0
Your Καλαθι
Ο παππούς μου και το Κακό
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Η συνεργασία του παππού μου με τον κυβερνήτη μας Βενιζέλο διαρκεί τριάντα ένα χρόνια και οκτώ ημέρες. Ακριβώς. Τόσο κρατεί και η δική μου ιστορία. Ξεκινά από τις 10 Μαρτίου 1905, όταν ο άρχοντας Βενιζέλος μας πήρε τα βουνά ν' απελευθερώσει την Κρήτη μας από τον δεσποτισμό της Αρμοστείας και του Κράτους των Αθηνών, και τελειώνει στις 18 Μαρτίου 1936, όταν το τρισκατάρατο Κακό του θανάτου θυμήθηκε τον ελευθερωτή και σωτήρα μας. Από τις 10 Μαρτίου 1905 ώς τις 18 Μαρτίου 1936 ο παππούς μου συντονίζεται μέρα νύχτα με τον Βενιζέλο μας στη μάχη εναντίον του Κακού. Το ίδιο διάστημα συντονίζομαι κι εγώ με τον παππού μου. Στην ιστορία της μάχης εναντίον του Κακού. Ολόγυρα στους δύο μαχητές κυκλοφορούν αγγελικές δυνάμεις, άλλοτε ξύπνιες, άλλοτε κοιμισμένες. Χαζοάγγελοι, χαφιεδοάγγελοι, οσιομάρτυρες κλπ. Άλλοτε υπέρ, άλλοτε όχι. Δίπλα μαζεμένοι πολιτικοί, φιλελεύθεροι (χαρούμενοι ή λυπημένοι) και πάρα πολλοί παλαιοκομματικοί. Παραδίπλα αρχιεπίσκοποι κλπ. Γύρω από μένα πεταρίζει συνεχώς το προσωπικό μου Κακό. Άγρυπνο, μοχθηρό. Ακαταπόνητο.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Γεώργιος του Νικολάου, ο επονομαζόμενος και Γεώργιος ο Δεύτερος, υπήρξε ο παππούς του Γεωργίου του Νικολάου, του λεγομένου και Γεωργίου του Τρίτου. Ο Γεώργιος ο Τρίτος, που μεγάλωσε στα χέρια του Γεωργίου του Δευτέρου, τρέφει μιαν απεριόριστη εκτίμηση για τον παππού του και αποφασίζει να διηγηθεί την ιστορία του. Τι μας λέει αυτή η ιστορία; Περιέργως, όχι πολλά ούτε ιδιαιτέρως συγκλονιστικά. Φανατικός βενιζελικός, ο παππούς πέρασε όλη του τη ζωή σε ένα μικρό χωριό της Κρήτης, μεταφέροντας ανθρώπους και αντικείμενα από και προς το Ηράκλειο. Λάτρης των μηχανών εσωτερικής καύσεως, ο παππούς ασχολήθηκε και με τη μηχανουργική. Εκείνο, πάντως, που καθόρισε πάνω απ' όλα τη φυσιογνωμία του ήταν η ολόθερμη πίστη στον Βενιζέλο και στην ιδιαίτερη πατρίδα του -μια πατρίδα την οποία ο παππούς οραματιζόταν πάντα σαν μεγάλη και αυτόνομη πολιτεία, τοποθετημένη στο κέντρο της Μεσογείου και του κόσμου.
Ειρωνική συνθήκη
Γιατί ο αφηγητής αποφασίζει στο «Ο παππούς μου και το Κακό» (έκτο κατά σειρά μυθιστόρημα του Γιώργη Γιατρομανωλάκη) να ξετυλίξει τον μύθο ενός προσώπου που δεν κατόρθωσε να μετακινηθεί ούτε λεπτό, σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, έστω και ένα βήμα έξω από τον ασφυχτικά στενό του κύκλο; Μα, επειδή η στεγνή και γυμνή αυτή πραγματικότητα προκύπτει μόνον έμμεσα από την αφήγηση -χάρη στην εδραία ειρωνική και παρωδιακή της συνθήκη. Στο ρηματικό επίπεδο της μυθοπλασίας, τόσο ο παππούς όσο και ο εγγονός ζουν τον βίο τους ως μίαν εξόχως υψηλή αλλά και απείρως σημαντική κατάσταση. Ο παππούς (είτε επειδή έτσι το έχει ο ίδιος μεταφέρει και υποβάλει στον εγγονό του είτε επειδή έτσι το έχει αντιληφθεί και εμπεδώσει ο εγγονός) είναι μέγας πολιτικός, δάσκαλος, αλλά και επιστήμων ή εφευρέτης.
Ως μέγας πολιτικός ο παππούς παρακολουθεί τον Βενιζέλο στο σύνολο της εξέλιξής του: από τα πρώτα του βήματα στη διακυβέρνηση της Κρήτης μέχρι τον θρίαμβο και το τέλος του. Τι κι αν οι διαδρομές των δύο δεν πρόκειται να συναντηθούν ποτέ; Αρκεί που ο παππούς έχει τον μεγάλο ηγέτη στο νου του όπου κι αν βρεθεί, σε ό,τι κι αν σκέφτεται ή θέλει να κάνει. Ως μέγας δάσκαλος, ο παππούς μαθαίνει στον εγγονό του τα πάντα: από ελληνικά γράμματα μέχρι διεθνή πολιτική. Τι κι αν είναι εξαιρετικά αμφίβολο το πώς εννοούν αμφότεροι αυτή τη μακρά διδασκαλία; Αρκεί που ο παππούς την επιχειρεί με τις ευγενέστερες των προθέσεων και ο εγγονός την αποδέχεται με τη μεγαλύτερη δυνατή προθυμία. Ως επιστήμων και εφευρέτης, τέλος, ο παππούς έχει μονίμως από κοντά τον Χένρι Φορντ και (το ξέρουμε ήδη) τις μηχανές εσωτερικής καύσεως, γνωρίζοντας απέξω και ανακατωτά και την τελευταία λέξη της τεχνολογικής μόδας. Τι κι αν Φορντ και παππούς επίσης δεν θα ανταμώσουν (στη γραμμή Βενιζέλου) ποτέ; Αρκεί που ο παππούς ταυτίζεται με το επιστημονικό μεγαλείο του προτύπου του.
Ρέκτης των λογοτεχνικών παιγνίων και με σαφέστατες τάσεις προς την παρωδία ποικίλων αφηγηματικών ειδών (θυμίζω το «Βιβλίον καλούμενον ερωτικόν», 1995, τον «Απόλογο. Σχέδιο μετάφρασης», 1997, αλλά και το παλαιότερο «Ανωφελές διήγημα», 1993), ο Γιατρομανωλάκης δοκιμάζει την ειρωνεία του στο «Ο παππούς και το Κακό» σε αναπεπταμένο πεδίο. Τα πάντα εδώ τελούν σε απορύθμιση και είναι εξαρθρωμένα. Στο στόχαστρο δεν μπαίνει μόνο το προφανές, που είναι το ιστορικό μυθιστόρημα (παλαιάς και νέας κοπής), αλλά και άλλα, λιγότερο εμφανή δεδομένα, όπως η παράδοση του ρεαλισμού και του πολιτικού μυθιστορήματος, η εγκυρότητα και η γλώσσα τού αφηγητή ή η ρητορική των ενδοεθνικών αντιθέσεων και της πολιτικής προόδου.
Γενικό ξήλωμα
Ως προς το ιστορικό μυθιστόρημα, ο συγγραφέας ξηλώνει τόσο το παρελθόν όσο και το παρόν του με διάφορους τρόπους: επιθέτοντας τα ιστορικά γεγονότα στα μυθοπλαστικά συμβάντα (διά της αποφυγής της αιτιώδους συσχέτισής τους), κάνοντας κουρέλια την ιδεολογία τόσο του προσανατολισμού στις εθνικές αξίες όσο και του τονισμού ή της ανάδειξης της ετερότητας (οι κορόνες παππού και εγγονού για τη σημασία του έθνους και το βάρος των Κρητών στο εσωτερικό του θυμίζουν μαύρη κωμωδία), καθώς και καταργώντας κάθε έννοια συνοχής ή συνέχειας (οι περιπέτειες και οι αντιδράσεις του παππού μεταδίδουν αμέσως την αποσπασματικότητα και τον παραλογισμό τους στο ιστορικό τους περιβάλλον). Ο Γιατρομανωλάκης, όμως, στρέφει παντού, όπως το έλεγα και πρωτύτερα, τα βέλη του. Τηρώντας το τυπικό της ευθύγραμμης και τριτοπρόσωπης, αντικειμενικής αφήγησης, κομματιάζει αδίστακτα το ρεαλισμό της από τη στιγμή κατά την οποία καμιά αφηγηματική του σκηνή δεν προϋποθέτει την προηγούμενη ή την επόμενή της, ή από την ώρα που όλες οι αφηγηματικές του σκηνές είναι δυνατόν να ενοποιηθούν σε μία.
Το ίδιο ρηξικέλευθος παρουσιάζεται ο συγγραφέας και ως προς τον αφηγητή του. Ο δυστυχής εγγονός, έρμαιο του παντογνώστη και παντοδύναμου παππού, είναι καταδικασμένος σε ένα αδέξιο, πάμπτωχο και καταθλιπτικά παλίλλογο λεξιλόγιο, φοβάται για τη μνήμη του, δυσκολεύεται να κατανοήσει τον περίγυρό του και βρίσκεται σε συνεχή εννοιολογική σύγχυση (το κυριότερο χαρακτηριστικό της οποίας εκδηλώνεται με την έκπτωση της έννοιας του Κακού από το μεταφυσικό της βάθρο -με Κακό ο εγγονός ορίζει οποιοδήποτε εμπόδιο της καθημερινότητας). Και ένας τέτοιος αφηγητής δυναμιτίζει, προφανώς, την ικανότητα του μυθιστορήματος να υποδείξει την αλήθεια του, αλλά και να αποδείξει τον κόσμο του. Αντλώντας δυνάμεις από τον υπερρεαλισμό, όπως και από τη λογοτεχνία του φανταστικού, ο Γιατρομανωλάκης διαλύει διακριτικά και τον πολιτικό καθωσπρεπισμό της ιστορικής μας ματιάς: το πορτρέτο του Βενιζέλου απέχει οπωσδήποτε πολύ από το γελοιογραφικό σκίτσο, αλλά ο τρόπος με τον οποίο προσλαμβάνουν τη φυσιογνωμία του παππούς και εγγονός «ξύνει» από μέσα και το δικό του πρόσωπο.
Παρά την κάποια έλλειψη εξοικονόμησης δυνάμεων (το βιβλίο επεκτείνεται σε αδικαιολόγητο μάκρος και από ένα σημείο και μετά απλώς επαναλαμβάνει τα ευρήματά του, χωρίς να αντλεί κέρδη από την υπερβολή του), ο Γιατρομανωλάκης έχει γράψει ένα κεφάτο και αρκούντως αντισυμβατικό μυθιστόρημα, που όχι μόνο ξεχωρίζει από τις εύκολες και καμωμένες στο χέρι παρωδίες των τελευταίων ετών (αν πρόκειται όντως για παρωδίες), αλλά και ανοίγει έναν καθ' όλα ερεθιστικό δρόμο για όσους θέλουν να δοκιμάσουν κάτι παρόμοιο στο μέλλον.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 10/02/2006
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις