0
Your Καλαθι
Περί ορέξεως και άλλων δεινών
Μυθιστόρημα
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Τρεις γυναίκες διαφορετικών ηλικιών, η Αννα, φοιτήτρια, η Αρσινόη, καθηγήτρια μέσης εκπαίδευσης, και η Όλγα, συγγραφέας βιβλίων μαγειρικής, απολαμβάνουν τρία διαφορετικά γεύματα που ο άντρας, τον οποίο και οι τρεις με κάποιον τρόπο μοιράζονται, ο πανεπιστημιακός σε Σχολή Τροφοδοσίας Λουκάς Κουλούρης, έχει μαγειρέψει ειδικά για κάθε μια απ' αυτές. Μέσα από τους εξομολογητικούς μονολόγους των τριών γυναικών, αλλά και του ίδιου του μάγειρα κατά τη διάρκεια της παρασκευής των γευμάτων, σατιρίζεται η Ελλάδα του σήμερα, με τα ιδεολογικά αδιέξοδα και τις υπαρξιακές ανησυχίες, με την εκποίηση των αξιών και τον άκρατο καταναλωτισμό της ηδονής.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Μυθιστόρημα σε συσκευασία δοκιμίου ή δοκίμιο με δέλεαρ τη μυθιστορηματική μέθεξη; Το ίδιο το μυθιστόρημα θέτει το ερώτημα σε μια από τις πολυάριθμες αυτοαναφορικές παρεκβάσεις του. Ενα ενδιαφέρον εγχείρημα, προερχόμενο από μια πανεπιστημιακό της αλλοδαπής που επιχειρεί την παρθενική της εμφάνιση στην περιοχή της μυθιστοριογραφίας. Με την έκρηξη του μυθιστορήματος, που σημειώθηκε στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, προέκυψαν μυθιστοριογράφοι από πλείστους όσους επαγγελματικούς τομείς. Μεταξύ αυτών σημαντικό μερίδιο διεκδικούν και οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι κάθε ειδικότητας. Αν και στα μυθιστορήματά τους εγκαταλείπουν τον επιστημονικό λόγο και εκλαϊκεύουν τις τυχόν θεωρητικές συνιστώσες της υπόθεσης, ώστε να προσαρμόζονται στο γνωστικό επίπεδο του καινούργιου γι' αυτούς ευρύτερου κοινού. Σε αντίθεση, η Ελένη Γιαννακάκη εμμένει τουλάχιστον κατά το ήμισυ σε ένα λόγο τύποις δοκιμιακό και παράλληλα σε ολόκληρο το μυθιστόρημα δεν επιχειρεί νοηματικές εκπτώσεις.
Οσοι αρέσκονται στις «στατιστικές περιεχομένου» θα ενέτασσαν το βιβλίο στην ανθοφορούσα τελευταίως κατηγορία των «γαστρονομικών τεχνικών» που εγκαινιάστηκε προ πενταετίας με το Γιάντες της Αμάντας Μιχαλοπούλου, εμπλουτίστηκε ένα χρόνο αργότερα με τις Επικίνδυνες μαγειρικές του Α. Στάικου και εφέτος, με δύο ακόμη μυθιστορήματα διαφορετικού κλίματος, Η δίαιτα της ύαινας της Β. Κάππα και Οι τέσσερις τοίχοι του Β. Χατζηγιαννίδη. Αν και πιστεύουμε ότι οι στατιστικές περιεχομένου, όπως όλες άλλωστε οι στατιστικές, μάλλον συσκοτίζουν. Μπορεί να παρατίθενται συνταγές εδεσμάτων και στα πέντε μυθιστορήματα, ωστόσο ως συνολικά σχεδιάσματα πόρρω απέχουν. Το πρόσφατο βιβλίο προσομοιάζει μόνο με το Γιάντες ως προς την αφηγηματική ευρηματικότητα.
Κατά μία άλλη ταξινόμηση το βιβλίο της Ελένης Γιαννακάκη ανήκει στο αποκαλούμενο πανεπιστημιακό μυθιστόρημα, που μετρά ήδη μισό αιώνα ύπαρξης, με εκλεκτούς εκπροσώπους τον πρόσφατα αποθανόντα Μάλκολμ Μπράντμπερι, τον Κίνγκσλεϊ Εϊμις, τον Ντέιβιντ Λοντζ ή τον Τζον Μπαρθ, τους οποίους προσφάτως γνωρίσαμε και χάρη στις συστηματικές μεταφράσεις των εκδόσεων Πόλις. Σε ένα πανεπιστημιακό μυθιστόρημα πρωταγωνιστούν πανεπιστημιακοί, η δράση περιορίζεται στο πανεπιστημιακό συγκρότημα και, το βασικότερο, ο συγγραφέας είναι και αυτός πανεπιστημιακός. Εξ ου και ο σατιρικός χαρακτήρας του. Ως πρώτο πανεπιστημιακό μυθιστόρημα στα καθ' ημάς αναγνωρίστηκε, πριν από εννέα χρόνια, το Ανωφελές διήγημα του Γ. Γιατρομανωλάκη. Αν και καθόλου τυπικό, μια και ο συγγραφέας παραμένει στα προσφιλή του χωρία της αλληγορίας και του συμβολισμού.
Τα μυθιστορήματα του Γ. Γιατρομανωλάκη και της Ελένης Γιαννακάκη συγγενεύουν, καθ' όσον και οι δύο Κρητικοί και οι ιστορίες τους εκτυλίσσονται στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Στη σχολή φυσικής του Ηρακλείου το πρώτο, στο Ρέθυμνο το δεύτερο, σε μια, από όσο τουλάχιστον γνωρίζουμε, μη εισέτι ιδρυθείσα «Ανώτατη Σχολή Τροφοδοσίας» (αν και πλέον δόκιμο μας φαίνεται το Διατροφικής). Αφορμή για τον Γ. Γιατρομανωλάκη στάθηκε ένα πραγματικό γεγονός που συνέβη τρία χρόνια νωρίτερα, ο φόνος δύο καθηγητών από ένα μεταπτυχιακό φοιτητή. Και η Ελένη Γιαννακάκη επισφραγίζει το μυθιστόρημά της με τον αιφνίδιο θάνατο τριών προσώπων της πανεπιστημιακής κοινότητας. Αυτή τη φορά όμως πρόκειται για επινόημα της μυθοπλασίας. Οπως και να έχει, η ποιητική του Γ. Γιατρομανωλάκη παραβιάζει πολλαπλώς τη νόρμα του πανεπιστημιακού μυθιστορήματος, οπότε το πρόσφατο μυθιστόρημα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το πρώτο του είδους που έρχεται, ως θα αναμενόταν από τη Γηραιά Αλβιώνα, η οποία και κυρίως το εξέθρεψε.
Πόσο γνήσιο όμως είναι και αυτό, όταν η συγγραφέας, ορμώμενη από «την πολιτεία που έγινε πορνείο» του σεφερικού ποιήματος (μότο του βιβλίου), φαντασιώνει, τριάντα τόσα χρόνια αργότερα, τη γενέτειρά της, το Ρέθυμνο, ως «μία πόλη των παθών», με κατοίκους «επιρρεπείς στις απολαύσεις» και την ελίτ των διανοουμένων να συστήνει κλαμπ προς ηδονισμό, κοντά στ' Ανώγεια, σε υψόμετρο «κάτω απ' το σπήλαιο», όπου τα συμπόσια καταλήγουν σε θυσίες εφήβων διά της πυράς. Σε αυτό το σημείο το μυθιστόρημα φαίνεται και ως συνέχεια στα Παιδιά της Αριάδνης του Ρ. Μπίτον, ο οποίος, προς επαύξηση του σασπένς, συμπλήρωνε την πλοκή με ανθρωποθυσίες των Μινωιτών. Το Ρέθυμνο, ως μικρογραφία της Ελλάδος, μεταλλάσσεται από ελαιοπαραγωγό χωριό «σε κοσμοπολίτικο κέντρο γαστρονομίας και γαστροπαιδείας», για να καταλήξει μια έκλυτη πόλη, έδρα ντόπιας μαφίας που πλουτίζει με τα ποικίλα αλιεύματα και τα εκτροφεία σολομού. Η σάτιρα της συγγραφέως έχει στο στόχαστρο τη σύγχρονη Ελλάδα και όχι τον στενό πανεπιστημιακό χώρο. Το περίτεχνο, ωστόσο, της δομής του μυθιστορήματος, πρότυπο μεταμυθοπλασίας, νομίζουμε ότι ελαττώνει τη δραστικότητα της ειρωνείας.
Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε τρία μέρη, έκαστο από δύο κεφάλαια, μετά επιμυθίου και παραρτήματος. Με τον βίαιο θάνατό του, ο πρόεδρος του «Τομέα Γαστροφυσιολογίας» της «Ανωτάτης Σχολής Τροφοδοσίας» αφήνει ημιτελές ένα σύγγραμμα, το οποίο, ως συμβαίνει συνήθως, εκδίδεται πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του· το σημείωμα του επιμελητή έκδοσης, ονόματι Μισέλ Φάις, φέρει ημερομηνία Οκτώβριος 2003. Πρόκειται για τρία δοκίμια του αποθανόντος με θέμα, κάθε φορά, την παρασκευή ενός μενού που προορίζεται για μια συγκεκριμένη γυναίκα και στοχεύει, μέσω της ποικιλίας των εδεσμάτων, στη χειραγώγηση της μνήμης και της φαντασίας της. Η συνεχής μεταφορική φόρτιση της γλώσσας διευρύνει το γαστριμαργικό σε σεξουαλικό, καθώς πρόκειται για τη φοιτήτρια και ερωμένη του καθηγητή, τη σύζυγό του και την επιστήθια φίλη του.
Η συγγραφέας σκιαγραφεί μια ιδιόρρυθμη ως διάστροφη προσωπικότητα, ερμηνεύοντάς τη φροϋδικά. Μια καταπιεστική μικρασιάτισσα μητέρα, που ελέγχει ως και τις αφοδεύσεις του γιου της, μετέωρου μεταξύ στοματικού και πρωκτικού σταδίου, ικανοποιούμενου με σαδιστικούς φόνους ζώων και εφήβων, παραμένοντας ωστόσο ηθικός και μόνον αυτουργός. Ρητορικός και ναρκισσευόμενος ο λόγος του, με πληθωρική διακειμενικότητα, από τη γαστρονομία και φυσιολογία ως τη διεθνή και ελληνική λογοτεχνία, αλλά και ευτράπελες παρεκβάσεις. Αν και δημιουργείται η αίσθηση της υπερβολής, ίσως και κάποιας επαναληπτικότητας.
Τα δοκίμια συνοδεύονται από τις αφηγήσεις των γυναικών για τη γαστριμαργική εμπειρία τους που λαμβάνει χώρα σε συνθήκες απομόνωσης τύπου «Μεγάλου Αδελφού». Οπως δηλώνουν και οι επιστημονικοί όροι της φυσιολογίας που επιλέγονται ως επί μέρους τίτλοι, πρόκειται για τρεις παθολογικές περιπτώσεις, την ανορεξική, τη χρόνια δυσκοίλια και τη βουλιμική καθηλωμένες στον ίδιο άνδρα, που βρίσκουν το πάθος στον αναμεταξύ τους έρωτα. Συνειρμοί και ενύπνια αποδίδουν εκάστη διατροφική διαταραχή, άψογα από κλινικής απόψεως, ωστόσο λεκτικά μάλλον πάσχουν.
Τα μενού του καθηγητή περιλαμβάνουν θαλασσινά που εκτρέφει στο ενυδρείο του, όπου θα καλλιεργηθεί ένας μεταλλαγμένος ιός που προσβάλλει τη μνήμη και απειλεί με αφανισμό τον πλανήτη. Γεγονός που πληροφορούμεθα από τα αποσπάσματα του Τύπου, που παρατίθενται στο παράρτημα δίνοντας αναδρομικά στο μυθιστόρημα τη μορφή μιας επιπλέον καταστροφολογικής ουτοπίας. Τελικά όσο αρτιότερη μια μεταμυθοπλασία τόσο εγκεφαλικότερο δείχνει το αποτέλεσμα.
ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΟ ΒΗΜΑ , 06-01-2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις