0
Your Καλαθι
Ιστορίες για πέταμα
Έκπτωση
35%
35%
Περιγραφή
Μικρά ευθυγραφήματα, μονόλοι-πορτρέτα και καθημερινά στιγμιότυπα από τη ζωή της αόρατης πόλης της Χαθήνας. Φωνές τυχαίες στο πλήθος, ο Φώτης, ο Γιάννης, η Λίντα, ο Σλάβεκ, η Θεοδοσία, και μια σειρά χαρακτήρες της διπλανής πόρτας γίνονται ευδιάκριτοι για λίγο καθώς ξεπροβάλλουν μέσα από το νέφος της καθημερινότητας, καθένας χορεύοντας στο δικό του ρυθμό μες στην πολυγλωσσία της πρωτεύουσας.
Μπορεί κανείς να τους δει σαν σύντομα σκίτσα που αφηγούνται, μιλούν στο τηλέφωνο, κουτσομπολεύουν, διαμαρτύρονται, καθένας με το δικό του βιολί, και να γελάσει μαζί τους ή να τους συμπαθήσει. Ή καλύτερα και τα δύο. Άλλωστε ανάμεσα τους βρίσκεται και ο ίδιος καθένας μας ένας ανώνυμος ήρωας στην κοινή γελοιογραφία.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Τα σύντομα αφηγήματα του βιβλίου γράφτηκαν, όπως ομολογεί η συγγραφέας, σαν αστείο, σαν ανάπαυλα, σαν ένα κλείσιμο ματιού προς τον εαυτό της -ευτυχώς που γλίτωσαν, έστω και την τελευταία στιγμή, από το καλάθι των αχρήστων. Δεν πρόκειται για ασκήσεις ύφους, ούτε για χρονογραφήματα, μολονότι πολλά διαθέτουν τη γοητεία του εφήμερου, του προσωρινού. Οι μονόλογοι, από τους οποίους κατά κύριο λόγο συντίθεται το βιβλιαράκι της, είναι αδρές προσωπογραφίες -ή καλύτερα καρικατούρες· αδρά σκιτσαρισμένες, τολμηρά και κεφάτα αποτυπωμένες, σταματούν ένα βήμα (βήμα σοφό) πριν από τη γελοιογραφία και διεκδικούν την καθολικότητα της τυπολογίας τους.
Ο,τι γράφει η Σοφία Γιαννάτου είναι ποτισμένο με το άρωμα του παράξοδου. Το συνηθισμένο, το μικρό, το ευτελές, το ελάχιστο αποτελούν, για εκείνη, την ποίηση του καθημερινού. Ξέρει να αφηγείται με μαεστρία τα τετριμμένα στιγμιότυπα, που σε άλλους, αν δεν προκαλούσαν δυσφορία, θα διαγράφονταν αυτοστιγμεί ως ασήμαντα. Ενα σουσούμι, ένα χαρακτηριστικό, μια ιδιαιτερότητα στην ομιλία, μια ξεχωριστή ενδυματολογική νότα, μεταμορφώνονται εδώ σε δυναμικά λογοτεχνικά συστατικά. Μια φευγαλέα εικόνα, μια σκέψη, μια αντίφαση θεμελιώνουν μια στέρεη κατασκευή. Η συλλογή των αφηγημάτων της διαθέτει εσωτερική ενότητα και γερή δομή, όπου ένας-ένας οι μονόλογοι του βιβλίου, σαν ψηφίδες πολύχρωμες, συνθέτουν μια τοιχογραφία αναγνωρίσιμη μεν από όλους μας, εντελώς προσωπική, ωστόσο, και ιδιότυπη, στην αποτύπωσή της. Είναι η τοιχογραφία μιας σύγχρονης μεγαλούπολης -της Χαθήνας, όπως προσφυώς η Σοφία Γιαννάτου παραφθείρει το όνομα της Αθήνας, ίσως για να υπογραμμίσει ότι η Αθήνα που όλοι γνωρίσαμε εξέλιπε διά παντός, σαν να εξαχνώθηκε μέσα στο μολυσμένο νέφος που την πνίγει- εποικισμένης από κατοίκους οι οποίοι, αντί άλλης διασκέδασης, παίζουν κάτι σαν το κυνήγι του χαμένου θησαυρού, αναζητώντας τα διαρκώς χαμένα, εξαφανισμένα ή άυλα στοιχεία που κάνουν πόλη μια πόλη: ταξί, λεωφορεία, θέση για παρκάρισμα, υπαλλήλους ικανούς να τους εξυπηρετήσουν, πράσινο, προάστια, ακόμη και τραπέζι σε ταβέρνα.
Μια πανσπερμία κατοίκων σε διαρκή αναζήτηση, λοιπόν: επαρχιώτες, νησιώτες και στεριανοί, που προσπαθούν να κατανοήσουν τα ακατανόητα· αστοί σε πλήρη σύγχυση, που πασχίζουν να συνδιαλλαγούν με τη σύγχρονη παράνοια με τους όρους μιας άλλης, πολύ πιο καθησυχαστικής συνθήκης, μέσα στην οποία οι ίδιοι μεγάλωσαν· θεούσες διαχειρίστριες πολυκατοικιών και μπερδεμένα παιδιά της νέας τηλεπραγματικότητας· ευαίσθητοι κομπιναδόροι και ξηγημένοι φαλλοκράτες· υστερικοί κομμωτές και τρωκτικά των δημοσίων υπηρεσιών· και κυρίως μετανάστες: Φιλιππινέζες καθαρίστριες, Ρουμάνες αμφιβόλου ηθικής, Πολωνοί οικοδόμοι. Με εξαιρετική λεπτότητα και οξύτατη παρατηρικότητα ανατέμνει τον ιδιότυπο, επιλεκτικό ρατσισμό των Νεοελλήνων, το διάχυτο φόβο τους για την ετερότητα, την αδυναμία τους να τα βγάλουν πέρα με τη νέα πραγματικότητα που τους υπερβαίνει· ταυτόχρονα διεκτραγωδεί με ευαισθησία και την αγωνία προσαρμογής του ξένου, του λαθρομετανάστη, που άλλοτε πασχίζει με νύχια και με δόντια να διατηρήσει την ιδιαιτερότητά του και τη σύνδεσή του με το μακρινό του τόπο, και άλλοτε φτάνει στο σημείο να αρνηθεί ολότελα την ταυτότητά του.
Ρατσισμός, ξενοφοβία, παράδοση, εκσυγχρονισμός, ξενολατρία, μιμητισμός, ομφαλοσκόπηση, συγκρουσιακές τάσεις: ανάμεσα στα πιο ετερόκλητα αισθήματα παραπαίει ο σύγχρονος Χαθηναίος. Και η Σοφία Γιαννάτου περιγράφει το μετεωρισμό του με χιούμορ, ένα χιούμορ καταλυτικό, καθαρό, υγιές, χωρίς ίχνος ζόφου, ένα χιούμορ που στρέφεται προς όλες τις κατευθύνσεις, ακόμη και προς την πλευρά της αφηγήτριας, χωρίς να γίνεται σαρκασμός, χωρίς να περιέχει την υποτίμηση, χωρίς στιγμή να στυφαίνει. Γιατί αυτό που χαρακτηρίζει τη Σοφία Γιαννάτου είναι η συμπάθεια και η επιείκεια: ακόμη και στο ξεκαρδιστικό, προφανώς αυτοβιογραφικό της αφήγημα «Ολα τα πρωινά του κόσμου», όπου περιγράφει μιαν οδύσσεια ανά τις εφορίες της Αθήνας, η συγγραφέας δεν γίνεται ούτε στιγμή ξινή ή καταγγελτική: η ματιά της είναι η ματιά ενός κατά βάση αισιόδοξου ανθρώπου που τον διασκεδάζει το εγγενές παράλογο του κοινωνικού μας βίου· κι αυτή η ιλαρότητα, που μπορεί να ανθεί και μέσα στην ταλαιπωρία, αυτή η αποστασιοποιημένη παρακολούθηση μιας πραγματικότητας κατά βάσιν εχθρικής, δίνει στις ιστορίες της καθαρτήρια διάσταση.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΧΙΝΑ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 21/02/2003
ΚΡΙΤΙΚΗ
Την σήμερον όποιος δηλώνει επαγγελματίας συγγραφεύς, τουτέστιν πεζογράφος, μια και τα λοιπά είδη λόγου ελάχιστα προσφέρονται για βιοπορισμό, θα πρέπει να ζει με το διαρκές άγχος της συγγραφής μυθιστορήματος. Με τις επικρατούσες ωστόσο συνθήκες διαβίωσης, τους θορύβους και τους πανταχόθεν περισπασμούς, ακόμη και όταν δεν λείπει η έμπνευση, η συγγραφή μυθιστορήματος, ως φαίνεται, παρουσιάζεται ως μια μάλλον δύσκολη υπόθεση, πέραν βεβαίως των διαρροϊκών περιπτώσεων, στις οποίες ευτυχώς δεν ανήκει η Σοφία Γιαννάτου, σύμφωνα και με τις εξομολογήσεις της. Ακριβέστερα, την αδυναμία προσώρας συγγραφής μυθιστορήματος δεν την αποκαλύπτει η ίδια αλλά ένας μονόλογος της ηρωίδας της, ονόματι Φωτεινής, που απευθύνεται σε έναν φανταστικό μεν αλλά κατά τα φαινόμενα βασανιστικό συνομιλητή. Αντί όμως να διεκτραγωδεί με μελανά χρώματα τη δυστοκία της, περιγελά τα γραπτά της, σπεύδοντας να τα χαρακτηρίσει «ιστορίες για πέταμα». Και έτσι προσφέρει και έναν ταιριαστά δηκτικό τίτλο για τη συναγωγή των εν λόγω ιστοριών, με τις οποίες και αποφάσισε να δώσει το συγγραφικό παρών, αναγκαίο καθόσον έχουν ήδη παρέλθει επτά έτη από την έκδοση του πρώτου μυθιστορήματός της, Θεραπεύοντας την... Αλιθσον Γκρέη. Εμείς, πάντως, εθισμένοι στη βαριά και νεφελοσκεπή, κατά κανόνα, ατμόσφαιρα της νεοελληνικής πεζογραφίας, δεν θα συμφωνήσουμε. Δεν μας περισσεύουν κιόλας οι χιουμοριστικές ιστορίες για να πετάξουμε ελαφρά τη καρδία τις 21 σύντομες μεν, αλλά αρκούντως δραστικές ιστορίες της.
Μια αόρατη πόλη
Δεν πρόκειται ωστόσο ακριβώς για ιστορίες, φανταστικές ή πραγματικές, αν και δεν αποκλείεται, όταν με το καλό μεταφραστούν σε μια γλώσσα της Εσπερίας, να χαρακτηριστούν από τον ξένο Τύπο ως ιστορίες για αγρίους. Οπως και αν έχει, πιστεύουμε ότι οι αθηναίοι αναγνώστες θα μείνουν μάλλον με την εντύπωση του χρονογραφήματος, καθώς μάλιστα το βιβλίο ανοίγει με ένα κείμενο για την Αθήνα που εξεικονίζεται ως μια από τις αόρατες πόλεις του Ιταλο Καλβίνο. Σε αυτό η συγγραφέας επιστρατεύει έναν από τους γνωστότερους τρόπους της ειρωνείας, την ευφυολόγο αναστροφή, οπότε τα δεινά της διαβίωσης στην πρωτεύουσα σκιαγραφούνται ως ευλογία· το νέφος, το κυκλοφοριακό χάος, η γραφειοκρατία ως το ελλειμματικό πράσινο και οι πυρκαϊές. Αυτή η διά του αντιθέτου υπογράμμιση καταλήγει σε μια ανώδυνη διακωμώδηση που πολύ απέχει από το ανελέητο της σάτιρας. Ως φαίνεται, όμως, ταιριάζει με τη θυμική διάθεση της Σ. Γιαννάτου, η οποία και ακολουθεί αυτή τη γραμμή πλεύσης σε ολόκληρο το βιβλίο της.
Στη συνέχεια παρατάσσονται 15 μονόλογοι που οι περισσότεροι φέρουν ως τίτλο το βαπτιστικό όνομα του ρητορεύοντα και για υπότιτλο έναν μουσικό όρο, ο οποίος και χαρακτηρίζει, με θαυμαστή μάλιστα ευστοχία, τον ρυθμό του λόγου. Παρ' όλο που το 2003 συμπληρώνονται 150 χρόνια από τον θάνατο του Κωνσταντινουπολίτη Δημητρίου Χατζηασλάνη ή και Βυζάντιου, η πρωτεύουσα του νεοελληνικού κράτους εξακολουθεί να θυμίζει τη Βαβυλωνία του. Τότε το Ναύπλιο, σήμερα η Αθήνα, αλλά ο γλωσσικός αχταρμάς παραμένει ο ίδιος, όπως δείχνει και η Σ. Γιαννάτου με την πιστή, σχεδόν φωνογραφική, καταγραφή των λόγων που καθημερινά μας βομβαρδίζουν. Μέσα από το πλήθος των ιδιωμάτων η συγγραφεύς διαγράφει ευκρινώς τη σημερινή ποικιλία χαρακτήρων και νοοτροπιών. Από τη μία, ο καταφερτζής Καλαματιανός, ο αφελής νησιώτης και ο γραφικός κομμωτής, και από δίπλα, οι κλιμακώσεις της γυναικείας υστερίας, η θεούσα, η απελευθερωμένη ή η κοπτόμενη για το περιβάλλον, την ελληνική και άλλα παρόμοια. Αργκό και ελληνικούρες ολοκληρώνονται με τα παράφωνα ελληνικά των μεταναστών, από την αλβανή παραδουλεύτρα ως τον πολωνό μπογιατζή. Εν συντομία, ένα σχετικά αντιπροσωπευτικό δείγμα των σημερινών αθλίων των Αθηνών.
Χιουμοριστικό «ρέκβιεμ»
Τη συλλογή συμπληρώνουν μερικές ευτράπελες ιστορίες που έχουν για ηρωίδα το alter ego της συγγραφέως, τη Φωτεινή. Καλόκαρδη και μοντέρνων αντιλήψεων, αντιμετωπίζει με υπομονή τις αποπνικτικές μητρικές φροντίδες, με κατανόηση τον γκαραζιέρη ή και τον νταλικέρη, προπαντός, με καρτερικότητα τις υπηρεσίες του Δημοσίου. Δηλαδή, όλους τους εφιάλτες μιας γυναίκας μόνης. H συγγραφέας, σαν καλός χιουμορίστας, επιμένει στις λεπτομέρειες αναδεικνύοντας την κωμική πλευρά κυρίως των ανθρώπων, όπως αυτή φανερώνεται από το παρουσιαστικό, τις χειρονομίες και τον λόγο τους. Δεν αποκλείεται την επόμενη φορά που θα ταλαιπωρούμεθα συναλλασσόμενοι με το ελληνικό Δημόσιο να αντέξουμε καλύτερα τη δοκιμασία με την ανάμνηση του χιουμοριστικού «ρέκβιεμ» που συνέθεσε για την περίσταση η Σ. Γιαννάτου.
MAPH ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΟ ΒΗΜΑ, 31-08-2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις