο βάθος, ασέβεια και αγάπη μαζί. Η Λαγνεία της Γέλινεκ είναι ένα βλάσφημο αριστούργημα, ένα πραγματικό εκδοτικό γεγονός, στο οποίο, μακριά από τις νουθεσίες των απανταχού περιοδικών ποικίλης ανακουφιστικής ύλης και της γλυκερής ρομαντζάδας, οι σύγχρονες γυναίκες θα μπορούσαν, αν το ήθελαν, να βρουν το δικό τους Μανιφέστο.

Αξίζουν πραγματικά συγχαρητήρια στις εκδόσεις Εκκρεμές για την επιμονή, καθώς και στον Λευτέρη Αναγνώστου για την εκφραστική μετάφραση, καίτοι εξαιρετικά απαιτητικό το κείμενο.

Κώστας Κατσουλάρης, ΤΟ ΒΗΜΑ, 14-08-1999









ΚΡΙΤΙΚΗ



Από τις πρώτες σελίδες της «Λαγνείας», που κυκλοφόρησε στην Αυστρία το 1991, γίνεται φανερό πως το αντικείμενο της επιθυμίας είναι το γυναικείο σώμα, πάνω στο οποίο ο άντρας ασκείται, εκστρατεύει και το οποίο χειρίζεται ασυστόλως ως ένα κατοικίδιο σκεύος σε πλήρη διαθεσιμότητα. Λίγες σελίδες παρακάτω η επιθυμία παίρνει άλλες μορφές: υπάρχει η λαγνεία της γυναίκας για τα αγαθά που της προσφέρει ο σύζυγος της, ο οποίος πληρώνει αδρά για τις επελάσεις του, υπάρχει η λαγνεία του νεαρού τους γιου για παιχνίδια και αθλητικά εξαρτήματα, που κι αυτά προμηθεύονται από τον πατέρα, αλλά και η λαγνεία μιας ολόκληρης μικρής κοινότητας για την ευημερούσα και προκλητική εικόνα του τριμελούς ζευγαριού που διαθέτει όλα όσα οι ίδιοι δεν πρόκειται να αποκτήσουν. Εν τούτοις, προχωρώντας την ανάγνωση κυριαρχεί μια άλλη μορφή λαγνείας και αφορά την ίδια τη συγγραφέα: η λαγνεία και το πάθος της για τη γλώσσα, την οποία δεν διστάζει να «διαμελίσει» και να εξαρθρώσει, να τη φέρει στα όριά της, προκειμένου να φανερώσει τις δυνατότητές της και να υπακούσουν οι λέξεις σε έναν ρυθμό που διαπερνά την αφήγηση και ηχεί σαν το έμβολο μιας τεράστιας μηχανής. Ανόμοιες στα νοήματά τους λέξεις συγκατοικούν και αποδίδουν μια νέα απρόσμενη διάσταση, ενώ παίζοντας με ήχους, με γλωσσικά κλισέ και με την τετριμμένη πορνογραφική γλώσσα, επαναπροσδιορίζοντας τις «άσεμνες» λέξεις, παράγεται ένα κείμενο που η ανάγνωσή του αποτελεί μια δυνατή εμπειρία.

Ταυτόχρονα παρουσιάζονται οι κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες που καλλιέργησαν το σεξισμό στη γλώσσα και σατιρίζεται ο τρόπος που διαιωνίζονται συμπεριφορές μέσα από τη χρήση των στερεοτυπικών κλισέ. Φράσεις, λεκτικά μοτίβα, μύθοι και ιδεολογίες μέσα από τη νέα τους υπερβολική χρήση, σε σύντομες παρατακτικές προτάσεις χάνουν την ικανότητά τους να σοκάρουν και αναδύεται η γελοιότητά τους. Ο γυναικείος χαρακτήρας παρουσιάζεται σε σχέση με τα πόδια της και τα μέλη του σώματός της, ο δε άντρας σε σχέση με τα εισοδήματά του και τη θέση του.

Χρησιμοποιώντας τον αντρικό πορνογραφικό λόγο τον αποδομεί και καταδεικνύει πως οι σχέσεις υποτέλειας και εξάρτησης δημιουργούνται αλλά και στηρίζονται σ' αυτόν. Οι γυναίκες παρουσιάζονται ως θύματα μιας διαστρεβλωμένης ιδεολογίας, η οποία τις οδηγεί στην εθελοντική παραχώρηση της χρήσης του σώματός τους. Απόλυτα υποταγμένες στο μηχανισμό της σύγχρονης δουλείας, εξαρτημένες όχι μόνο από τη δύναμη και το χρήμα, αλλά και από την ίδια τους την εικόνα, μόνο όταν αυτή θαμπώσει θα αναγκαστεί να δράσει.



Οι πάντες εναντίον πάντων



Η Γέλινεκ αποκαλύπτει τη διαφθορά της μεταπολεμικής αυστριακής κοινωνίας, τοποθετώντας την ιστορία της σε ένα χειμερινό τουριστικό θέρετρο στις Αλπεις όπου εκδρομείς καταφεύγουν για σπορ και αναψυχή και οι τυχερότεροι των κατοίκων απασχολούνται στην τοπική εργοστασιακή μονάδα παραγωγής χάρτου. Ο διευθυντής της χαρτοβιομηχανίας, ο βάρβαρος, παχύσαρκος Χέρμαν, του οποίου οι σεξουαλικές επιδρομές στα πορνεία έχουν αναχαιτιστεί από το φόβο του Aids, στρέφεται στο σώμα της γυναίκας του Γκέρτι, την οποία και χειρίζεται όπως χειριζόταν παλιότερα τις πόρνες. Στη χλιδάτη βίλα του ζευγαριού εξελίσσονται σκηνές απίστευτης βιαιότητας και χυδαιότητας, συχνά κάτω από τα μάτια του κακομαθημένου τους νεοσσού, του μονάκριβου γιου τους.

Ο άντρας «αμαθής όσο τα δέντρα γύρω του» που πετσοκόβει και πολτοποιεί, επιδίδεται καθημερινά στις καταδύσεις στο σώμα της γυναίκας, προκειμένου να αναβαπτισθεί και να ανακτήσει τη ρώμη του υπό τη μουσική υπόκρουση του βιολιού και των φωνών της τοπικής χορωδίας, που την αποτελούν οι εργάτες του εργοστασίου και η οποία συντηρείται από δωρεές για να μπορεί ο διευθυντής να κάνει το μαέστρο.

Η οικογενειακή εστία, πέρα από την άσκηση της νομιμοποιημένης πορνείας, γίνεται και το σύγχρονο εκκολαπτήριο μελλοντικών τυράννων και καταναλωτών που θα διαιωνίσουν το νόμο του πατρός και της σαρκός, όπως ο γιος που από νωρίς μαθαίνει να απαιτεί, να καταναλώνει και να αλώνει, να απατά και να εξαπατά, αναπαράγοντας το πατρικό μοντέλο.

Η Γέλινεκ μας καθιστά θεατές ενός γκροτέσκου υπερθεάματος που εξελίσσεται στην οικογενειακή θεατρική σκηνή και από εκεί μεταφέρεται στη χιονοδρομική πίστα, όπου και αναλαμβάνει δράση η γυναίκα. Με συνεχείς και αναπάντεχες μεταφορές και συγκλονιστικές κυριολεξίες μάς μεταφέρει στο ζοφερό «άκοσμο κόσμο» της φαλλικής δικτατορίας και της άκριτης καταναλωτικής ευφορίας. Παρακολουθούμε το βιασμό σε όλες τις μορφές σχέσεων, στην αρχή ως οικογενειακό δράμα, πριν περάσουμε στα δάση και στη χιονοδρομική πίστα, όπου και θα εξελιχθεί το προσωπικό δράμα της Γκέρντι, στην απόπειρά της να διαχειριστεί η ίδια το σώμα της και να το προσφέρει κατά βούληση.

Στην αφήγηση δεν υπάρχουν διάλογοι, κανένας δεν συνομιλεί με κανέναν -ακούγονται μόνον οι ιαχές και τα βογκητά των σωμάτων τους, οι ήχοι των κοιλοτήτων τους και των οργάνων τους, ενώ η υπερβολική χρήση των σωματικών λειτουργιών οδηγεί βαθμιαία στη γελοιοποίησή τους.

Ο τόνος του λόγου είναι προστακτικός και εξουσιαστικός σαν τις παραινέσεις του διευθυντή και μόνον οι κινήσεις της γυναίκας είναι υποτακτικές, ο χρόνος μόνιμος ενεστώτας, λες και τίποτα δεν περνάει στη μνήμη, τίποτα δεν γίνεται παρελθόν, όλα επαναλαμβάνονται καθημερινά με απίστευτη προσήλωση στην τάξη, έτσι ώστε όλες οι μέρες μοιάζουν πανομοιότυπες, οι κινήσεις αυτοματοποιημένες και η μοναδική αξία είναι αυτή της επανάληψης.



Κυνηγώντας τον κυνηγό



Η πάλη των τάξεων θα μεταφερθεί από το εργοστάσιο στο κρεβάτι και από εκεί στη χιονοδρομική πίστα, όπου προκλητικά παγοδρομεί ο νεαρός φοιτητής Μιχαέλ, ο σκιέρ που αποπλανά την υποτακτική Γκέρντι που αποκτά ντέρτι και τον κυνηγά, αυτόν, τον κυνηγό των μεταλλίων και των επιδόσεων που αδιαφορεί για τις γυναίκες που έξαλλες από το πάθος τους πέφτουν στα γόνατά του και υποκλίνονται στα νιάτα και τη γοητεία του. Η απελπισμένη Γκέρντι στο πρόσωπό του συναντά το νέο της βασανιστή, που ο ναρκισσισμός του δεν του επιτρέπει να ασχοληθεί με κάποιον άλλο πέρα από τον εαυτό του και ενδιαφέρεται μόνο για να συλλέξει μετάλλια από τη χειμερινή Ολυμπιάδα και να κατακτήσει πόστα και δόξα.

Η δράση στη «Λαγνεία» είναι περιορισμένη. Τα πρόσωπα είναι απρόσωπα και τα χαρακτηριστικά τους γενικά και στερεοτυπικά. Η Γκέρντι, η μεσήλικη γυναίκα που καταναλώνει αλκοόλ για να αντέξει την καθημερινή της άλωση, ο χοντρός διευθυντής που κυριαρχεί με το χρήμα, το παιδί, ένα πιστό πατρικό αντίγραφο, και ο φοιτητής στο πρότυπο του αποφασισμένου αναρριχητή που «αφιονισμένος κι αφηνιασμένος» αλωνίζει γυναίκες και βουνά. Ολα υπακούουν στους νόμους της ζήτησης και της αγοράς και καθώς η προσφορά είναι μεγάλη, το προϊόν θα πρέπει να βρίσκει νέους τρόπους να δείχνει καινούργιο και περιζήτητο.

Η κανιβαλική επίθεση και κακοποίηση που δέχεται η γυναικεία σάρκα, πάντα υπερβολική και ασύστολη, είναι μια παραβολή για την αποψίλωση της φύσης καθώς επαναληπτικά η γυναίκα έχει ταυτιστεί με αυτή. Πάνω της ξεσπούν, αφοδεύουν, κατασπαταλούν και κακοποιούν το σώμα της, κόβουν τα δέντρα για να κάνουν χαρτί και χιονοδρομικές πίστες, όμως κι αυτή με τη σειρά της τους τιμωρεί και τους εκδικείται, δολοφονώντας τον καρπό τους, αφήνοντάς τους στείρους και άτεκνους, όπως η Γκέρντι πνίγει το γιο της, το μελλοντικό καπιταλιστή.

Η ανάγνωση του βιβλίου είναι ένας αγώνας δρόμου αντοχής. Οι σχέσεις υποτέλειας, η αυτοματοποιημένη συμπεριφορά, η ταξική πάλη και η αλόγιστη εφαρμογή του καπιταλισμού οδηγούν μοιραία στο θάνατο κάθε ζωής. Η ίδια η μητέρα φύση θα εκδικηθεί όσους ασυλλόγιστα την κακοποίησαν, (μια τέτοια κοινωνία θα οδηγηθεί μοιραία στην αυτοκαταστροφή και στην κατάρρευση του σαθρού οικοδομήματος της ψευδαισθησιακής ευδαιμονίας), τιμωρώντας το ανθρώπινο κοπάδι, που έχει μάθει μόνο να αφοδεύει αυτά που έχει μόλις καταβροχθίσει.

Η μετάφραση του Λευτέρη Αναγνώστου είναι εμπνευσμένη και υποβάλλει στον αναγνώστη τη δύναμη της σκληρής πρόζας της συγγραφέα, αποδίδοντας με τα μελανότερα χρώματα τον έρημο και άγονο αυτό τόπο και με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία την ψυχρή και κυνική σεξουαλική μηχανική των προσώπων.



ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 22/10/2004

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!