Ουρανός από χώμα, Γη από σύννεφα
30%
Περιγραφή
Με φόντο τη Θεσσαλονίκη της μεταπολίτευσης, ο Αλέξανδρος, μισός άνθρωπος μισός ξωτικό, αφηγείται τη ζωή του εκπληρώνοντας την αποστολή που του ανέθεσαν τα ξωτικά χρίζοντάς τον Πρεσβευτή τους: να ξαναφέρει, μ' ένα βιβλίο, στους ανθρώπους τον ξεχασμένο κόσμο της φαντασίας, των Μύθων και των παραμυθιών.
Η συγγραφέας μας μεταφέρει, με αριστουργηματικό τρόπο, σε μια ατμόσφαιρα μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας.
Αποσπάσματα:
[...]«Πώς γίνεται κανείς ξωτικό;», είχα ρωτήσει παιδί ακόμη το γέρικο τελώνιο μιας βελανιδιάς.
«Να παραμείνεις παιδί. Ν’ αποφύγεις την παραμόρφωση που παθαίνουν τα παιδιά σαν μεγαλώνουν», με είχε συμβουλέψει με ξύλινη φωνή που μύριζε υγρασία.[...]
[...]Θα προτιμούσα να κυνηγώ δέκα μονόκερους μαζί για να τους καβαλήσω, παρά να κάνω ό,τι κάνει αυτός: περνάει τα σύνορα των παραμυθιών τόσο εύκολα που τολμάει να πηγαίνει ακόμη μακρύτερα, στην Υπερφαντασία, απ’ όπου –να µου το θυμηθείτε– μια μέρα δεν θα ξαναγυρίσει.[...]
Τη σπαρταριστή εκείνη βραδιά πιάνω και ζωντανεύω, η ουδέτερη γεύση της –ούτε πόνος ούτε χαρά, μόνο παιχνίδι και κατάπληξη– ζεσταίνει την καρδιά μου. Μέσα στη ροή των γεγονότων ήρθε αργά, μα τώρα πια που έχω μπροστά μου όλες τις ψηφίδες, δεν έχει «νωρίς» και «αργά», δεν έχει «πριν» και «μετά». Όλα είναι αραδιασμένα και μπορούν να «ξαναδιαβαστούν» μέσα στο παρόν. Αυτό το απόσταγμα του χρόνου ή, καλύτερα, αυτούς τους σταλακτίτες, το πετρωμένο νερό θαυμάζω μέσα στη σπηλιά του νου. Σε μερικούς ανθρώπους υπάρχουν σαν ακατέργαστες πέτρες. Μπορεί να τις χρησιμοποιήσει κανείς για να φτιάξει φράχτες ή εστίες φωτιάς ή ακόμη και για να λιθοβολήσει τον αδελφό του. Κι αν τύχει και γνωρίζει την τέχνη του γλυπτού και του ανάγλυφου, καμιά φορά επεξεργάζεται αυτές τις πέτρες. Οι εμπειρίες είναι ένα υλικό που μπορεί να μεταμορφωθεί και να μεταμορφώσει. Αρκεί να ξέρεις να φτιάχνεις αγάλματα[...]
[...]H Tρικέρατη Κυρία των Λεοντόκαρδων κούνησε ελαφρά το κεφάλι της και χιλιάδες κουδουνάκια αντήχησαν στο διάδημά της. Χαμογελούσε ευγενικά και με κοίταζε με κινέζικα μάτια.[...]
[...]Τον σκότωσε το Τέρας ένα βράδυ, μέσα σε μια τουαλέτα του ψυχιατρείου, μ’ ένα μικροσκοπικό σπαθάκι πάνω στο δρόμο των φλεβών. Μόλις κι άφησα να περάσει ο απόηχος της θυσίας από τις κατάκλειστες γρίλιες. Δεν πήγα ούτε να τον αποχαιρετήσω τη μέρα που έκαναν τη μετακόμισή του στο χωμάτινο σπιτάκι όπου θα κατοικούσε στο εξής...
«Βασιλιά της νεανικής κοιλάδας εκεί κάτω, μήπως έχεις γαϊδουρινά αυτιά; Η συμπόνια φυτρώνει πάνω στην απελπισία. Δεν χρειάζεται καμιά ελπίδα σωτηρίας για ν’ ανθίσει».»[...]
[...]Και τότε, καθώς όλα έγιναν μαγικά –βελούδινο σκοτάδι έξω, βελούδινη έξαρση μέσα µου, το θρόισμα των σκοτεινών φυλλωμάτων που µας ράντιζαν µε μαύρους κρυστάλλους, η μυρωδιά της φτέρης, του υγρού χώματος και των φύλλων που σάπιζαν– έχασα ξαφνικά τον εαυτό µου κι αισθάνθηκα κάτω από το λασπωμένο δέρμα µου να σαλεύει το φτέρωμα εκείνου του ξεχασμένου πουλιού.
Ζωντανεμένος από τη νύχτα και το φυσικό του περιβάλλον, ο φασιανός μέσα µου έκρωξε δυνατά. Στριφογύρισα τινάζοντας τις φτερούγες µου: «Μα, δε µε αναγνωρίζεις; Είμαι ο… φασιανός Άργος. Μαδήθηκα κάποτε για χάρη σου µ’ έναν πετεινό!» Αυτά είπα και στάθηκα πάλι ακίνητος περιμένοντας. Η σιωπή παρέλυσε τον χρόνο κι εμένα. Κρατούσα την ανάσα μου.