0
Your Καλαθι
Peggy Guggenheim
Εθισμένη στην τέχνη
Έκπτωση
35%
35%
Περιγραφή
Η Peggy Guggenheim -πολυεκατομμυριούχος, θρυλική ερωμένη, σαδομαζοχίστρια, φρικτή μητέρα- έγινε γνωστή τόσο για την περιπετειώδη ερωτική της ζωή όσο και για την ισόβια αφοσίωσή της στη μοντέρνα τέχνη. Αυτήν ακριβώς την διάσταση της πολύπλευρης προσωπικότητάς της εξερευνά ο δημοσιογράφος και ερευνητής Anton Gill με ειλικρίνεια, ευαισθησία και γλαφυρότητα. Μετά το θάνατο του πατέρα της στο ναυάγιο του Τιτανικού όταν ήταν μόλις 14 ετών, η Peggy Guggenheim εξελίχθηκε σε μια μοναχική, επαναστατημένη νεαρή, με οδυνηρή αυτοσυνείδηση της κάθε άλλο παρά ιδανικής εμφάνισής της. Σφραγισμένη για όλη της τη ζωή από μια ιδιαίτερα χαμηλή αυτοεκτίμηση, η πολυεκατομμυριούχος Πέγκυ θα γίνει μια φανατική αναγνώστρια χωρίς ποτέ να φοιτήσει σε κολέγιο, θα αναζητήσει την επιβεβαίωση σε άνδρες που δεν την αγαπούσαν αλλά ήταν πρόθυμοι να ξοδέψουν τα χρήματά της και θα διεκδικήσει πεισματικά το δικαίωμα της γυναίκας να διαμορφώνει μόνη το πεπρωμένο της. Ο Gill καταγράφει υπομονετικά τις συγκρούσεις των δύο βίαιων γάμων της (ο ένας με τον Μαξ Ερνστ) την παρορμητική πολυγαμία της (ανάμεσα στους εραστές της συγκαταλέγονται ο Samuel Beckett, ο Yves Tanguy και ο Roland Penrose) την χρεοκοπία της ως μητέρας, τις διαρκείς περιπλανήσεις της ανά την Ευρώπη και, τέλος, σχεδόν με ανακούφιση, συγκεντρώνεται στο καλλιτεχνικό της όραμα, την γενναιοδωρία με την οποία υποστήριξε συγγραφείς και ζωγράφους της πρωτοπορίας, την τεράστια επιρροή της ως γκαλερίστας και συλλέκτριας. [...]
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
ΚΡΙΤΙΚΗ
H Πέγκυ Γκούγκενχαϊμ γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη στις 26 Αυγούστου 1898 και πέθανε στη Βενετία στις 23 Δεκεμβρίου 1979. Σύμφωνα με την οικογενειακή παράδοση, η Πέγκυ όφειλε μόλις ενηλικιωνόταν να παντρευτεί ένα μέλος της νεοϋορκέζικης εβραϊκής ελίτ και να ασχοληθεί με την ανατροφή των παιδιών της και τις αγαθοεργίες. Ωστόσο, ο πρόωρος θάνατος του πατέρα της, ο οποίος υπήρξε ένα από τα θύματα του ναυαγίου του Τιτανικού το 1912, σε συνδυασμό με τον κυρίαρχο αντισημιτισμό της εποχής - η εβραϊκή ελίτ παρέμενε αποκλεισμένη σε ένα ανεπίσημο γκέτο παρά τον πλούτο και τον σεβασμό που ενέπνεε - ώθησαν την ατίθαση Πέγκυ στην απόδρασή της στο Παρίσι, το 1919.
Στο διάστημα που θα ακολουθούσε ως το ξέσπασμα του B/ Παγκοσμίου Πολέμου εγκαινιάζει μια έντονη περίοδο κινητικότητας, όπου η Πέγκυ μοιράζει τον χρόνο της ανάμεσα στο Παρίσι και στο Λονδίνο με τακτικά ταξίδια στη Νέα Υόρκη. Παντρεύεται τον εκκεντρικό Λόρενς Βάιλ, ο οποίος τη μυεί στην καλλιτεχνική και συγγραφική κοινότητα του Παρισιού. Στα χρόνια που διαρκεί ο γάμος, η Πέγκυ αποκτά δύο παιδιά, αλλά και αναρίθμητους εραστές. Συγχρόνως, εκχωρεί επιδόματα σε συγγραφείς των οποίων το ταλέντο διαβλέπει, όπως οι Τζιούνα Μπαρνς, Εμμα Γκόλντμαν και Μίνα Λόι. Το 1928, εγκαταλείπει τον Βάιλ και τα παιδιά της, συνάπτοντας σχέση με τον άγγλο συγγραφέα Τζον Χολμς. Ανάμεσά τους αναπτύσσεται μια θυελλώδης σχέση με τραγική όμως κατάληξη όταν, το 1934, ο Χολμς πεθαίνει στη διάρκεια μιας απλής εγχείρησης.
Το 1938 εγκαινιάζει στο Λονδίνο την πρώτη της γκαλερί, με το όνομα Guggenheim Jeune, στην οποία με τη βοήθεια του Μαρσέλ Ντυσάν εκθέτει έργα του Ζαν Κοκτό. Στη συνέχεια, και πάντοτε με τη βοήθεια του Ντυσάν, η γκαλερί εκθέτει Καντίνσκι, Μπρανκούζι, Αρπ, Μουρ, κ.ά. Εκείνη την εποχή, η Πέγκυ αρχίζει την προσωπική συλλογή εικαστικών δημιουργιών της με την αγορά έργων μετά το πέρας κάθε έκθεσης. Είναι επίσης το διάστημα που η Πέγκυ σχετίζεται με τον Σάμιουελ Μπέκετ, αλλά παρά την πίεση που του ασκεί εκείνος δεν συγκατατίθεται να την παντρευτεί.
Μόνιμα στη Βενετία
H επόμενη δραστηριότητα της Πέγκυ έγκειται στην προσπάθεια ίδρυσης ενός μουσείου, η οποία εγκαταλείπεται μόνο με το ξέσπασμα του B/ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου η παραμονή της στο Παρίσι, εξαιτίας της εβραϊκής καταγωγής της, βάζει σε κίνδυνο τη ζωή της. Το 1941 επιστρέφει στη Νέα Υόρκη. Μαζί της, εκτός από τη συλλογή της, ταξιδεύουν ο πρώην άντρας της και η δεύτερη γυναίκα του, τα παιδιά του από τους δύο γάμους και ο Μαξ Ερνστ. Ο Ερνστ σύντομα θα γίνει ο δεύτερος σύζυγος της Πέγκυ, εξασφαλίζοντας έτσι την άνετη διαμονή του στην Αμερική, χωρίς όμως ο γάμος να διαρκέσει περισσότερο από πέντε χρόνια.
Το 1942 η Γκούγκενχαϊμ εγκαινιάζει τη νέα της γκαλερί «H Τέχνη του Αιώνα». Τα 171 εκθέματα που αποτελούν την προσωπική συλλογή της περιλαμβάνουν σουρεαλιστική και κυβιστική ζωγραφική και γλυπτική, αλλά και έργα της αμερικανικής πρωτοπορίας, όπως πίνακες του Τζάκσον Πόλοκ, στην ανάδειξη του οποίου συνέβαλε σημαντικά η Πέγκυ με την οικονομική υποστήριξη που του παρείχε, καθώς και με τις ατομικές εκθέσεις που οργάνωσε στην γκαλερί της. Ωστόσο, η προσωπική ικανοποίηση για την επιτυχημένη συμβολή της γκαλερί στην προβολή της μοντέρνας τέχνης δεν αποτέλεσε επαρκές κίνητρο για την επέκταση του ενδιαφέροντος της Πέγκυ στις καλλιτεχνικές πρωτοπορίες και στις μορφολογικές μεταμορφώσεις της μοντέρνας τέχνης που συντελούνταν πλέον σχεδόν αποκλειστικά στη Νέα Υόρκη. Καθώς ποτέ δεν συμφιλιώνεται με το καθεστώς εμπορικής διαπραγμάτευσης των έργων τέχνης και τους νέους κανόνες της αγοράς εγκαταλείπει το μητροπολιτικό αυτό κέντρο της σύγχρονης τέχνης και επιστρέφει στην Ευρώπη με σκοπό όχι τόσο τον εμπλουτισμό όσο την εδραίωση της συλλογής της.
Ετσι, το 1947, εγκαθίσταται μόνιμα στη Βενετία, αγοράζοντας το Παλάτσο ντέι Λεόνι και μετατρέποντάς το σε συγγραφικό και καλλιτεχνικό πόλο έλξης για εκατοντάδες εκπατρισμένους αμερικανούς και ευρωπαίους επισκέπτες. Την επόμενη χρονιά, καλείται να παρουσιάσει τη συλλογή της στη διεθνή έκθεση σύγχρονης τέχνης Μπιενάλε. Για την περίσταση τής παραχωρείται ο χώρος του ελληνικού περιπτέρου, καθώς η Ελλάδα αδυνατεί να συμμετάσχει λόγω του εμφυλίου πολέμου. H θερμή υποδοχή της πρώτης παρουσίασης έργων της «αμερικανικής εμπειρίας» του μοντερνισμού στην Ευρώπη χάρισε στην Πέγκυ δημόσια αναγνώριση και αποδοχή. Τις δεκαετίες που ακολούθησαν ως τον θάνατό της, η συλλογή της ταξίδεψε στα σημαντικότερα μουσεία της Ευρώπης (Γκαλερί Τέιτ και Λούβρο) και στο μουσείο Γκούγκενχαϊμ της Νέας Υόρκης, το οποίο στο μεταξύ είχε ιδρύσει ο θείος της Σόλομον. Το 1974, η συλλογή, όπως και το Παλάτσο στο οποίο τα έργα εκτίθενται ως σήμερα, περιήλθαν στην κυριότητα του Μουσείου Γκούγκενχαϊμ.
Ωμή ειλικρίνεια
H λεπτομερής αυτή παράθεση βιογραφικών στοιχείων επιχειρεί σκόπιμα να αντιπαραβληθεί με τη μεροληπτική, απλουστευτική και μονομερή βιογραφία του δημοσιογράφου Anton Gill. Βέβαια, ο συγγραφέας αντλεί το υλικό του κυρίως από τη σκανδαλώδη για την εποχή μαρτυρία της ίδιας της Πέγκυ Γκούγκενχαϊμ, η οποία το 1946 και στη συνέχεια το 1960 συνθέτει την αυτοβιογραφία της, εκθέτοντας με ωμή ειλικρίνεια την περιπετειώδη ερωτική ζωή της. Στόχος του Anton Gill είναι η «αποκατάσταση» της φήμης της σημαντικής αυτής συλλέκτριας, της οποίας «η "παρασκηνιακή" ζωή ως διαρκώς περιπλανώμενης και απελευθερωμένης γυναίκας έχει γίνει αντικείμενο τέτοιου κουτσομπολιού, κακολογίας, δυσφήμησης και τέρψης, ώστε επισκιάζει την επιρροή της ως ευεργέτιδας ζωγράφων και γλυπτών». Ωστόσο, η άκριτη αναπαραγωγή φυλετικών και σεξιστικών στερεοτύπων («έμφυτη φιλαργυρία», σεξουαλική «αδηφαγία», εγκληματική «γονική αμέλεια», χαμηλή αυτοεκτίμηση και αίσθημα κατωτερότητας) κάθε άλλο παρά βοηθούν στη διερεύνηση και κατανόηση της πολύπλευρης προσωπικότητας της βιογραφούμενης, καθώς και στην αποτίμηση της συμβολής της στη διάδοση και προώθηση της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας του 20ού αιώνα. Επιπλέον, η απουσία μιας ερμηνευτικής προσέγγισης των κοινωνικών και ιστορικών παραγόντων που συνέβαλαν στη δημιουργία των ανατρεπτικών αυτών πρωτοποριών δεν επιτρέπει την αισθητική και πολιτισμική αξιολόγηση του συλλεκτικού εγχειρήματος της Πέγκυ Γκούγκενχαϊμ.
Παρά τις αισθητικές και ιδεολογικές αδυναμίες του, το βιβλίο διαβάζεται ευχάριστα, χάρη στο πλήθος των πληροφοριών που παρατίθενται για τις περιπλανήσεις της Γκούγκενχαϊμ στην Ευρώπη, τις σχέσεις της με ερωτοπαθείς συγγραφείς και οινομανείς καλλιτέχνες και τις ζηλότυπες συζύγους τους, καθώς και τη γλαφυρή αναπαράσταση των δεκαετιών από το 1920 ως το 1950. H απουσία ουσιαστικής επικοινωνίας με το άμεσο περιβάλλον της και η τραγική κατάληξη πολλών διαπροσωπικών σχέσεων στη ζωή της Πέγκυ Γκούγκενχαϊμ δεν σκιάζουν το κλίμα της «αέναης γιορτής», της συνεχούς «φιέστας» - για να χρησιμοποιήσω τη χαρακτηριστική φράση του Χέμινγκγουεϊ, ενός από τα πολλά γνωστά ονόματα που κάνουν την εμφάνισή τους στις σελίδες του παρόντος τόμου.
Ντόρα Τσιμπούκη (καθηγήτρια Αγγλικής Φιλολογίας)
ΤΟ ΒΗΜΑ, 19-09-2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις