0
Your Καλαθι
Ελλάδα και Τουρκία
Μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Σημειώσεις Γράφουν οι: Γιαλλουρίδης, Χριστόδουλος - Τσάκωνας, Παναγιώτης - Καιρίδης, Δημήτρης - Τσακίρης, Θεόδωρος - Μαυρίδης, Παναγιώτης κ.ά.
Το ερευνητικό και διδακτικό του έργο αναφέρεται στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις, την εξωτερική πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων, τη θεωρία της ειρήνης και της σύγκρουσης και το ρόλο των ΜΜΕ στην εξωτερική πολιτική.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Τα εγχειρίδια των διεθνών σχέσεων δεν αναφέρονται στις φυσικές καταστροφές ως γεγονότα που οδηγούν στην επίλυση των διακρατικών συγκρούσεων. Δεν είναι δύσκολο να διαβλέψει κανείς το γιατί. Οι πρόσφατοι σεισμοί μπορεί να κατέδειξαν τόσο στην ελληνική όσο και στην τουρκική κοινή γνώμη ότι πολλά από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι δύο χώρες είναι κοινά, αλλά είναι αμφίβολο αν το «θετικό κλίμα» που δημιούργησε η ανταλλαγή ανθρωπιστικής βοήθειας μπορεί να γεφυρώσει ως διά μαγείας τις διαφορές για την υφαλοκρηπίδα ή τον εναέριο χώρο του Αιγαίου.
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις χαρακτηρίζονται από αντικρουόμενα (αν και όχι βέβαια κατ' ανάγκην αγεφύρωτα) συμφέροντα. Παρ' όλο που η αντιπαλότητά μας με τη γείτονα χαρακτηρίζεται από λανθασμένες αντιλήψεις (misperceptions), οι οποίες απορρέουν από μνήμες ιστορικών γεγονότων, ψυχολογικές ανασφάλειες και ελλιπή πληροφόρηση, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι για ορισμένα σημαντικά θέματα τα συμφέροντα της Ελλάδας κάθε άλλο παρά ταυτίζονται με εκείνα της Τουρκίας (βλ. το βιβλίο του πρέσβη ε.τ. Βύρωνα Θεοδωρόπουλου, Οι Τούρκοι κι εμείς, εκδ. Φυτράκης, Αθήνα 1987). Και τα συμφέροντα είναι εκείνα που έχουν σημασία στις διεθνείς σχέσεις. Οπως με σαφήνεια το είχε θέσει ο λόρδος Palmerston στη Βουλή των Κοινοτήτων το 1848: «Δεν υπάρχουν ούτε αιώνιοι σύμμαχοι ούτε αιώνιοι εχθροί. Μόνο τα συμφέροντα είναι αιώνια και αυτά τα συμφέροντα είναι καθήκον μας να επιδιώκουμε».
Το βιβλίο Ελλάδα και Τουρκία δεν αμφισβητεί ότι η ελληνοτουρκική αντιπαράθεση έχει ένα σημαντικό κόστος και για τις δύο χώρες. Ευθύς εξαρχής επισημαίνεται ότι οι εξοπλιστικές προσπάθειες των δύο κρατών εμποδίζουν την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξή τους (σελ. 69). Εν τούτοις η μελέτη δεν επιδιώκει να συγκρίνει το κόστος ευκαιρίας των τεταμένων σχέσεων υποθέτοντας μελλοντικές θεαματικές (και ούτως ή άλλως μάλλον απίθανες) αλλαγές στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά μάλλον εστιάζει την προσοχή της στη μεγιστοποίηση της αποτελεσματικότητας της ελληνικής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής με βάση την (μάλλον ρεαλιστική) εκτίμηση ότι η ελληνοτουρκική αντιπαράθεση θα συνεχιστεί. Οπως όμως καταδεικνύει η μελέτη, τα αντικρουόμενα συμφέροντα των δύο χωρών αφήνουν πολλά περιθώρια για χάραξη μιας διαφορετικής πολιτικής, τουλάχιστον από την πλευρά της Ελλάδας. Οι διεθνολόγοι πάντως που συμβάλλουν στο συλλογικό αυτό έργο δεν φαίνεται να συμφωνούν απόλυτα για το δέον γενέσθαι.
Ο Δημήτρης Καιρίδης επισημαίνει ότι η Τουρκία δεν είναι μονόλιθος αλλά μια πολύπλοκη και μεταλλασσόμενη πραγματικότητα, στο εσωτερικό της οποίας υπάρχουν δυνάμεις που επιθυμούν την ελληνοτουρκική συνεργασία. Η Ελλάδα, επισημαίνει ο συγγραφέας, δεν έχει συμφέρον από τον αποκλεισμό του γείτονά της από τις ευρωπαϊκές δομές και η Αθήνα πρέπει να προσπαθήσει να επηρεάσει θετικά, στον βαθμό που μπορεί, τις μεγάλες ανακατατάξεις που βιώνει σήμερα η Τουρκία. Η άρνηση του διαλόγου, υποστηρίζει ο κ. Καιρίδης, δεν είναι παρά μια αγκύλωση που πρέπει να εγκαταλειφθεί οριστικά. Αντίθετα ο Θεόδωρος Τσακίρης επισημαίνει ότι η εκσυγχρονιστική - εξευρωπαϊστική τάση ενός σημαντικού τμήματος της τουρκικής ελίτ είναι κίβδηλη, καθώς «ο πραγματικός εκδημοκρατισμός της χώρας ισοδυναμεί με πράξη αυτοχειρίας» της καθεστηκυίας τάξης της (σελ. 130). Ετσι ο κ. Τσακίρης θεωρεί ότι ο ελληνοτουρκικός διάλογος είναι μια λανθασμένη επιλογή. Αναφερόμενοι στην κρίση στα Ιμια οι Παναγιώτης Μαυρίδης και Ευστάθιος Φακιολάς τονίζουν ότι η τουρκική στρατηγική έχει απαγκιστρωθεί από τις παραδοσιακές απειλές του εξαναγκασμού με την απειλή μετωπικού πολέμου κι έχει στραφεί σε πιο ευέλικτες πολιτικές της διαχείρισης κρίσεων με άξονα μια λογική περιορισμένου πολέμου. Μάλιστα οι δύο συγγραφείς διατυπώνουν την ανησυχητική πρόβλεψη ότι, αν δεν υπάρξουν προσαρμογές στην ελληνική στρατηγική, το κίνητρο επανάληψης ανάλογων εγχειρημάτων από την πλευρά της Τουρκίας είναι μεγάλο (σελ. 166). Στις ενδιαφέρουσες συμβολές τους οι Χαράλαμπος Παπασωτηρίου και Θάνος Ντόκος διατυπώνουν προτάσεις για την ενίσχυση της ελληνικής αποτρεπτικής ικανότητας. Και οι δύο αναλυτές επισημαίνουν την κρίσιμη σημασία της ευρωστίας της ελληνικής οικονομίας για την ασφάλεια της χώρας μας. Ο Χριστόδουλος Γιαλλουρίδης τονίζει ότι η γιουγκοσλαβική κρίση επέτρεψε στην Τουρκία να κερδίσει σε ερείσματα και αξιοπιστία στα Βαλκάνια. Οπως όμως σημειώνει ο καθηγητής του Παντείου, η τουρκική εξωτερική πολιτική δεν κατάφερε να παίξει έναν ευρύτερο ρόλο, «καθώς δεν αναγνωρίζεται από τους βαλκανικούς λαούς ως σταθεροποιητικός παράγοντας στην περιοχή» (σελ. 231). Ανάλογες εκτιμήσεις διατυπώνει και η Βιβή Κεφαλά για τα αποτελέσματα της τουρκικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή. Οι προσπάθειες της Τουρκίας να επιβληθεί ως μεγάλη περιφερειακή δύναμη στην περιοχή αυτή, τονίζει η κυρία Κεφαλά, κάθε άλλο παρά στέφθηκαν με επιτυχία. Ο Κυριάκος Κεντρωτής αναλύει τη δύσκολη προσπάθεια της Βουλγαρίας να παραμείνει έξω από την ελληνοτουρκική αντιπαράθεση, διατηρώντας παράλληλα ορισμένες κρίσιμες εσωτερικές ισορροπίες, ενώ η Μαριλένα Κοππά περιγράφει την εξωτερική πολιτική της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και διερευνά τις προοπτικές επιβίωσής της. Ο Μάριος Ευρυβιάδης επισημαίνει τις ανησυχητικές διαστάσεις του άξονα Τουρκίας και Ισραήλ τονίζοντας ότι «αυξάνει τις πιθανότητες [ενός ελληνοτουρκικού] πολέμου» (σελ. 312). Οι Χριστόδουλος Γιαλλουρίδης, Βαγγέλης Κουφουδάκης, Μιχάλης Ιωάννου και Ανδρέας Θεοφάνους εξετάζουν διάφορες πτυχές του Κυπριακού με ιδιαίτερη έμφαση στην εξωτερική πολιτική της χώρας και στον ρόλο των ΗΠΑ, του ΟΗΕ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ο Αγγελος Συρίγος διερευνά τον πιθανό ρόλο του Διεθνούς Δικαστηρίου στις ελληνοτουρκικές διαφορές. Και, τέλος, οι Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος και Αργύριος Πισιώτης εξετάζουν τις πολιτικές των ΗΠΑ και της Ρωσίας έναντι της Ελλάδος και της Τουρκίας.
Η απουσία κάποιας ανάλυσης των ελληνοτουρκικών οικονομικών σχέσεων, καθώς και των πιθανών προοπτικών τους είναι ίσως η σημαντικότερη έλλειψη του βιβλίου. Μια τέτοια μελέτη θα διευκόλυνε την καλύτερη αποτίμηση του κόστους ευκαιρίας της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης (δηλαδή όχι μόνο του κόστους της κούρσας των εξοπλισμών αλλά και του κόστους από την έλλειψη συνεργασίας στον οικονομικό τομέα). Αλλωστε μετά το τέλος του διπολισμού η διπλωματία αποκτά ολοένα και περισσότερο οικονομικό περιεχόμενο· και η Ελλάδα έχει πολλά να κερδίσει από την οικονομική δραστηριοποίησή της σε μια τεράστια αγορά, όταν μάλιστα από ορισμένες πλευρές (κόστος μεταφοράς κτλ.) διαθέτει σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα σε σχέση με τους ευρωπαίους εταίρους της.
Πάντως, γενικότερα, το βιβλίο διεκδικεί τη θέση της πιο ολοκληρωμένης παρουσίασης των σχέσεων Ελλάδας και Τουρκίας που έχει εκδοθεί ως σήμερα στην ελληνική γλώσσα. Τα κείμενα που το αποτελούν είναι ιδιαίτερα καλογραμμένα και διαθέτουν επαρκή εμπειρική στήριξη, με πολλές αναφορές στη διεθνή βιβλιογραφία και χρήσιμους πίνακες. Πολύ σωστά η μελέτη επικεντρώνεται στην ως σήμερα μάλλον παραμελημένη από τους έλληνες μελετητές εσωτερική πολιτική κατάσταση της Τουρκίας. Παράλληλα πολύ ορθά οι συγγραφείς επισημαίνουν τις σημαντικές επιπτώσεις πρόσφατων διεθνών και περιφερειακών ανακατατάξεων στην ελληνοτουρκική αντιπαράθεση. Οι επιμελητές του συλλογικού τόμου έχουν πετύχει απόλυτα τόσο στην οργανική σύνδεση των επί μέρους κεφαλαίων όσο και στην αποφυγή κουραστικών επαναλήψεων. Το βιβλίο δεν απευθύνεται μόνο στον στενό κύκλο των διεθνολόγων και στο περιορισμένο κοινό που ενδιαφέρεται για την εξωτερική πολιτική αλλά και στους διαμορφωτές της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής της χώρας μας.
Αστέρης Χουλιάρας
ΤΟ ΒΗΜΑ, 03-10-1999
Το ερευνητικό και διδακτικό του έργο αναφέρεται στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις, την εξωτερική πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων, τη θεωρία της ειρήνης και της σύγκρουσης και το ρόλο των ΜΜΕ στην εξωτερική πολιτική.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Τα εγχειρίδια των διεθνών σχέσεων δεν αναφέρονται στις φυσικές καταστροφές ως γεγονότα που οδηγούν στην επίλυση των διακρατικών συγκρούσεων. Δεν είναι δύσκολο να διαβλέψει κανείς το γιατί. Οι πρόσφατοι σεισμοί μπορεί να κατέδειξαν τόσο στην ελληνική όσο και στην τουρκική κοινή γνώμη ότι πολλά από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι δύο χώρες είναι κοινά, αλλά είναι αμφίβολο αν το «θετικό κλίμα» που δημιούργησε η ανταλλαγή ανθρωπιστικής βοήθειας μπορεί να γεφυρώσει ως διά μαγείας τις διαφορές για την υφαλοκρηπίδα ή τον εναέριο χώρο του Αιγαίου.
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις χαρακτηρίζονται από αντικρουόμενα (αν και όχι βέβαια κατ' ανάγκην αγεφύρωτα) συμφέροντα. Παρ' όλο που η αντιπαλότητά μας με τη γείτονα χαρακτηρίζεται από λανθασμένες αντιλήψεις (misperceptions), οι οποίες απορρέουν από μνήμες ιστορικών γεγονότων, ψυχολογικές ανασφάλειες και ελλιπή πληροφόρηση, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι για ορισμένα σημαντικά θέματα τα συμφέροντα της Ελλάδας κάθε άλλο παρά ταυτίζονται με εκείνα της Τουρκίας (βλ. το βιβλίο του πρέσβη ε.τ. Βύρωνα Θεοδωρόπουλου, Οι Τούρκοι κι εμείς, εκδ. Φυτράκης, Αθήνα 1987). Και τα συμφέροντα είναι εκείνα που έχουν σημασία στις διεθνείς σχέσεις. Οπως με σαφήνεια το είχε θέσει ο λόρδος Palmerston στη Βουλή των Κοινοτήτων το 1848: «Δεν υπάρχουν ούτε αιώνιοι σύμμαχοι ούτε αιώνιοι εχθροί. Μόνο τα συμφέροντα είναι αιώνια και αυτά τα συμφέροντα είναι καθήκον μας να επιδιώκουμε».
Το βιβλίο Ελλάδα και Τουρκία δεν αμφισβητεί ότι η ελληνοτουρκική αντιπαράθεση έχει ένα σημαντικό κόστος και για τις δύο χώρες. Ευθύς εξαρχής επισημαίνεται ότι οι εξοπλιστικές προσπάθειες των δύο κρατών εμποδίζουν την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξή τους (σελ. 69). Εν τούτοις η μελέτη δεν επιδιώκει να συγκρίνει το κόστος ευκαιρίας των τεταμένων σχέσεων υποθέτοντας μελλοντικές θεαματικές (και ούτως ή άλλως μάλλον απίθανες) αλλαγές στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά μάλλον εστιάζει την προσοχή της στη μεγιστοποίηση της αποτελεσματικότητας της ελληνικής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής με βάση την (μάλλον ρεαλιστική) εκτίμηση ότι η ελληνοτουρκική αντιπαράθεση θα συνεχιστεί. Οπως όμως καταδεικνύει η μελέτη, τα αντικρουόμενα συμφέροντα των δύο χωρών αφήνουν πολλά περιθώρια για χάραξη μιας διαφορετικής πολιτικής, τουλάχιστον από την πλευρά της Ελλάδας. Οι διεθνολόγοι πάντως που συμβάλλουν στο συλλογικό αυτό έργο δεν φαίνεται να συμφωνούν απόλυτα για το δέον γενέσθαι.
Ο Δημήτρης Καιρίδης επισημαίνει ότι η Τουρκία δεν είναι μονόλιθος αλλά μια πολύπλοκη και μεταλλασσόμενη πραγματικότητα, στο εσωτερικό της οποίας υπάρχουν δυνάμεις που επιθυμούν την ελληνοτουρκική συνεργασία. Η Ελλάδα, επισημαίνει ο συγγραφέας, δεν έχει συμφέρον από τον αποκλεισμό του γείτονά της από τις ευρωπαϊκές δομές και η Αθήνα πρέπει να προσπαθήσει να επηρεάσει θετικά, στον βαθμό που μπορεί, τις μεγάλες ανακατατάξεις που βιώνει σήμερα η Τουρκία. Η άρνηση του διαλόγου, υποστηρίζει ο κ. Καιρίδης, δεν είναι παρά μια αγκύλωση που πρέπει να εγκαταλειφθεί οριστικά. Αντίθετα ο Θεόδωρος Τσακίρης επισημαίνει ότι η εκσυγχρονιστική - εξευρωπαϊστική τάση ενός σημαντικού τμήματος της τουρκικής ελίτ είναι κίβδηλη, καθώς «ο πραγματικός εκδημοκρατισμός της χώρας ισοδυναμεί με πράξη αυτοχειρίας» της καθεστηκυίας τάξης της (σελ. 130). Ετσι ο κ. Τσακίρης θεωρεί ότι ο ελληνοτουρκικός διάλογος είναι μια λανθασμένη επιλογή. Αναφερόμενοι στην κρίση στα Ιμια οι Παναγιώτης Μαυρίδης και Ευστάθιος Φακιολάς τονίζουν ότι η τουρκική στρατηγική έχει απαγκιστρωθεί από τις παραδοσιακές απειλές του εξαναγκασμού με την απειλή μετωπικού πολέμου κι έχει στραφεί σε πιο ευέλικτες πολιτικές της διαχείρισης κρίσεων με άξονα μια λογική περιορισμένου πολέμου. Μάλιστα οι δύο συγγραφείς διατυπώνουν την ανησυχητική πρόβλεψη ότι, αν δεν υπάρξουν προσαρμογές στην ελληνική στρατηγική, το κίνητρο επανάληψης ανάλογων εγχειρημάτων από την πλευρά της Τουρκίας είναι μεγάλο (σελ. 166). Στις ενδιαφέρουσες συμβολές τους οι Χαράλαμπος Παπασωτηρίου και Θάνος Ντόκος διατυπώνουν προτάσεις για την ενίσχυση της ελληνικής αποτρεπτικής ικανότητας. Και οι δύο αναλυτές επισημαίνουν την κρίσιμη σημασία της ευρωστίας της ελληνικής οικονομίας για την ασφάλεια της χώρας μας. Ο Χριστόδουλος Γιαλλουρίδης τονίζει ότι η γιουγκοσλαβική κρίση επέτρεψε στην Τουρκία να κερδίσει σε ερείσματα και αξιοπιστία στα Βαλκάνια. Οπως όμως σημειώνει ο καθηγητής του Παντείου, η τουρκική εξωτερική πολιτική δεν κατάφερε να παίξει έναν ευρύτερο ρόλο, «καθώς δεν αναγνωρίζεται από τους βαλκανικούς λαούς ως σταθεροποιητικός παράγοντας στην περιοχή» (σελ. 231). Ανάλογες εκτιμήσεις διατυπώνει και η Βιβή Κεφαλά για τα αποτελέσματα της τουρκικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή. Οι προσπάθειες της Τουρκίας να επιβληθεί ως μεγάλη περιφερειακή δύναμη στην περιοχή αυτή, τονίζει η κυρία Κεφαλά, κάθε άλλο παρά στέφθηκαν με επιτυχία. Ο Κυριάκος Κεντρωτής αναλύει τη δύσκολη προσπάθεια της Βουλγαρίας να παραμείνει έξω από την ελληνοτουρκική αντιπαράθεση, διατηρώντας παράλληλα ορισμένες κρίσιμες εσωτερικές ισορροπίες, ενώ η Μαριλένα Κοππά περιγράφει την εξωτερική πολιτική της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και διερευνά τις προοπτικές επιβίωσής της. Ο Μάριος Ευρυβιάδης επισημαίνει τις ανησυχητικές διαστάσεις του άξονα Τουρκίας και Ισραήλ τονίζοντας ότι «αυξάνει τις πιθανότητες [ενός ελληνοτουρκικού] πολέμου» (σελ. 312). Οι Χριστόδουλος Γιαλλουρίδης, Βαγγέλης Κουφουδάκης, Μιχάλης Ιωάννου και Ανδρέας Θεοφάνους εξετάζουν διάφορες πτυχές του Κυπριακού με ιδιαίτερη έμφαση στην εξωτερική πολιτική της χώρας και στον ρόλο των ΗΠΑ, του ΟΗΕ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ο Αγγελος Συρίγος διερευνά τον πιθανό ρόλο του Διεθνούς Δικαστηρίου στις ελληνοτουρκικές διαφορές. Και, τέλος, οι Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος και Αργύριος Πισιώτης εξετάζουν τις πολιτικές των ΗΠΑ και της Ρωσίας έναντι της Ελλάδος και της Τουρκίας.
Η απουσία κάποιας ανάλυσης των ελληνοτουρκικών οικονομικών σχέσεων, καθώς και των πιθανών προοπτικών τους είναι ίσως η σημαντικότερη έλλειψη του βιβλίου. Μια τέτοια μελέτη θα διευκόλυνε την καλύτερη αποτίμηση του κόστους ευκαιρίας της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης (δηλαδή όχι μόνο του κόστους της κούρσας των εξοπλισμών αλλά και του κόστους από την έλλειψη συνεργασίας στον οικονομικό τομέα). Αλλωστε μετά το τέλος του διπολισμού η διπλωματία αποκτά ολοένα και περισσότερο οικονομικό περιεχόμενο· και η Ελλάδα έχει πολλά να κερδίσει από την οικονομική δραστηριοποίησή της σε μια τεράστια αγορά, όταν μάλιστα από ορισμένες πλευρές (κόστος μεταφοράς κτλ.) διαθέτει σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα σε σχέση με τους ευρωπαίους εταίρους της.
Πάντως, γενικότερα, το βιβλίο διεκδικεί τη θέση της πιο ολοκληρωμένης παρουσίασης των σχέσεων Ελλάδας και Τουρκίας που έχει εκδοθεί ως σήμερα στην ελληνική γλώσσα. Τα κείμενα που το αποτελούν είναι ιδιαίτερα καλογραμμένα και διαθέτουν επαρκή εμπειρική στήριξη, με πολλές αναφορές στη διεθνή βιβλιογραφία και χρήσιμους πίνακες. Πολύ σωστά η μελέτη επικεντρώνεται στην ως σήμερα μάλλον παραμελημένη από τους έλληνες μελετητές εσωτερική πολιτική κατάσταση της Τουρκίας. Παράλληλα πολύ ορθά οι συγγραφείς επισημαίνουν τις σημαντικές επιπτώσεις πρόσφατων διεθνών και περιφερειακών ανακατατάξεων στην ελληνοτουρκική αντιπαράθεση. Οι επιμελητές του συλλογικού τόμου έχουν πετύχει απόλυτα τόσο στην οργανική σύνδεση των επί μέρους κεφαλαίων όσο και στην αποφυγή κουραστικών επαναλήψεων. Το βιβλίο δεν απευθύνεται μόνο στον στενό κύκλο των διεθνολόγων και στο περιορισμένο κοινό που ενδιαφέρεται για την εξωτερική πολιτική αλλά και στους διαμορφωτές της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής της χώρας μας.
Αστέρης Χουλιάρας
ΤΟ ΒΗΜΑ, 03-10-1999
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις