0
Your Καλαθι
Κωνσταντινούπολη / Contantinople
δίγλωσση έκδοση
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Ο Ανδρέας Γεωργιάδης επιχειρεί μια εικαστική καταβύθιση στην ιστορική τοπιογραφία της Κωνσταντινούπολης, έναν περίπατο στο χώρο και το χρόνο, καταγράφοντας με λεπτομέρεια σημεία γνωστά ή άγνωστα, που τον συγκίνησαν κατά τη διάρκεια των επισκέψεών του εκεί, και τα οποία συνθέτουν ένα συναισθηματικό πορτρέτο της Πόλης.
Μετά τη Βενετία και την Αλεξάνδρεια, ο ζωγράφος μάς ταξιδεύει σε μια ακόμη εμβληματική πόλη, την Κωνσταντινούπολη, επιλέγοντας αυτή τη φορά να εμπνευστεί από την ίδια την Ιστορία και αποτυπόνωντας μόνο τα σημεία εκείνα που σώθηκαν από τη φθορά του χρόνου και υπάρχουν ακόμη και σήμερα εκεί.
Η περιήγηση ξεκινά το 220 μ.Χ. με την εμβληματική Στήλη των Γότθων (που είναι και το παλαιότερο σωζόμενο μνημείο της πόλης) και φθάνει έως το 1920 με τη “νέα” γέφυρα του Γαλατά, ξεδιπλώνοντας 1700 χρόνια Ιστορίας με εικόνες από τη Στήλη του Κωνσταντίνου, το υδραγωγείο του Ουάλη, τη βασιλική Κινστέρνα, τη Μονή Αγ. Ιωάννη Στουδίου, την Αγία Σοφία, την Παναγία Μουχλιώτισσα, τον Πύργο του Λέανδρου, το Ναό του Σωτήρος, το ανάκτορο του Βουκολέοντος, τη Μονή Παντοκράτορα, τον πύργο του Γαλατά, το κάστρο του βόσπορου, το τέμενος Σουλεϊμάνιγιε, την αγορά των μπαχαρικών, το μεγάλο χάνι της Βαλιντέ, την κρήνη του Μεχμέτ Εμίν Αγά, το Ορτάκιοι, τη Μεγάλη του Γένους Σχολή, τα σκαλοπάτια του Camondo, τη μεγάλη οδό του Πέραν κ.ά.
Τα έργα της ενότητας, όλα μελάνια σε χειροποίητο χαρτί αποτελούν μια υποκειμενική συναισθηματική καταγραφή της σχέσης του ζωγράφου με την Πόλη, με ζωγραφική πυκνότητα αλλά και χρωματική ενάργεια, ποτισμένη από την Ιστορία και διάστικτη από πολλαπλές αναγνώσεις.
Μεταξύ άλλων, η επιμελήτρια της έκθεσης Ίριδα Κρητικού σημειώνει: “Τα νέα έργα του Ανδρέα Γεωργιάδη που πηγάζουν από τα έγκατα του ιχνογραφημένου υποσυνείδητου και το στιγμιαίο κλίμα μιας εντατικά πρωτοειδωμένης εικόνας ή ενός καθηλωτικού ιστορικού χωρίου ή λογοτεχνικού τόπου, συγγενεύουν μεταξύ τους με τον συνθηματικό και συμπυκνωμένο τρόπο που συγγενεύουν και οι γεωγραφικές μνήμες των ανεξίτηλων προορισμών.
Με την ίδια ενεργοποιημένη προσήλωση και ενδελέχεια με την οποία μετέτρεψε στο Αλεξανδρινό Κουαρτέτο του Ντάρρελ την ανάγνωση σε εικονοπλαστική αυτοτέλεια, συνθέτοντας στο τοπίο του νου τον συνολικό χώρο της σκηνικής δράσης, διαφυλάσσοντας την καθαρότητα του συναισθήματος και απαλείφοντας την απόσταση από την ανάγνωση στη ζωγραφική, τώρα ο Ανδρέας Γεωργιάδης, με τον τρόπο του επίμονου περιηγητή, εξαντλώντας κάθε επιτόπια δυνατότητα χρόνου και χρησιμοποιώντας παράλληλα δυσεύρετες ιστορικές πηγές και σπάνιο σχεδιαστικό ή φωτογραφικό υλικό, ανασυνθέτει στη συναρπαστική ετούτη ενότητα τα πολύτιμα σπαράγματα της ιστορικής βυζαντινής Κωνσνταντινούπολης.
Αποφεύγοντας για μία ακόμη φορά «τα γλυκά συστατικά της νοσταλγίας» μα αποτυπώνοντας με ακριβή σχεδιαστική ενάργεια τα ίχνη της ένδοξης αρχιτεκτονικής και ανθρώπινης σκονισμένης μνήμης της «πόλης των πόλεων», ο Ανδρέας Γεωργιάδης συναντά στις περιπλανήσεις του τους ίσκιους και τις αφηγήσεις του Κωνσταντίνου Μανασσή, του Γιάννη Παππά, του Αλέξανδρου Μασσαβέτα, του John Freely, του Raymond Janin, του Steven Runciman και του Pierre Loti, που γράφει ετούτο πού αισθανόμαστε όλοι όσοι ζήσαμε και αφουγκραστήκαμε σε χρόνο μονάκριβο αλλά δανεικό την Κωνσταντινούπολη, όταν περπατούμε επάνω σε εκείνες τις πέτρες κι όταν κρυφοκοιτούμε ανάμεσα στα ερειπωμένα μαρμάρινα βημόθυρα των βυζαντινών ναών και τα κατώφλια των αυτοκρατορικών ανακτόρων, στο Φάντασμα της Ανατολής του: «…Πέρα από τη δική μου θλίψη, που κάνει σήμερα τα έμβια να φαντάζουν νεκρά, ποια άλλη θλίψη να κατοικεί παντοτινά εκεί, να ελλοχεύει στην εικόνα της Κωνσταντινούπολης; Είχα προσπαθήσει να την εκφράσω σε ένα από τα πρώτα βιβλία μου, αλλά δεν το είχα κατορθώσει και σήμερα σε κάθε πέτρα, σε κάθε τάφο που αναγνωρίζω στο δρόμο μου, επανέρχονται οι ανείπωτες εντυπώσεις του άλλοτε, με αυτή την εσωτερική ζάλη που υπήρξε μια από τις διαρκέστερες της ζωής μου, βρίσκοντάς με και πάλι ανήμπορο να ζωγραφίσω και να προσδιορίσω με λέξεις αυτό που βλέπω και εκείνο που νιώθω, αυτό που υποφέρω…».
Μετά τη Βενετία και την Αλεξάνδρεια, ο ζωγράφος μάς ταξιδεύει σε μια ακόμη εμβληματική πόλη, την Κωνσταντινούπολη, επιλέγοντας αυτή τη φορά να εμπνευστεί από την ίδια την Ιστορία και αποτυπόνωντας μόνο τα σημεία εκείνα που σώθηκαν από τη φθορά του χρόνου και υπάρχουν ακόμη και σήμερα εκεί.
Η περιήγηση ξεκινά το 220 μ.Χ. με την εμβληματική Στήλη των Γότθων (που είναι και το παλαιότερο σωζόμενο μνημείο της πόλης) και φθάνει έως το 1920 με τη “νέα” γέφυρα του Γαλατά, ξεδιπλώνοντας 1700 χρόνια Ιστορίας με εικόνες από τη Στήλη του Κωνσταντίνου, το υδραγωγείο του Ουάλη, τη βασιλική Κινστέρνα, τη Μονή Αγ. Ιωάννη Στουδίου, την Αγία Σοφία, την Παναγία Μουχλιώτισσα, τον Πύργο του Λέανδρου, το Ναό του Σωτήρος, το ανάκτορο του Βουκολέοντος, τη Μονή Παντοκράτορα, τον πύργο του Γαλατά, το κάστρο του βόσπορου, το τέμενος Σουλεϊμάνιγιε, την αγορά των μπαχαρικών, το μεγάλο χάνι της Βαλιντέ, την κρήνη του Μεχμέτ Εμίν Αγά, το Ορτάκιοι, τη Μεγάλη του Γένους Σχολή, τα σκαλοπάτια του Camondo, τη μεγάλη οδό του Πέραν κ.ά.
Τα έργα της ενότητας, όλα μελάνια σε χειροποίητο χαρτί αποτελούν μια υποκειμενική συναισθηματική καταγραφή της σχέσης του ζωγράφου με την Πόλη, με ζωγραφική πυκνότητα αλλά και χρωματική ενάργεια, ποτισμένη από την Ιστορία και διάστικτη από πολλαπλές αναγνώσεις.
Μεταξύ άλλων, η επιμελήτρια της έκθεσης Ίριδα Κρητικού σημειώνει: “Τα νέα έργα του Ανδρέα Γεωργιάδη που πηγάζουν από τα έγκατα του ιχνογραφημένου υποσυνείδητου και το στιγμιαίο κλίμα μιας εντατικά πρωτοειδωμένης εικόνας ή ενός καθηλωτικού ιστορικού χωρίου ή λογοτεχνικού τόπου, συγγενεύουν μεταξύ τους με τον συνθηματικό και συμπυκνωμένο τρόπο που συγγενεύουν και οι γεωγραφικές μνήμες των ανεξίτηλων προορισμών.
Με την ίδια ενεργοποιημένη προσήλωση και ενδελέχεια με την οποία μετέτρεψε στο Αλεξανδρινό Κουαρτέτο του Ντάρρελ την ανάγνωση σε εικονοπλαστική αυτοτέλεια, συνθέτοντας στο τοπίο του νου τον συνολικό χώρο της σκηνικής δράσης, διαφυλάσσοντας την καθαρότητα του συναισθήματος και απαλείφοντας την απόσταση από την ανάγνωση στη ζωγραφική, τώρα ο Ανδρέας Γεωργιάδης, με τον τρόπο του επίμονου περιηγητή, εξαντλώντας κάθε επιτόπια δυνατότητα χρόνου και χρησιμοποιώντας παράλληλα δυσεύρετες ιστορικές πηγές και σπάνιο σχεδιαστικό ή φωτογραφικό υλικό, ανασυνθέτει στη συναρπαστική ετούτη ενότητα τα πολύτιμα σπαράγματα της ιστορικής βυζαντινής Κωνσνταντινούπολης.
Αποφεύγοντας για μία ακόμη φορά «τα γλυκά συστατικά της νοσταλγίας» μα αποτυπώνοντας με ακριβή σχεδιαστική ενάργεια τα ίχνη της ένδοξης αρχιτεκτονικής και ανθρώπινης σκονισμένης μνήμης της «πόλης των πόλεων», ο Ανδρέας Γεωργιάδης συναντά στις περιπλανήσεις του τους ίσκιους και τις αφηγήσεις του Κωνσταντίνου Μανασσή, του Γιάννη Παππά, του Αλέξανδρου Μασσαβέτα, του John Freely, του Raymond Janin, του Steven Runciman και του Pierre Loti, που γράφει ετούτο πού αισθανόμαστε όλοι όσοι ζήσαμε και αφουγκραστήκαμε σε χρόνο μονάκριβο αλλά δανεικό την Κωνσταντινούπολη, όταν περπατούμε επάνω σε εκείνες τις πέτρες κι όταν κρυφοκοιτούμε ανάμεσα στα ερειπωμένα μαρμάρινα βημόθυρα των βυζαντινών ναών και τα κατώφλια των αυτοκρατορικών ανακτόρων, στο Φάντασμα της Ανατολής του: «…Πέρα από τη δική μου θλίψη, που κάνει σήμερα τα έμβια να φαντάζουν νεκρά, ποια άλλη θλίψη να κατοικεί παντοτινά εκεί, να ελλοχεύει στην εικόνα της Κωνσταντινούπολης; Είχα προσπαθήσει να την εκφράσω σε ένα από τα πρώτα βιβλία μου, αλλά δεν το είχα κατορθώσει και σήμερα σε κάθε πέτρα, σε κάθε τάφο που αναγνωρίζω στο δρόμο μου, επανέρχονται οι ανείπωτες εντυπώσεις του άλλοτε, με αυτή την εσωτερική ζάλη που υπήρξε μια από τις διαρκέστερες της ζωής μου, βρίσκοντάς με και πάλι ανήμπορο να ζωγραφίσω και να προσδιορίσω με λέξεις αυτό που βλέπω και εκείνο που νιώθω, αυτό που υποφέρω…».
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις