0
Your Καλαθι
Ευρώπη μέσω Ελλάδας
Μια καμπή στην Ευρωπαϊκή αυτοσυνείδηση 17ος - 18ος αιώνας
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Πότε και πώς η Ελλάδα αναγορεύεται σε τόπο καταγωγής του πολιτισμού της Ευρώπης; Σε καθρέφτη μέσα από τον οποίο η Ευρώπη βλέπει το δικό της πρόσωπο;
Η παρούσα μελέτη εξετάζει τη σχέση μεταξύ της ευρωπαϊκής αυτοσυνειδησίας και της αναφοράς της στην Ελλάδα. Μια σχέση που, προφανώς, διασταυρώνεται με την πορεία των κλασικών σπουδών και με τις εξελίξεις στις τεχνοτροπίες και την αισθητική χωρίς, όμως, να ανάγεται και να εξαντλείται σε αυτές.[...]
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Πόσο δεδομένος είναι ο ελληνοκεντρισμός της Ευρώπης και πώς μπορούμε σήμερα να σταθμίσουμε την ιστορικότητα ή τη μυθολόγησή του; Κάτω από ποιες συνθήκες επιχειρούνται η συγκρότηση της ευρωπαϊκής ταυτότητας και η «ανακάλυψη» της Ελλάδας, διαδικασίες διαλεκτικά συνδεδεμένες μεταξύ τους; Πώς συναιρείται το αρχαίο και το νέο πρόσωπο του Ελληνισμού στις μνήμες και στις προσδοκίες των περιηγητών, πώς μια συγκεκριμένη εδαφική περιοχή της οθωμανικής επικράτειας γίνεται «χώρα» και εντάσσεται στη σύγχρονη γεωγραφική συνείδηση; Τι μπορεί να σημαίνει η αναγόρευση της Αθήνας σε γενέθλια πόλη του ευρωπαϊκού πολιτισμού;
«Εκκαθαριστική επιχείρηση»
Η παρούσα μελέτη, ελαφρά επεξεργασμένη μορφή μιας διδακτορικής διατριβής που υποβλήθηκε το 2001 στο Ιστορικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, έχει ακριβώς ως αφετηρία της μερικά από τα παραπάνω ερωτήματα· προσφυώς χαρακτηρίστηκε «εκκαθαριστική επιχείρηση» στο μέτρο που εξετάζει κριτικά τη συναστρία Ευρώπης και Ελλάδας και τείνει να συμβάλει, κατά το δυνατόν, στην ιδεολογική αποφόρτιση του ζητήματος και στην ανασκευή παγιωμένων ιστοριογραφικών πεποιθήσεων. Η διάταξη των περιεχομένων είναι τετραμερής, με κατατοπιστικό πρόλογο, εναργή επιλεγόμενα και πλούσιο βιβλιογραφικό οδηγό. Η εκκίνηση γίνεται με μια κριτική αναδρομή στην ιστορία της «ιδέας της Ευρώπης» και στην ευρωπαϊκή διαχείριση της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς. Υπογραμμίζεται το γεγονός ότι η σχέση Ευρώπης - Ελλάδας στους νεότερους χρόνους δεν είναι αδιαφιλονίκητη και αυτονόητη, οι δε όροι της πρέπει να «ιστορικοποιηθούν»· να επαναπροσδιοριστούν οι συγκυρίες κατά τις οποίες περί τα τέλη του 17ου αιώνα αποκαθηλώνεται η «χριστιανοσύνη» ως επί μακρόν κυρίαρχη συνεκτική έννοια του δυτικού κόσμου, διαδραματίζεται η κρίση της ευρωπαϊκής συνείδησης και η περιβόητη διαμάχη «Αρχαίων» και «Νεοτέρων», στο πλαίσιο μιας γενικότερης χειραφέτησης και απαγκίστρωσης από το παρελθόν. Η «επινόηση» της Ευρώπης συμπλέει με την υποχώρηση των λατινικών και εβραϊκών σπουδών, την επαναξιολόγηση (και όχι απόρριψη) της αρχαιότητας, την ανάπτυξη νέων χωρογραφικών/τοπογραφικών και αρχαιοδιφικών μελετών, και την τελική αξιοδότηση του «πολιτισμού» ως έννοιας σύστοιχης με τη Γηραιά Ηπειρο. Στη συνέχεια, εξετάζοντας τους αναπροσανατολισμούς της ευρωπαϊκής συνείδησης, η συγγραφέας ελέγχει τη συμβατική εικόνα του φαινομένου της Αναγέννησης ως προνομιακής και άμεσης σχέσης με τους (αρχαίους) Ελληνες. Πρόκειται για σχήμα μάλλον κληρονομημένο από το ιστοριογραφικό κλίμα του 19ου αιώνα παρά βασισμένο στην αποδεδειγμένα πληθωρική και ισχυρή ρωμαϊκότητα των πρώιμων νεότερων χρόνων. Με άλλα λόγια, ενάντια σε αναχρονιστικές προβολές, πρέπει να επισημανθεί και να αποτιμηθεί αυτή η σθεναρή παρουσία του ρωμαϊκού στοιχείου στο αναγεννησιακό τοπίο, να καταγραφούν οι έκδηλες ή υποφώσκουσες εντάσεις, συγκρούσεις, αναμετρήσεις και επαφές μεταξύ του «βιργιλιακού» (τρωικού) και του «ομηρικού» κόσμου: το αρραγές, αρμονικό σύμπαν της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας δεν προκύπτει παρά αργότερα, όταν πλέον μέσω σύνθετων και μακρών διεργασιών έχουν επικρατήσει οι Νεότεροι έναντι των Αρχαίων και ανασηματοδοτούν την ελληνική παράδοση.
Μέρος - και μέτρο - της ευρωπαϊκής αυτογνωσίας καθίσταται η επαφή με την ανατολική «ετερότητα». Στο πλαίσιο του αρχόμενου δυτικού περιηγητισμού, αναδύεται το «Λεβάντε», η ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, ένα μωσαϊκό τόπων πολύπαθων στους οποίους άλλοτε άκμασαν ένδοξοι πολιτισμοί και τώρα (16ος-17ος αι.) κυριαρχεί το Ισλάμ. Στο αναγεννησιακό ταξίδι στην Ανατολή υπογραμμίζεται η απουσία της Αθήνας: η «ανακάλυψη» της πόλης από τους Ευρωπαίους στον ύστερο 17ο αιώνα, φέρνει στο φως μια «νέα αρχαία Ελλάδα», διαμορφώνει νέα ταξιδιωτική παράδοση και, σε συμβολικό επίπεδο, αναβαθμίζει δυναμικά την επαφή με τον σύγχρονο ελληνικό χώρο και τις σωζόμενες αρχαιότητες. Η Αθήνα των Babin, Spon, Guillet «αναβαθμολογείται», συμπληρώνει το διάσημο τρίπτυχο των κορυφαίων ιστορικών πόλεων (Ρώμη, Κωνσταντινούπολη, Ιερουσαλήμ), και τούτη η αίγλη δεν αποτελεί απλώς διεύρυνση του γεωγραφικού, αλλά και του πνευματικού ορίζοντα της Ευρώπης· στη διάρκεια του 18ου αιώνα εμπεδώνεται η ιδέα ότι η Αθήνα είναι το «λίκνο της δημοκρατίας» και η γενέτειρα του δυτικού κόσμου, η Ελλάδα αναδεικνύεται σε τόπο καταγωγής του ευρωπαϊκού πολιτισμού και σε καθρέφτη στον οποίο η Ευρώπη διακρίνει το πρόσωπό της. Η Αθήνα ως βαρόμετρο των νέων ευρωπαϊκών ιδεολογικών επιλογών και επενδύσεων, τα διαδοχικά πρόσωπα αυτής της αρχαίας και συνάμα νέας πόλης, κοντολογίς η «τύχη» της και η τελική της ένταξη στο νέο ιστοριογραφικό τοπίο είναι θέμα που αναπτύσσεται εν εκτάσει στην παρούσα εργασία - βρίσκεται, θα λέγαμε, στην καρδιά της προβληματικής της.
Το «είδωλο της καταγωγής»
Κύριες πηγές του όλου εγχειρήματος είναι τα περιηγητικά και άλλα «ευρωπαϊκά» κείμενα της εποχής (φιλολογικού ή ευρύτερα θεωρητικού ενδιαφέροντος) που διαβάζονται προσεκτικά υπό το φως των σημερινών ιστοριογραφικών προτάσεων και επανερμηνειών· η πλοήγηση στη σχεδόν ανεξάντλητη σχετική βιβλιογραφία γίνεται μεθοδικά και τούτο αποδεικνύεται κυρίως στον πλούτο των υποσημειώσεων, όπου διασταυρώνονται πληροφορίες και επιχειρηματολογίες, συνδυάζονται κρίσεις και διατυπώνονται προτάσεις. Η ανάδυση της ευρωπαϊκής αυτοσυνείδησης και ταυτότητας είναι ομόχρονη με τη διαμόρφωση της αντίληψης που θέλει την καταγωγή της Ευρώπης ελληνική. Το ενδιαφέρον του βιβλίου έγκειται ακριβώς στο ότι σταθμεύει στην κρίσιμη στιγμή όπου στήνεται το «είδωλο της καταγωγής», εξετάζει τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις της σύνδεσης Ευρώπης - Ελλάδας, που έμελλε να έχει μακρά διάρκεια. Αποφεύγοντας τόσο τις συμπληγάδες του «φιλελληνισμού» (και της συνακόλουθης τάσης να διακρίνει «ανθελληνικό» πνεύμα σε ό,τι αποκλίνει από τις οικείες προδιαγραφές) όσο και ενός απλουστευτικού «οριενταλισμού», παίρνοντας κριτικές αποστάσεις από παλαιότερα ιδεολογήματα που λειτούργησαν, ωστόσο, ως ιστορικά πορίσματα, η μελέτη έχει σαφή απομυθευτικό χαρακτήρα και επιχειρεί να υπερβεί μεροληψίες και εθνωφελείς στόχους. Μια αξιοπρόσεκτη συμβολή στη δραστηριότητα της σύγχρονης ελληνικής ιστοριογραφίας που έχει ήδη μπει σην τροχιά των αναθεωρήσεων και των επανεκτιμήσεων.
Λίζυ Τσιριμώκου (καθηγήτρια Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας)
Το ΒΗΜΑ, 25/06/2006
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις