0
Your Καλαθι
Επιστολές σ ένα νέο συγγραφέα
Περιγραφή
«Αγαπητέ φίλε,
Λίγες μόνο γραμμές, για να σου επαναλάβω κάτι που σου είπα τόσες φορές κατά τη διάρκεια αυτής της αλληλογραφίας, στην οποία, ωθούμενος από τις ενδιαφέρουσες επιστολές σου, προσπάθησα να περιγράψω κάποια από τα μέσα που χρησιμοποιούν οι καλοί μυθιστοριογράφοι για να προικίσουν τα μυθιστορήματά τους με τη μαγεία στην οποία παραδιδόμαστε οι αναγνώστες: ότι η τεχνική, η μορφή, ο λόγος, το κείμενο, ή όπως θέλεις να το πεις, είναι ένα αδιάρρηκτο σύνολο, στο οποίο ο χωρισμός του θέματος του ύφους, της σειράς, των οπτικών γωνιών κ.λ.π. ισοδυναμεί με την πραγματοποίηση μιας τομής σε ένα ζωντανο σώμα. Το αποτέλεσμα είναι πάντα, ακόμα και στις καλύτερες περιπτώσεις, μια μορφή δολοφονίας. Και ένα πτώμα είναι ένα χλομό και απατηλό υπόλειμμα του ζωντανού όντος, σε κίνηση και πλήρη δημιουργικότητα πριν το κυριεύσει η καμψία και του επιτεθούν τα σκουλήκια...»
ΚΡΙΤΙΚΗ
Στη μυθιστοριογραφία η μεγαλοφυΐα ή το ταλέντο, σύμφωνα με το γνωστό Περουβιανό μυθιστοριογράφο Μάριο Βάργκας Λιόσα, δεν γεννιέται, αλλά διαμορφώνεται διά μέσου μιας μακράς ακολουθίας ετών πειθαρχίας και επιμονής: όλοι οι μεγάλοι μυθιστοριογράφοι υπήρξαν στην αρχή μαθητευόμενοι, για να κυοφορηθεί το ταλέντο τους σταδιακά. Τις βασικές παραμέτρους αυτής της πειθαρχίας επιχειρεί να παρουσιάσει με τη μορφή επιστολών, που υποτίθεται πως απευθύνονται σε έναν επίδοξο νεαρό συγγραφέα. Η κάθε επιστολή αντιστοιχεί σε ένα κεφάλαιο, το οποίο αναφέρεται σε ένα πρόβλημα της μυθοπλασίας ή σε ένα θέμα της γραφής, όπως η αληθοφάνεια, το ύφος, ο αφηγητής, ο χρόνος και ο χώρος της ιστορίας και της αφήγησης, το επίπεδο της πραγματικότητας, ο εγκιβωτισμός των ιστοριών, τα στοιχεία της αβεβαιότητας και η αξιολόγηση όλων των στοιχείων της αφήγησης στη βάση της αμοιβαίας λειτουργικής σχέσης των.
Η επαναστατικότητα της μυθοπλασίας
Αναζητώντας την προέλευση της πρώιμης προδιάθεσης κάποιου να πλάθει πρόσωπα και να επινοεί ιστορίες, ο Λιόσα προσανατολίζεται προς την περιοχή της επαναστατικότητας: όποιος αφήνεται στο στοχασμό ή και τη φαντασίωση ζωών και κόσμων διαφορετικών από εκείνων μέσα στους οποίους ζει, εκδηλώνει εμμέσως μια επιθυμία αντικατάστασης και μέσω αυτής, μια κριτική τάση ή και απόρριψη. Αυτή η αντιδικία με την πραγματικότητα αποτελεί το μυστικό λόγο ύπαρξης της λογοτεχνίας και η μυθοπλασία γίνεται ένα ψέμα που κρύβει μια βαθιά αλήθεια, είναι η ζωή που δεν υπήρξε, εκείνη που οι άνθρωποι μιας συγκεκριμένης εποχής ήθελαν να ζήσουν, αλλά δεν έζησαν: δεν είναι το πορτρέτο της Ιστορίας, αλλά μάλλον ο αντίποδάς της, αυτό που δεν συνέβη, αλλά θα μπορούσε ή θα έπρεπε να έχει συμβεί.
Οσο κι αν φαίνεται, λοιπόν, αθώο το παιχνίδι της λογοτεχνίας, από τη στιγμή που είναι προϊόν εσωτερικής δυσαρέσκειας για την πραγματική ζωή, η μυθοπλασία αποτελεί πηγή ενόχλησης, ενώ η ανησυχία που η λογοτεχνία μάς κάνει να αισθανόμαστε μπροστά στον πραγματικό κόσμο, ανάλογα με τις αντικειμενικές συνθήκες, είναι δυνατό να μετατραπεί σε ανταρσία. Αλλά ούτε και για τον ίδιο το συγγραφέα δεν είναι αθώο αυτό το παιχνίδι, επειδή η λογοτεχνική κλίση δεν είναι διασκέδαση, αλλά μια πλήρης και αποκλειστική απασχόληση, μια δουλειά που έχει ελεύθερα επιλεγεί και μετατρέπει τα ευτυχισμένα θύματά της σε σκλάβους: ο συγγραφέας έχει παγιδευτεί από την ίδια του τη φωτιά, το σκουλήκι έχει τρυπώσει στην καρδιά του και κουλουριασμένο τρώει από τον εγκέφαλο και τη μνήμη του. Μόνον όποιος προσεγγίζει τη λογοτεχνία με μια κλίση θρησκευτική και είναι διατεθειμένος σε αυτή την κλίση να αφιερώσει τη διάρκεια και τις δυνάμεις του, μόνον αυτός είναι πραγματικά σε θέση να γίνει συγγραφέας -δηλαδή να γίνει εκείνος που θα κατορθώσει να γράψει το έργο που θα τον υπερβεί.
Την πιο πλούσια τροφή του βρίσκει το σκουλήκι της μυθοπλασίας στα προσωπικά βιώματα του συγγραφέα. Γι' αυτό και στην επιλογή των θεμάτων του τα περιθώρια ελευθερίας είναι πολύ μικρά έως ανύπαρκτα- ιδίως σε σύγκριση με τα περιθώρια ελευθερίας στην επιλογή της φόρμας, όπου η ευθύνη του συγγραφέα είναι πλήρης. Αυτό συμβαίνει επειδή η ζωή είναι εκείνη που επιβάλλει τα θέματα μέσω ορισμένων εμπειριών που έχουν σημαδέψει τη συνείδηση του συγγραφέα, ενώ από αυτές τις εμπειρίες θα προσπαθήσει αργότερα να απαλλαγεί μετατρέποντάς τις σε ιστορίες. Αυτή η επισήμανση, όμως, του Λιόσα δεν σημαίνει μια από μέρους του αποδοχή του αυτοβιογραφισμού. Αντιθέτως, παρ' ότι δέχεται πως τα βιώματα ενός μυθιστοριογράφου αποτελούν το σημείο εκκίνησης των επινοήσεών του, πιστεύει πως αυτά δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να αποτελούν και το σημείο άφιξης. Αυτό το σημείο κατάληξης της μυθοπλασίας βρίσκεται σε πολύ μεγάλη απόσταση από το σημείο εκκίνησης, καθώς στην πορεία που μεσολαβεί το αυτοβιογραφικό υλικό μεταβάλλεται σε τέτοιο βαθμό, ώστε στο τελικό αποτέλεσμα να μπορούμε απλώς να διακρίνουμε κάποιους αρχικούς αυτοβιογραφικούς πυρήνες της μυθοπλασίας. Στην περίπτωση που αυτό δεν συμβαίνει, τότε το μυθιστόρημα δεν αποτελεί πραγματική καλλιτεχνική δημιουργία, επειδή δεν έχει αποκτήσει εκείνη την πλήρη αυτονομία που θα του επιτρέψει να υπάρξει άσχετα και πέρα από τη ζωή του συγγραφέα.
Η σχέση της αληθοφάνειας με το ρεαλισμό
Στο γεγονός πως η πειθώ είναι το βασικό ζητούμενο μιας μυθοπλασίας συμφωνούν οι περισσότεροι. Στον τρόπο, όμως, με τον οποίο επιτυγχάνεται αυτή η πειστικότητα υπάρχουν ορισμένες διαφωνίες ή, πιο σωστά, παρεξηγήσεις. Βασικότερη παρεξήγηση είναι εκείνη που αντιλαμβάνεται την πειστικότητα με τους όρους της πιστής αναπαράστασης ή και της ουδέτερης αντανάκλασης του περιβάλλοντος. Αν ίσχυε κάτι τέτοιο, τότε πειθώ θα διέθεταν όλα τα έργα που ανήκουν σε κάποια μυθιστορηματική σχολή στην οποία η αντικειμενική αναπαράσταση αποτελεί βασική προγραμματική αρχή της. Εχουν, όμως, όλα τα έργα του νατουραλισμού πειστικότητα; Από αυτό γίνεται φανερό πως η πειστικότητα μιας μυθοπλασίας δεν εξαρτάται από το βαθμό στον οποίο αυτή αναπαράγει την πραγματικότητα μέσα στην οποία παράγεται, αλλά από το βαθμό στον οποίο είναι συνεπής με το μυθιστορηματικό κόσμο, δηλαδή με εκείνον τον κόσμο που προσπαθεί να συγκροτήσει με το κείμενο, ο οποίος είναι αυτόνομος σε σχέση με τον υπαρκτό κόσμο μέσα στον οποίο ζουν ο συγγραφέας και ο αναγνώστης, ως φυσικές υποστάσεις. Η πειστικότητα, επομένως, αντιστοιχεί σε μια εσωκειμενική συνέπεια και όχι σε μια εξωκειμενική πιστότητα και το μυθιστόρημα έχει πετύχει τη μέγιστη δυνατότητα πειθούς, όταν έχει κερδίσει την αυτάρκεια και τη χειραφέτησή του από το υπαρκτό. Βρισκόμαστε, επομένως, μπροστά σε δύο μορφές του πραγματικού: στη δυναμική της μυθοπλασίας και στη στατική (δηλαδή συντελεσμένη) του υπαρκτού. Η διαφορά αυτή αντιστοιχεί σε μια πραγματολογική ποιότητα, δεν είναι αξιολογική, αλλά, ανάλογα με την επεξεργασία που δέχεται, μπορεί να γίνει αισθητική.
Το εγχείρημα της αυτονόμησης μπορεί να ξεκινά από μια λανθάνουσα επαναστατική παρόρμηση, αλλά τελικά δίνει την εντύπωση πως έχει αξίωση αισθητική. Υπάρχει και μια άλλη παράξενη αντινομία στη μυθοπλασία, που απορρέει από το γεγονός πως επιδιώκει μια αυτονομία μέσα σε ένα περιβάλλον που λειτουργεί ως σύστημα δεσμεύσεων. Το εγχείρημα αυτό γίνεται δυνατό χάρη στις δυνατότητες της μορφής, η οποία αποτελείται από δύο στοιχεία: το ύφος και τη δομή. Το πρώτο αντιστοιχεί στο ρηματικό μέσο της αφήγησης, ενώ το δεύτερο στην οργάνωση του υλικού της, παραπέμποντας στους μεγάλους άξονες κάθε μυθιστορηματικής σύνθεσης: στον αφηγητή και τον αφηγηματικό χώρο και χρόνο.
Από τις παρατηρήσεις που κάνει ο Λιόσα σχετικά με το ύφος, ενδιαφέρουσα είναι εκείνη που αναφέρεται στον εξοβελισμό της έννοιας της ορθότητας του ύφους, την οποία αντικαθιστά με την αποτελεσματικότητά του, που είναι καρπός της ενότητας λέξεων, προσώπων και πραγμάτων. Οταν υφίσταται μια τέτοια ενότητα, τότε αναγνωρίζουμε το νομοτελειακό χαρακτήρα της γλώσσας των μεγάλων συγγραφέων. Οι τεχνικές που χρησιμοποιεί ο μυθιστοριογράφος για να επενδύσει τις επινοήσεις του με τη δύναμη της υποβολής, διακρίνονται σε τέσσερις ομάδες: στον αφηγητή, το χώρο, το χρόνο και το επίπεδο της πραγματικότητας.
Ο αφηγητής είναι ο πιο σημαντικός παράγων, επειδή από αυτόν εξαρτώνται όλα τα υπόλοιπα. Αφού διαλύσει τη συνηθισμένη σύγχυση ανάμεσα στις έννοιες του συγγραφέα και του αφηγητή, επισημαίνοντας πως ο πρώτος είναι ένα φυσικό, ενώ ο δεύτερος ένα πλασματικό πρόσωπο που υπάρχει μόνο μέσα στη μυθοπλασία, παρουσιάζει τις δυνατές επιλογές στο αρχικό ερώτημα ενός συγγραφέα: «Ποιος θα αφηγηθεί την ιστορία;», αναφέροντας τις γνωστές περιπτώσεις της αφηγηματικής φωνής και εστίασης, δίνοντας παράλληλα παραδείγματα από την παγκόσμια λογοτεχνία. Το ίδιο κάνει και με το χρόνο, διαλύοντας πρώτα τη σύγχυση ανάμεσα στις έννοιες του χρόνου της αφήγησης και του χρόνου της ιστορίας, για να περάσει στη συνέχεια στην εξέταση των χρονικών κατηγοριών.
Οι τεχνικές που εξετάζονται από τον Λιόσα είναι οι βασικές για τη σύνθεση μιας ιστορίας, και με τον τρόπο αυτόν οι «Επιστολές» του θα μπορούσαν να είναι πολύ χρήσιμες για έναν επίδοξο συγγραφέα. Ανάμεσα στα στοιχεία της αφήγησης που προσεγγίζει με ιδιαίτερη ευαισθησία, είναι εκείνο της αβεβαιότητας, κάνοντας έτσι φανερό πως ο Περουβιανός μυθιστοριογράφος θέλγεται από την τέχνη της υπαινικτικής αφήγησης.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 01/03/2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις