0
Your Καλαθι
Το ακατονόμαστο θέατρο του Σάμουελ Μπέκετ
Μνήμη, αλήθεια, εξουσία
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Η μπεκετική λογοτεχνία τα τελευταία είκοσι χρόνια έχει εξελιχθεί σε πεδίο κριτικής διαμάχης. Η διαμάχη αυτή ανέδειξε τα χαρακτηριστικά στοιχεία της αμφισημίας, της παραδοξολογίας, των αντιθέσεων, του γλωσσικού παιχνιδιού. Στη σύγχρονη προσέγγιση τα στοιχεία αυτά τεκμηριώνουν τον "ακατονόμαστο" χαρακτήρα της θεατρικής παραγωγής του Μπέκετ. [...]
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Σάμουελ Μπέκετ, κορυφαίος συγγραφέας του 20ού αιώνα, ισορροπεί στο μεταίχμιο μεταξύ διαφορετικών λογοτεχνικών ειδών, γλωσσών και ρευμάτων, διερευνώντας τα όρια και τους όρους της ανθρώπινης ταυτότητας. Το έργο του, επειδή είναι αταξινόμητο, παραμένει εσαεί αντικείμενο ταξινομητικής απόπειρας από τους κριτικούς, και αντίστροφα, το ίδιο καταλήγει ακατονόμαστο, ενώ επιχειρεί να ονομάσει αυτό ακριβώς που δεν μπορεί να ειπωθεί, εκείνο που αντιστέκεται στον εγκλεισμό του νοήματος, τον οποίο επιφέρει η ταυτοποιητική ενέργεια της κατονομασίας.
Αυτή ακριβώς η αντίσταση στην καθήλωση της ταυτοποίησης, που διακρίνει τα έργα του Μπέκετ, αποτελεί το εφαλτήριο της μελέτης της Μάρως Γερμανού. Η Γερμανού αναδεικνύει εναργώς τη διαβρωτική δράση των μπεκετικών θεατρικών κειμένων ως προς τις κοινές κατηγορίες πρόσληψης του κόσμου και του ανθρώπου. Η προσέγγισή της συνδέεται με τις σύγχρονες ερμηνευτικές ροπές, οι οποίες υπερβαίνουν τον «υπαρξιακό ανθρωπισμό» του «θεάτρου του παραλόγου», στο οποίο εντάχτηκε το μπεκετικό έργο τη δεκαετία του '50. Οι τάσεις της αποδομητικής, φεμινιστικής, ψυχαναλυτικής και μετα-αποικιοκρατικής κριτικής, από τις οποίες αντλεί επιλεκτικά, αλλά και ελέγχει, η ανά χείρας ανάγνωση του Μπέκετ, επισημαίνουν, όχι την «απουσία του νοήματος», όπως ο υπαρξιακός ανθρωπισμός, αλλά μάλλον τη «διαμάχη για το νόημα του νοήματος», η οποία διαδραματίζεται στα έργα του και παραμένει εσαεί ανοιχτή, χωρίς οριστική έκβαση. Η διαμάχη αυτή, όπως σημειώνει η μελετήτρια, ούτε υπερβαίνει, αλλά, όμως, ούτε και επικυρώνει τον μηδενισμό. Εντοπίζοντας την αποσταθεροποίηση εννοιών, όπως η αλήθεια και το ενιαίο υποκείμενο, ως άξονες του μπεκετικού έργου, η Γερμανού αναδεικνύει, αντιθέτως, τον πολιτικό χαρακτήρα του, τον οποίο παρέβλεψε η πιο φορμαλιστική κριτική του «θεάτρου του παραλόγου», τονίζοντας την ποιητική χροιά του.
Η υπονόμευση της οριστικής αλήθειας
Σύμφωνα με αυτή την οπτική, η φθορά, ο θάνατος, η αποτυχία και η διάλυση που αποπνέει η μπεκετική δραματουργία, δεν συνιστούν απλώς αποφύσεις μιας θεμελιακά πεσσιμιστικής θεώρησης της «ανθρώπινης συνθήκης», αλλά, αντιθέτως, συναρτώνται με το κοινωνικό. Ετσι τα περίφημα θεατρικά έργα «Περιμένοντας τον Γκοντό», «Ευτυχισμένες ημέρες» ή το «Τέλος του παιχνιδιού» καθώς και οι ρηξικέλευθοι μπεκετικοί μονόλογοι διερευνώνται με βάση τη διατομή των εννοιών της αλήθειας, της μνήμης και της εξουσίας.
Ασώματες φωνές, ακινητοποιημένα, παγιδευμένα ή κατακερματισμένα σώματα, λόγος χωρίς συνεκτικότητα θέτουν εν αμφιβόλω την αποτελεσματικότητα της γλωσσικής επικοινωνίας, τον ρόλο της γλώσσας ως διαφανούς μέσου αποκάλυψης μιας αντικειμενικής αλήθειας, και κλονίζουν την πίστη στην τελεολογική εξέλιξη και την αιτιοκρατία. Το τέλος ως ολοκλήρωση ή αποκάλυψη του αληθινού νοήματος διαρκώς αναβάλλεται, αφού η πλοκή των έργων του Μπέκετ παραμένει σε μια κατάσταση αναμονής ή διαρκούς περιπέτειας, διαρρηγνύοντας τόσο τη χρονική τάξη όσο κι εκείνη της τυπικής λογικής. Το μοτίβο της επανάληψης είναι ακόμα ένα ηχηρό γνώρισμα του μπεκετικού έργου, που συντελεί στο παιχνίδι αναγγελίας, αναμονής και αναβολής του τέλους. Εκτός από δομικό χαρακτηριστικό του σκηνικού και της πλοκής των θεατρικών έργων του Μπέκετ, η επανάληψη κυριαρχεί επίσης στο γλωσσικό και μνημονικό πεδίο των χαρακτήρων του και συνδέεται με τη συμπτωματολογία του τραύματος. Η μνήμη που παράγεται από την ακατάπαυστη, ασυνάρτητη και ψυχαναγκαστική ομιλία των προσώπων εμφανίζεται ασθενική και διάστικτη από τα ψυχικά αποτελέσματα του τραύματος, το οποίο επανέρχεται σε διάφορες μορφές και στιγμές, καταργώντας τη συμβατική χρονολογία, συμπυκνώνοντας παρόν και παρελθόν, σβήνοντας τα ίχνη της απαρχής και το όριο του τέλους, που ταυτίζονται με την «αλήθεια».
Από τον «υπαρξιακό» στον «κοινωνικό» προσδιορισμό του υποκειμένου
Ομως μέσα από τη μνημονική, επαναληπτική, αποσπασματική, πολυφωνική ή και ασώματη ομιλία των μπεκετικών χαρακτήρων δεν συντελείται μόνον η αποσταθεροποίηση της τελικής αλήθειας, αλλά διακυβεύεται επίσης και η ίδια η παραδοσιακή έννοια του έλλογου και αρραγούς ανθρώπινου υποκειμένου. Η ατομική βιοϊστορία δεν δύναται να ανασυγκροτηθεί με συνεκτικό τρόπο. Στον λόγο των μπεκετικών χαρακτήρων παρουσιάζονται θραύσματα εμπειρίας, που ούτε αξιολογούνται ούτε διακρίνονται από τη φαντασία ούτε συγκροτούν μια εντελή αφήγηση. Ετσι τα ίδια τα πρόσωπα προβάλλουν ως κατακερματισμένα υποκείμενα, που υπονομεύουν την έννοια του ανθρώπου. Η καταγωγή του αντι-θεολογικού θεάτρου του Μπέκετ ανιχνεύεται στο «θέατρο της σκληρότητας» του Αντονίν Αρτό, ακριβώς ως προς το ότι αρνείται εξίσου τη μιμητική της αναπαράστασης του ρεαλιστικού θεάτρου, που προϋποθέτει ένα υποκείμενο που ελέγχει το νόημα του έργου, ενισχύοντας, αντιθέτως, την αβεβαιότητα και τη σύγχυση.
Ομως την κατάσταση αυτή η Γερμανού δεν την ανάγει απλώς στην «ανθρώπινη κατάσταση», ως υπαρξιακή συνθήκη, αλλά αναδεικνύει τις πολιτικές συντεταγμένες της έτσι όπως τη συναρτά με το κοινωνικό, το οποίο εκφέρεται με όρους εξουσιαστικούς. Αντλώντας από τη θεωρία του Φουκό ότι η παραγωγή της αλήθειας και της γνώσης είναι συνυφασμένη με τον ελεγκτικό λόγο των δικτύων εξουσίας, που πειθαρχεί τα πρόσωπα σε συγκεκριμένες θέσεις υποκειμενικότητας, η μελετήτρια διαβάζει τα θεατρικά έργα του Μπέκετ ακριβώς ως αγώνα για τον έλεγχο της αναπαράστασης. Τόσο οι επιλεκτικές μνήμες όσο και η αμνησία, η σιωπή ή οι πολλαπλές φωνές, που ομιλούν μέσα από τα πρόσωπα, παραπέμπουν και αλληλεπιδρούν με ένα ανομολόγητο πλέγμα εξουσίας, το οποίο τα καθιστά υποκείμενα και ταυτόχρονα τα ακυρώνει. Τα υποκείμενα, με τη σειρά τους, αντιστέκονται και συνάμα προσωποποιούν τα αποτελέσματα των εξουσιαστικών λόγων που τα συγκροτούν.
Στους μπεκετικούς μονολόγους, για παράδειγμα, η Γερμανού αναδεικνύει την προβληματικοποίηση της εξομολόγησης που πραγματοποιείται, καθώς αναιρείται η προσδοκία για την αποκάλυψη του αυθεντικού εαυτού ή την κατάκτηση της γνώσης, που ενέχεται σε αυτή την πρακτική. Και σε άλλο σώμα του έργου του διερευνάται η σχέση φωνής και σώματος, ή μάλλον η αποσύνδεσή τους, με αποτέλεσμα την απελευθέρωση της ομιλίας από την υποτιθέμενη πηγή της , η οποία θα της προσέδιδε ένα οριστικό και καθησυχαστικό νόημα.
Η μελέτη της Γερμανού είναι διεξοδική, ενημερωμένη θεωρητικά και βιβλιογραφικά εμπεριστατωμένη. Προσφέρει στον αναγνώστη μια εναργή ανάλυση της απαιτητικής μπεκετικής δραματουργίας, δίχως να μειώνει τη συνθετότητά της κατ' ελάχιστον. Και το σημαντικότερο, η πολιτική προοπτική της συγκεκριμένης μελέτης δεν αγνοεί, αλλά αντιθέτως αξιοποιεί ερμηνευτικά τις γλωσσικές και ευρύτερα μορφολογικές ιδιαιτερότητες του έργου του Μπέκετ, και δίνει ένα πιο δυναμικό και συλλογικό νόημα στις τάσεις διάλυσης που διακρίνουν το έργο του, διαβάζοντάς τες ως τεχνικές αντίστασης στις τεχνολογίες της εξουσίας.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 13/06/2008
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις