0
Your Καλαθι
Περικλής Γιαννόπουλος. Πορτραίτο που κάηκε στο φως
Περιγραφή
Στη ζωή του Περικλή Γιαννόπουλου έβρεχε διαρκώς. Είχε γενηθεί σε μια πόλη υγρή, την Πάτρα. Όταν πέθανε ο πατέρα του, έγινε ένας τσακισμένος άνθρωπος. Τότε ήταν που άρχισε να βρέχει παντού στον κόσμο γι' αυτόν. Βιαζόταν -όχι πως τον ένοιαζε πια η βροχή που τον είχε μουλιάσει. Τα βράδια πνιγόταν στα δάκρυά του. Το έδαφος είχε γίνει ολισθηρό. Βούλιαζε! Η θλίψη φαίνεται πως είναι υγρή. Καθόταν στο στενό του γραφείο και κοίταζε τα χέρια του. Λευκά, με καλοκομμένα νύχια, μακριά δάχτυλα. Κοίταξε την παλάμη του. Τη γραμμή της ζωής. Θαύμασε την ομορφιά της. Ερωτεύτηκε την οσμή της. Τα άνθη του αγρού, τις γαζίες, τις ελιές, τη δάφνη, τα πεύκα. Κι όταν τη φώτισε το φως, άρχισε να γράφει γι' αυτό, για την Ελληνική Γραμμή, την Ελληνική Ζωγραφική.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Οσοι από μας συλλαμβάνουμε την ποίηση μονομερώς, σαν μια κατάσταση υπερβατική, νομίζω πως το ανωτέρω απόσπασμα από το κείμενο του Περικλή Γιαννόπουλου «Νύμφες του Αιγαίου» συνηγορεί για να εισχωρήσουμε εμφαντικά και στο γήινο μέρος της ποιητικής γλώσσας, καθώς απεικονίζει ευδιάκριτα ακριβώς αυτή την αναλογία γλώσσας και τοπίου. Η απόδοση της σαφήνειας και της καθαρότητας των γραμμών που μεταφέρει το ελληνικό τοπίο, ήταν ένα από τα ζητήματα που απασχόλησαν τη σκέψη του Π.Γ., συμπληρωματικά με τις ιδέες του κάλλους και του φωτός, δυο γήινες και ταυτοχρόνως υπερβατικές «ελληνικές» πραγματικότητες.
Ο Γιαννόπουλος αναφερόταν στο ελληνικό φως, χρησιμοποιώντας την αρχαία του ονομασία: φάος. Το αγάπησε παράφορα και το εγκατέστησε στο κέντρο των αισθητικών και φιλοσοφικών του αναλύσεων. Το συνέδεσε με την υπαρξιακή ισορροπία της ελληνικής φυλής και την ιστορική της ταυτότητα, το αντιδιέστειλε με το σκότος του Βορρά, το αναγνώρισε ως ρέουσα πραγματικότητα στην ανάδειξη μιας ελληνικής χρωματικής γκάμας μέσα στα έργα της ζωγραφικής.
Στην ιδιαίτερη αγάπη του για το τοπίο και τον ηθικό προσανατολισμό του, αναγνωρίζει κανείς την επίδραση του Τζον Ράσκιν και του Ιππόλυτου Ταιν (θεωρία για το περιβάλλον). Το ίδιο εμφανείς είναι άλλωστε και οι επιδράσεις του από τον Ουόλτερ Πέιτερ, τον Τιμπονέ, τον Νίτσε, τον Μπερξόν. Ωστόσο, παρά τον έρωτά του για το φως, ο Γιαννόπουλος είναι αυτός στον οποίον οφείλουμε την πρώτη ελληνική μετάφραση του «Κορακιού» (του σκοτεινού αριστουργήματος του Πόε). Μαζί με την εργασία του για τη «χαμένη κόρη που οι άγγελοι αποκαλούν Λενόρ», παράλληλα μετέφραζε «Το αηδόνι και το τριαντάφυλλο» του Ουάιλντ: η προφάνεια της αντίθεσης, σκιαγραφεί, νομίζω, και το ψυχικό πορτρέτο του Π.Γ.
Στην προσωπική του λογοτεχνική παραγωγή αποδεικνύεται εξαιρετικά ολιγογράφος: μόνο δεκαπέντε πεζά ποιήματα. (Ο Απόστολος Σαχίνης τα συμπεριέλαβε στη μελέτη του για την Πεζογραφία του Αισθητισμού.) Το υπόλοιπο έργο του, συμπυκνωμένο σε οκτώ άρθρα αισθητικής και πολιτικής κατεύθυνσης, περιέχει τις νέες ιδέες, χάρη στις οποίες αναγορεύτηκε (μαζί με τον Ιωνα Δραγούμη), ως ο Ελληνας θεωρητικός του εθνικισμού.
Σήμερα, ο οξύς και επιθετικός τόνος της «ελληνικότητας» του Γιαννόπουλου, ιδωμένος από την ασφαλή απόσταση ενός μεταγενέστερου, αποκαλύπτει εύκολα την ιστορική του σκοπιμότητα: αποτέλεσε έναν μηχανισμό πυροδότησης της αυτοσυνειδησίας, μια απάντηση στη φλέγουσα αναγκαιότητα ωρίμανσης της ελληνικής ψυχής. Ο Π. Γ. (όπως ακριβώς ο Νίτσε, ο Φίχτε, ο Εμερσον, ο Ράσκιν, ο Καρλάιλ), ήταν ένας «ταραχοποιός» που ανέλαβε ρόλο κήρυκα, διαφωτιστή και μεταρρυθμιστή. Εργαλεία του: η ελληνική φύση, η ελληνική γραμμή, το ελληνικό πνεύμα. Μέσα σ' αυτό το τρίπτυχο αναπτύσσεται ο «εθνικισμός» του. Ωστόσο ο Ξενόπουλος έγραψε (1908): Ο Γιαννόπουλος είναι πρώτον και κύριον -και ίσως δεν είναι τίποτε άλλο από αισθητικός.
Από κοντά, ο Παλαμάς θα συμπληρώσει για τον Γιαννόπουλο: Η ρητορική του ήταν και η αρετή του και η αμαρτία του. (Ας μου επιτραπεί η ειρωνεία: το ίδιο ακριβώς ίσχυσε και για τον Παλαμά.) Παρά ταύτα, θα ήταν λάθος να σταθεί κάποιος στις υπερβολές και στις ακρότητες της γλώσσας του Γιαννόπουλου, της οποίας η υπόσταση δεν προσδιορίζεται μόνο από την αισθητική της χροιά, αλλά και από τον τόνο ενός βαθύτερου ψυχικού σημείου που ενώνεται κατευθείαν με τους κραδασμούς της ελληνικής γης. Εχω την αίσθηση ότι ο τόνος αυτός μεταφέρει το ρεύμα μιας μυστικής ζωής που μας αφορά - και δεν αναφέρομαι στην ειδική προσωπικότητα του Γιαννόπουλου αλλά σε κάτι πιο χθόνιο και ταυτοχρόνως ουράνιο, ως περίληψη της ιστορίας και της ευαισθησίας ενός λαού που αισθητικοποιείται και εγγράφεται σ' έναν ποιητικό καθρέφτη, για να μπορεί να διαθλά, όχι μια εμμονή παρελθοντολογίας, αλλά τη μαγιά μιας νέας πραγματικότητας.
Ισως αυτό ακριβώς να είχε σκεφτεί ο Ελύτης όταν έγραφε για τον Δραγούμη και τον Γιαννόπουλο: «Ηταν πολύ νωρίς για να μπορέσω να ξεχωρίσω [...] το υγιές μέρος που έκλειναν οι απόψεις τους. [...] Βέβαια ερχόντανε και τότε στιγμές που το μήνυμά τους το βαθύτερο με άγγιζε και τότε το έβρισκα ωραίο».
Ο Ελύτης, λοιπόν. Να κάποιος που δεν έκρυψε την επιρροή του από τον Γιαννόπουλο («Ανοιχτά χαρτιά»). Ενα έργο κρίνεται σημαντικό όταν μπορεί να διαχυθεί μέσα σε άλλα έργα για να γεννήσει σπινθήρες ζωής, κινήσεις ιδεών, αισθημάτων, εμπνεύσεων, αντιδράσεων, καινοτομιών, καταστροφών. Ο Π.Γ. έχει επιδράσει· και δεν εννοώ βεβαίως τους λογής λογής εθνικιστές (αρχαιότερους και νεόκοπους), παρά άλλα πνεύματα περισσότερο εκλεπτυσμένα. Ο Αγγελος Σικελιανός, για παράδειγμα, του χρωστάει την πρώιμη ποιητική ματιά του. Αλλά μήπως και ο Παλαμάς στον «Δωδεκάλογο του Γύφτου» ή ο Θεοτοκάς στις «Μέρες Αργίας» δεν μοιάζουν να τον ακολουθούν κατά πόδας, παρά τις ενστάσεις τους και την επικριτική τους διάθεση;
Αν δεν είχε προϋπάρξει ο συγγραφέας της «Ελληνικής Γραμμής», ίσως ο Σεφέρης να μην είχε «κοιτάξει» μ' αυτό τον τρόπο το ελληνικό φως για να του αποδώσει «μια λειτουργία ενανθρωπισμού» («Μια σκηνοθεσία για την "Κίχλη"»). Ο Γιαννόπουλος, όσο κι αν μοιάζει ιδεοληπτικός, ακραίος, «ρομαντικός», απροσάρμοστος, είναι βέβαιο ότι, ως φύση μυστικιστική, κατέχει το κλειδί μιας απόλυτης διαύγειας. Ετσι, μεταγγίζει τον έρωτα για το φως στη γενιά του '30, μέσα από μια οργανική συνέχεια, η οποία δεν σχετίζεται με ζητήματα αισθητικής τάξεως αλλά απαντά σ' ένα αιτούμενο ψυχικής διάρθρωσης.
Αισθάνομαι ότι ο Σεφέρης, καθώς καταθέτει τις ιδέες του για την ελληνικότητα, διαγράφει το ίδιο το πρόσωπο του Γιαννόπουλου: «Ολο το ζήτημα είναι πόσο βαθιά και πόσο αληθινά ο Ελληνας θα ατενίσει τον εαυτό του και τη φύση του, που δεν μπορεί να μην είναι μέσα στη μεγάλη φύση, την ελληνική. Κι εδώ βέβαια οι δρόμοι είναι σκοτεινοί, μήτε φελάν οι συνταγές» (από το «Διάλογο» με τον Κ.Τσάτσο). (Είναι ξεκάθαρο ότι ο «ορθός λόγος» του Σεφέρη δεν θα μπορούσε να πληγεί από τη «φαντασιοπληξία» του Γιαννόπουλου, ή την ακραία πολιτική του στάση, όμως εμβολιάζεται μ' ένα γνήσιο μεταφυσικό αίσθημα που εισχωρεί εντός του για να ισχυροποιήσει το πεδίο εκείνο, ακριβώς πριν την απομάγευση του κόσμου.)
Ο Σεφέρης, βεβαίως, εν αντιθέσει με τον Κατσίμπαλη, αρνείται την όποια ιδεολογική συνάφεια με τον συγγραφέα της «Ελληνικής Γραμμής» («Δοκιμές Β»). (Από τον Ρόντερικ Μπήτον, στην πρόσφατη βιογραφία του για τον Σεφέρη, μαθαίνουμε πως ο τελευταίος είχε κρατήσει σημειώσεις για να γράψει μια «δοκιμή» και για τον Γιαννόπουλο.)
Συμπληρώνω δυο λόγια για το θέμα της «ελληνικής ανωτερότητας» του Π.Γ. Αν θα ήθελα να μιλήσω με ψυχολογικούς όρους, θα τόνιζα ότι εκείνος που επιμένει να φωνασκεί την ανωτερότητά του, το κάνει ακριβώς γιατί αισθάνεται κατώτερος. Ο Γιαννόπουλος, ταυτισμένος με την ελληνική συνείδηση του καιρού του, η οποία μετέφερε αυτήν ακριβώς τη μειονεξία σε σχέση με την ευρωπαϊκή της ταυτότητα, αναλαμβάνει έναν πολύ συγκεκριμμένο ρόλο: να μεταλλάξει και να μετουσιώσει τη χαμηλή αυτοεικόνα του Ελληνα. Ετσι, τον προσκαλεί να εισχωρήσει στο λαμπερό αρχαίο κέντρο του -το αληθινό του είναι-, για να προσδιοριστεί ξανά, μέσ' από μια νέα αυτοσυνείδηση. Αλλά πώς μπορείς να συγκεντρωθείς στον «εαυτό», παρά σε αντιδιαστολή με το «έτερο», μ' εκείνο που βρίσκεται «εκτός»; Ιδού ο λόγος για τον οποίον ο Π.Γ. θέτει το «ελληνικό εγώ» (τα μέτρα και τα σταθμά του) απέναντι στο «ευρωπαϊκό εγώ», με τόσο επιθετικό τρόπο. (Δεν χρειάζεται βέβαια να πω ότι, εάν το εγώ, μετά τον αυτοπροσδιορισμό του, δεν διανοιχθεί οικεία βουλήσει στο έτερο -για να συνδιαλλαγεί, να συναιρεθεί, να συνδημιουργήσει-, τότε γίνεται αυτοπαθές, αρτηριοσκληρωτικό και βάναυσο.)
Ο Κώστας Γιαννόπουλος, συγγραφέας της παρούσης μονογραφίας, επιχειρεί να διατρέξει τη ζωή και την εποχή του ήρωά του αναπτύσσοντας μια συναισθηματική σχέση μαζί του, η οποία, ενίοτε, καταλήγει ως αφήγηση του δικού του ψυχισμού και των δικών του εμμονών. Πιστός στο ρομαντικό κλίμα του Π.Γ, επίγονος και τρυφερός θαυμαστής, ανασυνθέτει εδώ την ατμόσφαιρα εκείνου με τόνους λυρικούς, παρουσιάζοντας την ερωτική σχέση Γιαννόπουλου - Σοφίας Λασκαρίδου, αλλά και τα περί την αυτοκτονία του, συρράφοντας προσεκτικά όλα τα δημοσιογραφικά και λογοτεχνικά δεδομένα με τις ιδιαίτερες διαδρομές του βιογραφούμενου, χωρίς ωστόσο να αποφεύγονται κάποια μελοδραματικά κρεσέντα.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΛΥΜΠΕΡΗ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 12/10/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις