Δοκίμια για τη γλώσσα της λογοτεχνίας

Έκπτωση
40%
Τιμή Εκδότη: 18.66
11.20
Τιμή Πρωτοπορίας
+
98268
Συγγραφέας: Γιάκομπσον, Ρόμαν
Εκδόσεις: Εστία
Σελίδες:180
Μεταφραστής:ΜΠΕΡΛΗΣ ΑΡΗΣ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/04/1998
ISBN:9789600504972
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Θεσσαλονίκη:
Περιορισμένη διαθεσιμότητα
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή


ΚΡΙΤΙΚΗ




«Έχω μια αρρώστια: βλέπω τη γλώσσα» εξομολογείται ο Ρολάν Μπαρτ στην ιδιόρρυθμη αυτοβιογραφία του (Roland Barthes par Roland Barthes, 1975). Σε αυτούς τους «άρρωστους της γλώσσας», τους μεγάλους γλωσσομανείς, σίγουρα συγκαταλέγεται και ο Ρομάν Γιάκομπσον (1896-1982), από τους κορυφαίους γλωσσολόγους, που μαζί με τον Σωσσύρ σφράγισαν τον αιώνα μας. Ιδρυτικό μέλος του Γλωσσολογικού Κύκλου της Μόσχας (1915), του φορέα που, συντονισμένος με την Εταιρεία Μελέτης της Ποιητικής Γλώσσας (Opoiaz) στην Πετρούπολη, διαμόρφωσε τη μορφολογική μέθοδο για την έρευνα των γλωσσικών και λογοτεχνικών ζητημάτων ­τον περίφημο «ρωσικό φορμαλισμό», όπως χαρακτήριζαν την όλη κίνηση οι επιφυλακτικοί παρατηρητές ή αντίπαλοι­, ο Γιάκομπσον διατήρησε ισοβίως το πάθος για την ποίηση και τη γλώσσα που πύρωσε τα εφηβικά του χρόνια όταν, μαθητής ακόμη, μετέφραζε Μαλλαρμέ στα ρωσικά και, λίγο αργότερα, Μαγιακόβσκι στα γαλλικά. Το ασίγαστο αυτό πάθος μεταλαμπάδευσε στις επιστημονικές-πνευματικές κοινότητες των χωρών από τις οποίες πέρασε (Τσεχοσλοβακία: 1920-1939, Δανία, Νορβηγία, Σουηδία: 1939-1941) ώσπου να εγκατασταθεί οριστικά στις ΗΠΑ (1941 κ.ε.) και να σταδιοδρομήσει λαμπρά στα αμερικανικά πανεπιστήμια (Columbia, Harvard, ΜΙΤ). Σίγουρα ο συνεπής κοσμοπολιτισμός του δεν οφείλεται μόνο σε μια σειρά βιογραφικές συγκυρίες (εύπορη ρωσοεβραϊκή οικογένεια, που ταξιδεύει συχνά στο εξωτερικό· ο ίδιος και τα αδέλφια του γνωρίζουν από μικρά παιδιά το Παρίσι, τη Βενετία, τις γερμανικές πόλεις, μιλούν από νωρίς τα γαλλικά και τα γερμανικά, μεγαλώνουν σε ένα σπίτι γεμάτο βιβλία και πίνακες, ανοικτό στις νέες ιδέες και στις ξένες κουλτούρες, με σήμα κατατεθέν την άνεση προσαρμογής και αφομοίωσης: εφόδια που θα αποδειχθούν πολύτιμα αργότερα, στις δύσκολες ώρες των αναγκαστικών μετακινήσεων, της εξορίας). «Linguista sum: linguistici nihil a me alienum puto» συνήθιζε να λέει συχνά, παραφράζοντας τη γνωστή ρήση του Τερέντιου και υιοθετώντας την ως έμβλημα της δραστήριας ζωής του, στην οποία άλλωστε είχε έμπρακτο αντίκρισμα, εφόσον θρυλείται ότι χειριζόταν άνετα περί τις 20 γλώσσες (μολονότι ο ίδιος αστειευόμενος παραδεχόταν: Μιλώ τα ρωσικά σε... 19 γλώσσες).

Υπάρχουν στιγμές όπου την ιστορία τη γράφουν οι ενήλικοι, ενίοτε και οι ηλικιωμένοι, και άλλες όπου τα νήματα τα κινούν οι νέοι, επανατοποθετώντας τολμηρά και ρηξικέλευθα τα μεγάλα ζητήματα της τέχνης, της λογοτεχνίας, της επιστήμης. Τέτοια ήταν η στιγμή των ρωσικών γραμμάτων και τεχνών στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα: ορμητικά νεανική. Ο Γιάκομπσον προεδρεύει στον Γλωσσολογικό Κύκλο της Μόσχας μόλις εικοσάχρονος, «τρελός» για ποίηση (γράφει και ο ίδιος, στο πνεύμα των καιρών, φουτουριστικούς στίχους), εγκάρδιος φίλος δύο ποιητικών αστέρων της εποχής, του Χλέμπνικοβ και του Μαγιακόβσκι, καθώς και του ζωγράφου Μάλεβιτς, ζώντας με πυρετική ένταση την καλλιτεχνική κοσμογονία που συντελείται στη χώρα· ο έτερος νεαρός πρόεδρος του «κλιμακίου» της Πετρούπολης, ο Σκλόβσκι, έλεγε χαρακτηριστικά: «Οι πρόεδροι των δύο εταιρειών μας διαφέρουν σαφώς από τους προέδρους των μεγάλων επιστημονικών οργανισμών· στις παραδοσιακές εταιρείες συνήθως οι πρόεδροι επαναφέρουν στην τάξη, ενώ εμείς διεκδικούμε το δικαίωμα στην αταξία».

Για να κατανοήσει κανείς την «περίπτωση Γιάκομπσον» πρέπει να έχει συνεχώς κατά νου το εικονοκλαστικό κλίμα του ρωσικού κυβοφουτουρισμού, τον νευρικό, ακροβατικό ρυθμό της «νέας ποίησης», που προσφεύγει σε εντυπωσιακούς νεολογισμούς, επιστρατεύοντας έναν «σκυθικό πρωτογονισμό» ή «βαρβαρισμό», προκειμένου να υπονομεύσει τον ακαδημαϊσμό της ποιητικής παράδοσης ­ η προσοχή του Γιάκομπσον στρέφεται στον εθνογραφικό πλούτο της υπαίθρου και της πόλης, καθώς και στη γλωσσολαλία των παιδικών ποιημάτων και τραγουδιών. Η γλώσσα εκρήγνυται, οι λέξεις απελευθερώνονται άναρχα (κατά το σύνθημα του ιταλικού φουτουρισμού «parole in liberta», που ισχύει, τηρουμένων των αναλογιών, και στη ρωσική πρωτοπορία). «Ποίηση είναι η γλώσσα στην αισθητική της λειτουργία» διακηρύσσει ήδη στα 1919 ο Γιάκομπσον, στην πρώτη του «μοσχοβίτικη» μελέτη (Η νέα ρωσική ποίηση) που δημοσιεύεται στην Πράγα (1921) και εξετάζει συστηματικά, με επιστημονικές προδιαγραφές, το ποιητικό έργο του Χλέμπνικοβ.

Η σχεδόν εικοσαετής παραμονή στην Τσεχοσλοβακία είναι αποφασιστικής σημασίας για την περαιτέρω εξέλιξη του νεαρού γλωσσολόγου: πρωτοστατεί μαζί με τον Vilem Mathesius στην ίδρυση του Γλωσσολογικού Κύκλου της Πράγας (1926), του οποίου σημαίνοντα μέλη θεωρούνται, μεταξύ άλλων, οι Bogatyrev, Mukarovsky, Wellek, Trubetzkoy. Τονίζεται και εδώ η «οριζόντια» μάλλον παρά η «κάθετη» προσέγγιση της γλώσσας, η λειτουργική παρά η γενετική σκοπιά, και ­το κυριότερο­ συντελείται η μετάβαση από τον «φορμαλισμό» στον «στρουκτουραλισμό» (οι οκτώ «θέσεις» των Γιάκομπσον και Τυνιάνοβ για τα Προβλήματα μελέτης της λογοτεχνίας και της γλώσσας, το 1928, αποτελούν το κύκνειο άσμα του φορμαλισμού και συνάμα τις προγραμματικές αρχές του τσεχικού δομισμού, ο οποίος επισημοποιείται ένα χρόνο αργότερα με τις «θέσεις της Πράγας»). Διαμορφώνονται και διακρίνονται πλέον σαφώς οι δύο περιοχές τις οποίες καλλιεργεί συστηματικά ο Γιάκομπσον: η φωνολογία αφενός, και η ποιητική αφετέρου, την οποία ο ίδιος θεωρεί και το σημαντικότερο τμήμα του έργου του. Σε αυτό το πλαίσιο, εξετάζει σε βάθος το φαινόμενο της επανάληψης και του «παραλληλισμού» στην ποίηση· αναδεικνύει την ευρετική σημασία της έννοιας της λογοτεχνικότητας που αναπροσανατόλισε τις φιλολογικές έρευνες, τη διαπίστωση δηλαδή ότι δεν υπάρχει δεδομένο και απαρασάλευτο «λογοτεχνικό αντικείμενο», αλλά μεταβλητή λογοτεχνική λειτουργία, η οποία μπορεί να περιβάλλει, κατά καιρούς, ή να καταλείπει οποιοδήποτε είδος γραφής· διατυπώνει στις αδρές γραμμές του το μετέπειτα διάσημο δίπολο μεταφοράς και μετωνυμίας, ως τυπολογικό στοιχείο της γλώσσας και της λογοτεχνίας, που μετασχηματίζει τους ρητορικούς τρόπους σε νοηματικές κατηγορίες, ήδη από το 1935, στη μελέτη για την πρόζα του Παστερνάκ ­ την ίδια χρονιά που επισημαίνει και τη σημασία της δεσπόζουσας στη διαμόρφωση, λειτουργία και εξέλιξη των μικρών ή μεγάλων λογοτεχνικών συστημάτων. Οι περίφημες και τόσο μυθοποιημένες «δομές» δεν είναι παρά συνεκτικά δίκτυα σταθερών και επαναλαμβανόμενων παρουσιών ή απουσιών, δηλαδή συστήματα λανθανουσών σχέσεων, τα οποία κατασκευάζει η ανάλυση στο μέτρο που τα διακρίνει, με κίνδυνο βεβαίως να τα επινοεί, ενίοτε, πιστεύοντας ότι τα ανακαλύπτει. Πεποίθηση του Γιάκομπσον είναι ότι «η γλώσσα δεν υπάρχει χωρίς λογοτεχνία και η λογοτεχνία είναι η ουτοπία της».

Η επιστημονική συμβίωση του Γιάκομπσον με τον Λεβί-Στρως στην Ελεύθερη Σχολή Ανωτάτων Σπουδών της Νέας Υόρκης, ιδρυμένη από γάλλους και βέλγους εξόριστους διανοουμένους στην αρχή της δεκαετίας του 1940, υπήρξε καθοριστική για το μέλλον της δομικής ανθρωπολογίας: η «φωνολογική επανάσταση» και η αποκάλυψη (μέσω Γιάκομπσον) των εργασιών του Βλαντίμιρ Προπ άνοιξαν νέους ορίζοντες στην προσέγγιση των ανθρωπολογικών ζητημάτων. Αργότερα (1962), η περίφημη συνεταιρική ανάλυση των μπωντλαιρικών «Γάτων» (Les chats) από τον Γιάκομπσον και τον Λεβί-Στρως οδήγησε σε έναν εντυπωσιακό κριτικό «γατοκαβγά», μια σωρεία δηλαδή μελετών αντιρρητικών ή ενισχυτικών της άποψης των δύο συγγραφέων για το συγκεκριμένο σονέτο, μια πλούσια αντιπαράθεση μεθόδων δηλωτική της απήχησης του «πειράματος», αλλά και της ετοιμότητας, της εγρήγορσης της τότε κριτικής. Η γλωσσοκεντρική και γραμματική προσέγγιση της λογοτεχνίας γίνεται αίτημα των δεκαετιών 1960 και 1970 και εκτινάσσει στα ύψη την απήχηση του «γαλλικού στρουκτουραλισμού», έτσι όπως έχει διαμορφωθεί από τους τρεις θεματοφύλακές του, Γιάκομπσον, Λεβί-Στρως και Λακάν (του οποίου οι απόψεις περί δομικής ψυχανάλυσης πολλά οφείλουν στη διπολική τυπολογία μεταφοράς-μετωνυμίας).

Δύσκολα μπορούν να συνοψιστούν στο πλαίσιο ενός ενημερωτικού σημειώματος οι απόψεις ενός από τα τελευταία «ιερά τέρατα» της εποχής μας, οι οποίες εκτείνονται στο σύνολο των λεγομένων «επιστημών του ανθρώπου». Μπορεί το μοντέλο δομικής ανάγνωσης, βασισμένο στην περιγραφή των φωνητικών και γραμματικών δομών των κειμένων, να έδωσε μια «αφυδατωμένη» εκδοχή της λογοτεχνίας, αντιμετωπίζοντάς την ως «απρόσωπο» πεδίο εφαρμογής ποικίλων τεχνικών και συμβάσεων, αλλά πρέπει να το εντάξει κανείς στα ιστορικά συμφραζόμενα της εποχής που το κυοφόρησε και να μη λησμονεί πως ίσως αυτή η στυγνή τεχνογνωσία ήταν αναγκαία φάση στον αγώνα με το «θηρίο» του μεσουρανούντος βιογραφισμού, του αφελούς ψυχολογισμού ή κοινωνιολογισμού· να υπογραμμίσει επίσης ότι ο ίδιος ο Γιάκομπσον, συνδυάζοντας άριστα την αισθαντικότητα του ερωτευμένου με την αυστηρότητα του σοφού, κατά τον μπωντλαιρικό στίχο, συνόδευε πάντα τις «τεχνοκρατικές» παρατηρήσεις του με ευφυή, λεπταίσθητα, καίρια σχόλια, έτσι που τα κείμενά του να διακρίνονται από σπάνια και υποδειγματική κομψότητα (π.χ. η Ποίηση της γραμματικής και γραμματική της ποίησης ή η σειρά των «μικροσκοπικών αναγνώσεών» του σε ποιήματα των Σαίξπηρ, Δάντη, Μπλαίηκ, Καβάφη, Πεσσόα, Μπρεχτ κ.ά.)

Η παρούσα έκδοση συγκεντρώνει συμμετρικά τρεις μελέτες της «τσεχικής περιόδου» και τρεις της «αμερικανικής». Ο Αρης Μπερλής, γνωστός για τη μεταφραστική και κριτική του δεινότητα, προτάσσει ένα νευρώδες, χρήσιμο εισαγωγικό δοκίμιο· του οφείλουμε άλλωστε εν μέρει τη γνωριμία μας με τη σκέψη του Γιάκομπσον, εφόσον ο ίδιος ήδη στα μέσα της δεκαετίας του 1970 είχε αναλάβει την έγκαιρη και έγκυρη παρουσίασή του από τις σελίδες του καλού και ενημερωμένου περιοδικού Σπείρα. Επιλέγει έξυπνα να παραθέσει, δίκην επιμέτρου, το μάλλον αντιρρητικό δοκίμιο της Μ. Ruegg, που ήδη στα 1979 αντιμετωπίζει κριτικά τον άλλοτε πανίσχυρο δομισμό. Σήμερα, 20 περίπου χρόνια μετά, θα μπορούσε κανείς να διαβάσει κριτικά, κατά σημεία, και το δικό της κείμενο.

Η κρίση στην οποία βρίσκεται η λογοτεχνία στην εποχή μας καθόρισε εν πολλοίς και τη διαμόρφωση της σύγχρονης ποιητικής: είναι κριτική, ακριβώς επειδή η κατάσταση είναι κρίσιμη και μάλιστα όλα δείχνουν πως δεν μπορεί να υπολογίζει παρά σε εκείνους που έχουν να αποκομίσουν συμφέρον από τη σιωπή της. Η μόνη σχέση λοιπόν που μπορεί να έχει με τον καιρό της είναι να του εναντιώνεται συνεχώς. Υπάρχει ένα είδος ουτοπίας στην ποιητική, δηλαδή μια διάσταση μέλλοντος· και αυτό είναι που την κάνει να συμμετέχει, εν μέρει, στην περιπέτεια της ποίησης.

Λίζυ Τσιριμώκου, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 30-08-1998

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!