0
Your Καλαθι
Η λαϊκή πολιτική σάτιρα στο τέλος του 19ου αιώνα
Μέσα από τις εικόνες του Νέου Αριστοφάνη
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
ΚΡΙΤΙΚΗ
Οι δημοκρατικοί θεσμοί αυτού του τόπου συμπορεύονται με το δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης και την απαγόρευση ή μη της λαϊκής σάτιρας. Από τα πρώτα, ακόμη, οθωνικά χρόνια παίζεται ένα περίεργο -όσο και οδυνηρό- «κρυφτούλι» ανάμεσα στον Τύπο και την εξουσία. Πού τελειώνει η κριτική άποψη; Πού αρχίζει η αυθαιρεσία; Σ' εποχές μεταβατικές -ολόκληρη η νεότερη Ιστορία μας συγκροτείται από μια αλυσίδα τέτοιων «μεταβατικών» εποχών- επειδή ο λόγος χειμάζεται ή διώκεται, καλείται η εικόνα να πει τα όσα ο λόγος απαγορεύεται να εκφράσει.
Είναι τότε που το χιούμορ, από τον Σουρή ώς τον Μποστ και από τον Αλ. Σούτζο ώς τον Βλάση Γαβριηλίδη, λειτουργεί μαζί και ως τιμωρία και ως κάθαρση. Και ως εκτόνωση του λαϊκού αισθήματος και ως φόβητρο απέναντι στην αυθαιρεσία των εκάστοτε ισχυρών. Το «θα σε κάνω ρεντίκολο» είχε ανέκαθεν μοναδική νουθετική δύναμη. Γράφει ο Αλέξανδρος Σούτζος:
Εως πότε η ξένη ακρίδα / έως πότε κουφός βαυαρός / θα βυζαίνει τη δόλια πατρίδα / Σηκωθήτε, αδέλφια, καιρός.
Φανατικός αντιοθωνιστής είναι και ο Στέφανος Ξένος (1821-1893), ο οποίος, ως εκδότης του «Βρεταννικού Αστέρος» από το 1860 ώς το 1863, επηρεάζει από το Λονδίνο τις πολιτικές και αισθητικές αντιλήψεις στην Ελλάδα, αφού δημοσιεύει εξαίρετες γελοιογραφικές ξυλογραφίες κλασικίζουσας -αλλά πολύ τολμηρής- αντίληψης. Τις πρώτες γελοιογραφίες σε ξυλοτυπία τις έχουμε το 1849 με το περιοδικό «Τράκα - Τρούκα» που εξέδιδε ο Νικόλαος Μπίλλερ. Τομή όμως στον Τύπο της εποχής αποτελεί ο «Νέος Αριστοφάνης», σκληρός κριτής της τρικουπικής εποχής. Η «απειλή»: ή υπούργημα μου δίνεις ή εφημερίδα βγάζω ήταν τόσο επίκαιρη τότε όσο είναι και τώρα. Μεγάλη καινοτομία του εντύπου και του εκδότη του Π. Πηγαδιώτη είναι οι μεγάλες λιθογραφίες, οι οποίες φιλοτεχνούνται στην Μπολόνια από τον πολύ Augusto Grossi (1835-1919). Πρόκειται για αληθινή τομή στην ελληνική δημοσιογραφία, γιατί η σχεδιαστική και εκτυπωτική ποιότητα των σατιρικών εικόνων δημιουργούν έκτοτε ένα «μεγάλο θέαμα» και άρα διεκδικούν με το κύρος τους τη δυνατότητα δυναμικής παρέμβασης. Ο Grossi, με την εμπειρία του ιταλικού Papagallo, εικονογραφεί το ελληνικό έντυπο con brio και forte. Θέματά του οι Τρικούπης, Δηληγιάννης, Θεοτόκης, η ήττα του '97, το ανατολικό ζήτημα, η ρωσική διείσδυση στα Βαλκάνια, ο ελληνικός αλυτρωτισμός, η μιζέρια της πολιτικής σκηνής κ.λπ.
Ο συγγραφέας του έργου Γ. Γιαννέλλης αφ' ενός παρακολουθεί την πολιτική ιστορία του τόπου κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι. και αφ' ετέρου εικονογραφεί τα γεγονότα με το απαράμιλλο οπτικό υλικό που έχει συγκεντρώσει η έρευνά του.
Από το 1876 ο Πηγαδιώτης εκδίδει και τον «Αρχίλοχο» ως παράρτημα του «Αριστοφάνη» και προσλαμβάνει ως συντάκτες τούς Ιωάννη Βερβέρη και Γεώργιο Σουρή. Το 1891 ανακοινώνει νέο ένθετο, το «Γάτο» (βλέπετε η μόδα κρατούσε από τότε!).
Παράλληλα ο Grossi, έστω και από μακριά, θαυματουργεί. (Ο Πηγαδιώτης του έστελνε σκαριφήματα με την κεντρική ιδέα κι εκείνος τα συνέθετε ελεύθερα και ξανάστελνε τη λιθογραφία πίσω.) Το αισθητικό αποτέλεσμα είναι υψηλό, όσο και άμεσο, και συντελεί στη διαμόρφωση του μέσου γούστου πολύ πιο άμεσα από την ακαδημοποιημένη και μελιστάλαχτη ζωγραφική της εποχής. Συνεχιστής αυτής της παράδοσης είναι ασφαλώς ο Σωτήριος Χρηστίδης (1858-1940), ο οποίος θα συνταιριάξει τον ανώνυμο λαϊκό τεχνίτη με την αισθητική του Θεόφιλου και -γιατί όχι;- με τις σατιρικές ακουαρέλες του Τσαρούχη (πρβλ. τη λιθογραφία του 1897: ΟΙ ΒΟΕΣ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ). Οι πολιτικές γελοιογραφίες του 19ου αι. λοιπόν αποτελούν ένα σπαρταριστικό υλικό, το οποίο αποκαλύπτει τη δυναμική, τα πάθη και την αισθητική μιας ολόκληρης εποχής. Η εκτυπωτική μάλιστα αρτιότητα του λευκώματος και η ολοκληρωμένη ερμηνεία του πολιτικοκαλλιτεχνικού αυτού φαινομένου καθιστούν την έκδοση μοναδική.
ΜΑΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 12/04/2002
Οι δημοκρατικοί θεσμοί αυτού του τόπου συμπορεύονται με το δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης και την απαγόρευση ή μη της λαϊκής σάτιρας. Από τα πρώτα, ακόμη, οθωνικά χρόνια παίζεται ένα περίεργο -όσο και οδυνηρό- «κρυφτούλι» ανάμεσα στον Τύπο και την εξουσία. Πού τελειώνει η κριτική άποψη; Πού αρχίζει η αυθαιρεσία; Σ' εποχές μεταβατικές -ολόκληρη η νεότερη Ιστορία μας συγκροτείται από μια αλυσίδα τέτοιων «μεταβατικών» εποχών- επειδή ο λόγος χειμάζεται ή διώκεται, καλείται η εικόνα να πει τα όσα ο λόγος απαγορεύεται να εκφράσει.
Είναι τότε που το χιούμορ, από τον Σουρή ώς τον Μποστ και από τον Αλ. Σούτζο ώς τον Βλάση Γαβριηλίδη, λειτουργεί μαζί και ως τιμωρία και ως κάθαρση. Και ως εκτόνωση του λαϊκού αισθήματος και ως φόβητρο απέναντι στην αυθαιρεσία των εκάστοτε ισχυρών. Το «θα σε κάνω ρεντίκολο» είχε ανέκαθεν μοναδική νουθετική δύναμη. Γράφει ο Αλέξανδρος Σούτζος:
Εως πότε η ξένη ακρίδα / έως πότε κουφός βαυαρός / θα βυζαίνει τη δόλια πατρίδα / Σηκωθήτε, αδέλφια, καιρός.
Φανατικός αντιοθωνιστής είναι και ο Στέφανος Ξένος (1821-1893), ο οποίος, ως εκδότης του «Βρεταννικού Αστέρος» από το 1860 ώς το 1863, επηρεάζει από το Λονδίνο τις πολιτικές και αισθητικές αντιλήψεις στην Ελλάδα, αφού δημοσιεύει εξαίρετες γελοιογραφικές ξυλογραφίες κλασικίζουσας -αλλά πολύ τολμηρής- αντίληψης. Τις πρώτες γελοιογραφίες σε ξυλοτυπία τις έχουμε το 1849 με το περιοδικό «Τράκα - Τρούκα» που εξέδιδε ο Νικόλαος Μπίλλερ. Τομή όμως στον Τύπο της εποχής αποτελεί ο «Νέος Αριστοφάνης», σκληρός κριτής της τρικουπικής εποχής. Η «απειλή»: ή υπούργημα μου δίνεις ή εφημερίδα βγάζω ήταν τόσο επίκαιρη τότε όσο είναι και τώρα. Μεγάλη καινοτομία του εντύπου και του εκδότη του Π. Πηγαδιώτη είναι οι μεγάλες λιθογραφίες, οι οποίες φιλοτεχνούνται στην Μπολόνια από τον πολύ Augusto Grossi (1835-1919). Πρόκειται για αληθινή τομή στην ελληνική δημοσιογραφία, γιατί η σχεδιαστική και εκτυπωτική ποιότητα των σατιρικών εικόνων δημιουργούν έκτοτε ένα «μεγάλο θέαμα» και άρα διεκδικούν με το κύρος τους τη δυνατότητα δυναμικής παρέμβασης. Ο Grossi, με την εμπειρία του ιταλικού Papagallo, εικονογραφεί το ελληνικό έντυπο con brio και forte. Θέματά του οι Τρικούπης, Δηληγιάννης, Θεοτόκης, η ήττα του '97, το ανατολικό ζήτημα, η ρωσική διείσδυση στα Βαλκάνια, ο ελληνικός αλυτρωτισμός, η μιζέρια της πολιτικής σκηνής κ.λπ.
Ο συγγραφέας του έργου Γ. Γιαννέλλης αφ' ενός παρακολουθεί την πολιτική ιστορία του τόπου κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι. και αφ' ετέρου εικονογραφεί τα γεγονότα με το απαράμιλλο οπτικό υλικό που έχει συγκεντρώσει η έρευνά του.
Από το 1876 ο Πηγαδιώτης εκδίδει και τον «Αρχίλοχο» ως παράρτημα του «Αριστοφάνη» και προσλαμβάνει ως συντάκτες τούς Ιωάννη Βερβέρη και Γεώργιο Σουρή. Το 1891 ανακοινώνει νέο ένθετο, το «Γάτο» (βλέπετε η μόδα κρατούσε από τότε!).
Παράλληλα ο Grossi, έστω και από μακριά, θαυματουργεί. (Ο Πηγαδιώτης του έστελνε σκαριφήματα με την κεντρική ιδέα κι εκείνος τα συνέθετε ελεύθερα και ξανάστελνε τη λιθογραφία πίσω.) Το αισθητικό αποτέλεσμα είναι υψηλό, όσο και άμεσο, και συντελεί στη διαμόρφωση του μέσου γούστου πολύ πιο άμεσα από την ακαδημοποιημένη και μελιστάλαχτη ζωγραφική της εποχής. Συνεχιστής αυτής της παράδοσης είναι ασφαλώς ο Σωτήριος Χρηστίδης (1858-1940), ο οποίος θα συνταιριάξει τον ανώνυμο λαϊκό τεχνίτη με την αισθητική του Θεόφιλου και -γιατί όχι;- με τις σατιρικές ακουαρέλες του Τσαρούχη (πρβλ. τη λιθογραφία του 1897: ΟΙ ΒΟΕΣ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ). Οι πολιτικές γελοιογραφίες του 19ου αι. λοιπόν αποτελούν ένα σπαρταριστικό υλικό, το οποίο αποκαλύπτει τη δυναμική, τα πάθη και την αισθητική μιας ολόκληρης εποχής. Η εκτυπωτική μάλιστα αρτιότητα του λευκώματος και η ολοκληρωμένη ερμηνεία του πολιτικοκαλλιτεχνικού αυτού φαινομένου καθιστούν την έκδοση μοναδική.
ΜΑΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 12/04/2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις