Ο επίπονος, αντιδραστικός εκμοντερνισμόςτης Ελλάδας

Έκπτωση
10%
Τιμή Εκδότη: 16.00
14.40
Τιμή Πρωτοπορίας
+
9786185803773
Εκδόσεις: Oblik Editions
Σελίδες:208
Ημερομηνία Έκδοσης:01/08/2024
ISBN:9786185803773
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή

Το περιεχόμενο αυτού του βιβλίου αποτέλεσε αρχικά ερευνητική εργασία για την Αρχιτεκτονική Σχολή του Πανεπιστημίου Πατρών. Το υλικό συγκεντρώθηκε και τα κείμενα γράφτηκαν το 2015, στον απόηχο των δραματικών αλλαγών που επέφεραν στη χώρα τα μνημόνια, αλλά και εν μέσω των κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών (άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, δημοψήφισμα, κ.λπ.), οι οποίες ακολούθησαν και σε μεγάλο βαθμό επηρέασαν τον συγγραφέα και την οπτική του.
Το αρχικό έναυσμα ήταν μια διάχυτη, οξύτατη και εμφανώς μεθοδευμένη επιστροφή στον κυρίαρχο λόγο - που τώρα είχε να υπερασπιστεί τα προγράμματα του ΔΝΤ - του διαχρονικού αιτήματος του εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας (με όρους που όλως τυχαίως παρέπεμπαν στο γνώριμο συντηρητικό φαντασιακό του πρόσφατου - και λιγότερο πρόσφατου - παρελθόντος), προκειμένου να υποστηριχθεί το αφήγημα ότι οι κοινωνικές αντιδράσεις στην πολιτική της λιτότητας είναι κατά βάθος μια ακόμα σύγκρουση, με ιστορικές ρίζες, ανάμεσα στις δυνάμεις του Εκσυγχρονισμού και της οπισθοδρόμησης. Επρόκειτο για μια άκρως αισθητικολογούσα - και ηθικολογούσα - ρητορική, με συχνές αναφορές στην «πόλη» (την Αθήνα), τα κτίρια, την Αρχιτεκτονική, αλλά και σε προσωπικότητες, όπως ο Καραμανλής ή ο Δοξιάδης, οι οποίες υπηρετούσαν ένα μοτίβο που αντιπαρέβαλλε μια φανταστική εξωστρεφή τολμηρή Ελλάδα έτοιμη να κάνει «την κρίση ευκαιρία», με μια άλλη, οπισθοδρομική, φοβική και προφανώς καθυστερημένη υποτίθεται, η οποία - εκτός του ότι ευθυνόταν για τη χρεωκοπία - αδιαφορούσε για τον δημόσιο χώρο, ήταν εθισμένη στην «ανομία» (των διαδηλώσεων, των γκράφιτι και των καταλήψεων) και φθονούσε την «αριστεία».
Όλα αυτά δεν έμειναν μόνο σε επίπεδο ρητορικής, αλλά συνοδεύτηκαν κυρίως από σημαντικές παρεμβάσεις και απόπειρες παρεμβάσεων στον δημόσιο χώρο και στη οργάνωση της διαχείρισης του πολιτισμού γενικότερα, και ταυτόχρονα από συστηματικές προσπάθειες μετατόπισης, επί το αυταρχικότερο, των ορίων των ατομικών και συλλογικών ελευθεριών και δικαιωμάτων. Και βέβαια συνεχίστηκαν και στο διάστημα που δεν καλύπτει αυτό το βιβλίο. Η μακέτα του «ουρανοξύστη-καρυάτιδας» της επένδυσης του Ελληνικού, ο μεγάλος περίπατος της Αθήνας ή ο πρόσφατος νέος φωτισμός της Ακρόπολης (με τις ανατριχιαστικές παραπομπές στον «Καθεδρικό του Φωτός του Speer), που είχε μάλιστα μια πιο γκροτέσκα συνέχεια με την προβολή αρμάτων μάχης και εικόνων της Παναγίας πάνω στο κτίριο της Βουλής για τον εορτασμό της Ημέρας των Ενόπλων Δυνάμεων, απηχούν τις ίδιες αξιώσεις για επανακαθορισμό του σύγχρονου, του ωραίου και του κανονικού.
Ένα άλλο έναυσμα για το βιβλίο υπήρξε η παρατήρηση ότι κάτι ανάλογο έχει ξανασυμβεί, τουλάχιστον μια φορά, στο παρελθόν. Αυτή η μετάθεση μιας σύγκρουσης με κοινωνικό/ταξικό περιεχόμενο και διακύβευμα στη σφαίρα του πολιτισμικού, παραπέμπει ευθέως σε αυτό που ονομάστηκε «πολιτιστικός ψυχρός πόλεμος» και που η τότε (2015) σχετικά πρόσφατη βιβλιογραφία (ενδεικτικά βλ. Frances Stonor Saunders και Greg Barnhisel) αποδείκνυε ότι ήταν προσεκτικά σχεδιασμένο από το μηδέν και συνειδητά μεθοδευμένο εκ των άνω, αλλά και ότι πεδίο εφαρμογής του αποτέλεσε και η Ελλάδα, με ιδιαίτερη έμφαση μάλιστα στους τομείς που άπτονται της Αρχιτεκτονικής και της χωροταξίας.
Ωστόσο, η μεταπολεμική αστική ανάπτυξη στην Ελλάδα, βασίστηκε εξ ολοκλήρου στις αρχές του Μοντερνισμού. Ως προς την ορθότητα αυτής της κατεύθυνσης υπήρξε ευρεία συναίνεση, με ήσσονες επί μέρους διαφοροποιήσεις που αφορούσαν το κατά πόσο συγκεκριμένες εφαρμογές υπηρετούσαν τον αδιαφιλονίκητο στόχο του Εκσυγχρονισμού και της οικονομικής ανάπτυξης με τον καλύτερο - και κοινωνικά δικαιότερο - τρόπο. Παρόλ’ αυτά - με κύρια αιτία την δικτατορία των συνταγματαρχών, που ματαίωσε την τότε κυοφορούμενη «ελληνική άνοιξη» της δεκαετίας του ’60 - το εγχείρημα έμεινε αποσπασματικό και ανολοκλήρωτο, χωρίς τελικά να αφήσει αυτό που θα του αναλογούσε σε σχέση με την εμπειρία άλλων χωρών.
Αν το πρόσφατο εκσυγχρονιστικό πρόταγμα της κρίσης έχει ενσωματωμένη ως αυτονόητη την κατάφαση στη «μεταμοντέρνα συνθήκη» - κατάφαση που εμπεδώθηκε κατά τις δεκαετίες του 1990 και του 2000, την περίοδο του «τέλους της Ιστορίας» και της διαφαινόμενης οικονομικής σύγκλισης της Ελλάδας με την κεντρική Ευρώπη -, η μεταπολεμική εκδοχή του εκμοντερνιστικού οράματος ήταν εξαρχής διαποτισμένη από την επίδραση του - εισαγόμενου επίσης - «αντιδραστικού Μοντερνισμού» της δεκαετίας του 1930, ενός ρεύματος που υμνούσε την τεχνολογία και την εκβιομηχάνιση, επιζητώντας να τα διαχωρίσει από την καπιταλιστική ωφελιμιστική λογική, υποτάσσοντάς τα σε μια μεταφυσική εθνικιστική ιδεολογική κατασκευή, και που οι εκπρόσωποί του διαχειρίστηκαν από θέσεις εξουσίας την μεταπολεμική ανασυγκρότηση της χώρας. Εκεί «οφείλουμε» την πρόσδεση - αδιαχώριστη έκτοτε - μιας εκδοχής της «ελληνικότητας» στο εκσυγχρονιστικό αφήγημα, καθώς και τη δημοφιλή αντιστροφή της που θέλει το αυθεντικά ελληνικό - απόρροια «του φωτός και του τοπίου» - να είναι εξ ορισμού μοντέρνο, ή μάλλον αρχέτυπο του μοντέρνου. Στη μεταμοντέρνα περίοδο - μαζί με την υποχώρηση του μαχητικού πνεύματος και της κοινωνικής στόχευσης του Μοντερνισμού, προς όφελος της «λογικής της πρωτοπορίας» και της καινοτομίας ως αυτοσκοπού -, το προαναφερθέν ιδεολόγημα έδωσε άφθονο έτοιμο υλικό για την παραγωγή - και την θεωρητική υποστήριξη - μεγάλου αριθμού σκηνογραφικού χαρακτήρα αρχιτεκτονικών υπερβολών, σε περίοπτα σημεία των ελληνικών πόλεων.
Η Αρχιτεκτονική γεννήθηκε ακριβώς για να υπηρετήσει ιδεολογικούς σκοπούς. Αναδείχθηκε σε τέχνη ή επιστήμη μέσα από την ανάγκη για κατασκευή ναών, παλατιών και μνημείων, ενώ όταν επεκτάθηκε στην οργάνωση του χώρου για τις ανάγκες ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων, αυτό σχεδόν πάντα γινόταν για να εξασφαλιστούν - με όρους βιοπολιτικής και βιοεξουσίας - οι απαραίτητες λειτουργικές προϋποθέσεις συμβίωσης μεγάλων πληθυσμών.
Ακόμα και σήμερα, παρόλο που πλέον τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, το διαδίκτυο, κ.λπ. - σε συνθήκες που και ο φυσικός δημόσιος χώρος υποκαθίσταται σταδιακά από τον εικονικό - είναι πιο αποτελεσματικοί ιδεολογικοί μηχανισμοί και μέσα άσκησης βιοπολιτικής, η Αρχιτεκτονική επιτελεί συμπληρωματικά τον ίδιο ρόλο.
Στην Ελλάδα της κρίσης, αυτός ο μηχανισμός έγινε - σε αντίθεση με όσα ήταν γνωστά και αποδεκτά την προηγούμενη περίοδο της κοινωνικής συναίνεσης - επιδεικτικά ορατός και συνοδεύτηκε από την αξίωση να υπαγορευθεί στους αποδέκτες ο τρόπος πρόσληψης των μηνυμάτων του.
Το βιβλίο, ακολουθώντας χρονολογική σειρά, εστιάζει στην εξέλιξη της ελληνικής Αρχιτεκτονικής στις περιόδους που αναφέρθηκαν, χωρίς να λείπει η συνοπτική αναφορά σε όσα προηγήθηκαν. Ξεκινώντας κάθε φορά από το χωρικό-αισθητό αποτύπωμα, επιδιώκεται, μέσα από την ανάλυσή του, να αναδειχθούν οι οικονομικές και πολιτικές τάσεις που το διαμόρφωσαν και τις οποίες με τη σειρά του «κλήθηκε» να προπαγανδίσει και να αναπαράξει. Μέσα από αυτή τη διαδικασία φωτίζεται γενικότερα η σχέση του αντικειμένου της Αρχιτεκτονικής με την ιδεολογία, τη βιοπολιτική και την οικονομία.
Παράλληλα, διερευνάται η σύνδεση του εγχώριου αρχιτεκτονικού και πολεοδομικού έργου με τις διεθνείς τάσεις κάθε περιόδου, οι οποίες επηρέαζαν διαχρονικά άμεσα τις εξελίξεις σε μια περιφερειακή και εξαρτημένη χώρα όπως η Ελλάδα. Έτσι δίνεται η ευκαιρία να έλθει σε επαφή ο αναγνώστης με βασικές πληροφορίες για πτυχές, γεγονότα, στιγμές, ιδέες και ρεύματα της παγκόσμιας ιστορίας της Αρχιτεκτονικής.

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!